Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός.
«διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ·» (Ἠσαΐας, 7, 14).
Μὲ ἕναν μόνο στίχο ὁ «Εὐαγγελιστὴς» Προφήτης Ἠσαΐας περιγράφει καὶ ἀποδίδει τὴν θεία τελειότητα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ Εὐαγγελιστής, Μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος Ματθαῖος ἑρμηνεύει τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἐμμανουήλ.
«... ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός.» (Ματθ., 1, 23).
Μαζί μας ὁ Θεός, ἀνάμεσά μας καὶ πάλι ὁ Θεὸς, ὅπως τότε στὸν Παράδεισο, που οἱ πρωτόπλαστοι, ἡ πρώτη ἀνθρωπότητα, κοινωνοῦσαν μαζί του τὴν πληρότητα τῆς Ἀγάπης Του, ἐνδεδυμένοι ἀπὸ τὸ Θεῖο Φῶς καὶ θωρακισμένοι ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη.
Ἀρνήθηκε ὁ ἄνθρωπος τὸν Δημιουργό του καὶ διέκοψε τὴν κοινωνία μαζί Του. Προτίμησε τὴν ἀνυπακοή, τὸ ἴδιον θέλημα καὶ κατέκτησε τὴν ἀσθένεια, τὴν καταστροφὴ καὶ τὸν θάνατο. Χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε εὐάλωτος καὶ ἔμεινε γυμνὸς καὶ ἄδειος νὰ παλεύει μὲ τὸ ἐγώ του, πλάθοντας ψεύτικους θεοὺς ἤ και πιστεύοντας ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ «θεός».
Ὁ Φιλεύσπλαχνος Δημιουργὸς γνωρίζει τὴν αδυναμία τοῦ πλάσματός Του και δὲν τὸ ἀφήνει. Ὑπόσχεται, μιᾶς καὶ τὸ πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει πάλι στὴν κοινωνία μαζί Του, νὰ ἀποκαταστήσει Αὐτὸς τὴν κοινωνία Δημιουργοῦ καὶ πλάσματος μὲ τὸν μοναδικὸ δικό Του τρόπο.
Ὁ Πανάγαθος Θεὸς, ξεχωρίζει τοὺς Δικαίους, ἐπιλέγει τοὺς Προπάτορες, κάνει στόμα Του τοὺς Προφῆτες, φωτίζει τοὺς Σοφούς, δικαιώνει τοὺς μετανοοῦντες, ἐνισχύει τοὺς πιστούς, δίνει σημεῖα στὸν λαό Του καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, ἐτοιμάζει τήν ἐνανθρώπησή Του.
Ἕνα τρίχρονο κορίτσι ἀφιερώνεται ἀπὸ τοὺς γηραλέους γονεῖς του στὸ Ναὸ καὶ ἐκεὶ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μεγαλώνει ἐντρυφώντας στὴν ἁγιότητα, στὴν σοφία, στὴν ὑπομονή, στὴν μετάνοια καὶ κυρίως πειθαρχώντας στὴν ὑπακοή.
Ἐτοιμάζεται γιὰ νὰ δώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νὰ ἀποκαταστήσει τὴν κοινωνία Δημιουργοῦ καὶ πλάσματος καὶ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν θάνατο νικῶντας τὸν θάνατο καὶ νὰ συναναστήσει μαζί Του τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ μόνον Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει.
Στὰ δεκαπέντε της χρόνια ἐμπιστεύονται οἱ Ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ τὴν Παναγία Μαρία σὲ ἕναν δίκαιο, σώφρονα, συνετὸ καὶ σοφὸ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὸ βασιλικὸ γένος τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, τὸν Ἰωσήφ. Μὲ σεβασμὸ ποὺ ἀρμόζει σὲ ὥριμη γυναῖκα μνηστεύεται ὁ Ἰωσὴφ τὴν Μαρία καὶ τὴν παίρνει μαζί του στὸ σπίτι του, γενόμενος προστάτης της ἄν καὶ ὄχι ἀκόμα ἄνδρας της.
«καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.» (Λουκ., 1, 35).
«εἶπεν δὲ Μαριάμ· Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτῆς ὁ ἄγγελος.» (Λουκ., 1, 38).
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ ἀνθρώπινη ταπεινότητα δέχεται τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ γίνεται μητέρα τοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀμήτορα γεννηθέντα. Ἐταράχθη ὅμως ὁ σώφρων Ἰωσήφ.
Σκέψεις πολλές βασάνιζαν τὸν Ἰωσήφ, ἤθελε νὰ πιστέψει τὴν Μαρία ἀλλὰ καὶ κλεψίγαμο στὸ μυαλό του τὴν θεωροῦσε. Νὰ τὴν διώξει; Νὰ τὴν κρατήσει;
Καὶ ἀν τὴν λιθοβολήσουν; Τόσο ἔξω νὰ ἔπεσαν οἱ Ἱερεῖς; Τὴν ἐμπιστεύτηκαν σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ τὴν προστατεύει καὶ αὐτὴ μεγαλωμένη στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κατάντησε κλεψίγαμος; Μήπως πρέπει νὰ τὴν πιστέψει; Μήπως κρυφά νὰ τὴν διώξει για νὰ μὴν τὴν λιθοβολήσουν;
Σκέψεις τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ γίνονταν ὅμως καὶ προσευχή, ποὺ γίνονταν ὅμως καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό! Αὐτὸν πίστευε καὶ Αὐτὸν ἐμπιστευόταν καὶ Αὐτὸς δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, ἀπλά, λιτὰ καὶ Θεϊκὰ τὸν ἔκανε κοινωνὸ τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τὸν ἔκανε κοινωνὸ τοῦ Θείου Θελήματος.
«ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.» (Ματθ., 1, 20-21).
Εἶναι σημαντικὸ ἡ λογικὴ νὰ κάνει τὴν ὑπέρβαση καὶ νὰ γίνεται σοφία καὶ εἶναι σοφὸ νὰ ἀκοῦμε τὸν Θεό μας ὅταν κοινωνεῖ μαζί μας καὶ ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐγένετο ὑπήκοος Θεοῦ καὶ γήινος «πατέρας» καὶ προστάτης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου.
Μετὰ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ πλάσματος μὲ τὸν Δημιουργὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἄρνηση, τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὴν πτώση, ὅλα ἔγιναν άπὸ τὸν Φιλάνθρωπο Θεό γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνήμπορου πλάσματος μὲ τὸν Παντοδύναμο Δημιουργό του και μιᾶς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος κατέβηκε ὁ Θεὸς.
«διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός.»
Μαζί μας ὁ Θεός, καὶ ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κανεὶς μὰ κανεὶς δὲν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ἐναντίον μας.
π. Ἐφραὶμ Ντέτσικας
Ἐφημέριος ἐνορίας Περιβλέπτου
Πόλεως Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου