ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΛΟΥΚΑ

Ἡ περικοπὴ αὐτὴ περιλαμβάνει δύο ἱστορίες, τὴ μία μέσα σὲ ἄλλη, δύο νήματα δεμένα στὴν παλάμη τοῦ Κυρίου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα ἄνδρα ἐξουσίας, καὶ σὲ κάποια στιγμὴ διακόπτεται ἀπὸ μιὰ γυναίκα ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ ἐξουσία. Ὅμως, σὲ κάθε στρῶμα ἀνασαίνει ἕνας καὶ μόνος παλμός: ἡ δύναμις τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὶς πιθανότητες τοῦ κόσμου.

Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίζεται ἕνας πατέρας ἀπελπισμένος. Ὁ Ἰάειρος, ἄρχων τῆς συναγωγῆς, ἔρχεται καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν βαδίζει, δὲν προσκαλεῖ. Πέφτει —ὅπως πέφτει κάποιος ὅταν ἡ ἀξιοπρέπεια καταρρέει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀπόγνωσης. Ἡ θυγατέρα του, δωδεκαετής, ἀγωνίζεται μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ σῶμα της ἤδη ψυχορραγεῖ.

Ὁ Ἰάειρος εἶναι ἄνθρωπος ἐξουσίας, οἱ ἐντολές του ὑπακούονται. Ἀλλὰ μπροστὰ στὸν θάνατο, τίποτε δὲν ἔχει νὰ πεῖ, παρὰ μόνον: «Ἔλα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς πορεύεται.

Ὅμως σταματᾶ, διότι δέχεται ἕνα κρυφὸ ἄγγιγμα. Μέσα στὸ πλῆθος, ἄλλη μία ψυχὴ πονεμένη. Ἀνώνυμη στὸ κείμενο, ὅμως γνωστὴ γιὰ τὴν ταλαιπωρία της. Δώδεκα ἔτη —ὅσα ζεῖ ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἰαείρου— αἱμορροοῦσα. Δὲν εἶναι μόνο τὸ σωματικὸ πρόβλημα, εἶναι καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀπομόνωση, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θεωρεῖται ἀκάθαρτη καί, συνεπῶς, ἀνεπιθύμητη.

Καὶ ὅμως, μὲ κρυφὸ θάρρος διασχίζει τὸ πλῆθος καὶ ἀγγίζει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ κράσπεδο. Οὔτε τὸ χέρι οὔτε τὸ πρόσωπο οὔτε κἂν τὴν προσοχή Του. Δὲν θέλει κἂν νὰ γίνει ἀντιληπτή. Μόνον τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου.

Καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ, πράττει ἀπρόβλεπτα. Σταματᾶ, στρέφεται καὶ ὁμιλεῖ. «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Οἱ μαθηταί, συνθλιβόμενοι, ἀποροῦν εὔλογα. Ὅλοι τὸν ἀγγίζουν. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν μιλᾶ γιὰ αὐτὴ τὴν ἐπαφή, αἰσθάνθηκε τὴν ἐνέργεια τῆς πίστεως, κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἔλαβε ἀπὸ τὴ δική Του ἄκτιστη ἐνέργεια. Καὶ ἡ γυναίκα, τρόμῳ καταληφθεῖσα, ἐμφανίζεται καὶ διηγεῖται ἐνώπιον πάντων πὼς ἤλπιζε νὰ μείνει κρυπτό. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, πλήρης χάριτος, δὲν τὴν προσφωνεῖ «γύναι», ἀλλὰ «θύγατερ». Ἔχει δεχθεῖ ἤδη τὸ δῶρο τῆς υἱοθεσίας.

Ὅμως, ὁ χρόνος δὲν ἔπαυσε γιὰ τὸν Ἰάειρο. Στὴ χαρὰ τῆς αἱμορρούσης πικρὸ μήνυμα θανάτου καταφθάνει: «Ἀπέθανε ἡ θυγάτηρ σου· μὴν ἐνοχλεῖς τὸν Διδάσκαλο». Βαρειὰ σιωπή, καὶ ἡ ἐλπίδα χαμένη. Ἴσως μάλιστα ἡ καθυστέρηση τοῦ Ἰησοῦ ἐπέτρεψε τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς στραφείς, λέγει πρὸς τὸν Ἰάειρο λόγον ὡς φῶς μέσα στὸ σκοτάδι: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.»

Μὴ φοβοῦ. Μόνον πίστευε. Ὑπάρχει ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸν θρῆνο. Στὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου, καὶ ἐνῶ ὅλοι θρηνοῦν τὴν κατάληξη, ὁ Ἰησοῦς βεβαιώνει: «Οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.» Ἀλλὰ ὁ κόσμος πάντοτε γελᾶ μὲ τὴν ἀνάσταση. Μέχρις ὅτου τὴ δεῖ. Μέχρις ὅτου ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γίνει ἔργο: «Κόρη, ἐγέρθητι.»

Στὶς δύο αὐτὲς ἱστορίες σὰν νὰ φαίνεται ὅτι ἡ μία διακόπτει τὴν ἄλλη, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ μία παρεμβάλλεται στὴν ἄλλη, γιατὶ τὸ νῆμα ποὺ τὶς συνδέει εἶναι ἡ παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θεραπεύει τὸ ἀθεράπευτο καὶ θανατώνει τὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς δὲν δένεται ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο, δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ τὴ λογική του. Εἶναι πάντοτε παρὼν καὶ ἐνεργῶν, καὶ ζητᾶ τὴν πίστη μας καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν πίστη αὐτή, ὅταν ὅλα φαίνεται νὰ ἔχουν τελειώσει, ἀκόμη κι ἂν σὲ μᾶς φαίνεται ὅτι ἀργοπορεῖ.

Κι ἐμεῖς, εἴτε σὰν τὸν Ἰάειρο προσευχόμενοι γιὰ κάτι ποὺ μοιάζει νὰ πεθαίνει, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς καθυστερεῖ, εἴτε σὰν τὴ γυναίκα —ντροπιασμένοι, πληγωμένοι, φοβισμένοι νὰ φανερωθοῦμε, ἀλλὰ ἀπελπισμένα ποθώντας νὰ ἀγγίξουμε τὸ κράσπεδο τῆς ἐλπίδος, ἂς θυμόμαστε ὅτι Ἐκεῖνος μᾶς βλέπει, μᾶς ἀκούει, δὲν ἔρχεται ποτὲ ἀργά. Κι ἂν ἀκόμη ὅλη ἡ ἐλπίδα μοιάζει θαμμένη, τότε Ἐκεῖνος λέγει: «Παιδίον, ἐγέρθητι. 

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου