ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

    Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως


Σήμερα, τελευταία Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα, ορίστηκε να τιμάμε τη μνήμη ό-λων εκείνων που ευαρέστησαν στο Θεό, από Α-δάμ έως και του Ιωσήφ του μνήστορος, κατά γε-νεαλογία, δηλαδή όπως αναφέρονται στο γενεα-λογικό κατάλογο των Εβραίων, τον οποίο και α-κούσαμε από τον ευαγγελιστή Ματθαίο κατά την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου του ιερού του ευαγγελίου.
Έτσι ακούσαμε «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χρι-στου υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ κ.τ.λ., στο δεύτερο μέρος δε της ευαγγελικής περικοπής μας έγινε η εξιστόρηση της γεννήσεως του Ιησού Χριστού η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί σε μια λέξη· τη λέξη «Εμμανουήλ» που σημαίνει, καθώς μας είπε ο ευαγγελιστής, «μεθ’ ημών ο Θεός», ο Θεός είναι μαζί μας. Και πράγματι η ε-νανθρώπηση του Κυρίου και η μετέπειτα γέννησή του αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύτητα και την πληρέστερη ένωση του Θεού με τον άνθρωπο που θα μπορούσε να υπάρξει. Πρόκειται για την λε-γομένη θεολογικά υποστατική ένωση, κατά την οποία το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, η υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού πήρε από την Παναγία την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε με αυτή, όπως διεκήρυξε η Δ΄ Οικουμενική Σύνο-δος, «ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλοιώτως και α-διαιρέτως», αληθινά και όχι κατά φαντασία.
Αλλά γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος; Ποιος ο λόγος, ποια η αιτία που έκανε τον Θεό να ταπει-νωθεί, να γίνει άνθρωπος και έτσι να είναι μαζί μας;
Ο άγιος Αθανάσιος μας λέγει ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ανάγκη να σαρκωθεί αλλά η ανθρω-πότητα χρειαζόταν θεραπεία. Διότι ο Θεός έκανε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Έπλασε δε και τον άνθρωπο τον έβαλε στον πα-ράδεισο και τον έκανε βασιλιά σ’ όλα τα κτίσμα-τα, για να τον δουλεύουν και να τον εξυπηρετούν ως εικόνα του Θεού. Γνωρίζοντας αυτό ο διάβολος και από φθόνο για την αξία του ανθρώπου, συμ-βούλευσε τον άνθρωπο να παρακούσει του Θεού για να τον βγάλει με την παρακοή από τον παρά-δεισο, να του στερήσει την αξία που του έδωσε ο Θεός και από αθάνατο να τον κάνει θνητό. Ο άν-θρωπος δε, μη έχοντας πείρα της κακίας του πο-νηρού, άκουσε τη συμβουλή του διαβόλου, παρά-κουσε του Θεού και δέχθηκε το θάνατο της αμαρ-τίας. Ομοίως και όλοι οι άνθρωποι που γεννιόταν απ’ αυτόν παρουσίαζαν και είχαν την αμαρτία ως κληρονομική αρρώστια. Έτσι επικράτησε η αμαρτία στο ανθρώπινο γένος· «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεου».
Έστειλε δε ο Θεός στον κόσμο προφήτες και διδασκάλους για να διδάξουν τους ανθρώπους να αποστραφούν την αμαρτία αλλά δεν μπόρεσαν να τους απαλλάξουν από την κατάσταση αυτή του θανάτου.  Γι’ αυτό είπε ο Θεός: «θα κατέβω και θα φορέσω σάρκα και θα διδάξω το πλάσμα μου και θα στραφεί από τη συμβουλή του διαβό-λου και θα γίνει κάθε άνθρωπος ως Θεός όχι κα-τά φύση αλλά κατά θέση. Έτσι, με την ευδοκία του Πατρός και τη συνέργια το αγίου Πνεύματος, ο Υιός και λόγος του Θεού εισήλθε στην καθαρή κοιλία παρθένου γυναικός, και αφού προσέλαβε σάρκα από αυτή έγινε άνθρωπος. Και πάλι αφού γεννήθηκε και την άφησε καθαρή και αμόλυντη παρθένο, περπάτησε στον κόσμο με τους ανθρώ-πους ως άνθρωπος και τότε ονομάστηκε Χριστός διότι χρίστηκε και φόρεσε τη σάρκα το ανθρώπου.
Δημιουργείται όμως το ερώτημα:. «Γιατί ο Θεός δε δίδαξε μόνο τον άνθρωπο, γιατί δεν τον έσωσε χωρίς σάρκα, γιατί θέλησε να φορέσει τη σάρκα; Και σ’ αυτό το ερώτημα μας απαντά ο ίδιος θεοφόρος πατέρας.
Κατ’ αρχάς, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρω-πο και πλανήθηκε ο άνθρωπος από το διάβολο, δε νίκησε ο διάβολος τη θεότητα αλλά την ανθρω-πότητα, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και έπρεπε αυτή η ανθρωπότητα που νικήθηκε, πάλι αυτή να νική-σει τον εχθρό της το διάβολο και έτσι να παραλά-βει το θεϊκό παράδεισο  που εξ αιτίας του διαβό-λου τον έχασε. Διότι εάν γυμνή η θεότητα ερχό-ταν και νικούσε το διάβολο, αυτός θα καυχιόταν ότι δεν έγινε κάτι σπουδαίο, καθώς δεν τον νίκησε ο άνθρωπος αλλά ο Θεός. Γι’ αυτό δεν καταδέ-χθηκε ο Θεός γυμνή η θεότητα να παλέψει με το διάβολο αλλά θέλησε η ανθρωπότητα που νική-θηκε, αυτή να νικήσει το διάβολο που τη νίκησε. Γνωρίζοντας όμως ο σοφός Θεός ότι μόνη η αν-θρωπότητα, χωρίς τη θεότητα δε θα μπορούσε να νικήσει, κρύφτηκε σ’ αυτή την ανθρώπινη σάρκα, έτσι ώστε ο διάβολος βλέποντας τη σάρκα και μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτή είναι κρυμμένη η θεότη-τα να έλθει και να παλέψει με το Χριστό και έτσι να νικηθεί από την κρυμμένη θεότητα. Πράγμα που έγινε. Διότι όπως αυτός που θέλει να πιάσει ένα ψάρι δε βάζει γυμνό το αγκίστρι αλλά το κα-λύπτει απ’ έξω με ένα σκουλήκι και έτσι το ρίχνει στη θάλασσα· το ψάρι δε βλέποντας μόνο το σκουλήκι και μη γνωρίζοντας ότι μέσα του έχει το αγκίστρι αλλά νομίζοντας ότι είναι μόνο του, ξε-γελιέται και πιάνεται από το αγκίστρι. Έτσι έκανε και ο Χριστός. Θέλοντας να κυνηγήσει τον μεγά-λο δράκοντα που εμφωλεύει στα άπειρα ύδατα της αβύσσου, τον διάβολο, δεν του πρόσφερε γυ-μνή τη θεότητά του αλλά ως δόλωμα χρησιμο-ποίησε την πανάγιά του σάρκα την οποία από την Αειπάρθενο Μαρία, την παναγιότατη γη, χω-ρίς φυρμό ντύθηκε και έτσι κάλυψε το ιερότατο άγκιστρο, τον κοσμοσωτήριο Σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε, έτσι έκρυψε τη θεότητά του και έτσι ξεγελάστηκε και κρατήθηκε ο δηλητηριώδης μέ-γας δράκων διάβολος, αυτός που εξόρισε και θα-νάτωσε τον άνθρωπο και έτσι νικήθηκε κατά κράτος. Είδε από έξω το ανθρώπινο και χωρίς να καταλάβει την κρυμμένη θεότητα, κρατήθηκε και νικήθηκε από την ακατανίκητη θεότητα. Γι’ αυτό φόρεσε τη σάρκα ο Υιός και λόγος του Θεού και αυτή είναι η αιτία της σαρκώσεως. Και όπως ακριβώς αυτός ο διάβολος θέλοντας τότε να πλα-νήσει τον άνθρωπο και να τον βγάλει από τον παράδεισο δεν προσήλθε στην Εύα με γυμνή τη διαβολική του φύση αλλά φόρεσε σαν σάρκα το φίδι και έτσι την πλάνησε, διότι ήξερε ο πονηρός ότι εάν παρουσιαζόταν με γυμνή τη διαβολική του φύση του δε θα μπορούσε να την πλανήσει, γι’ αυτό ντύθηκε ως σάρκα το φίδι και με αυτό την πλάνησε. Και ο μεν όφις φαινόταν ο δε διά-βολος δεν φαινόταν και με τον φαινόμενο όφι ε-νεργούσε ο αθεώρητος σατανάς. Στο φίδι υπήρχε ένα πρόσωπο και δυο φύσεις· του φιδιού και του διαβόλου. Έτσι και στο Χριστό σε ένα πρόσωπο ενώθηκαν δυο φύσεις· της θεότητος και της αν-θρωπότητος. Και η μεν ανθρωπότητα φαινόταν η δε θεότητα όχι· με τη φαινόμενη δε ανθρωπότητα ενεργούσε η αθεώρητη θεότητα. Αυτές οι δύο κα-λές φύσεις του Χριστού, η θεότητα και η ανθρω-πότητα, τον άνθρωπο που εξορίστηκε τον ξαναέ-βαλαν τώρα στον παράδεισο. Επειδή ο διάβολος αδίκως θανάτωσε την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση του Κυρίου, η θεϊκή του φύση δικαίως την ανάστησε· της ξαναέδωσε τη ζωή. Και αυτή είναι η αιτία για την οποία ο Θεός σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος.
Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός με τη σάρκωσή του όχι απλώς ξαναέβαλε τον άν-θρωπο στον παράδεισο αλλά και τον ανέβασε ακόμη ψηλότερα. Την ανθρώπινη φύση την οποία προσέλαβε τη θέωσε. Την έκανε να ζει τη θεϊκή ζωή. Την ανύψωσε στο ύψος της θεότητος. Την έκανε ομότιμη της θεότητος. Θεό κατά χάρη. Με αυτή την έννοια ο Χριστός είναι ο σωτήρας μας και γι’ αυτό το λόγο, όπως μας λέγει ο άγιος Μά-ξιμος ο Ομολογητής, και αν ακόμη ο άνθρωπος δεν έπεφτε και δεν έχανε τον παράδεισο και πάλι ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος.
Σ’ αυτό που έγινε στο Χριστό, σ’ αυτή τη θέω-ση δηλαδή, μπορούμε να συμμετάσχουμε και εμείς ζώντας μέσα στην Εκκλησία, όπου το άγιο Πνεύμα με τις άγιες αρετές μορφώνει μέσα μας το Χριστό και μας κάνει να ζούμε τη ζωή του Χρι-στού.
Για αυτά, τα ανυπολόγιστης αξίας δώρα, α-ξίζει να χαιρόμαστε και όχι για τα μικρά και παιδικά, τις πλουμιστές βιτρίνες και τα φαγοπό-τια. Για αυτά τα μεγάλα, τα θεϊκά και σωτήρια μπορούμε και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Κύριό μας, στον οποίο πρέπει δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου