ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

 Θεόπτης Μωυσῆς καὶ θεοπτία

 Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Τὸ θέμα τῆς θεοπτίας ἢ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ δύο διαφορετικὲς μορφές, ποὺ ἡ μία φαίνεται νὰ ἀποκλείει τὴν ἄλλη. Ὁρισμένα χωρία χαρακτηρίζουν τὴν θεοπτία ὡς ἀδύνατη. Ἔτσι στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου ὁ Θεὸς λέει στὸν Μωυσῆ: «Οὐ δυνήση ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται». Καὶ ὁ Ψαλμωδὸς σημειώνει ὅτι ὁ Θεὸς «ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ» Ἐξάλλου στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἢ «Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται». Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προσθέτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, «ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται».

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται πλῆθος θεοφανειῶν. Ἔτσι ὁ Ἰακὼβ λέει: «Εἶδον Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή». Καὶ γιὰ τὸν Μωυσῆ σημειώνεται: «Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυςῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἰ τὶς λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον». Τέλος ὁ Ἰὼβ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κύριο λέει: «Ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε». Ἐξάλλου στὴν Καινὴ Διαθήκη μακαρίζονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», γιατί θὰ δοῦν τὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῆ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι».

Σχολιάζοντας τὰ χωρία αὐτὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρατηρεῖ ὅτι στὴ θεολογία ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ταυτόχρονα καὶ ἀποκλείεται καὶ προτείνεται. Ἀποκλείεται, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος κατὰ τὴν οὐσία του. Ἀλλὰ καὶ προτείνεται, γιατί προσεγγίζει τὸν κόσμο καὶ γίνεται προσιτὸς μὲ τὶς ἐνέργειές του. Ἔτσι τὰ δύο αὐτὰ πράγματα δὲν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, ἀλλὰ ἐναρμονίζονται καὶ συμβαδίζουν.

Τὸ ἀπρόσιτό τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποκλείει τὴ θεοπτία. Καὶ ἡ θεοπτία ἢ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναιρεῖ τὸ ἀπρόσιτό τῆς θείας οὐσίας. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ ὡς κτίσμα ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ, τοποθετεῖται «εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας», σκεπάζεται μὲ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ὅσο παρέρχεται ἡ δόξα του, καὶ ὕστερα βλέπει τὰ ὀπίσω του. Καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας, μόλις αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, καλύπτει μὲ τὴ μηλωτὴ του τὸ πρόσωπό του. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ οἱ παρευρισκόμενοι Ἀπόστολοι φοβήθηκαν πολὺ καὶ «ἔπεσαν ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν».

Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι μονότροπη οὔτε μονοσήμαντη. ‘Όπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ Θεὸς φανερώθηκε στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες «ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς συνέφερε». Διαφορετικὰ ἐμφανίσθηκε στὸν Ἀβραάμ, διαφορετικὰ στὸν Ἰσαάκ, διαφορετικὰ στὸν Ἰακώβ, στὸν Νῶε, στὸν Δανιήλ, στὸν Δαυίδ, στὸν Σολομώντα, στὸν Ἠσαΐα καὶ στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἅγιους προφῆτες. Ἀλλὰ καὶ οἱ διάφορες ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὸ ἴδιο πρόσωπο δὲν γίνονται πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.

Ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται παιδαγωγικὰ καὶ μυεῖται σταδιακὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴ θέα τῆς δόξας του.

Τέλος κάθε θεοφάνεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς ἄσαρκη φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀποβλέπει μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ θεόπτη, ἀλλὰ ἐντάσσεται στὴν προοπτική της θείας οἰκονομίας καὶ προετοιμάζει τὴν ἔνσαρκη ἔλευσή του.

Ὁ Μωυσῆς δὲν εἶναι οὔτε ὁ πρῶτος οὔτε βέβαια καὶ ὁ μόνος θεόπτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Μωυσῆ λέει: «Ἐγὼ Κύριος καὶ ὤφθην πρὸς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Θεὸς ὧν αὐτῶν, καὶ τὸ ὄνομά μου οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς». Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν πρώτη φανέρωσή του πρὸς τὸν Μωυσῆ ὁ Θεὸς παρουσιάζεται ὡς Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ τὴ φανέρωση αὐτή, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ πυρὸς στὴ βάτο, ὁ Μωυσῆς ἐντυπωσιάσθηκε καὶ θέλησε νὰ πλησιάσει. Μόλις ὅμως ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ βάτο, ἔστρεψε τὸ πρόσωπό του ἀλλοῦ, γιατί φοβήθηκε .Ὅταν ὁ Θεὸς ἀνακοίνωσε στὸν Μωυσῆ ὅτι θὰ τὸν ἀποστείλει ὡς ἐλευθερωτὴ τοῦ λαοῦ του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἐκεῖνος ζήτησε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ ὄνομά του, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ παρουσιασθεῖ στοὺς Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Θεὸς ἀπήντησε: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὧν,.. οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ὁ ὧν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς».Ἔτσι ὁ Μωυσῆς γίνεται ὁ πρῶτος θεόπτης, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε ὡς ὁ Ὧν, δηλαδὴ ὡς εἶναι καὶ ὡς πρόσωπο ἢ ὑπόσταση.

Ἄλλες θεοφάνειες πρὸς τὸν Μωυσῆ ἔγιναν κατὰ τὴ νομοδοσία στὸ Σινᾶ, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας του πρὸς τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἄλλωστε ἡ προσωπικὴ συμπόρευση τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦσε τὸ κατεξοχὴν στήριγμα τοῦ Μωυσῆ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς πορείας του. Τέλος ὁ Μωυσῆς παρουσιάζεται ὡς θεόπτης καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐφόσον μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία παρέστησαν στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὅπως μάλιστα προσφυῶς σημειώνεται, ὁ ἴδιος ἐμφανίζεται ὡς ἐκπρόσωπος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ Ἠλίας ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ζωντανῶν. Ταυτόχρονα ὁ Μωυσῆς ἐκπροσωπεῖ τὸν Νόμο καὶ ὁ Ἠλίας τοὺς Προφῆτες. Ὁ Μωυσῆς πέθανε, χωρὶς νὰ φθάσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου ὁδήγησε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰησοῦς υἱὸς Ναυῆ. Καὶ ὁ Νόμος παρῆλθε ὡς σκιά, χωρὶς νὰ φανερώσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἠλίας δὲν πέθανε, ἀλλὰ μετέστη πρὸς τὴν αἰώνια ἀλήθεια. Καὶ ἡ προφητεία δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἐκπληρώθηκε ὡς ἀδιάψευστη ἀλήθεια. Ἡ θεοπτία δὲν εἶναι κάποιο συμβατικὸ φαινόμενο γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ θεόπτη. Πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι κάποιο προσωπικὸ κατόρθωμά του. Ἡ θεοπτία προσφέρεται μὲ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὡς ἐμπειρία, ποὺ φέρνει τὸν κτιστὸ καὶ πεπερασμένο ἄνθρωπο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἄκτιστο καὶ ὑπερβατικὸ Θεό, συνδέεται συνήθως μὲ σκληρὲς δοκιμασίες. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος «δόκιμος τῷ Θεῶ καὶ πιστὸς διὰ τῆς πολλῆς μακροθυμίας εὑρεθεῖς, οἷα πολλοὺς πειρασμοὺς ὑπομείνας ἐγένετο λυτρωτὴς καὶ ἡγούμενος καὶ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Μωυσῆς, μετὰ τὰ σαράντα χρόνια της παραμονῆς του στὴν Αἴγυπτο, ἔμεινε ἄλλα σαράντα χρόνια στὴν ἐξορία, γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ καὶ νὰ ποιμάνει γιὰ τὰ ἑπόμενα σαράντα χρόνια τὸν περιούσιο λαό.

Οἱ διαδοχικὲς θεοφάνειες ὁδηγοῦν τὸν Μωυσῆ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης σὲ διαρκῶς ὑψηλότερη θεογνωσία. Ἀρχικὰ βλέπει ὁ Μωυσῆς τὸν Θεὸ «ἐν φωτὶ» καὶ ἀκολούθως «ἐν γνόφω».Ἔτσι ὅσο προσεγγίζει τὸν Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει τὸ ἀθεώρητο τῆς θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στὴν ἀχειροποίητη σκηνή, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πέρας τῶν διαδοχικῶν ἀνυψώσεών του.

Καὶ ἡ ἀχειροποίητη αὐτὴ σκηνή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κλήθηκε νὰ κατασκευάσει τὴν χειροποίητη σκηνή, εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ ἔπηξε «ἐν ἡμῖν τὴν ἰδίαν σκηνήν», Ἐξάλλου ἡ θεοφάνεια ἔχει βαθύτατες ἐπιπτώσεις στὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐσωτερικὴ λαμπρότητα, ποὺ προκαλεῖται μὲ αὐτήν, ἐκδηλώνεται καὶ στὸ σῶμα τοῦ θεόπτου. Ὅταν ὁ Μωυσῆς κατέβαινε ἀπὸ τὸ Σινᾶ μὲ τὶς πλάκες τῆς Διαθήκης μετὰ τὴν τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴ θεοπτία καὶ τὴ συνομιλία του μὲ τὸν Θεὸ καὶ προκαλοῦσε δέος στὸν λαό.

Τελικὰ ὁ ἀθεώρητος καὶ στοὺς ἀγγέλους Θεὸς γίνεται ὁρατὸς στοὺς ἀνθρώπους ὡς σαρκωμένος Λόγος μὲ τὴν ἐκ Παρθένου γέννησή του. Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν ἔνσαρκη ὑποδοχὴ καὶ θεώρηση τοῦ Θεοῦ ἦταν πολὺ ἐκτενέστερη καὶ βαθύτερη ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴ δοκιμασία κάθε θεόπτη. Ἡ προετοιμασία αὐτὴ πραγματοποιήθηκε οὐσιαστικὰ κατὰ τὴ διάρκεια ὁλόκληρης τῆς προηγούμενης ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία χαρακτηρίστηκε ὡς «ἡ τῶν πρὸ αὐτῆς αἰτία». Ἀλλὰ καὶ ἡ ὀδύνη τῆς Παναγίας, ὅπως εἶχε προφητευθεῖ ἀπὸ τὸν Θεοδόχο Συμεών, ξεπέρασε τὴν ὀδύνη κάθε θεόπτη. Ἡ ὀδύνη ὅμως αὐτὴ νίκησε πλέον ὁριστικὰ τὸν θάνατο καὶ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀναφαίρετη χαρὰ τῆς ἀναστάσεως. Πρόγευση τῆς χαρᾶς αὐτῆς δοκίμασε καὶ ὁ Θεοδόχος Συμεών, ποὺ μὲ τὴν θέα τοῦ σαρκωθέντος Λόγου ἀτενίζει εἰρηνικὰ τὸν θάνατο .

Ἡ θεοπτία προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο δέος. Μεγάλο δέος δοκίμασαν καὶ οἱ τρεῖς μαθητὲς τοΰ Κυρίου κατὰ τὴν Μεταμόρφωση, ὅταν ἄκουσαν τὴν φωνὴ ἀπὸ τὴ νεφέλη πού ἔλεγε: «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Κάτι ἀνάλογο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τοὺς στρατιῶτες ποὺ πῆγαν νὰ συλλάβουν τὸν Χριστὸ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, καὶ μόλις τὸν ἄκουσαν νὰ λέει, «ἐγὼ εἰμί, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ χαρακτηρίζεται στὴν ἀκολουθία του καὶ «ὡς ἄλλος Μωυσῆς, τοῦ θείου γνόφου ἐν Ἀθῳ ἀξιωθείς», συνδέει τὴ θεοπτία μὲ τὴ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ σταυροῦ. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ περιορίζει στοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸ ἐπεκτείνει καὶ σὲ ὅλους τους δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σὲ ὅλους τούς φίλους του Θεοῦ. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, λέει, «μήπω γεγονός ἐν τοῖς προπάτορσιν ἦν τὸ γὰρ μυστήριον αὐτοῦ ἐνηργεῖτο ἐν αὐτοῖς».Ἔτσι σταυρὸς ἦταν γιὰ τὸν Μωυσῆ νὰ βγεῖ μὲ τὸν λαό του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ βαδίσει ἐκεῖ ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει ὁ Θεός. Ὅπως σταυρὸς ἦταν καὶ γιὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα, τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸ σπίτι του, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ. Στὶς περιπτώσεις δηλαδὴ αὐτὲς ἐνεργεῖται τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ, ποὺ ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο μὲ τὴ φράση: «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καγώ τῷ κόσμῳ». Τὸ «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται» ἀποτελεῖ τὴν πρώτη φάση τοῦ μυστηρίου τοῦ σταυροῦ. Ἡ δεύτερη φάση τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ εἶναι ἡ σταύρωση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν κόσμο. Κατὰ τὴ φάση αὐτὴ νεκρώνεται τὸ σαρκικὸ φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ παύει νὰ ἐνεργεῖ στὰ μέλη του ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴ δύναμη τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοπτίας. Ὁ θεόπτης ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία, κατὰ τὸν τύπο τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἔβγαλε τὰ ὑποδήματά του, ὅταν πλησίαζε στὴ φλεγόμενη βάτο.

Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καθιστᾶ τὸν θεόπτη καθολικὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἀγκαλιάζει μέσα του ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς προσφέρεται νὰ συναπολεσθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες ποὺ ἁμάρτησαν, ἂν ὁ Θεὸς δὲν συγχωρήσει τὴν ἁμαρτία τους, ἐνῶ ὁ Θεοδόχος Συμεὼν ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Σωτήρα ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ δέχεται εἰρηνικὰ τὸν θάνατό του. Τέλος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εὔχεται νὰ χωρισθεῖ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ τόσο ἀγάπησε, προκειμένου νὰ σωθοῦν οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί του. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ὅταν φθάνουν στὴ θεοπτία, προσεύχονται αὐθόρμητα γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.

Οἱ θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἑρμηνεύονται συνήθως ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς φανερώσεις τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ προετοιμάζουν καὶ προτυπώνουν τὴν ἐνανθρώπηση καὶ τὴν ἔνδοξη φανέρωσή του. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρουσιάσθηκε τότε ὡς φῶς, ὡς νεφέλη, ὡς στήλη πυρός, ὡς γνόφος, ὡς θύελλα ἢ ὡς αὔρα λεπτή, ἔλαμψε καὶ στὸ Θαβὼρ ὡς ἀπρόσιτο φῶς. Ἡ ἴδια αὐτὴ δόξα ἐξακολουθεῖ νὰ φανερώνεται στοὺς ἄξιους, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά τους, ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ πληρέστερα κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Ἐνῶ ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ τὴ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὸ ἄκτιστο φῶς φώτιζε ἐκ τῶν ἔξω τούς θεόπτες, τώρα ποὺ ἔχει ἀνακραθεῖ μὲ τοὺς πιστοὺς καὶ ὑπάρχει μέσα τους, τοὺς φωτίζει ἐκ τῶν ἔσω.

Μὲ τὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε λέγοντας «Ἐγὼ εἰμι». Ἡ θεοφάνεια τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ «Ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμί»· μὲ τὴν συνύπαρξη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο θεὸ κατὰ πάντα «χωρὶς τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος». Ἀντίστοιχα βέβαια καὶ οἱ θεοπτίες τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τελειότερες ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Εἶναι θεοπτίες ποὺ δὲν ἀποκαλύπτουν προσωπικὰ ἢ ὑποστατικὰ μόνο τὸν Θεό, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ ἀνυψώνουν στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀληθινοῦ προσώπου ἢ τῆς ὑποστάσεως καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι θεοπτίες τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ καὶ μέλος τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως.

«Ἅγ. Γραφὴ καὶ σύγχρονος ἄνθρωπος» –

Τιμητικὸς Τόμος στὸν Καθηγητὴ Ἰωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Ἐκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου