ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Πεντηκοστής
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 29η Μαΐου 2015.
(1ον)
Η  ευαγγελική  περικοπή  της  Κυριακής  της Πεντηκοστής είναι  μια περικοπή από το 7ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, στίχοι 37-52, 8,12.Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Ιωάννης παραθέτει ένα απόσπασμα των λόγων του Κύριου προς τους Εβραίους στο ιερό του Ναού του Σολομώντος, την τελευταία ημέρα της μεγάλης εορτής της Σκηνοπηγίας και την απήχηση που είχαν οι λόγοι αυτοί μεταξύ αυτών. Στις γραμμές που ακολουθούν προχωρούμε σε σύντομη ερμηνευτική ανάλυση της περικοπής.  


«Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (7, 37). Η εορτή για την οποία εδώ γίνεται λόγος, είναι η εορτή της Σκηνοπηγίας. Η εορτή αυτή, την οποίαν εόρταζαν οι Εβραίοι γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, ήταν μια από τις μεγαλύτερες εορτές των. Σ’ αυτήν επί επτά μέρες περνούσαν μέσα σε σκηνές, για να θυμούνται τα χρόνια εκείνα, που οι πρόγονοί τους ζούσαν στην έρημο μέσα σε σκηνές.Η τελευταία ημέρα της εορτής ήταν η ογδόη.Αυτή ήταν επισημότερη από τις άλλες, γιατί σ’ αυτήν έκαμαν σπονδές και θυσίες, για να ευχαριστήσουν τονΘεό για τις ευεργεσίες του και ιδιαίτερα για τη θαυμαστή ανάβλυση νερού από το βράχο μέσα στην έρημο.  Σ’ αυτή λοιπόν την τελευταία ημέρα, την επίσημη, βρίσκει την ευκαιρία ο Κύριος να διακηρύξει με παρρησία, με μεγάλη φωνή σ’ όλο το λαό:  «εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν κανείς αισθάνεται δίψα, όχι για τα φθαρτά και υλικά πράγματα του κόσμου, αλλά για τα αιώνια αγαθά της βασιλεία των ουρανών, ας έρθη σε μένα και εγώ θα τον ξεδιψάσω. Οι πρόγονοί σας ήπιαν από το νερό που ανέβλυσε ο Μωϋσής μέσα από τον βράχο στην έρημο και ξεδίψασαν. Το γεγονός εκείνο ήταν σύμβολο και τύπος μια άλλης πραγματικότητος, η οποία βρίσκει την πλήρη πραγματοποίησή της στο πρόσωπό μου. Διότι εγώ είμαι η πέτρα της ζωής, της οποίας σύμβολο και τύπος ήταν ο βράχος, που πήγασε νερό μέσα στην έρημο. Εγώ είμαι η πηγή της ζωής, που πηγάζω την αληθινή και αιώνια ζωή. Τηνζωή αυτή την μεταδίδω σε κάθε έναν που έρχεται σε μένα, δηλαδή που πιστεύει σε μένα. Την μεταδίδω σε κάθε ένα που αισθάνεται αυτή την πνευματική δίψα και η οποία δεν μπορεί να  σβήσει με κανένα από τα υλικά αγαθά του κόσμου αυτού. Κάθε ένας λοιπόν που διψάει την αιώνια ζωή και την πραγματική χαρά που δίνει ο Χριστός, ας έλθει στο Χριστό  και δε θα απογοητευθεί, δεν θα διαψευσθούν οι ελπίδες και προσδοκίες του. Θα βεβαιωθεί από την πείρα του. Δυστυχώς όμως δεν αισθάνονται όλοι αυτή την πνευματική δίψα. Ο Κύριος προσκαλεί μεν όλους, χωρίς όμως να βιάζει κανένα. Γι’ αυτό και λέγει: «εάν τις διψά». Εάν λοιπόν κι’ εμείς αισθανόμαστε την πνευματική αυτή δίψα, ας τρέχουμε με πόθο για να ακούσουμε το λόγο του. Ας μετέχουμε τακτικά στο Ποτήριο της Ζωής. Ας αγωνιστούμε να τηρήσουμε τις εντολές του.
«Ο πιστεύων εις εμέ καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού  ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (7, 38 ). Ο στίχος αυτός αποτελεί συνέχεια του προηγουμένου, διότι έρχεται σε άμεση σχέση μ’ αυτόν. Θα πρέπει δε να συνδέσουμε νοηματικά το «ο πιστεύων εις εμέ» με το «καθώς είπεν η Γραφή» και όχι με την επόμενη φράση «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού…», διότι όπως ορθά σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος,  πουθενά δεν αναφέρει η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του πιστεύοντος ποταμοί ύδατος ζώντος». Η παράπάνω δηλαδή φράση είναι λόγια του Χριστού. Επομένως θα ερμηνεύσουμε: Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, σύμφωνα με αυτά πουαναφέρουν οι γραφές για μένα, ότι είμαι δηλαδή ο Υιός του Θεού, ο προσδοκόμενος Μεσσίας, θα έρθει πρώτα και θα ξεδιψάσει την ψυχή του με το ζωντανό νερό της θείας Χάριτος. Ο Ιησούς κατ’ επανάληψη παρέπεμπε τούς Ιουδαίους στις γραφές, προκειμένου να πεισθούν μέσα από αυτές και να πιστεύσουν σ’ αυτόν: «ερευνάτε τας γραφάς..»(Ιω.5,39), «ει γαρ επιστεύετεΜωϋσή, επιστεύετε αν εμοί...»(Ιω. 5,46), «έστιγεγραμμένον εν τοις προφήταις»(Ιω.6,45). Και πολύ σοφά ο Κύριος τούς παρέπεμπε στις γραφές, διότι πολλοί Ιουδαίοι, αν και τον έβλεπαν να κάνη τόσα θαύματα, δεν πείθονταν αμέσως στο να πιστεύσουν σ’ αυτόν, αλλά ζητούσαν να βεβαιωθούν μέσα από τις γραφές, αν πράγματι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αν δηλαδή όλα όσα έλεγαν οι προφήτες για τον Μεσσία, εύρισκαν εφαρμογή στη ζωή του και στο πρόσωπό του. Αυτός λοιπόν που θα πιστεύσει ακράδαντα σ’ Αυτόν οδηγούμενος στην πίστη από τις γραφές και από τα θαύματά του, όχι μόνο ο ίδιος θα ξεδιψάσει από το ζωντανό νερό της θείας Χάριτος, αλλά και από το βάθος της καθαρής του καρδιάς, σαν από άλλη πηγή θα αναβλύζει αδιάκοπα πλούτος άφθονος θείας Χάριτος, που σαν άλλοι ποταμοί θα ξεχυθούν γύρω του, για να ξεδιψάσουν έτσι και πολλές άλλες ψυχές.  Την ζωηφόρο ενέργεια της θείας Χάριτος, που χαρίζει στις ψυχές την αιώνια ζωή, την παρομοιάζει ο Κύριος και εδώ με τρεχούμενο νερό.  Την ίδια ακριβώς παρομοίωση είχε χρησιμοποιήσει όταν μιλούσε με την Σαμαρείτιδα: «Το ύδωρ ο εγώ δώσω αυτώγενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήναιώνιον» (Ιω.4,14). Τα λόγια αυτά του Κυρίου βλέπουμε να πραγματοποιούνται κατ’ εξοχήν στούς  αποστόλους του μετά την Πεντηκοστή, αλλά και σε όλους τούς αγίους.Όλοι οι άγιοι από τότε που έλαβαν την δωρεά του αγίου Πνεύματος, έγιναν αστείρευτες πηγές θαυμάτων, θείων δωρεών και ευεργεσιών για όλους τούς ανθρώπους, που με πίστη πλησίαζαν κοντά τους. 
«Τούτο δε είπε περί του πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν· ούπω γαρ ην πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (7,39 ).  Εδώ ο Ευαγγελιστής επεξηγεί και ερμηνεύει, τι σημαίνουν τα λόγια, που είπε ο Χριστός στον προηγούμενο στίχο «ο πιστεύων εις εμέ...». Μ’ αυτά τα λόγια εννοούσε την αφθονία της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, που επρόκειτο να λάβουν όλοι εκείνοι που θα πιστεύσουν σ’ αυτόν. Δεν είχε όμως δοθεί ακόμη το άγιο Πνεύμα στούς ανθρώπους. Και αυτό γιατί ο Χριστός δεν είχε δοξασθεί ακόμη. Ως δόξα του Χριστού εδώ εννοεί τον σταυρό, την ανάσταση και την ένδοξη ανάληψή του. Έπρεπε δηλαδή να προηγηθούν όλα αυτά, για να δοθεί κατόπιν και η δωρεά του αγίου Πνεύματος. Έπρεπε να καταργηθεί πρώτα η έχθρα, που χώριζε το Θεό από τούς ανθρώπους, εξ αιτίας της αμαρτίας και να συμφιλιωθούν και πάλι οι άνθρωποι με τονΘεό. Να γίνουν οικείοι και φίλοι του, υιοί κατά χάριν. Αυτή η έχθρα καταργήθηκε αφού ο Χριστός με το αίμα του κατέβαλε τα λύτρα της σωτηρίας μας. Έτσι αφού γίναμε φίλοι και οικείοι του Θεού δόθηκαν κατόπιν και τα δώρα.  Διότι τα δώρα είναι πάντα σύμβολο της φιλίας και της αγάπης μεταξύ των αγαπημένων προσώπων. Πως όμως λέγει εδώ, ότι δεν είχε δοθεί Πνεύμα Άγιο στούς ανθρώπους, αφού γνωρίζουμε ότι πολλοί δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης και οι προφήτες είχαν λάβει Πνεύμα άγιο; Είχαν λάβει σε ορισμένες στιγμές της ζωής των και όχι με την αφθονία που έλαβαν μετά την Πεντηκοστή οι άγιοι. Γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να την μεταδώσουν και σε άλλους, όπως βλέπουμε να γίνεται στούς αποστόλους και στούς αγίους. Δόθηκε λοιπόν και μάλιστα σε πολύ λίγους ανθρώπους και σε πολύ περιορισμένο μέτρο, σε σύγκριση με την αφθονία που δόθηκε μετά την Πεντηκοστή.
«Πολλοί ουν εκ του όχλου ακούσαντες τον λόγονέλεγον· ούτόςεστιν αληθώς ο προφήτης· άλλοι έλεγον· ούτόςεστιν ο Χριστός· άλλοι έλεγον· μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυΐδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαυΐδ, ο Χριστός έρχεται; σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν» (7, 40 - 43).
Στούςπαράπάνω τέσσαρες στίχους ο Ευαγγελιστής σχολιάζει ποιά ήταν η αντίδραση του πλήθους μετά τα παρά πάνω λόγια που είπε ο Χριστός. Το πιο επίμαχο θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφονταν όλες οι συζητήσεις του πλήθους ήταν, εάν ο Χριστός είναι πράγματι ο Μεσσίας η όχι.Έλεγαν πολλές και διάφορες γνώμες. Άλλοι έλεγαν ότι αυτός είναι ένας από τούς προφήτες,  άλλοι ότι είναι ο Μεσσίας. Άλλοι ότι δεν μπορεί να είναι αυτός, διότι κατάγεται από τη Ναζαρέτ, ενώ αντίθετα η Γραφή μαρτυρεί, ότι ο Μεσσίας θα προέλθει από τη γενιά του Δαυΐδ και θα κατάγεται από τη Βηθλεέμ. Άλλοι,τέλος, ότι ο Μεσσίας όταν θα έλθει, κανένας δεν θα ξέρειαπό που κατάγεται. Έτσι είχε δημιουργηθεί σύγχυση και διαίρεση ανάμεσα στο πλήθος. Γίνεται ο Χριστός το «αντιλεγόμενο σημείο» της προφητείας του αγίου Συμεών του Θεοδόχου. Όμως η σύγχυση και η άγνοια για το πρόσωπο του Χριστού ήταν αδικαιολόγητη πέρα για πέρα. Πως δικαιολογείται να μη γνωρίζουν, ότι ο Χριστός κατάγεται από τη γενιά του Δαυΐδ και ότι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας; Θα μπορούσαν να τον πλησιάσουν και να τον ρωτήσουν με ειλικρινή διάθεση: Επειδή σε θαυμάζουμε από τα τόσα θαύματα που κάνεις και επειδή μας προτρέπεις να πιστεύσουμε σε σένα σύμφωνα με τις γραφές, πες μας, γιατί οι μεν γραφές μας λέγουν ότι ο Μεσσίας θα έρθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έρθει από τη Γαλιλαία;  Και τότε ο Χριστός θα τούς απαντούσε· γεννήθηκα πράγματι στη Βηθλεέμ, αλλά ανατράφηκα και μεγάλωσα στη Γαλιλαία.  Θα μπορούσαν να ρωτήσουν ακόμη την παναγία μητέρα του και από αυτήν να πληροφορηθούν, ότι πράγματι κατάγεται από τη γενιά του Δαυΐδ. Έτσι θα λυνόταν το αίνιγμα και δεν θα είχαν καμιά αμφιβολία.Τώρα όμως δεν ζητούν με ειλικρίνεια να μάθουν, διότι δεν θέλουν να πιστεύσουν.
«Τινές δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ’ ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας» (7, 44). Το ότι δεν είχαν διάθεση να γνωρίσουν την αλήθεια και να πιστεύσουν, φαίνεται και από το γεγονός, ότι μερικοί από κακία και μίσος κινούμενοι, επεχείρησαν να τον συλλάβουν. Πλην δεν κατόρθωσαν τίποτε διότι αοράτως η δύναμη του Χριστού, τούς έδεσε τα χέρια.
«Ήλθον ουν οι υπηρέται προς τούς αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι· διατί ουκ ηγάγετε αυτόν; απεκρίθησαν οι υπηρέται· ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (7, 45-46 ). Πιο πάνω,στο στίχο 32, ο Ευαγγελιστής αναφέρει ότι οι Φαρισαίοι έστειλαν υπηρέτες για να συλλάβουν τον Χριστό. Αυτοί όμως γύρισαν άπρακτοι. Και όταν τούς ρώτησαν: γιατί δεν τον συλλάβατε; τι ήταν εκείνο που σας εμπόδισε, αφού μάλιστα υπήρχαν πολλοί από το λαό, που θα σας βοηθούσαν στο έργο αυτό;  Αυτοί απήντησαν: Ποτέ άλλοτε δεν εδίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και χάρη όπως ο άνθρωπος αυτός. Πήγαν να τον συλλάβουν και ο Χριστός τούς συνέλαβε με την γλυκύτητα των λόγων του. Ήλθαν να τον δέσουν και ο Χριστός τούς έδεσε με την γοητεία της μορφής του και των λόγων του. Δεν χρειάστηκαν να δουν κάποιο θαύμα για να τον θαυμάσουν, αλλά γοητεύτηκαν μόνο από μερικά λόγια του. Γιατί δεν είπαν: ποτέ δεν θαυματούργησε άνθρωπος, όπως αυτός, αλλά τι είπαν; Ποτέ δε μίλησε άνθρωπος όπως αυτός!   Και δεν διστάζουν, να ομολογήσουν με παρρησία τον θαυμασμό τους, πράγμα που αποτελούσε έμμεσο έλεγχο εναντίον των Φαρισαίων. Διότι θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με άλλο τρόπο: Επί παραδείγματι,ότι δεν μπορέσαμε να τον συλλάβουμε εξ αιτίας του όχλου. Δεν λέγουν τίποτε από αυτά, αλλ’ αντίθετα ομολογούν το θαυμασμό τους. Και είναι σαν να έλεγαν στούς Φαρισαίους: Ποιόν άνθρωπο μας στείλατε να συλλάβουμε; Έναν άνθρωπο, παρόμοιος του οποίου δεν υπήρξε; Ασφαλώς θα έχετε πλανηθεί. Τα γεμάτα από χάρη του αγίου Πνεύματος λόγια του άγγιξαν τις ψυχές των υπηρετών, επειδή είχαν ευθεία και απονήρευτη καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου