Στην αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε τον Κύριο με μύρο και στον Φαρισαίο
Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου
Λόγος δ΄
1. Αρκετά μας γέμισε ευφροσύνη πριν ο Χριστός, όταν έτρωγε στο σπίτι του Ζακχαίου (Λουκ. ιθ΄ 6). Διότι όπου τρώει ο Χριστός και κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους ανθρώπους κι απολαμβάνει από το ποτό και τα δικά μας φαγητά, όλα αυτά οδηγούν στο να εκφράσει κανείς την ευφροσύνη. Διότι, ποιος από τους τελώνες ή τις πόρνες και από όσους έκαναν απερίγραπτα κακά, βλέποντας τον δημιουργό του ουρανού και της γης να μπαίνει στο σπίτι του Τελώνη, κι Αυτόν που έδωσε τα σιτάρια να παίρνει στα χέρια Του το ανθρώπινο ψωμί, κι Αυτόν που έδωσε τα σταφύλια να ευλογεί τα πατητήρια με το να πίνει με άλλους το ποτό, δεν θα δικαιωθεί αν θεωρήσει το γεγονός γιορτή και πανηγύρι; Αυτή είναι στ’ αλήθεια γιορτή, αυτή είναι στ’ αλήθεια η ευφροσύνη του συμποσίου, το να βλέπει κανείς να απολαμβάνει την τροφή στο τραπέζι ο Δεσπότης μαζί τους δούλους, ο Θεός μαζί τους ανθρώπους, ο δικαστής μαζί με τους κατηγορουμένους.
Γι’ αυτό και ήλθε ο Χριστός στον κόσμο, χωρίς να εγκαταλείψει ο Ίδιος τον ουρανό, και έγινε άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι Θεός, ώστε πλέοντας στη θάλασσα, να απομακρύνει από το βυθό της αμαρτίας όσους ταλαιπωρούνται στο πέλαγος του βίου. Και περιόδευε σε κωμοπόλεις και πόλεις, και σε στενωπούς και μονοπάτια και δρόμους περπατούσε, για να επαναφέρει στο δικό Του ποίμνιο όσους πλανήθηκαν στα τρίστρατα, σαν τα πρόβατα που δεν έχουν τσομπάνη (Γ΄ Βασ. κβ΄ 17, Ιεζ. λδ΄ 5, Ματθ. θ΄ 36). Αυτός βέβαια, είναι που αναζητά το χαμένο πρόβατο, Αυτός που αφήνοντας τα ενενήντα εννιά πρόβατα έρχεται για την αναζήτηση του ενός (Ματθ. ιη΄ 12, Λουκ. ιε΄ 4). Αναζητούσε, λοιπόν, το ένα χωρίς να περιφρονεί τα πολλά, ούτε πάλι να προτιμά τα πολλά από το ένα. Αλλά άφηνε μεν τα ενενήντα εννιά, διότι γνώριζε ότι είναι ασφαλισμένα μέσα στη μάνδρα, Το δε ένα το αναζητούσε περιπλανώμενος για να μη γίνει τροφή στο διάβολο. Διότι το πρόβατο που δεν έχει ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο για τα θηρία, και την ψυχή που δεν σφραγίσθηκε -με το βάπτισμα- την επιβουλεύονται οι δαίμονες. Γι’ αυτό πριν τον Ζακχαίο τον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και τον ένωσε στη μάνδρα με τα άλλα πρόβατα και τον έκανε άξιο της σφραγίδας – του βαπτίσματος. Διότι όπως ο τσομπάνος θέλοντας να πιάσει το πρόβατο που αποπλανήθηκε, αφήνει ένα ήμερο ζώο, ώστε καθώς αυτό βόσκει πλούσια να ελκύσει το θήραμα που απομακρύνθηκε, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που πήρε από την Παρθένο Μαρία, όπως το πρόβατο στη βοσκή, την άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, ώστε με τον γνωστό νόμο του συμποσίου, ελκύοντάς τον για επικοινωνία, να τον ενώσει στην ποίμνη Του χωρίς αυτός να το καταλάβει.
2. Όμως μη κατανοώντας αυτό οι Φαρισαίοι γόγγυζαν βλέποντας τον Κύριο να τρώει μαζί με τους τελώνες (Ματθ. ια΄ 19, Λουκ. ιθ΄ 7). Και εκείνοι, βέβαια, σαν παλιό ασκί θα σκάσουν, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν το νέο κρασί της διδασκαλίας, εμείς όμως ας βαδίσουμε ακολουθώντας τον φιλάνθρωπο ποιμένα. Διότι ο Χριστός που ένωσε τον τελώνη Ζακχαίο στη λογική ποίμνη των αποστόλων, ο Ίδιος και την αμαρτωλή πόρνη, που έκανε μύρια κακά, την πήρε ως αμνάδα από τον φάρυγγα του διαβόλου και ανεπηρέαστη πλέον την παρέδωσε στη μάνδρα. Και για να γνωρίσετε και τη φιλανθρωπία του Χριστού και τον παραλογισμό των Φαρισαίων και την επιστροφή της αμαρτωλής γυναίκας, θα εκθέσω τα λόγια του Ευαγγελίου που μιλούν γι’ αυτά. Και εάν βέβαια ακούσετε προσεκτικά την αφήγηση, εύκολα θα κατανοήσετε και το περιεχόμενο της ερμηνείας.
«Παρακάλεσε», λέει, «κάποιος από τους Φαρισαίους τον Ιησού να φάει μαζί του. O Ιησούς μπήκε στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι» (Λουκ. ζ΄ 36). Ω, τί ανέκφραστη χάρη! Ω, τί απερίγραπτη φιλανθρωπία! Και μαζί με τους Φαρισαίους τρώει, και τους Τελώνες δεν διώχνει, και τις πόρνες δέχεται, και με τη Σαμαρείτιδα κάνει διάλογο (Ιωάν. δ΄ 7) και τον λόγο της Χαναναίας καταδέχεται (Ματθ. ιε΄ 22-28), και την άκρη του ρούχου Του παραχωρεί στην αιμορροούσα (Ματθ. θ΄ 20), Ναι, διότι είναι γιατρός όλων, που εγγίζει τα πάθη για να τους ωφελήσει όλους, πονηρούς μαζί και αγαθούς, αχάριστους και ευγνώμονες (Ματθ. ε΄ 45, Λουκ. στ΄ 35). Οπότε και τώρα, όταν προσκλήθηκε από τον Φαρισαίο, μπαίνει στο σπίτι του, που από πριν είναι γεμάτο κακά. Διότι, όπου υπάρχει Φαρισαίος, εκεί είναι η πηγή της πονηρίας, το καταγώγιο της αμαρτίας, η υπεροπτική υποδοχή. Αλλά κι όταν ακόμη σ’ αυτή την κατάσταση βρίσκεται το σπίτι, ο Κύριος δεν αρνείται να προσέλθει. Και δικαίως. Διότι όπως ακριβώς ο ήλιος δεν βλάπτεται καθόλου όταν ρίξει τις ακτίνες του επάνω στον βόρβορο, αλλά αντίθετα και σπογγίζει τη βρωμιά, χωρίς αυτός να πάθει τίποτε, έτσι και ο Χριστός ως ήλιος δικαιοσύνης γεμίζει κάθε ένοχο και βέβηλο τόπο, και καταστρέφει με τις ακτίνες της αγαθότητάς Του τη δύσοσμη αμαρτία, χωρίς να παθαίνει τίποτε η θεότητά Του, ούτε προσβολή, ούτε μείωση, ούτε μολυσμό.
3. Γι’ αυτό και εύκολα συμφώνησε στην πρόσκληση του Φαρισαίου, με ηρεμία και σιωπή και χωρίς να ελέγχει τον βίο του. Κι αυτό το έκανε, πρώτα για να αγιάσει τους προσκεκλημένους, τον οικοδεσπότη που τους κάλεσε, όλους τους χώρους της κατοικίας, τα πολυτελή φαγητά. Μετά, πήγε εκεί για να δείξει ότι δεν ήταν φανταστική η ενανθρώπηση και κάθισε, έφαγε, ήπιε, κατανάλωσε τροφές. Και για να πούμε αλλιώς, επειδή επρόκειτο να τον πλησιάσει η πόρνη, και να δείξει εκείνον τον θερμό και ολόζεστο τρόπο της μετανοίας, γι’ αυτό όταν Τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, αμέσως δέχεται, ώστε όταν εκείνη διηγηθεί τα φοβερά κακά που έπραξε μπροστά στους Γραμματείς και Φαρισαίους, να τους διδάξει πώς πρέπει να εξευμενίζουν τον Θεό οι αμαρτωλοί που λυπούνται για τις αμαρτίες τους. Διότι λέει «Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα» (Λουκ. ζ΄ 37). Γυναίκα, η οποία είναι φύση που εύκολα γλιστρά, είναι το πρώτο δίχτυ που χρησιμοποίησε ο διάβολος, είναι αυτή που εισήγαγε την πλάνη, είναι ο δάσκαλος της παραβάσεως, είναι αυτή που έγινε για βοηθός του άνδρα και αποδείχθηκε εχθρά, είναι αυτή που έγινε καλή κατά φύση, και με τη θέλησή της αποδείχθηκε κακή, είναι αυτή που προξένησε τον θάνατο, είναι αυτή που έδειξε την ομορφιά του δένδρου και έχασε ολόκληρο τον παράδεισο. «Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα», που σήκωνε τα βάρη της Εύας και ήταν γεμάτη με πολλά κακά. Και αναφέρω από πριν τα τόσα πολλά κακά της, για να γνωρίσετε τη μεγαλοπρέπεια της μετανοίας της.
Στην αμαρτωλή γυναίκα
4. O Θεός, αφού πήρε από την πλευρά του Αδάμ ένα οστό και αφού το έντυσε με σάρκα, κατασκεύασε την Εύα (Γέν. β΄ 21), την οποία την ονόμασε γυναίκα και την έδωσε βοηθό στον Αδάμ. Αλλά μετά που αμάρτησαν παρέβησαν τον νόμο και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο και πήραν ως τιμωρία τον θάνατο, για να μη χαθεί όλο το ανθρώπινο γένος καθώς οδηγείται προς τον θάνατο, ο Θεός έβαλε ως αντίθετο στον θάνατο τον γάμο, ώστε ο ένας να σπέρνει κι ο άλλος να θερίζει, ο ένας να κόβει τη ζωή κι ο άλλος να την βλασταίνει.
Και το ότι δόθηκε η χάρη του γάμου, μετά που επιβλήθηκε ο θάνατος, γίνεται φανερό από το ότι ο Αδάμ, ενώθηκε με τη γυναίκα του, για τεκνογονία – μετά την απομάκρυνσή του από τον παράδεισο. Διότι έχει γραφεί ότι μετά την έξοδο από τον παράδεισο, τότε ο Αδάμ γνώρισε ως σύζυγο τη γυναίκα του (Γέν. δ΄ 1). Πριν από την αμαρτία, λοιπόν, υπήρχε η παρθενία η οποία διατηρούσε αμόλυντο τον χιτώνα της φύσεως, μετά όμως από την παράβαση, μετά από την απόφαση του θανάτου, σε αντίθεση, ορίσθηκε ο γάμος ώστε να νικήσει τον θάνατο που αφαιρεί ανθρώπους με τη γέννηση άλλων, και να τον κάνει νικημένο που τρυγά ζωές, φυτρώνοντας καινούργιες. Επειδή, λοιπόν, για τη συνέχιση του ανθρωπίνου γένους και για την αύξηση της ανθρωπίνης φύσεως, δόθηκε ο νόμος του γάμου, έσπειρε μέσα στον άνδρα την τάση για ηδονή, τη δε γυναίκα την έκανε τρυφερή. Όχι για να ερεθίζονται για πορνική μίξη, αλλά για να ενώνονται νόμιμα στον γάμο. Γι’ αυτό η μεν θεσμοθετημένη ένωση του γάμου είναι άξια τιμής από τον Θεό, η δε ένωση που πραγματοποιείται για χάρη των ηδονών υποβάλλεται στον θάνατο. «Ο γάμος να είναι από όλους σας άξιος τιμής, και η συζυγική κλίνη αμόλυντη, γιατί ο Θεός θα καταδικάσει τους πόρνους και τους μοιχούς» (Εβρ. ιγ΄ 4). Οι γυναίκες, λοιπόν, που νόμιμα είναι ενωμένες με τους άνδρες για να κάνουν παιδιά, είναι ακατηγόρητες, όπως η Σάρρα και η Ρεβέκκα και η Ραχήλ, και όποια άλλη, όπως αυτές. Οι γυναίκες όμως που λόγω ηδυπάθειας διεγείρουν τους νέους για ακολασία, επειδή καταστρέφουν τον ναό του Θεού, παραδίδονται στην καταστροφή. Διότι λέει ο Παύλος: Av κάποιος καταστρέφει τον ναό του Θεού θα τον αφανίσει ο Θεός» (A΄ Κορ. γ΄ 17). Μεταξύ αυτών των γυναικών ήταν κι αυτή η αμαρτωλή για την οποία λέμε. Διότι νοθεύοντας τη φύση της, και με εξωτερικές βαφές κοκκινίζοντας τις παρειές της, και με παραπειστική τέχνη να φανεί καλή, παράσερνε τους νέους προς την ακολασία, ρίχνοντάς τους, χωρίς να το περιμένουν, στο βάραθρο της πορνείας.
5. Και αυτά τα λέω, όχι για να την περιπαίζω για όσα έπραξε πριν, αλλά για να την επαινέσω, γιατί από εκείνη την αξιοκατάκριτη κατάσταση έφτασε ξαφνικά σ’ αύτη την αξιέπαινη. Λέω, βέβαια, τι ήταν, για να δείξω τι έγινε τώρα. Λέω τα παραπτώματα της αμαρτίας της, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας.
Όμως αυτή, που πριν δεν χρησιμοποιούσε το σώμα της ενάρετα, και άλλους τους σαγήνευε τους βοστρύχους των μαλλιών της, και άλλους τους μάγευε με τα δάκρυα, άλλους πάλι τους γοήτευε με τα καλλυντικά της, όμως όλους και από παντού τους προσκαλούσε στον βόρβορο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό κι όλον πάθη ηδονής έρωτά της τον μεταβάλλει σε θεία και επουράνια μεγάλη αγάπη. Διότι, όταν είδε τον Ιησού κάποτε μεν ελεύθερα να συζητά την Σαμαρείτιδα, άλλοτε πάλι να προσέρχεται στη Χαναναία, και άλλη φορά την κλοπή της θεραπείας από την αιμορροούσα να την αναφέρει μπροστά σε όλους, και άλλοτε μεν να τρώει μαζί με τους τελώνες, και άλλοτε πάλε να επισκέπτεται τα σπίτια των Φαρισαίων, σκέφθηκε:
– Εάν πλησιάζει πόρνες και αμαρτωλούς και τελώνες, μέχρι πότε ασταμάτητα και με ορμή θα αδειάζω το πέλαγος της αμαρτίας; Δεν θα είμαι πάντα νέα, ούτε πάντοτε ωραία. Διότι όλα παρέρχονται, όλα μαραίνονται, και τα άνθη και τα κρίνα και τα κάλλη των προσώπων. Τί, λοιπόν, θα πάθω για όσα έκανα; Διότι ήδη αισθάνομαι τη φωτιά της γέεννας, ήδη την ψυχή μου τη γεμίζει η μετάνοια, επειδή για την καταστροφή των νέων βιαζόμουν να φανώ ωραία στους δρόμους της πόλης, στις αγορές, έτρεχα στα σταυροδρόμια, χρησιμοποιώντας για δίχτυ μεν τα πόδια και για δόλωμα τη γλώσσα μου. Αλήθεια πόσους νεαρούς τους γοήτευα ρίχνοντας γύρω το γεμάτο αδιαντροπιά βλέμμα μου! Για την καταστροφή των θεατών μου έκαμνα ωραίες τις πλεξίδες των μαλλιών μου, άλλοτε ανεβάζοντάς τες σαν πύργο στην κεφαλή μου, κι άλλοτε αφήνοντας από την κορυφή τις πλεξίδες να πέφτουν πολλές μαζί επάνω στο μέτωπό μου. Άλλοτε πάλι χρωμάτιζα κόκκινα τα μάγουλά μου και ζωγράφιζα τα μάτια μου, και άλλοτε άφηνα σταλαγματιές δακρύων, ώστε με την κολακεία να εκτραχηλίζω την ψυχή! Τί θα γίνω, λοιπόν, γι’ αυτά που έκανα; Ποιον γιατρό θα βρω γι’ αυτά τα άπειρα πάθη μου; Εάν τα δικά μου πάθη τα πω σε ανθρώπους, χωρίς ωφέλεια θα είναι αυτός ο τρόπος της εξομολογήσεως. Μήπως πρέπει να καλύψω τα κακά; Όμως δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Πώς να τα ξεχάσω μη μπορώντας να ξεχάσω τον Θεό; Πού λοιπόν να φύγω, βρίσκοντας παντού τον δικαστή, που ναι μεν είναι αόρατος, όμως που παντού με ελέγχει για τα κακά; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, ένα εφόδιο ζωής υπάρχει μπροστά μου, το να αναγνωρίσω τον Ιησού και να προστρέξω σ’ Αυτόν. Διότι, ο Χριστός που δέχεται τελώνες δεν θα απομακρύνει την πόρνη, που τρώει μαζί με τους Φαρισαίους, δεν θα παραβλέψει τα δάκρυα της αμαρτωλής γυναίκας. Επειδή, λοιπόν, έμαθα ότι ο Χριστός θα βρίσκεται στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου, που ήταν άνθρωπος λεπρός και αμαρτωλός, θα τρέξω προς Αυτόν. Αλλ’ όταν πάω τί θα του ζητήσω; Την υγεία των ματιών μου; Όμως αυτή είναι πρόσκαιρη χάρη. Την απαλλαγή από την ασθένειά μου; Όμως είναι μικρή πράξη, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι βαρύτερος αυτού εδώ. Παραβλέποντας τα παθήματα του σώματος, θα του ζητήσω επίμονα τη θεραπεία της ψυχής. Βρίσκω πως υπάρχει μια λύση για τα συγκεντρωμένα κακά, να δω τον Δικαστή, και να προλάβω τον καιρό της κολάσεως. Θα μιμηθώ τη Ραάβ την πόρνη (Ιησ. Ναυή β΄ 1), και θα ακολουθήσω τον ενάρετο τρόπο αυτής της γυναίκας. Διότι ο Θεός δεν ζητά τίποτε από εμάς παρά τη μετάνοιά μας.
6. Αυτά, λοιπόν, με ευσέβεια αφού σκέφτηκε και αφού έστρεψε την διάνοιά της προς την πίστη, μπαίνει στο σπίτι που ήταν καθισμένος στο δείπνο ο Ιησούς, και την προηγουμένη αδιαντροπιά της τη μετατρέπει σε παρρησία. Και δεν λέει βέβαια τίποτε σ’ Αυτόν. Διότι δεν τολμούσε, επειδή γνώριζε ότι ο Χριστός που γνωρίζει τους λογισμούς, δεν χρειάζεται λόγια. Γιατί τί είχε να πει σ’ Αυτόν που όλα τα γνώριζε; Ότι αμάρτησε; Ότι έγινε εργάτιδα πολλών κακών; Ότι ερωτευόμενη και ερωμένη υπηρέτησε την ηδονή όλων; Αυτά ήταν φανερά στον Θεό, όχι μόνο όταν πράττονταν, αλλά και στο απόκρυφο μέρος της ψυχής όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις ήταν γυμνά. Βλέποντας, λοιπόν, ότι όλα τα γνωρίζει και δεν του ξεφεύγει τίποτε, κλείνει τη γλώσσα και μιλά με τα δάκρυα. Λέει το Ευαγγέλιο «στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια Του και κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια Του με τα δάκρυά της» (Λουκ. ζ΄ 38), Αλλ’ αν και με τη γλώσσα δεν μιλούσε, όμως μιλούσε «με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις» (Ρωμ, η΄ 26) φανερώνοντας τη συντριβή της καρδιάς, νικώντας το πλήθος των αμαρτιών, και διώχνοντας τους απρεπείς λογισμούς, τις ένοχες ενθυμήσεις, τις βέβηλες πράξεις, τις παράνομες ομιλίες. Δεν υπήρχε, βέβαια, κανένα από τα κακά που έπραξε το οποίο να μη το ελεεινολογούσε με τα δάκρυα. Διότι γνώριζε ότι για τα αμαρτήματα που με τον τρόπο αυτό ομολογούσε, έπαιρνε τη συγχώρηση. Διότι λέει στους Ψαλμούς, είπα «θα αναφέρω στον Κύριο την ανομία μου, και Εσύ Κύριε, συγχώρησες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Και δεν μιλούσε μόνο χωρίς λόγια, παρακαλώντας θερμά με τους στεναγμούς της καρδιάς τον Κύριο, αλλά παρουσίαζε και με τη στάση της το κάλλος της μετανοίας. Και δάκρυσε βέβαια, γιατί γέλασε πριν πολύ, και με τα καλά δάκρυα ξέπλυνε το κακό γέλιο, και με τις σταλαματιές των ματιών ξέπλυνε τον ρύπο του προσώπου, ώστε με εκείνα που αμάρτησε, μ’ αυτά και να απολογηθεί, με εκείνα που παρανόμησε, μ’ αυτά και να κάνει ευμενή τον νομοθέτη Κύριο. Διότι, όπως ακριβώς ο Δαβίδ το στρώμα του, που παράνομα το μόλυνε με τη σαρκική ένωση, το ξέπλυνε με τα δάκρυα, γιατί λέει ο ίδιος «θα λούζω κάθε νύχτα το κρεββάτι μου, και με τα δάκρυά μου θα βρέξω το στρώμα μου» (Ψαλμ. στ΄ 7), έτσι κι αυτή η γυναίκα, τα μάτια με τα οποία πολλούς νέους παρέσυρε στην ακολασία, τα άφησε να δακρύζουν σαν πηγές και ξέπλυνε τον ρύπο της αμαρτίας που δύσκολα καθάριζε, παρουσιάζοντας τα δάκρυα ίδια για τον εαυτό της αυτά ως λουτρό μετανοίας. Διότι, τα μεν δάκρυα ως νερό αυτή τα έφερνε, τη δε συγχώρηση μ’ αόρατο τρόπο δεχόταν από τον Χριστό. Αλλ’ όμως και τον Άβραμ ίσως όχι μόνο μιμούμενη, αλλά ξεπερνώντας τον, έπλυνε τα πόδια του Χριστού. Διότι ο μεν Αβραάμ φέρνοντας λεκάνη, έβαλε νερό και έπλυνε τα πόδια και τα σφόγγισε με πετσέτα, αυτή όμως δεν έβγαλε νερό από το πηγάδι, αλλά άφησε τις βρύσες των δακρύων και έπλυνε τα πόδια του Ιησού. Και επειδή φοβόταν μήπως προσβάλλει με τα αμαρτωλά της δάκρυα τα άγια πόδια του Ιησού, σφόγγιζε τα πόδια με τα ωραία μαλλιά της, χρησιμοποιώντας τα ως πετσέτα (Πρβλ, Λουκ. ζ΄ 44 εξ.). Και έβλεπε κανείς ολόκληρη γενικά τη γυναίκα να λυγίζει για να θεραπευθεί από τον Ιησού. Διότι τα μεν μάτια από ψηλά σαν βρύσες δακρύων άδειαζαν ακατάπαυστα, η δε ψυχή σαν λεκάνη κάτω δεχόταν τις σταλαματιές που έσταζαν από τα πόδια, οι δε πλεξίδες σφόγγιζαν έχοντας θέση πετσέτας, και τα χέρια αδειάζοντας το αλάβαστρο του μύρου, άλειψαν τα θεία πόδια με μύρο, τιμώντας τον Χριστό που είναι το μύρο. Διότι λέει στο Άσμα: «Μύρο που άδειασε είναι το όνομα σου» (Άσμα α’ 3).
7. Είδες πώς νίκησε την αχάριστη γνώμη των Ιουδαίων η αμαρτωλή γυναίκα, που δεν γνώριζε τους θείους νόμους; Διότι οι Ιουδαίοι Τον λιθοβόλησαν ενώ η γυναίκα Τον ευχαρίστησε με μύρα. Όμως οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν αχάριστοι και άμυαλοι και χωρίς ευγνωμοσύνη, ανταπέδιδαν στον ευεργέτη Χριστό, τον ακρογωνιαίο λίθο (Ησ. κη΄ 16, Ματθ. κα΄ 42, Πράξ. δ΄ 11), ως φιλοφρόνηση κακούς λίθους. Η δε γυναίκα άλειφε με μύρο τα πόδια (Λουκ. ζ΄ 38), που επρόκειτο γι’ αυτήν να σταθούν επάνω στο ξύλο του σταυρού. Και τί λέω πως αυτή νίκησε τον αχάριστο λαό των Ιουδαίων, αφού αυτή ξεπέρασε ολόκληρο των όμιλο των άγιων. Διότι έλαβε χάρη που δεν την έλαβαν βασιλείς, που δεν την έλαβαν άρχοντες. «Διότι οι βασιλείς της Θαρσείς και τα νησιά θα προσφέρουν δώρα» (Ψαλμ. οα΄ 10), «και θα Τον προσκυνήσουν όλοι οι βασιλείς της γης» (Ψαλμ. οα΄ 11). Και βέβαια, σύμφωνα με τον προφήτη και δώρα έδωσαν και τον προσκύνησαν από μακρυά, όμως κανένας από αυτούς δεν φίλησε τα πόδια του Ιησού. Διότι πώς θα γινόταν αυτό; Ήλθαν οι μάγοι έχοντας οδηγό τον αστέρα, αλλά από μακρυά έδωσαν τα δώρα γνωρίζοντας σε ποια τάξη βρίσκονταν. Διότι λέει «ο ουρανός είναι ο θρόνος μου και η γη το στήριγμα των ποδιών μου» (Ησ. ξστ΄ 1). Ας επαινείτε, λοιπόν, η γυναίκα γιατί δέχτηκε την τιμή όλης της γης, επειδή άγγιξε τα αμόλυντα πόδια του Χριστού, των οποίων το χώμα θα γλείψουν τα έθνη και οι φυλές, σύμφωνα με εκείνο που λέει στους Ψαλμούς, ότι θα γλείψουν το χώμα των ποδιών Του (Πρβλ. Ψαλμ. οα΄ 9). Άγγιξε τα αμόλυντα πόδια, και μοιράστηκε με τον Ιωάννη το σώμα του Χριστού. Διότι ο Ιωάννης έπεσε επάνω στο στήθος του Χριστού (Ιω. ιγ΄ 23), περιμένοντας από εκεί να πάρει θεία διδασκαλία, η δε γυναίκα άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού που βάδιζαν για χάρη μας. Αλλ’ ο Χριστός βέβαια, που δεν κρίνει την αμαρτία αλλά επαινεί τη μετάνοια, που δεν τιμωρεί τα προηγούμενα, αλλά εξετάζει τα μελλοντικά, συγχωρώντας τα προηγούμενά της κακά τιμά τη γυναίκα και επαινεί τη μετάνοιά της, δικαιώνει τα δάκρυά της και στεφανώνει την πρόθεσή της.
8. Αλλά ο Φαρισαίος βλέποντας το θαύμα, αρρωσταίνει στη διάνοια και οδηγούμενος από φθόνο, δεν παραδέχεται τη μετάνοια της γυναίκας, κι αυτήν, που έτσι τίμησε τον Κύριο, την χτυπά με κοροϊδία και ελαττώνει το αξίωμα του Χριστού που τιμήθηκε από τη γυναίκα, καταλογίζοντάς Του άγνοια. Διότι λέει το Ευαγγέλιο «Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που Τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του. «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τί είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή» (Λουκ. ζ΄ 39). Ω άμυαλε και ασύνετε σε όλα Φαρισαίε! Λέγοντας αυτά δεν ελέγχεις τον τρόπο της ζωής της γυναίκας, αλλά κατηγορείς τη δική σου προαίρεση λέγοντας πως ο Χριστός αγνοεί το τί είδους υπήρξε κάποτε η γυναίκα. Λοιπόν, με την πρόσκληση δεν τον τίμησες τον Χριστό ως Θεό που όλα τα γνωρίζει. Δεν σέβεσαι, λοιπόν, μεγάλε κατήγορε και συκοφάντη, γιατί καλείς μεν τον Χριστό ως Θεό που μπορεί να ευλογήσει, τον κατηγορείς όμως ως άνθρωπο που δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο από εμάς. Αυτός, λέει, εάν ήταν προφήτης… Και πόσο ανώτερη από εσένα ήταν, Φαρισαίε, η γυναίκα εκείνη στα Σίκημα, που δεν Τον γνώριζε για προφήτη, μόλις τον είδε Τον Σωτήρα με ευγνωμοσύνη ομολόγησε. Διότι είπε: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης» (Ιωάν. δ΄ 19). Και πόσο πιο θαυμάσια από εσένα είναι και αύτη η αμαρτωλή γυναίκα, της οποίας την μεν αμαρτία βλέπεις, δεν βλέπεις όμως τη μετάνοιά της. Αλλά και κατακρίνεις εκείνη που δικαιώνει ο Κριτής, και μέμφεσαι και κατηγορείς εκείνην που ο Θεός τη δέχθηκε και τη στεφανώνει, επειδή γνώρισε και τίμησε τον Θεό να κάθεται κοντά σου με μορφή ανθρώπου, και ξεσκεπάζοντας τα τραύματα της ψυχής της ζήτησε έλεος και τη συγχώρηση των πράξεών της. Όμως εσύ Τον τίμησες με την πρόσκληση, Τον ατιμάζεις όμως με την κοροϊδία λέγοντας: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τί είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει» (Λουκ. ζ΄ 39). Άθλιε! Επειδή ο Χριστός δεν έλεγξε τα δικά σου κακά, Τον κατηγορείς για άγνοια; Επειδή μπήκε κάτω από τη δική σου στέγη που τη βαραίνουν πολλά κακά, αναιρείς τη γνώση Του; Αλλ’ επειδή Του ζήτησες να έλθει κάτω από τη στέγη σου, και να καθίσει μαζί σου στο τραπέζι και να πάρει με τα χέρια Του από τα φαγητά σου, και δέχτηκε και δεν αρνήθηκε την πρόσκλησή σου, Τον νομίζεις σαν έναν από τους πολλούς; Θα ήσουν άξιος να φιλοξενήσεις Θεό ή να παραθέσεις τραπέζι σ’ Αυτόν που ετοιμάζει τραπέζι στην έρημο; (Έξοδ. ιστ΄ 13). Επειδή όμως είναι φιλάνθρωπος, δεν το αρνήθηκε και καταδέχθηκε να λάβει ποτό και τροφή από τους υπηρέτες σου. Γιατί, λοιπόν, κατηγορείς Φαρισαίε, τον φιλάνθρωπο Κύριο, που όμοια σε όλους δίκαια ζυγίζει και δίνει τον ζυγό της αγαθοσύνης Του; Γιατί περνάς από στραγγιστήρι το κουνούπι της γυναίκας αυτής και καταπίνεις την καμήλα των δικών σου κακών; Και για εσένα θέλεις ο Θεός να είναι μεγαλόψυχος, για τη γυναίκα όμως αυτή απότομος; Γιατί για ξένα εγκλήματα εξοργίζεις τον δικαστή, και για τα δικά σου ζητάς συγγνώμη; Γιατί συμφωνήσατε, εσύ κι ο Ιούδας, να εκπειράσετε τον Κύριο; Διότι εσύ μεν, ως καθαρός από ρύπο κατηγορώντας λες πως ο Θεός έχει άγνοια των αμαρτημάτων του ανθρώπου, ο δε Ιούδας ως φίλος των φτωχών αγανακτεί λέγοντας: Προς τί η σπατάλη αυτού του μύρου; Διότι μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς (Προβλ. Ματθ. κστ΄ 8-9, Μάρκ. ιδ΄ 4, Ιωάν. ιβ’ 5). Ω τί αχάριστη γνώμη! Ω τί αχάριστοι τρόποι! Ιούδα, θεωρείς σπατάλη το να υπηρετήσει κανείς τον Χριστό, και άδικο ξόδεμα ονομάζεις αυτό που παραχωρήθηκε για την τιμή του Θεού;
9. Πόσα δώσαμε εμείς έναντι εκείνων που λάβαμε από τον Θεό; Ας σκεφτούμε από τότε που υπάρχει ο κόσμος, πόσοι ποταμοί ελέους ρέουν από τη φύση Του, και ο Θεός δεν λογαριάζει την αφθονία που το χορηγεί. Η γη πόσες ευωδίες βλαστάνει; Δηλαδή βλαστούς ρόδων και κρίνων, και μοσχοθυμίαμα, νάρδο και στακτή και τα άλλα από τα οποία κατασκευάζεται το καλό μύρο. Και ο Θεός δεν το λογαριάζει για απώλεια. Και γογγύζεις που ένα μικρό αλαβάστρινο δοχείο με μύρο άδειασε στα πόδια του Χριστού; Μήπως αυτό το πήρε δώρο χωρίς ανταπόδοση για να γογγύζεις; Πήρε μύρο και φανέρωσε τον τρόπο της μετανοίας, πήρε δάκρυα και σταμάτησε την πηγή των αμαρτημάτων. Ποια είναι, λοιπόν, η απώλεια, εάν σώθηκε η γυναίκα, για την οποία κλείσθηκε ο Παράδεισος -στο πρόσωπο της Εύας-, για την οποία διώχθηκε μαζί και ο Αδάμ; Αλλά αυτό σε λυπεί, Ιούδα; Φυσικό ήταν, διότι και τον διάβολο τον λύπησε η σωτηρία της. Διότι είδε πως στο έξης μέσω αυτής το ανθρώπινο γένος μεταστρέφεται προς τη μετάνοια και δαγκώνεται και λυπάται, γιατί δεν έχει πια το δίχτυ με το οποίο θα συλλάβει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε έσπρωξε να γογγύσεις. Λέει, για ποιο λόγο γίνεται αυτή η σπατάλη; Γιατί μπορούσε να πουληθεί με ακριβό αντίτιμο. Δεν έγινε ήδη η πώληση Ιούδα; Δεν έγινε η μελέτη της προδοσίας και η αρχή των κακών αινιγμάτων;
Όμως ο Ιησούς δεν ελέγχει την ασθένειά του, δεν ξεγυμνώνει τη φιλαργυρία του, για να μη σταματήσει τη μελλοντική προδοσία. Και επιπλήττοντας ο Χριστός λέει: «Γιατί δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα;» (Ματθ. κστ΄ 10, ιδ΄ 6), Γιατί κατηγορείτε τον άνθρωπο αυτό, αύτη τη γυναίκα, για τα προηγούμενα κακά που έκανε; Αρκετά έκανε το γένος των γυναικών. Κανείς να μην εμποδίζει τη σωτηρία τους, κανείς να μη δημιουργεί προβλήματα σ’ αυτήν που έλουσε με μύρο τα πόδια εκείνα που για χάρη της περπάτησαν επάνω στη γη. «Διότι τους φτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας» (Ματθ. κστ΄ 11). Υπολογίστε με κι Εμένα μαζί με τους φτωχούς, διότι για χάρη σας έγινα φτωχός όντας πλούσιος, ώστε να πλουτίσετε εσείς από τη δική μου φτώχεια (B΄ Κορ. η΄ 9), Με θανατώνετε και δεν σας κατηγορώ. Αυτή με ενταφιάζει και γογγύζετε; «Διότι το μύρο που έριξε στο σώμα μου αύτη η γυναίκα, ήταν προετοιμασία για την ταφή μου» (Ματθ. κστ’ 12).
Δεν ντρέπεσαι, Ιούδα, που αυτή μεν όντας αμαρτωλή με τιμά με μύρα, και εσύ όντας απόστολος την προσβάλλεις για όσα κάνει σ’ Έμενα; Και η μεν γυναίκα ετοιμάζει τα σχετικά με την ταφή, ο δε μαθητής παραδίδει τον Κύριο στον θάνατο. H γυναίκα είναι αμαρτωλή, το ξέρω. Αλλά δεν είχε τίποτε να μου χαρίσει παρά την πηγή των δακρύων, εξευμενίζοντας με την πηγή των δακρύων την πηγή του ελέους, προσφέροντας στον ακτήμονα Διδάσκαλο το άυλο θυσιαστήριο. Αλλά και υπολογίζεις, άθλιε, και λες ότι το μύρο άξιζε τριακόσια δηνάρια (Μάρκ. ιδ΄ 5), υπολογίζεις όμως όχι για να επαινέσεις τη μεγαλοψυχία της, επειδή όλο τον πλούτο που συγκέντρωσε από τις κακές πράξεις της τον ξόδεψε για αντίτιμο του μύρου, αλλά για να δείξεις γογγύζοντας ότι έπεσες σε μισητό κακό, δηλαδή πόσο πολύ ζημιώθηκες. Δεν είναι όμως μεγάλο ποσό, εάν στενοχωριέσαι που στερήθηκες τριακόσια δηνάρια αφού παίρνοντας τριάντα παρέδωσες Εμένα τον Κύριο. Διότι λέει «Τί θα δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω;» (Ματθ. κστ΄ 15). Άθλιε, ο δούλος πουλά τον κύριό του; Αντιστράφηκε η τάξη. Και εγώ βέβαια με το αίμα μου σε αγοράζω από την αμαρτία, εσύ όμως με πουλάς για τριάντα οβολούς. Μετά πάλι, ο άνθρωπος πουλά τον Θεό; Ας πούμε όμως ότι Τον πουλά. Ποιος θα Τον αγοράσει; Και με πόσο αντίτιμο θα αγοράσει κάποιος τον Θεό; Γιατί κάνεις φθηνό τον πωλούμενο; Πουλά κάποιος για τριάντα οβολούς τον Θεό που είναι με μορφή ανθρώπου, σαν δούλο και σαν βάρβαρο; Και κάνε διάκριση, πόσο αντίτιμο για τον ένοικο Θεό, και πόσο για τον άνθρωπο που φαίνεται; Λέει: «Τί θέλετε να μου δώσετε»; Εσύ τί θέλεις να πάρεις; Διότι εκείνοι δεν έχουν τίποτε να δώσουν αντάξιο του Θεού. Και λέει «όρισαν γι’ αυτόν τριάντα αργύρια» (Ματθ. κστ΄ 15). Πουλά κανείς για τριάντα οβολούς άμισθο γιατρό, γιατρό που έδινε μάτια στους τυφλούς, που τους χωλούς τους σήκωνε θεραπευμένους να περπατούν στο δρόμο; Αυτά τα λέω για να διδάξω τη διάνοιά σου, επειδή δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα, που πριν από τον θάνατό Του τίμησε ως νεκρό Αυτόν που είναι ελεύθερος μεταξύ των νεκρών (Ψαλμ. πζ΄ 5), γιατί με το μύρο μίλησε από πριν για τη χάρη της ταφής και της αναστάσεως. Αλλά εσύ ως αμοιβή της προδοσίας θα έχεις το σκοινί της κρεμάλας, η μνήμη όμως αυτής θα είναι ανεξάλειπτη «όπου κι αν κηρυχθεί το Ευαγγέλιο» (Ματθ. κστ΄ 13). Είπε Χριστός και έτσι έγινε στην πράξη. Διότι του Ααρών και του Ελεάζαρ σταμάτησε το μύρο και δεν ακούγεται το κέρας, όμως το αλάβαστρο σε όλους τους αιώνες απλώνεται, έχοντας την ευωδία της ακένωτης μνήμης της.
10. Αλλά προς τον Ιούδα αυτά είπε ο Χριστός βέβαια, προς τον Φαρισαίο όμως που γόγγυζε είπε ο Χριστός αυτά τα λόγια: «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω» (Λουκ. ζ΄ 40). Τί απερίγραπτη χάρη! Τί φιλανθρωπία που δεν μπορεί να λεχθεί. O Θεός και ο άνθρωπος επικοινωνούν και ο Θεός παρουσιάζει ένα πρόβλημα και ένα κανόνα φιλανθρωπίας διώχνοντας την πονηρία του ανθρώπου. Διότι λέει «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω». Έχω να πω εκείνο που δεν είπα σε κανέναν από τους παλιούς, ούτε σε πατριάρχη, ούτε σε προφήτη, ούτε σε νομοθέτη. Διότι, παλιά, θέλοντας να επικρατήσει το δίκαιο, ζητούσα «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Εξ. κα΄ 24). Επειδή όμως δεν μπορείτε να υποφέρετε το δίκαιο, αντί για το νόμο εισάγω τη χάρη, και σου λέω απόρρητο μυστήριο. «O Φαρισαίος, είπε, πες μου Διδάσκαλε. Και ο Χριστός: Δύο άνθρωποι χρωστούσαν χρήματα σε κάποιον δανειστή» (Λουκ. ζ΄ 41). Βλέπετε τη σοφία του Θεού. Αποσιωπά την υπόθεση της γυναίκας, για να μη πάρει κακή απάντηση. Λέει στη συνέχεια «ο ένας χρωστούσε πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα (Λουκ. ζ΄ 41). Είναι φοβερός ο τρόπος της διηγήσεως. H ζωή μας είναι έγγραφο που γράφει και λογισμούς και πράξεις και περιπλανήσεις των ματιών και κινήματα της ψυχής. Όμως διώχνει τον φόβο φιλάνθρωπος δανειστής, ο Οποίος ξεσκίζει τα χειρόγραφα που περιέχουν την αμαρτία και δεν τα ξεσκίζει μόνο, αλλά και τα σβήνει με τα νερά του Βαπτίσματος, ώστε ούτε ίχνος κάποιου γράμματος ή κάποιας συλλαβής που έμεινε, να μην υπενθυμίζει τα προηγούμενα κακά. Λέει, λοιπόν, «επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο» (Λουκ. ζ΄ 42). Βλέπεις φιλάνθρωπο δανειστή, πώς δανείζει μεν, όμως δεν τα παίρνει πίσω; Πώς ενώ εκείνοι δεν τα επιστρέφουν, δεν αδιαφορεί, αλλά απλώθηκε το χέρι Του σ’ αυτούς που του ζητούσαν διαγραφή του χρέους. Λέει, «επειδή όμως αυτοί δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο». Τα χάρισε επειδή δεν είχαν, όχι γιατί δεν ήθελαν, διότι άλλο να μην έχει κανείς και άλλο να μη θέλει. Αλλά τι λέω; O Θεός δεν ζητά τίποτε από εμάς, παρά μόνο μετάνοια, αλλά θέλει να χαιρόμαστε πάντοτε και να τρέχουμε με προθυμία στη μετάνοια. Εάν, λοιπόν, όταν θέλουμε εμείς να μετανοήσουμε, οι πολλές μας αμαρτίες φανερώνουν αδύνατη τη μετάνοιά μας, όχι γιατί δεν θέλουμε, αλλά γιατί δεν έχουμε να πληρώσουμε το χρέος. Γι’ αυτό, λοιπόν, λέει «επειδή δεν είχαν», για να δείξει ότι, όταν τους είδε να θέλουν με μετάνοια να επιστρέψουν το χρέος, όμως να μη μπορούν λόγω των πολλών αμαρτιών, ως φιλάνθρωπος τους συγχωρέσε, όχι για την πράξη αλλά την προαίρεσή τους, ελευθερώνοντάς τους από την υποχρέωση της οφειλής. Αφού, λοιπόν, αυτοί δεν είχαν για να επιστρέψουν το χρέος, χωρίς να τους μαστιγώσει, χωρίς να τους βασανίσει, χωρίς να τους ντροπιάσει, χάρισε το χρέος και στους δύο.
11. Ποιος, λοιπόν, οφείλει να τον αγαπήσει αυτόν περισσότερο; Και αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα» (Λουκ. ζ΄ 43). Βλέπε τη δύσκολη θέση του Φαρισαίου. Όταν είδε τον εαυτό του να αποκλείεται, λόγω της αλήθειας, είπε «νομίζω», γιατί φοβόταν να δώσει ευθεία απάντηση. Και ο Κύριος δεν στάθηκε στη γνώμη, αλλά παίρνοντας την απάντηση του λέει: «Ορθά αποκρίθηκες. Και ρίχνοντας τη ματιά Του στη γυναίκα του είπε: Βλέπεις αύτη τη γυναίκα» (Λουκ. ζ΄ 44) την αμαρτωλή, που για σένα μεν είναι χαμένη, για έμενα όμως σωζομένη; Μπήκα στο σπίτι σου -γιατί το γεμάτο κοροϊδία σπίτι είναι δικό σου και όχι δικό μου- και «δεν μου έπλυνες τα πόδια» (Λουκ. ζ΄ 44), τα πόδια που σκονίστηκαν για χάρη σου και υπόφεραν τον κόπο για να ελευθερώσω από τους κόπους όσους κοπιάζουν και είναι βαρυφορτωμένοι (Ματθ. ια΄ 28). Πρόσφερες μισή τιμή, θαυμάζοντας τα υψηλά και μη υπηρετώντας τα ταπεινά. Και εσύ βέβαια, δεν έριξες νερό στα πόδια μου, όμως αυτή άνοιξε τις πηγές των δακρύων από τα βλέφαρά της, και καθάρισε καλά τον ρύπο της αμαρτίας της. Εσύ φίλημα δεν μου έδωσες (Λουκ. ζ΄ 45), όπως μακάρι ούτε ο Ιούδας να έδινε το φίλημα της προδοσίας (Λουκ. κβ΄ 48), «ενώ αυτή από τη στιγμή που μπήκε δεν έπαψε να μου φιλά πόδια». «Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι» (Λουκ. ζ΄ 45-46). Διότι το λάδι «του αμαρτωλού ας μην αλειφθεί στο κεφάλι μου» (Ψαλμ. ρμ΄ 5). Γιατί πώς θα τιμούσε το κεφάλι, αυτός που αμέλησε τα πόδια; Όμως αυτή προφητικά άλειψε τα πόδια μου με μύρο (Λουκ. ζ΄ 46). Διότι λέει «μύρο που άδειασε είναι το όνομά σου» (Άσμ. α΄ 3). Που άδειασε και όχι που χύθηκε. Επειδή βέβαια το σκεύος της ιουδαϊκής γνώμης ήταν έτοιμο να σπάσει, γι’ αυτό από την αλαβάστρινη θήκη σας άδειασε στα πόδια μου το μύρο, ώστε μέσω αυτού να φτάσει στα έθνη η χάρη της ευωδίας. «Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω ότι οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν» (Λουκ. ζ΄ 47). Διότι εσύ μεν που με δέχτηκες συγκάτοικο, δεν με τίμησες με φίλημα ούτε υπηρέτησες με άλειμμα μύρου, όμως αυτή παίρνοντας τη συγχώρηση πολλών κακών με ετίμησε με δάκρυα και με μύρα, και μου πρόσφερε κατά κάποιον τρόπο διπλό ποτήρι.
12. Λοιπόν, ας μακαρίσουμε αυτόν τον άνθρωπο, αυτή τη γυναίκα, που κάλυψε κακά της Εύας, αυτήν την αμαρτωλή, την πόρνη, αυτήν που έπραξε αγαθά, που έδειξε τον τρόπο της μετανοίας και φανέρωσε τον νόμο της φιλανθρωπίας, αυτήν που είχε συνήγορο τον Κριτή, αυτήν που νίκησε με τα δάκρυα το μεγάλο κλάμα της κρίσεως. Όσοι λοιπόν, είσαστε εδώ παρόντες, ζηλέψτε αυτά που ακούσατε και μιμηθείτε όχι την ηδονή της πόρνης, αλλά τον θρήνο. Διότι, η μεν ηδονή γέννησε τον θρήνο, και ο θρήνος προξένησε τη συγχώρηση των κακών. Λούστε το σώμα σας, λοιπόν, όχι με νερά, αλλά με δάκρυα. Αλείψετε τα μέλη όχι με μύρα, αλλά με αγνότητα. Ντυθείτε όχι με μεταξωτά υφάσματα, αλλά με το άφθαρτο ρούχο της σωφροσύνης, για να αποκτήσετε την ίδια δόξα, απευθύνοντας ευχαριστία στον Αμνό του Θεού, ο Οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου (Ιω. α΄ 29) και στον Οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή, μαζί και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και στους ατέλειωτους αιώνες.
Θεοφάνης ο Κεραμεύς, κ.α., Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού: Δέκα πατερικές ομιλίες, μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, 1η έκδ., Αθήνα, Αρμός, 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου