ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

 Τό οὐράνιο Πανηγύρι

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 13 Δεκεμβρίου 2020, ΙΑ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

1. «ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ»

Στήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή ὁ Κύ­ριός μας ὀ­νο­μά­ζει τήν οὐ­ρά­νιο Βα­σι­λεί­α του ὡς «δεῖ­πνο μέ­γα» στό ὁ­ποῖ­ο κα­λεῖ ὅλους μας νά προσέλθουμε. Για­τί ὅ­μως ἇ­ρα­γε τήν ὀ­νο­μά­ζει ἔ­τσι;

Τήν ὀ­νο­μά­ζει Δεῖ­πνο, δι­ό­τι στή Βα­σι­λεί­α του ὁ Θε­ός θά μᾶς πα­ρα­θέ­τει πνευ­μα­τι­κή καί ὑ­περ­φυ­σι­κή τρά­πε­ζα μέ τά θεῖ­α καί αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θά του. Μιά τρά­πε­ζα ἀ­τε­λεύ­τη­τη στόν Οὐ­ρα­νό ὅ­που ὁ ἴ­διος θά μᾶς προ­σφέ­ρει ἀ­πό τόν ἄ­πει­ρο πλοῦ­το τῶν ἀ­γα­θῶν του. Γι’αὐτό ἀ­κρι­βῶς καί ὀ­νο­μά­ζει τό δεῖ­πνο αὐ­τό Μέ­γα! Διότι τό πα­νη­γύ­ρι αὐ­τό θά εἶ­ναι τό πλέ­­ον με­γα­λο­πρε­πέ­στα­το, ἐφό­σον τά πνευ­μα­τι­κά ἀγαθά πού θά μᾶς προσφέρῃ εἶ­ναι ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας. Ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τά;

Ὅ,τι ἀ­νώ­τε­ρο μπο­­­­ρεῖ νά γευ­θῇ ἤ νά ἐ­πι­θυ­μή­σῃ κα­νείς: ἡ με­το­χή μας στό φῶς καί τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, στήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί μα­κα­ρι­ό­τη­τά του, ἡ ἀ­νέκ­φρα­στος ἠ­δο­νή πού θά αἰ­σθα­νώ­μα­στε κα­θώς θά ἀ­τε­νί­ζου­με τήν ἀπε­ρί­γραπτη ὡ­ραι­ό­τη­τα τοῦ θεί­ου προ­σώ­που του. Ὅλα τά πλού­τη τοῦ Χρι­­στοῦ, οἱ  ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τοι καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τοι θη­σαυ­ροί του, πού θά μᾶς πα­ρα­τί­θεν­ται, θά χορ­ταί­νουν τήν ψυ­χή μας καί θά μᾶς γε­μί­ζουν μέ ἀ­νεί­πω­τη εὐ­φρο­σύ­νη. Στό οὐ­ρά­νιο ὅ­μως αὐ­τό δεῖ­πνο ὁ Κύ­ριός μας θά μᾶς προ­σφέ­ρῃ καί κά­τι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο, τό και­νόν πο­τή­ριον, τόν ἴ­διο τόν Ἑ­αυ­τό του, τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α μ’ ἕ­ναν ὅμως δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, «καινόν», πού δέν μπο­ροῦ­­με νά συλ­λάβουμε, οὔ­τε νά φα­ν­­τα­σθοῦ­με οὔ­τε νά ἐν­νο­ή­σου­με. Καί θά μᾶς τό προ­σφέ­ρῃ ὁ ἴ­διος ὁ Οἰ­κο­δε­σπό­της τοῦ δεί­πνου, ὁ ὁποῖος καί θά συ­νευ­φραί­νε­ται μα­ζί μας καί θά μᾶς δι­α­κο­νεῖ. Ποιός; Ὁ Μέ­γας, ὁ Ὕ­ψι­στος, ὁ Αἰώ­νιος, ἐ­μᾶς τούς μι­κρούς καί ἐ­λα­χί­στους.

Τό δεῖ­πνο αὐ­τό θά εἶ­ναι ἐ­πι­πλέ­ον με­γά­λο, τό με­γα­λύ­τε­ρο πού ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ, δι­ό­τι εἶ­ναι πα­νη­γύ­ρι οἰ­κου­με­νι­κό, πα­νη­γύ­ρι ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Εἶ­ναι κα­λε­σμέ­νοι σ’­αὐ­τό ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­λων τῶν λα­ῶν καί τῶν ἐ­πο­χῶν. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός ὅ­λους θέ­λει νά μᾶς εἰ­σά­γῃ στήν βα­σι­λεί­α του κα­τά τό ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο ἔ­λε­ός του καί κα­τά τόν ἄ­πει­ρο πλοῦ­το τῆς θεί­ας του ἀ­γα­θό­τη­τος. Ἀλ­λά τό πα­νη­γύ­ρι αὐτό θά εἶναι καί αἰ­ώ­νιο, δεῖ­πνο πού θά ἔ­χει ἀρ­χή ἀλ­λά δέν θά ἔ­χει τέ­λος.

Ἄχ, καί νά μπο­ρού­σα­με νά κα­τα­λά­βου­με ἔ­στω καί λί­γο πῶς θά εἶ­ναι τό οὐ­ρά­νιο αὐ­τό πα­νη­γύ­ρι, πῶς θά ζοῦ­με ἐ­κεῖ, τί θά ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με, τί θά βλέ­που­με, τί θά αἰ­σθα­νώ­μα­στε! Πῶς θά ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με μέ τίς θεῖ­ες καί ἀγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἀλ­λά καί μέ τούς Ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο πῶς θά ἀ­τε­νί­ζου­με τό ἄπειρο κάλ­λος τοῦ Θε­οῦ καί πῶς θά συ­νο­μι­λοῦ­με μα­ζί Του! Κι αὐ­τό ἀ­τε­λεύτητα, ἀ­κό­ρε­στα, αἰ­ώ­νια. Αὐ­τό λοι­πόν τό ὑ­περ­φυ­ές καί ἀ­σύλ­λη­πτο δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ νά σκε­πτό­μα­στε. Αὐ­τό νά πο­­θοῦ­με καί νά πε­ρι­μέ­νου­με.

2. Η ΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Σ’αὐ­τό τό οὐ­ρά­νιο δεῖ­πνο κα­λεῖ ὁ Θε­ός τόν κα­θέ­να μας κα­θη­με­ρι­νά. Μᾶς κα­λεῖ ἄλ­λο­τε μέ­σα ἀ­πό μέ τίς πε­ρι­στά­σεις τῆς ζω­ῆς, μέ ἀν­θρώ­πους πού φέρ­νει δί­πλα μας, μέ κά­ποι­ο οἰ­κο­δο­μη­τι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, μέ τήν ἀ­κρό­α­σι κά­ποι­ας ἀ­φυ­πνι­στι­κῆς καί κα­τα­νυ­κτι­κῆς ὁ­μι­λί­ας κι ἄλ­λο­τε μέ κά­ποι­ες ἐ­σω­τε­ρι­κές μυ­στι­κές φω­νές πού ἀν­τη­χοῦν στά μύ­χια τῶν καρ­δι­ῶν μας.  

– Ἐ­λᾶ­τε κον­τά μου, μᾶς λέ­γει ὁ Θεός. Ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα. Τά πάν­τα ἔ­χω ἑ­τοι­μά­σει γιά σᾶς. Ἐ­λᾶ­τε. Κα­νείς μή λεί­ψῃ. Δε­χθῆ­τε τήν πρό­σκλη­σι.

Πό­σο φο­βε­ρό λοι­πόν καί τρα­γι­κό θά εἶ­ναι νά μοι­ά­σου­με μέ τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους τῆς πα­ρα­βο­λῆς πού ἐ­νῶ ἄ­κου­σαν τό κά­λε­σμα τοῦ Θε­οῦ ἄρ­χι­σαν νά ὑ­πο­βάλ­λουν πα­ραι­τή­σεις, προφασιζόμενοι ὡς ἐμπόδιο ἄλλοι οἰ­κο­νο­μι­κές ὑ­πο­θέ­σεις, ἄλ­λοι γε­­ωρ­γι­κές, ἄλ­λοι οἰ­κο­γε­νεια­κές. Σάν νά ὑ­πῆρ­ξε μιά προ­­συμ­φω­νη­μέ­νη συ­νο­μω­σί­α, ὅ­λοι ζή­τη­σαν νά κα­τα­στή­σουν δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη τήν ἀ­που­σί­α τους.

Βέ­βαι­α νό­μι­μες ἦ­ταν οἱ ἀ­πα­σχο­λή­σεις τους. Ὅ­μως δέν ἄξιζαν περισσότερο ἀπ’ τήν μετοχή τους στό βα­σι­λι­κό μέγα δεῖπνο. Κι ὅ­λες αὐ­τές ἔ­γι­ναν αἰ­τί­α νά χά­σουν τελικῶς τό οὐράνιο πανηγύρι. Αὐτό ἀκριβῶς θά πρέ­πει νά μᾶς δι­δά­ξῃ πο­λύ ὅ­τι: ὅ­ταν προ­σκο­λη­θοῦ­με ἀ­κό­μη καί σέ νό­μι­μες δρα­στη­ρι­ό­τη­τές μας, τό­τε αὐ­τές γί­νον­ται σο­βα­ρά ἐμ­πό­δια γιά τήν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ή καί τήν κλη­ρο­νο­μί­α τῆς ἐ­που­ρα­νί­ου βα­σι­λεί­ας.

Μήν προσκολλόμαστε λοιπόν στά καθημερινά καί προσωρινά. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός στά μεγάλα καί αἰώνια. Μήν κλεί­­νου­με λοιπόν τ’ αὐτιά μας στήν πρό­κλη­σι τοῦ Θε­οῦ, στήν καμ­πά­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στή φω­νή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός, στή θεία λατρεία, στήν τακτική ἱερά ἐξομολόγησι, σέ μία πνευματική ὁμιλία. Βέβαια πάντοτε κάποιο ἐμπόδιο θά βρίσκεται μπροστά μας, γιά νά ἀπουσιάζουμε: οἱ νέοι γονεῖς τά παιδιά τους καί τίς πολλές ἐργασίες τους, οἱ μεσήλικες ἄλλες ἀσχολίες τους, οἱ μεγα­λύ­τε­ροι τή φύλαξι τῶν ἐγγονῶν καί μύριες ἄλλες ἀσχολίες. Ἐάν ὅμως ἔτσι χάνου­με τίς εὐ­και­ρί­ες πού μᾶς δί­νει ὁ Χρι­στός, κι­ν­­δυ­νεύ­ου­με νά σκληρυνθοῦμε, νά ἀγριέψουμε, νά ἀλλοτριωθοῦμε καί τελικῶς νά χά­σου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας αἰσθητήρια, νά χά­σου­με καί τόν Χρι­στό γιά πά­ν­­τα.

Ἄς μάθουμε λοιπόν νά ἱεραρχοῦμε σωστά τίς προ­τε­ραιότητες τῆς ζωῆς. Νά ἐκτιμήσουμε τήν ἀ­ξί­α τῆς θείας προ­σ­κλή­­­σε­ως. Νά συναισθανθοῦμε ποι­ός μᾶς κα­λεῖ καί ποῦ μᾶς κα­λεῖ! Καί νά ποῦμε μέσα ἀπ’ τήν καρδιά μας: Μέ καλεῖ ὁ Θεός σήμερα στήν ἐκκλησία του, αὔριο στή βα­σι­λεί­α του! Πῶς μπορῶ νά πῶ ὄχι στόν Θεό; Πῶς μπο­­ρῶ νά στερηθῶ τό οὐράνιο Μέγα δεῖπνο τοῦ Παρα­δεί­σου;

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου