ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (14-2-2010)

Ἀ­πό αὔ­ρι­ο εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Εἶ­ναι ἡ πι­ό κα­τα­νυ­κτι­κή πε­ρί­ο­δος τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους, ἡ καρ­δι­ά θά λέ­γα­με τῆς λα­τρευ­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Σκο­πός αὐ­τῆς τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου εἶ­ναι ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α μας γι­ά τόν ἑ­ορ­τα­σμό τοῦ Πά­σχα. Αἴ­τη­μά μας εἶ­ναι νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με «προ­σκυ­νῆ­σαι τά Πά­θη καί τήν Ἁ­γί­αν Ἀ­νά­στα­σιν» τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Καί αὐ­τό ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να πού ἀ­να­λαμ­βά­νου­με νά δι­ε­ξα­γά­γου­με.

Πά­ντο­τε ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει νά ἀ­γω­νί­ζε­ται τόν κα­λόν ἀ­γῶ­να τῆς Πί­στε­ως. Ὅ­μως ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή προ­ϋ­πο­θέ­τει με­γα­λύ­τε­ρη ἔ­ντα­ση καί με­θο­δι­κώ­τε­ρη προ­σπά­θει­α.

Θέ­λο­ντας ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά μᾶς βγά­λη ἀ­πό τήν θα­να­τη­φό­ρο πο­ρεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού ἄρ­χι­σε μέ τήν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων, ἐ­πέ­λε­ξε τήν ση­με­ρι­νή ἀ­πο­στο­λι­κή Πε­ρι­κο­πή, στήν πύ­λη τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, γι­ά νά μᾶς βο­η­θή­ση νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν ση­μα­σί­α τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου καί, κά­νο­ντας ἐ­ντα­τι­κώ­τε­ρο ἀ­γῶ­να, νά βρε­θοῦ­με ἕ­τοι­μοι «ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος θά ἔλ­θη».

«Ἡ νὺξ προ­έ­κο­ψεν, ἡ δὲ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν». Μέ νύ­κτα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ πα­ρών βί­ος, ἐ­πει­δή ὑ­πό­κει­ται στήν ἐ­πή­ρει­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού συμ­βο­λί­ζε­ται μέ τό σκο­τά­δι. Ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή καί ὀ­νο­μά­ζε­ται ἔ­τσι λό­γῳ τῆς λα­μπρό­τη­τάς της καί ἐ­πει­δή τό­τε πρό­κει­ται νά φα­νε­ρω­θοῦν τά κρυ­πτά τοῦ σκό­τους.

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πει νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σου­με σω­στά τόν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας καί νά τόν με­τα­ποι­ή­σου­με σέ και­ρό σω­τη­ρί­ας, μέ τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὕ­πνου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας.

Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­πο­δέ­χε­ται τό προ­σκλη­τή­ρι­ο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τό σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί προ­σεγ­γί­ζει τό πλή­ρω­μα τοῦ θεί­ου φω­τός. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ὡς σκο­τά­δι, πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο, ὥ­στε νά χά­ση τήν πρα­γμα­τι­κή θέ­ση του στό ὅ­λο ἔρ­γο τῆς ὑ­λι­κῆς κτί­σε­ως καί κα­τά συ­νέ­πει­αν τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Θε­ό-Δη­μι­ουρ­γό. Μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρι­πα­τεῖ στό σκο­τά­δι τῆς νύ­κτας, γι᾿ αὐ­τό καί χά­νει ἀ­πό μπρο­στά του τήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι «τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νὸν τὸ φω­τί­ζον καὶ ἁ­γι­ά­ζον πά­ντα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον». Τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ πού «φαί­νει πᾶ­σι» δι­α­λύ­ει τήν νύ­κτα καί τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους.

Σ᾿ αὐ­τή τή ζω­ή ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λουν δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους καί νά πε­ρι­πα­τοῦν «εὐ­σχη­μό­νως», πού ση­μαί­νει σύμ­φω­να μέ τό σχῆ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μας ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τό τό «εὐ­σχη­μό­νως» δεί­χνει τό σω­στό σχῆ­μα πού κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νά ὁ­λο­κλη­ρώ­ση κα­τά τήν ἐ­πί­γει­α πο­ρεί­α του.

Ἀ­ντί­θε­τα, τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους, ὅ­πως τά ξε­φα­ντώ­μα­τα καί τά με­θύ­σι­α, οἱ σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες, οἱ φι­λο­νι­κί­ες καί ὁ φθό­νος εἶ­ναι ἔρ­γα «ἀ­σχη­μο­σύ­νης», δη­λα­δή ἔρ­γα πού πα­ρα­μορ­φώ­νουν τήν θε­ϊ­κή εἰ­κό­να τοῦ ἀν­θρώ­που. Στήν ἐ­πο­χή μας ἡ τρα­γω­δί­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τά τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους δέν τά δι­α­πράτ­τει μό­νο στά σκο­τά­δι­α, ἀλ­λά καί μέ­σα στό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας. Ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος καυ­χι­έ­ται γι­ά τέ­τοι­α «κα­τορ­θώ­μα­τα» καί θέ­λει νά τά βλέ­πουν καί οἱ ἄλ­λοι, γι­ά νά τόν θαυ­μά­ζουν.

Ὅ­μως δέν ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν «ἔρ­γων τοῦ σκό­τους». Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς ἀ­ρε­τῆς καί ὅ­λων ἐ­κεί­νων πού συ­νι­στοῦν τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Τήν δεύ­τε­ρη αὐ­τή πλευ­ρά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τήν πα­ρου­σι­ά­ζει μέ τήν θαυ­μά­σι­α εἰ­κό­να τῆς ἐν­δύ­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ: «Ἐν­δύ­σα­σθε τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν». Αὐ­τό ση­μαί­νει ὁ Χρι­στός νά ἐ­νοι­κή­ση μέ­σα μας καί νά ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί Του. Τό θέ­λη­μά μας νά συ­νταυ­τι­σθῆ μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Νά ἀ­πο­κτή­σου­με «νοῦν Χρι­στοῦ». Ὅ­πως δι­δά­σκει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὀ­φεί­λου­με νά ἐν­δυ­θοῦ­με τόν Χρι­στό «οὐ κα­τὰ τὸν ἔ­ξω ἄν­θρω­πον, ἀλλ᾿ ἵ­να τὸν νοῦν ἡ­μῶν ἡ τοῦ Θε­οῦ μνή­μη πε­ρι­σκε­πά­ζει».

Ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῶν ἐ­ντο­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τόν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­και­νι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στήν ἐ­ντο­λή τῆς ἀ­γά­πης πού ἀ­γκα­λι­ά­ζει ἀ­δι­α­κρί­τως ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Ἀ­πό­στο­λος ζη­τεῖ ἀ­πό τόν πι­στό νά ἀ­γα­πᾶ κά­θε ἄν­θρω­πο καί νά δεί­χνη συ­γκα­τά­βα­ση σέ ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­σθε­νι­κή πί­στη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς εἰ­σά­γει στόν χῶ­ρο τῆς νη­στεί­ας καί μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ νη­στεί­α θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν ἀ­γά­πη πρός τόν συ­νάν­θρω­πο. Ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­κρί­νουν καί νά κα­τα­δι­κά­ζουν τούς ἀ­δυ­νά­τους στήν πί­στη ἤ καί αὐ­τούς ἀ­κό­μη πού Τόν ἀρ­νοῦ­νται.

Ἀ­δελ­φοί μου, σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση το­πο­θε­τεῖ τόν ἄν­θρω­πο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Γι­ά τήν πρα­γμά­τω­ση τῆς σω­στῆς με­τα­νοί­ας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ρει στόν κά­θε πι­στό τή νη­στεί­α, τήν προ­σευ­χή, τήν Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, γι­ά νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση μέ ἀ­πο­κλει­στι­κό κί­νη­τρο καί κρι­τή­ρι­ο τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Α­ΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου