ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

 «Καὶ κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν, ὁ τάφος γίνεται…»

Π.Β. Πάσχος

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στον εξαίσιο κανόνα που έχει γράψει για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την θ’ ωδή την αρχίζει μ’ αυτό το τροπάριο:

Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ,

ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων·

χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως,

φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα,

ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω·

Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Πόσο φοβερός είναι αυτός ο λόγος, «ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων»! Όπως στην Κιβωτό, την άψυχη μα ιερή, ο Οζά που άπλωσε τ’ ανάξια χέρια του να την αγγίξει θανατώθηκε απ’ το Θεό αμέσως, έτσι μας διασώζει κ’ η παράδοση πως κι ο εβραίος Ιεφονίας, όταν άπλωσε τα χέρια του στην έμψυχη κιβωτό, την Παναγία, καθώς οι άγιοι Απόστολοι κήδευαν το πάνσεπτο σκήνος της, εκόπηκαν τα χέρια του κ’ έμειναν στην κλίνη της.

Αυτό το τροπάρι κι αυτά τα φρικτά θαύματα θυμούμαι και φοβούμαι και τρέμω, κάθε φορά που τολμώ να μιλήσω, ο αμαρτωλός κι ανάξιος εγώ, για την υπέραγνη Μητέρα του Χριστού και να ψαύσω με τ’ ακάθαρτο χέρι μου και τη γήινη σκέψη μου την έμψυχη κιβωτό, την Παναγία, που βάσταξε μέσα της τον Κύριο των πάντων, το Θεό και σωτήρα μας, τον Ιησού Χριστό. Αλλά ελπίζοντας πως θα με συγχωρέσει η Παναγία Θεοτόκος, που γνωρίζει την αγαθή προαίρεση παίρνω το θάρρος να μπω μέσα στο δροσερό κ’ ευωδιαστό λειμώνα των Πατέρων, να κόψω λίγα ταπεινά άνθη ευλαβείας και να τ’ αποθέσω στον άγιο τάφο της, που έγινε, κατά τον υμνογράφο, «κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν» και για Εκείνη, και για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς, που την τιμούν και την δοξάζουν.

Στα βιβλία της Εκκλησίας μας, η Κοίμηση της Θεοτόκου, που γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου, σημειώνεται μ’ αυτά τα λόγια: «τῇ ιε΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς Πανσεβασμίας μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας». Και αναφέρεται στη συνέχεια του συναξαριού όλη η υπόθεση της Μεταστάσεως της Παναγίας, όπως μας την διέσωσε η πάντιμη Παράδοση, μια που τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν τίποτε για την Κοίμηση της Παναγίας.

Όταν ο Χριστός θέλησε να καλέσει κοντά του την Παναγία Μητέρα του, της φανέρωσε αυτή τη θέλησή του τρεις μέρες πριν από την Κοίμηση, στέλνοντας τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, τον ίδιον Άγγελο που είχε υπουργήσει και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο Αρχάγγελος κατέβηκε, της έδωσε ένα κλωνάρι φοινικιάς -ίσως και αυτό να κρύβει ένα βαθύ συμβολισμό- και της ανήγγειλε τη θεία της Μετάσταση από τη γη στον Ουρανό, από τη ζωή την πρόσκαιρη στη ζωή την αθάνατη. Ακούοντας τον αγγελικό αυτό λόγο η Παναγία, εχάρηκε και ανέβηκε με σπουδή πάνω στο Όρος των ελαιών για να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει το Θεό. Στο δρόμο που ανέβαινε προς το Όρος, τα δέντρα, σα να ήταν έμψυχα και λογικά, έσκυβαν και την προσκυνούσαν. Είναι γνωστό, πως εκεί ψηλά ανέβαινε συχνά η Παναγία και προσεύχονταν ώρες πολλές. Τόσο πολύ που, όπως αναφέρει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, από τις συνεχείς γονυκλισίες της Παναγίας οι πλάκες του εδάφους εβαθούλωσαν, κι αυτά τα βαθουλώματα φαίνονταν ως τον καιρό που ζούσε ο άγιος Ανδρέας και πιο ύστερ’ ακόμη «τὰς κλίσεις τῶν ἱερῶν γονάτων τοῦ πανάγνου σώματος αἱ πρὸς τοὔδαφος κατεστρωμμέναι πλάκες διωλύγιον (δηλ. μεγαλοφώνως) ἀνακράζουσι». Αφού έμειν’ εκεί πολλήν ώρα η Παναγία και προσευχήθηκε, γύρισε στο σπίτι της, όπου μπαίνοντας αισθάνθηκε σαν να το κουνούσε κάποιος σεισμός. Άναψε φώτα πολλά και κάλεσε τις συγγένισσες και τις γειτόνισσές της. Καθαρίζει κ’ ευπρεπίζει τα πάντα, μέχρι και το νεκροκρέββατό της, κ’ έτσι τους φανερώνει τα λόγια του Θεού που της έφερε ο Αρχάγγελος· τους δείχνει και το κλωνάρι της φοινικιάς. Οι καλεσμένες γυναίκες άρχισαν να θρηνούν και να χύνουν δάκρυα. Κ’ ή Παναγία τις παρηγορούσε, πως κι από τον Ουρανό θα τις φυλάγει και όταν της το ζητούν θα τις παρηγορεί στον κάθε πόνο τους. Εκείνη την ώρα μια βροντή ακούστηκε και σύννεφα πολλά εσκέπασαν το σπίτι της Παναγίας. Και ένας-ένας άρχισαν να κατεβαίνουν οι Άγιοι Απόστολοι, που έφτασαν εδώ από τα πέρατα της Οικουμένης, όπως λέγει και ο Ιερός υμνογράφος:

Νεφέλαι τοὺς Ἀποστόλους αἰθερίoυς διήρπαζον

καὶ κοσμικῶς διεσπαρμένους

ὁμοχώρους παρέστησαν

τῷ ἀχράντῳ σου σώματι.

Μαζί με τους Αποστόλους ήταν κι ο άγιος Διοvύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο διδάσκαλός του άγιος Ιερόθεος, ο απόστολος Τιμόθεος κι άλλοι ιεράρχαι, καθώς κι ο απόστολος Παύλος. Εκεί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς ποια ήτανε δάκρυα λύπης και ποιά δάκρυα χαράς, που έσταζαν πλούσια απ’ τα μάτια των αγίων Αποστόλων. Η Παναγία τους αποχαιρετά όλους, προσεύχεται με θερμές δεήσεις και ικεσίες στον Υιό και Θεό της, για την ειρήνη του κόσμου και για την ενδυνάμωση των Αποστόλων, και ανακλίνεται στο νεκροκρέββατο που η ίδια πριν λίγο είχε ετοιμάσει. Ευλογεί τους Αποστόλους και παραδίνει την παναγία ψυχή της στα χέρια του Υιού Της, που κατέβηκε να την παραλάβει -όπως εικονίζει το θαύμα η βυζαντινή αγιογραφία, που δείχνει το Χριστό v’ ανεβάζει σαν νήπιο στον ουρανό την ψυχή της Παναγίας. Τότε οι Απόστολοι, αφού της έψαλλαν τα επιτάφια εγκώμια, σήκωσαν το νεκροκρέββατο και με λαμπάδες και ύμνους εξοδίους, κίνησαν να ενταφιάσουν το θεοδόχο σώμα της Θεομήτορος στη Γεθσημαvή. Την ακολουθία συνόδευαν από ψηλά οι μελωδικές φωνές των αγγέλων. Μόνο οι φθονεροί Εβραίοι δε βαστούσαν να βλέπουν και ν’ ακούνε τόσα θαύματα, και σκέφτηκαν να γκρεμίσουν και να μολύνουν το vεκροκρέββατο της Παναγίας. Δεν πρόφτασαν όμως να προχωρήσουν στη σατανική τους επιχείρηση και τυφλώθηκαν όλοι τους. Ένας μάλιστα, που πλησίασε το πάναγνο σώμα της Παναγίας άφησ’ εκεί κομμένα, στη στιγμή, τα χέρια του. Μόνον αργότερα, σαν μετανόησαν ειλικρινά και πίστεψαν, είδαν το φως οι τυφλοί κ’ έλαβε πάλι τα κομμένα χέρια του ο Ιεφονίας. Σαν έφθασαν στη Γεθσημανή οι Απόστολοι, ενταφίασαν με πολλές τιμές το πάνσεπτο σκήνος της Θεοτόκου κ’ έμειναν εκεί επί τρεις ημέρες, ακούγοντας μέρα και νύχτα τους ύμνους που έψελναν ακατάπαυστα οι φωνές των αγγέλων. Απ’ την κηδεία έλειπε, κατά θείαν οικονομία, ένας από τους αγίους Αποστόλους (πολλοί λέγουν πως αυτός ήτανε πάλι ο απόστολος Θωμάς), που ήρθε την τρίτη μέρα, πολύ λυπημένος που δεν αξιώθηκε να ίδει κ’ εκείνος, εκείνα που είδαν όλοι οι άλλοι Απόστολοι. Τότε άνοιξαν τον τάφο για να προσκυνήσει το σώμα της Θεοτόκου και ο αργοπορημένος Απόστολος. Αλλά με θαυμασμό και απορία όλοι τους αντίκρυσαν τον τάφο αδειανό! Δεν υπήρχαν παρά μόνο τα «εντάφια σπάργανα» όπως και στο Χριστό, δηλ. τα νεκροσέντονα. Γονάτισαν οι Απόστολοι και προσκύνησαν τον κενό τάφο της Παναγίας, που είχε «μετασταθεί», και είχε αναληφθεί στον Ουρανό.

***

Πολλοί θεολόγοι, επειδή η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν αναφέρεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, καθώς και στις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τοποθετούν το θέμα της θείας της Μεταστάσεως στα «θεολογούμενα» – όταν δεν το αποκρούουν, όπως άλλες Ομολογίες. Γι’ αυτές τις θέσεις δεν μπορεί να πει κανείς πως βρίσκουνται στη σωστή ορθόδοξη βάση. Γιατί, για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, πρέπει ν’ αγνοήσουμε όχι μονάχα τους ωραιότερους ύμνους της Εκκλησίας μας, που είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, αλλά κ’ ένα πλήθος άλλων Πατέρων της Ορθοδοξίας, που εγκωμιάζουν τη Μετάσταση της Θεοτόκου. Η ορθόδοξη θεολογία, που έχει πίσω της ένα φωτεινό οδηγό αγιότητος και αληθείας, την παράδοση των θεοφόρων Πατέρων, δεν μπορεί ν’ απαντήσει -και ν’ αντιπαρέλθει- μ’ ένα «όχι» στο θαύμα της Μεταστάσεως της Παναγίας, ένα θαύμα ανάλογο σε ύψος με την Ανάληψη του Χριστού, «σύμφωνα με τη σκέψη του αγίου Εφραίμ του Σύρου, που έγραψε ότι, με την Ανάληψη και τη Μετάσταση μπήκαν στον Παράδεισο σωματικά ο καινούργιος Αδάμ και η καινούργια Εύα, ο Ιησούς και η Μαρία» (Β. Μουστάκη, ο αγ. Ανδρέας ο Κρήτης μπροστά στο μυστήριο της Μεταστάσεως, «Κιβωτός» τ. Α΄, Ιούλιος και Αύγουστος 1952). Ένα σημείο που ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης άπλετα φωτίζει, με τους τρεις υπέροχους λόγους του στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι εκείνο που αφορά στο σώμα που μετατέθηκε από τον τάφο της Θεομήτορος. Το σώμα αυτό δεν ήταν η χωμάτινη σάρκα που φορούσε η Παναγία όταν ζούσε στη γη, αλλά το αφθαρτισμένο και πνευματικά «αλλαγμένο» σώμα, όπως ακριβώς γράφει σ’ ένα σημείο ο απόστολος Παύλος: «Οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα· δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 51-52).

Το «υπεράγνωστο» μυστήριο της Μεταστάσεως, με την αλλαγή και την αφθαρτοποίηση του σώματος της Παναγίας, δεν μπορεί ο χριστιανός να το κατανοήσει δίχως την θείαν «ἀκτῖνα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας», η οποία θα μας ικανώσει να ενδοσκοπήσουμε πνευματικά το μέγα μυστήριο. Και να ιδούμε σ’ αυτό όχι μονάχα την αλλαγή και την αφθαρτοποίηση του σώματος τη Παναγίας, μα και των σωμάτων όλων των χριστιανών, που με μια αγία ζωή θα κατορθώσουν να φτάσουν στη θέωση, που είναι ο μεγάλος προορισμός κάθε πιστού, το «τέλος» και το τέρμα κάθε πνευματικού ανθρώπου.

Μερικές αντιρρήσεις είχαν εγερθεί παλαιότερα, σχετικές με την ονομασία της Μεταστάσεως. Αφού το άχραντο σώμα της Παναγίας αναστήθηκε και αναλήφθηκε, όπως του Υιού και Θεού της, γιατί δεν λέγεται Ανάσταση και ανάληψη, αλλά Μετάσταση; Και απαντούν οι Πατέρες: α) Γιατί η ανάσταση και ανάληψη της Θεοτόκου δεν είναι γραμμένη, όπως του Χριστού, στα άγια Ευαγγέλια, β) γιατί η ανάσταση και ανάληψη της Θεοτόκου είναι μυστικό δόγμα της Εκκλησίας και όχι κήρυγμα, γι’ αυτό και καλύπτεται, και στους λόγους ακόμα των Πατέρων, με μυστικότητα και σιωπή. Είναι σχετικά γνωστή η έκφραση του Μεγάλου Βασιλείου «τὰ μὲν δόγματα σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται», και γ) γιατί η μετάσταση είναι, ως έννοια, καθολικώτερη από την Ανάσταση και την Ανάληψη· έτσι, ό,τι αναστηθεί και αναληφθεί, σίγουρα θα μετασταθεί. Η Μετάσταση λοιπόν της Θεοτόκου, έχει μέσα της και την ανάσταση και την ανάληψη.

***

Πολλά είναι τα πατερικά και υμνογραφικά άνθη, που έχουν θέμα τη θεία Μετάσταση της Παναγίας, γιατί πολλή είναι η αγάπη των Αγίων στο πρόσωπο της Παναγίας. Μα και σήμερα ακόμη όπως και στους αιώνες που πέρασαν, όπου υπάρχει εκκλησία του Χριστού, η ψυχή κ’ η πονεμένη καρδιά του ανθρώπου σκύβει μπρος στην Εικόνα της Παναγίας κι αποθέτει μ’ εμπιστοσύνη το φορτίο των πόνων της. Και σ’ όλο βέβαια, τον κόσμο τιμούν την Παναγία και την Κοίμησή της, μα πιο πολύ στην Ελλάδα -όπου δεν υπάρχει χωριό ή πολιτεία που να μην έχει ναό στο όνομα της Παναγίας- και ειδικώτερα το μήνα της Παναγίας, τον Αύγουστο, όπου η μνήμη της Κοιμήσεως πανηγυρίζεται λαμπρότερα από κάθε άλλη γιορτή της Παναγίας. Ο χριστιανός, που πιστεύει βαθιά, σκύβει αυτή τη μέρα, βλέπει τον άδειο τάφο της, πληροφορείται την θεία Μετάσταση και βλέπει στο βάθος των θείων κριμάτων και την ελπίδα της δικής του μεταστάσεως. Κ’ έτσι ο τάφος αυτός δεν γίνεται μόνο για την Παναγία «κλῖμαξ πρὸς οὐρανόν», αλλά και για τον κάθε πιστό που αγωνίζεται κάτω απ’ τον Σταυρό του Χριστού. Γι’ αυτό και η μνήμη της Κοιμήσεως «δὲν εἶναι λυπηρὰ καὶ πενθική, ἀλλὰ χαροποιὰ καὶ εὐφρόσυνος». «Διὰ ταῦτα τοίνυν, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, καὶ ὁ θάνατος αὐτῆς ζωηφόρος, εἰς οὐράνιον καὶ ἀθάνατον μεταβιβάζων ζωήν, καὶ ἡ τούτου μνήμη χαρμόσυνος ἑορτὴ καὶ παγκόσμιός ἐστι πανήγυρις». Έτσι περίπου συμβουλεύει κι ο άγιος Ανδρέας να πανηγυρίζουμε τη γιορτή της Κοιμήσεως: «Ἱερουσαλήμ, μὴ σχετλίαζε· θυμήρης γάρ, οὐ πενθήρης ἡ παροῦσα πανήγυρις». Κι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, απευθυνόμενος προς την Θεοτόκο λέγει: «Ἐντεῦθεν οὐ σὲ ὁ θάνατος ἐμακάρισε, Θεοτόκε, ἀλλ᾿ αὐτὸν τὸν θάνατον κατηγλάϊσας, τὴν τοῦτου κατήφειαν λύσασα καὶ χαρὰν θάνατον δείξασα».

Αλλά η χαρά της γιορτής, για να ’ναι γνήσια πρέπει να πηγάζει από συνείδηση με αγαθές πράξεις. Ας θυμηθούμε τον ιερό Χρυσόστομο: «ἑορτὴ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἀλλ᾿ ἢ εὐφροσύνη··εὐφροσύνην δὲ πνευματικὴν καὶ νοερὰν οὐδὲν ἄλλο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ἢ συνειδὸς πράξεων ἀγαθῶν, ὁ δὲ συνειδὸς ἔχων ἀγαθὸν καὶ πράξεις τοιαύτας, ἀεὶ ἑορτάζειν δύναται». Με άλλους λόγους, οι γιορτές που γίνονται προς τιμήν των Αγίων, και ιδιαίτερα της Παναγίας, δεν πρέπει να γίνονται «κοσμικῶς καὶ φιληδόνως», αλλά θεϊκῶς καὶ πνευματικῶς», όπως λέγει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Όχι με άσεμνους χορούς, παιχνίδια και τραγούδια άσεμνα και αισχρά, τα οποία «φιλεύουν τὰς πέντε αἰσθήσεις μὲ ἡδονικὰ ἀντικείμενα καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι πρόχειροι ὁδοὶ εἰς κακίαν καὶ εἴσοδοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν». Η τιμή μας προς την Παναγία την ημέρα της μνήμης της, πρέπει να γίνει και με την απαραίτητη καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, αλλά και μ’ ελεημοσύνη των πτωχών και «συμπάθειαν τῶν δεομένων». Και το σπουδαιότερον, «ἂς κατασκευάσωμεν τὴν ἐνθύμησιν καὶ τὴν καρδίαν μας, κατά τον άγιον Νικόδημον, ταμεῖον καὶ κατοικίαν τῶν ἀρετῶν τῆς Θεοτόκου. Πῶς τοῦτο ἐμποροῦμεν νὰ κάμωμεν; Παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος, καὶ φιλοπάρθενος, καὶ ἁγνὴ καὶ φίλαγνος; Βέβαια· καί ἡμεῖς ἄν ἔχωμεν ὄχι μόνον ἁγνὸν τὸ σῶμα ἀπό κάθε σαρκικὴν ἁμαρτίαν ἀλλὰ καί τήν ἐνθύμησίν μας καθαρὰν ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ ρυπαροὺς λογισμούς, θέλομεν ἀποκτήσει εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν χάριν τῆς ὑπεράγνου Παρθένου. Φεύγει αὐτὴ κάθε αἰσχρὸν πάθος; τοὺς ρυπαροὺς λογισμοὺς ἀποστρέφεται; συγχαίνεται τὴν γαστριμαργίαν; πολεμεῖ τὴν πορνείαν; μισεῖ τοῦ θυμοῦ τά κινήματα; δὲν δέχεται τὸν φθόνον καὶ τὰς φιλονεικίας; – διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ μισῶμεν ὅλα τὰ ἀνωτέρω πάθη, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα μιμηταὶ καὶ φίλοι τῆς Παρθένου. Καὶ πάλιν· χαίρεται ἡ Παρθένος εἰς τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἐγκράτειαν· εὐφραίνεται εἰς τὴν παρθενίαν καὶ σωφροσύνην· ἀγαπᾷ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν πραότητα· ἐναγκαλίζεται τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ταπείνωσιν· – διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τὰς ἀρετὰς ταύτας, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ἀκόλουθοι καὶ μιμηταὶ τῆς Παρθένου· καὶ μὲ συντομίαν, καθὼς ἡ Παρθένος μισεῖ μὲν κάθε κακίαν· ἀγαπᾷ δὲ κάθε ἀρετήν, οὕτω πρέπει νὰ κάμνωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἡ Παρθένος, βλέπουσα ἡμᾶς ἐστολισμένους μὲ τὰς τοιαύτας ἀρετάς, ἐπιθυμήσῃ τοῦ κάλλους τῶν ψυχῶν μας καὶ ἔλθῃ νοερῶς εἰς ἡμᾶς, φέρουσα μαζί της, κάθε σειρὰν πνευματικῶν χαρίτων καὶ ἀγαθῶν».


Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου