ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Γράφει  ὁ  π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
(Μάτθ. Ἡ΄ 5-13)
Δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν θὰ ὑπάρξει ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ παύσει νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Δ΄Κυριακῆς του Ματθαίου.  Ὁ Ρωμαῖος Ἑκατόνταρχος, δὲν ἦλθε νὰ παρακαλέσει οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε γιὰ τὴ σύζυγό του ἢ τὰ παιδιά του, ἀλλὰ γιὰ τὸν δοῦλο του. Δήλ. γιὰ μία ὕπαρξη ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δὲν ἐθεωρείτω καν ἄνθρωπος. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ ρίξει μία ματιὰ στὴν ἱστορία ἐκείνης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ ἀμέσως θὰ διαπιστώσει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Περισσότερη ἀξία ἔδιναν οἱ πλούσιοι στὰ ζῶα τοὺς παρὰ στοὺς ταλαίπωρους δούλους τους.
Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως, ξεκινᾶ μὲ κίνητρο τὴν ἀγάπη. Τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. (Καὶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι δὲν ἀνήκει στὸν «ἐκλεκτὸ λαὸ» τοῦ Ἰσραήλ).
Ἂς τὸν ἀκούσουμε: «Κύριε, εἶπε πρὸς τὸν Χριστό, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι μου, παράλυτος καὶ βασανίζεται ἀπὸ τρομεροὺς πόνους». Στη συνέχεια,καθὼς ξεδιπλώνει τὸ μεγαλεῖο της καρδιᾶς του, δείχνοντας μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη, ταπείνωση καὶ κυρίως πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Δήλ. τὴ θεραπεία τοῦ δούλου του. «Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχω, ὕπαγε καὶ ὡς ἐπιστευσας γενηθήτω σοί, καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τὴ ὥρα ἐκείνη» (Μάτθ. Ἡ΄ 13). Καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν ἑκατόνταρχο: Πήγαινε στὸ σπίτι σου καὶ ὅπως ἐπίστευσες, ὅτι δήλ. μὲ μόνο...
τὸν λόγο καὶ ἀπὸ μακρυὰ μπορῶ νὰ θεραπεύσω τὸν δοῦλο σου, ἔτσι ἂς γίνει σὲ σένα. Πράγματι δέ, κατὰ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἐθεραπεύθει ὁ δοῦλος του.
Σὲ πολλὰ σημεῖα θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε. Ἂς ρίξουμε ὅμως μία ματιά, ποὺ τὸ λιγότερο θὰ μᾶς προβληματίσει, στὴ στοργὴ ποὺ ἔδειξε ὁ ἑκατόνταρχος γιὰ τὸν δοῦλο του, σὲ σχέση μὲ τὴν σημερινὴ πραγματικότητα.
Ἤδη εἴπαμε ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ δοῦλοι ἐθεωροῦντο ὄχι ἄνθρωποι ἀλλὰ πράγματα. Καὶ θαυμάζουμε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν εὐαισθησία τοῦ εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχου!
Ὅμως, γιὰ μία στιγμὴ φίλοι μου. Μήπως ξεφεύγει ἀπὸ τὸν φακὸ τῆς συνειδήσεώς μας ἡ σημερινὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας μας; Μήπως δήλ. τὰ πράγματα σήμερα, μετὰ τόσους αἰῶνες, κοντεύουν νὰ φθάσουν, ἐὰν ἤδη δὲν ἔχουν καταντήσει σὲ ζοφερότερη κατάσταση; Οὔτε ὑπερβολικὸς εἶναι ὁ λόγος μας, οὔτε φυσικὰ ζοῦμε ἐκτὸς πραγματικότητας. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὴν κοινωνικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων σήμερα καὶ μάλιστα αὐτῶν ποὺ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον «δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοίρα». Ἀλήθεια, πῶς μποροῦν νὰ βολεύουν τὴ ζωὴ τοὺς μερικοὶ συνάνθρωποί μας, μὲ τὰ τόσα καὶ τόσα προβλήματα ποῦ βιώνουν καθημερινῶς; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνθίζει στὰ πικραμένα τοὺς χείλη λίγο χαμόγελο καὶ στὴν καρδιά τους νὰ ἀνατέλλει ἡ ἐλπίδα;
Καὶ πῶς θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει, ἀλλὰ καὶ νὰ βελτιωθεῖ μία κοινωνία, ὅταν ὡς λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων ποῦ τὴ στραγγαλίζουν, ἡ ἴδια ἐμφανίζει τὴν ἀπογοήτευση μὲ πράξεις αὐτοκαταστροφῆς;  
Βεβαίως, θὰ ἀπαντήσουν ὁρισμένοι, ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα. Ὅτι τελικῶς θὰ θριαμβεύσει ἡ αἰσιόδοξη πλευρὰ τῶν πραγμάτων. Ναί. Δὲν θὰ διαφωνήσουμε. Ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὅμως ὁ ἄλλος δὲν βρίσκεται σ΄αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα ἀλλὰ πνίγεται στὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας, ὅταν τοῦ στεροῦν τὴν ἐργασία, κι ὅταν, ἀλλοίμονο, ψάχνει νὰ βρεῖ «τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» στὸν κάδο τῶν ἀπορριμμάτων, ἐκεῖ τότε τί γίνεται; Ποιὸς «ἑκατόνταρχος» θὰ βρεθεῖ γιὰ νὰ παρακαλέσει γὶ΄αὐτόν;
Τουλάχιστον ἐμεῖς ποῦ γνωρίζουμε, ποῦ λέμε ὅτι γνωρίζουμε, μιμούμαστε τὸν Ρωμαία ἑκατόνταρχο; (Ποῦ παρὰ τὰ ὅσα ἰσχυρίζονται περὶ τῶν στρατιωτικῶν καὶ μάλιστα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, αὐτὸς τελικὰ ἦταν μία εὐαίσθητη καὶ τρυφερὴ ψυχή;).
Ξεκινοῦμε ἐμεῖς νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἰησοῦ, ὄχι γιὰ τὸν ὑπηρέτη μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ ἄρα συνδουλό μας; Ἢ τὸν ἀφήνουμε στὰ βάσανά του, καὶ ἂν μπορέσει,  καὶ ὅταν μπορέσει καὶ μάθει κάτι περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἂς σηκωθεῖ, ὥστε νὰ τὸν βρεῖ ὁ ἴδιος, δίχως νὰ κουραστοῦμε ἐμεῖς;
Τὸ θαυμαστὸ στὸν ἑκατόνταρχο, πλὴν τῶν ἄλλων, εἶναι ὅτι ὄχι ἁπλῶς βλέπει τὸ πρόβλημα τοῦ δούλου, ἀλλὰ τὸ κάνει δικό του, προσωπικό του πρόβλημα!
Ζεῖ τὸν πόνο τοῦ «παιδός του» ἴσως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν δοῦλο, ἀφοῦ ὅσο περισσότερη εἶναι ἡ γνήσια ἀγάπη, τόσο βαθύτερος ὁ πόνος…
Νὰ τολμήσουμε τώρα νὰ κάνουμε συγκρίσεις τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν (;) μὲ τὶς μεγάλες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ θέμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφορᾶς στὸν ἄνθρωπο; Οὔτε γιὰ ἀστεῖο ἂς μὴν τὸ ἀναφέρουμε. Ἐδῶ ἀγαπητοί μου δὲν τολμοῦμε νὰ συγκριθοῦμε μὲ τὸν εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχο στὴν ἔκφραση τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς πίστης του στὸν Ἰησοῦ, νὰ σκεφθοῦμε τὴν σύγκριση μὲ τὴ χριστιανικὴ ἁγιότητα;
Γιὰ νὰ μὴν ἀγγίξουμε καὶ τὸ ἄλλο κεφάλαιο ποὺ ὀνομάζεται χριστιανικὴ κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Ἀλήθεια, ποῦ καὶ πότε; Σὲ ποιὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς ὑφηλίου κατορθώθηκε νὰ ἐφαρμοστεῖ αὐθεντικὴ Εὐαγγελικὴ δικαιοσύνη; Παρὰ μόνο σὲ σπάνιες περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποίες στiςεκκλησιαστικες ἀρχές, εὑρίσκονταν, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ τὸ ἔχουν ἐπιδιώξει, ἡγετικὲς μορφές, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν γνήσια δογματικὴ Πίστη, ἀγωνίζονταν νὰ ἐφαρμόσουν καὶ αὐτὴ τὴν Εὐαγγελικὴ ζωὴ στὴ σκληρὴ καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀνυπέρβλητες σὲ δόξα  σελίδες τῆς Ἱστορίας στὸ κεφάλαιο αὐτό, συγκλονίζουν κάθε καλοδιάθετη ψυχή, ὅταν βλέπει ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ποιμένες, ἀρκετὲς φορές, μετέτρεπαν τὴν γλυκυτάτη τοὺς γλώσσα σὲ τρίπλοκο φραγγέλιο! Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐπέλθει κάποια παρεξήγηση, διευκρινίζουμε, ὅτι ἡ πρακτικὴ Εὐαγγελικὴ δικαιοσύνη, στὶς μάζες τῶν Χριστιανικῶν λαῶν, δὲν ἐφαρμόστηκε καὶ δὲν ἐφαρμόζεται, ὄχι φυσικὰ διότι ἀντικειμενικὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐφαρμοστεῖ. Ὄχι τέτοιο πράγμα, ἀλλὰ διότι τόσο οἱ ταγοὶ ὁλοκλήρου του πολιτειακοῦ καὶ πολιτικοῦ φάσματος δὲν θέλουν γιὰ ποικίλους λόγους νὰ τὴν ἐφαρμόσουν, ὅσο καὶ διότι, δυστυχῶς, οἱ πνευματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, στὴν σκέψη καὶ μόνο ὅτι θὰ κονταροχτυπηθοῦν μὲ τὴ σκληρὴ καὶ ἐν πολλοῖς αἰσχρὴ ἐξουσία, προτιμοῦν τὴν «σιωπὴν τῶν ἀμνῶν», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατορθώνεται νὰ παρουσιάζεται ἡ δειλία μὲ ἕνα ὅμως διάτρητο μανδύα συνέσεως…
Τὸ δὲ κατάντημα καὶ ὁ συμβιβασμὸς τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου (ποὺ τελικῶς δὲν εἶναι καθόλου Χριστιανικός), μὲ τὸ ἄθλιο κοινωνικὸ κατεστημένο τῆς ἀδικίας, κάποιες φορὲς φθάνει σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἄθεοι καὶ ἀντίχριστοι νὰ φέρουν τὴ συνθηματολογία τῆς δικαιοσύνης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μπλέκει ὁ ἁπλὸς κοσμάκης σὲ δῆθεν κοινωνικοὺς ἀγῶνες. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν; Νὰ ἁλυσοδένονται πολὺ χειρότερα οἱ προδομένοι λαοὶ καὶ νὰ χάνουν ἐντελῶς καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους, ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαφανιστεῖ αὐτὴ ἡ κοινωνικὴ ἰσότητα καὶ ἡ ἔρημη δικαιοσύνη… (Ἡ πρόσφατη ἱστορία τῶν λαῶν, ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὲς τέτοιες μαῦρες σελίδες).
Τὸ νὰ θεολογεῖ κανείς, εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος γνωρίζει τέλεια σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο τὴν πίστη. Τὸ νὰ δείχνει ὅμως κανεὶς ἔμπρακτα τὴν πίστη του καὶ νὰ κάνει τὸν πόνο τοῦ ἄλλου πόνο δικό του, ἐκεῖ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὑποθέσεως, στὸ παράδειγμα τοῦ ἑκατόνταρχου. Καὶ ἂς μὴ φέρει τώρα κανεὶς ἀντίρρηση ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ καθοδηγούμαστε ἀπὸ τοὺς ἐπίσημους Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι ἀπὸ εἰδωλολάτρες, διότι στὴν πράξη μόνο αὐτὸ δὲν συμβαίνει (Πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τῶν κανόνα). Οὔτε βεβαίως θὰ πρέπει νὰ περιορίσουμε τὴν ἀγάπη καὶ στοργὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν προσφορὰ φαγητοῦ καὶ ὄχι μόνο. Καλὰ καὶ ἅγια ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε εἶναι προτιμότερο νὰ προλαμβάνουμε παρὰ νὰ θεραπεύουμε, ἀφοῦ ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας «τοὺς πτωχοὺς πάντοτε θὰ τοὺς ἔχουμε».
Φυσικὰ γιὰ τὴν ὅλη κατάσταση, τὸ μόνο ποὺ δὲν εὐθύνεται εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο.
Σὲ τί μπορεῖ νὰ φταίει, ἐπὶ παραδείγματι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση ποὺ ὑφίστανται οἱ λαοὶ τῆς Ἀφρικῆς ἀπὸ τοὺς «πολιτισμένους καὶ μὴ εἰδωλολάτρες λευκούς»; (Ἀναμφιβόλως, δὲν ὑφίστανται δράκουλες καὶ ζόμπι, ὑπάρχουν ὅμως οἱ πολιτισμένοι ἐκμεταλλευτὲς ποὺ ροφοῦν τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων «μὲ τὸ καλαμάκι»).
Καὶ σὲ τί μπορεῖ νὰ κατηγορήσει κανεὶς αὐτὴ καθαυτὴ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸ κατάντημα τῆς πατρίδας μας σήμερα; Ὄχι ἀδελφοί μου. Τὰ λάθη πρωτίστως τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἀνέχονται τὴν ποικίλη ἀδικία, ἂς μὴν τὰ φορτώνουμε στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τουλάχιστον ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Ἂς παραδεχθοῦμε ὅτι οὔτε πίστη ζωντανὴ στὸν Χριστὸ διαθέτουμε, ἒφ΄ὅσον ἀφήνουμε ἀνεκμετάλλευτη καὶ ἔχουμε θέσει σὲ ἀχρηστία τὴν Εὐαγγελικὴ δικαιοσύνη. Ἂς ὁμολογήσουμε ὅτι «δὶ ἠμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσι». Ἂς σταθοῦμε, ἐὰν τολμοῦμε, ἀπέναντι στὸν ἑκατόνταρχο. Ἂς συγκρίνουμε «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους» μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματικοῦ.
Ἐπιτέλους, ἂς γίνουμε περισσότερο εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τότε θὰ ἀνθίσει ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι ἤδη βρισκόμαστε εἰς ὁδὸν θεραπείας…    
Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτὲ ὅτι: «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν πρῶτα δὲν ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εὐτυχία τῶν ταπεινῶν καὶ ἀνήμπορων συνανθρώπων του».
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου