ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

 «Τέκνον Τιμόθεε»

Κυριακή ΛΒ ́ (ΙΕ ́ Λουκᾶ)

Μία μικρή ξεχωριστή ὁμάδα μέσα στό σύνολο τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀποτελοῦν τρεῖς Ἐπιστολές πού ὀνομάζονται «Ποιμαντικές» καί εἶναι οἱ: Πρός Τιμόθεον Α ́ καί Β ́ καί Πρός Τίτον. Ὁ Τιμόθεος ἦταν Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καί ὁ Τίτος Ἐπίσκοπος Κρήτης.

Τό περιεχόμενό τους ἀποτελεῖται ἀπό ὁδηγίες γιά τόν τρόπο ἀντιμετώπισης συγκεκριμένων καταστάσεων μέ τίς ὁποῖες βρέθηκαν ἀντιμέτωποι οἱ δύο Ἐπίσκοποι κατά τήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τους. Φανερώνουν δέ τήν ἀγωνία καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀπόστολου Παύλου γιά τήν πνευματική πορεία καί προκοπή τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν πού ἐκεῖνος εἶχε ἱδρύσει.

Φυσικά αὐτό τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικά παραμένει ἀμείωτο. Μέρος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ καί ἡ παράθεση τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τό ὁποῖο εἶναι παρμένο ἀπό τήν Πρός Τιμόθεον Α ́ Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Μέσω αὐτῆς προβάλλεται ἡ ἀνυπέρβλητη ἀξία τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτή ἀκριβῶς περιέχεται στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τή διδαχή τῶν ποιμένων καί στηρίζεται στό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης πού φέρουν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.

Χωρίς βέβαια αὐτό νά ἀποκτᾶ τή σημασία πώς οἱ ποιμένες ἀποτελοῦν –πρέπει νά ἀποτελοῦν– μία ἰδιαίτερη ἀπομονωμένη κατηγορία μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτοί τροφοδοτούμενοι ἀδιαλείπτως στήν ποιμαντική πορεία τους ἀπό τή σχέση τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἀποτελοῦν «τύπο τῶν πιστῶν». 

Συνέπεια αὐτῆς τῆς σχέσης ἀποτελεῖ ἡ «προκοπή ἐν πάσιν», ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ στό παρόν τή θεία εἰκόνα πού θά ἔχει ὁ ἄνθρωπος στή μέλλουσα ζωή.

Ἅς δοῦμε μερικά σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς:

Α) «πιστός ὁ λόγος»: Ὁ Ἀπόστολος ὡς λόγο Τοῦ Θεοῦ ἀναφέρει τήν Ἁγία Γραφή, χωρίς αὐτό νά σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ἐξετάζοντας τήν διά τῆς λογικῆς καί τῆς ἔρευνας θά διαπιστώσει τήν ἀξιοπιστία τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως σημαίνει τή δυνατότητά του νά ἐμπιστευθεῖ τό σύνολο τῆς ὕπαρξής του στή θεία Πρόνοια καί ἀγάπη.

Αὐτά τά λόγια εἶναι ἀληθινά, ὅτι δηλαδή οἱ ἀγῶνες τῆς εὐσεβοῦς καί ἁγίας ζωῆς ὠφελοῦν καί στήν παροῦσα καί στή μέλλουσα ζωή. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι ἀξιόπιστος καί ἄξιος νά τόν παραδεχτεῖ κανείς μέ ὅλη τήν καρδιά του.

Ἀπό ἐδῶ κυρίως πηγάζει ἡ ἐλπίδα τῆς πραγματικότητας τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατί ἡ ἐλπίδα ἀναφέρεται καί φανερώνει τήν πλήρη ἀποδοχή τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ.

Β) «παράγγελε ταῦτα καί δίδασκε»: Ὁ Παῦλος ἐδῶ δέν ἀναφέρεται ἀποκλειστικά καί μόνο στήν ἐξουσία τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀλλά ἐπεκτείνεται σέ κάθε ἄνθρωπο ὡς φορέα τῆς θείας εἰκόνας.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἐξουσία, δηλαδή τή δυνατότητα ὡς ἱερέας τῆς κτίσεως, νά προσφέρει τόν ἑαυτό του στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἐπίσης ἡ ἐξουσία στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτή ἀφορᾶ ποιμένα ἤ ποιμενόμενο, ἐκφράζεται κυρίως μέσω τῆς προσφορᾶς, τῆς διακονίας, τῆς ὑπηρεσίας καί τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης.

Ἔπειτα ἡ διδαχή. Αὐτή ἀναφέρεται κυρίως στούς ποιμένες καί διδασκάλους, ἐφόσον πληροῦν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις μιᾶς καί ἀποτελεῖ χαρισματικό λειτούργημα.

Μποροῦν ὅμως νά συμπεριληφθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πιστοί πού ὡς ἐνεργά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ζώντας τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀκτινοβολοῦν καί διδάσκουν «πάντα ἄνθρωπον».

Κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἡ διδαχή δέν ἀφορᾶ μόνο τή διδασκαλία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως τήν ἀκτινοβολία τῆς πνευματικῆς ἀλλοίωσης καί ἐμπειρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐκφράζεται μέ δοξολογικό καί λατρευτικό τρόπο μέσα ἀπό τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί πού μέ τή σειρά τῆς ἐνεργοποιεῖ τίς ἐσωτερικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἀποδεχτεῖ καί νά βιώσει τήν ἐν Χριστῷ ζωοποιό ἀλήθεια.

Γ) «τύπος γίνου τῶν πιστῶν»: Ὁ Ἀπόστολος προτρέπει τόν Τιμόθεο νά γίνει ὁ ἴδιος παράδειγμα μίμησης στούς πιστούς. Βασική προϋπόθεση γι’ αὐτό ἀποτελεῖ ἡ πορεία ἀνακάλυψης τῆς ἐσωτερικῆς προσωπικῆς ταυτότητάς του. Καί αὐτό μπορεῖ νά τό ἐπιτύχει ἀπό τό βαθμό συμμετοχῆς του στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ἀλήθεια.

Αὐτό ἄλλωστε ἀποτελεῖ καί τό πνευματικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν καθοδηγεῖ στήν πορεία ἀνακάλυψης τῆς θείας εἰκόνας μέσα του καί τή δυναμική πού αὐτή περιέχει. Ἡ περεταίρω ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς εἰκόνας καθίσταται τρόπος καί ὁ ἄνθρωπος καθίσταται τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ παρουσία τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν Τιμόθεο τόν καθιστά, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τύπο τῶν πιστῶν». Ἡ κατάληξη αὐτῆς τῆς φανέρωσης ἐπιβεβαιώνεται στό παρόν μέσα ἀπό τά πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καί ὅλων των Ἁγίων της Ἐκκλησίας.

Ὁ ἄνθρωπος ὡς τύπος τοῦ Χριστοῦ διακρίνεται:

1) «ἐν λόγῳ»: Ὁ ἀνθρώπινος λόγος βρίσκει τήν ὁλοκλήρωση καί τήν αἰτία τῆς ὕπαρξής του στό Πρόσωπο τοῦ Θείου Λόγου, τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι φανερώνεται τό μέγεθος τῆς ἀξίας του. Ἕνας κακός λόγος τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί θέτει ἐμπόδια στίς ἀνθρώπινες σχέσεις.

Ἀντιθέτως ἕνας καλός λόγος, ἔστω καί ἄν δέν ἀνταποκρίνεται στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, εἶναι μία κίνηση ἀγάπης καί ζωοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

2) «ἐν ἀναστροφῇ»: Φαντάζει δύσκολο ἀλλά ὄχι ἀνυπέρβλητο ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ὑπερβεῖ τά στενά ὅρια τοῦ ἐγωισμοῦ του καί μέ ἀγάπη νά παραδεχτεῖ τόν ἄλλο παρ’ ὅλα τα λάθη του ὡς φορέα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ.

3) «ἐν ἀγάπῇ, ἐν πνεύματι»: Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά δεχτεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά γίνει φορέας της. Διδασκόμενος ἀπό αὐτή ὁ ἄνθρωπος καθίσταται πνευματικός ἀφοῦ ἡ παρουσία τῆς ἀγάπης μέσα του εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ζωοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

4) «ἐν πίστει»: Ὁ ἄνθρωπος παραδίνεται ἐξ ὁλοκλήρου στό Χριστό.

Μέ τήν πίστη τοῦ φανερώνει πώς ἀποδέχεται καί δέχεται τό Χριστό νά κατοικήσει μέσα του. 

5) «ἐν ἁγνεία»: Ἀποκαλύπτεται ἡ καθαρότητα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἡ λάμψη της ὀφείλεται στήν ἀποδοχή τῶν θείων δωρεῶν καί τήν προσφορά των στούς ἄλλους ἀνθρώπους, τήν ἀπουσία τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς σκληρότητας, τῆς προκατάληψης καί τοῦ πνευματικοῦ σκότους σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται.»

Δ) «ἴνα σου ἡ προκοπή φανερά ἤ ἐν πάσιν»: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζητάει ὁ ἄνθρωπος νά νήφει, νά προσέχει τόν ἑαυτό του μέ τή συνεχῆ καί ἀδιάκοπη ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γενικά μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή του στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἀπό ἐκεῖ πηγάζει ἡ παρηγοριά πού ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζουν καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί τή ζωή.

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή διατηρεῖ τόν ἄνθρωπο σέ διαρκῆ ἐγρήγορση ὥστε νά ἐντοπίζει καί ἀποκρούει τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου.

Ἐπιπλέον, νά μήν ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του, ὅση προκοπή καί νά ’χει, νά θέτει ἐνώπιόν του τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιζητεῖ διαρκῶς τό Χριστό. 

Ἀκολουθώντας ὁ ἄνθρωπος σωστή πνευματική πορεία καί καλλιέργεια ὁδηγεῖται στήν ἕνωση μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί καθιστάμενος θεοφόρος φανερώνει «τοῖς πάσιν» τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει προκοπή τοῦ ἀνθρώπου.

Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Κίτσιος

Ἐφημέριος Ἁγίου Χαραλάμπους Περάματος

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου