ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα.

(Ματθ. 4, 12-17)

Στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς ὁμιλεῖ γιά τά περιστατικά τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μας λέγει, δηλαδή, πῶς καί ἀπό ποῦ ξεκινησε τό ἔργο του ὁ Ἰησοῦς, ποῦ ἐγκαταστάθηκε μονίμως, καί τί ἄρχισε ἐκεῖ νά κάνει.

Ἀφοῦ λοιπόν βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη ὑπό τοῦ Ἰωάννου, βγῆκε ἔπειτα στήν ἒρημο, γιά νά προετοιμασθεῖ ἐνόψει τῆς ἐπίσημης ἔναρξης τοῦ ἔργου του. Ἐκεῖ ἔμεινε σαράντα ἡμέρες καί σαράντα νύκτες νηστεύων καί προσευχόμενος. Στό τέλος, ἀφοῦ κατήσχυνε τόν σατανᾶ, πού πῆγε νά τόν ἐκπειράσει, ἐπέστρεψε στή Ναζαρέτ. Δέν ἔμεινε ὅμως γιά πολύ στήν πατρίδα ὅπου εἶχε μεγαλώσει. «Ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τήν Γαλιλαίαν, καί καταλιπών τήν Ναζαρέτ ἐλθών κατῴκησεν εἰς Καπερναούμ τήν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ... Ἀπό τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καί λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἱστορικά στοιχεῖα, θά πεῖτε. Ναί· εἶναι πράγματι ἱστορικά γεγονότα. Ἀλλά δέν εἶναι ἁπλῶς τυχαῖα γεγονότα. Τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ δέν τόν κατηύθυναν οἱ περιστάσεις καί τά πράγματα. Ἀλίμονο, ἄν ἦταν ἔτσι. Ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε πλήρη καί ὑπερτέλεια αὐτοσυνειδησία, γιά τό ποιός δηλαδή ἦταν ὡς πρόσωπο, καί, ἐπίσης, ἀπόλυτη γνώση τοῦ ἔργου πού ὁ Θεός Πατέρας τοῦ ἀνέθεσε. «Ἰδού συνήσει ὁ παῖς μου» (Ἠσ. 52, 13), λέγει ὁ Θεός στόν Ἠσαΐα, πού θα πεῖ πώς ὁ Μεσσίας θά γνωρίζει πολύ καλά τήν ἀποστολή του. Συνεπῶς γνωρίζει καί τό πότε εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός γιά κάθε πρᾶγμα. 
Καί αὐτήν ἀκόμα τήν κορυφαία «ὥρα» τῆς ἐπί γῆς παρουσίας του, τήν «ὥρα» τῆς παραδόσεως καί σταυρώσεώς του, θά τήν ὁρίσει ὁ ἴδιος· δέν θά τήν ρυθμίσουν οἱ ἐχθροί του. Ἔτσι κι ἐδῶ, τώρα, στά γεγονότα τῆς περικοπῆς, ὁ Μεσσίας γνώριζε καί ὅριζε ὁ ἴδιος πότε εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός νά ἔρθει στό προσκήνιο. «Ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τήν Γαλιλαίαν...». Ὁ λύχνος ἔσβησε καί ἔδυσε ὁ ἀστήρ. Εἶναι, πλέον, ἡ ὥρα νά ἀνατείλει ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Θά σταθοῦμε λίγο στή φράση τοῦ Εὐαγγελιστῆ ὅτι «Ἰωάννης παρεδόθη». Σέ αὐτό τό
«παρεδόθη» ἐνυπάρχει ἡ ἔννοια μιᾶς ἑκούσιας πράξεως. Δέν πῆγε βέβαια ὁ Ἰωάννης στόν
Ἡρώδη καί νά πεῖ: Ἰδού ἐγώ συλλάβετέ με. Ἀλλ ̓ ἔχοντας πραγματοποιήσει τήν ἀποστολή
του, πού ἦταν α) νά προετοιμάσει τό λαό γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Μεσσία, β) νά ὑποδείξει τόν

«ἐρχόμενον», ὡς τόν «ἁμνόν τοῦ Θεοῦ» καί γ) νά τόν βαπτίσει κιόλας στόν Ἰορδάνη,
«χαίρων τῇ ψυχῇ καί τρέμων τῇ χειρί» μπροστά στό θαῦμα τῆς τριαδικῆς φανέρωσης,
ἔχοντας λοιπόν πραγματοποιήσει τόν προδρομικό του ρόλο, κι ἔχοντας ζήσει τό ὑπερφυές
γεγονός τῆς Βαπτίσεως, ποιόν λόγο εἶχε νά φοβᾶται νά ἐλέγξει τόν Ἡρώδη καί τήν
Ἡρωδιάδα γιά τήν ἀθέμιτη καί θεοστυγή ἁμαρτία τῆς μοιχείας πού διέπρατταν; Οἱ ἅγιοι,
ἀγαπητοί ἀδελφοί, δίνουν μέ τή θέλησή τους τήν «καλήν ὁμολογίαν» καί τήν «μαρτυρίαν
Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί παραδίδονται· δέν συλλαμβάνονται.
Ἄφησε λοιπόν ὁ Κύριος τήν Ναζαρέτ καί ἦλθε στή Γαλιλαία, περιοχή βορείως τῆς
Ἰουδαίας, καί ἐγκαταστάθηκε στήν Καπερναούμ. Αὐτήν τήν πόλη ἔκαμε πλέον πατρίδα του
καί κέντρο τῆς δράσεώς του. Μή σκεφθεῖτε τώρα ὅτι ὁ Χριστός περιφρόνησε τή μικρή καί
ἄσημη Ναζαρέτ, γιά νά πάει στήν ...πρωτεύουσα. Δέν ἦταν πρωτεύουσα ἡ Καπερναούμ·
πρωτεύουσα ἦταν ἡ Ἰερουσαλήμ, ἀλλ ̓ οὔτε κι ἐκεῖ πῆγε. Ἀνθρωπίνως θά ποῦμε ὅτι οἱ
συμπατριῶτες του στή Ναζαρέτ, μιά μικρή καί κλειστή κοινωνία, δέν τόν εἶδαν καί μέ καλό
μάτι ἀπό τήν ἀρχή. Κάποτε εἶχε πεῖ πρός αὐτούς τό γνωστό, ὅτι «οὐδείς προφήτης δεκτός ἐν
τῇ πατρίδι αὐτοῦ». Καί στή συζήτηση ἐπάνω, ἐκεῖνοι θύμωσαν καί τόν ἔβγαλαν ἔξω άπό τήν
πόλη καί, μάλιστα, τόν πήγανε κι ὡς τήν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ γιά νά τόν ρίξουν κάτω. Ἀλλ ̓
αὐτός «διελθών διά μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο», δηλαδή, ὄχι μόνο δέν τόλμησαν νά τόν
πειράξουν, ἀλλά τοῦ ἄνοιξαν καί διάδρομο νά περάσει... (Λουκ. 4, 29). Ἡ Καπερναούμ,
πέρ’ ἀπό τό ὅτι ἦταν πολυάνθρωπη πόλη, ἦταν καί σέ ἐξαιρετική θέση χτισμένη, «παρά τήν
λίμνην Γεννησαρέτ». Ἐκ τῆς θέσεώς της δέ αυτῆς εἶχε καταστεῖ κόμβος ἐμπορικός καί
τόπος συνάντησης καί διακινησης λαῶν καί πολιτισμῶν. Ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦ λόγου οἱ Ἰουδαῖοι
ἀποκαλοῦσαν ὅλη ἐκείνη τήν περιοχή «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν»· μιά περιοχή, δηλαδή, στήν
ὁποία οἱ ντόπιοι κάτοικοι συγχρωτίζονταν καί συναλλάσσονταν μέ πολλούς ἀλλοδαπούς,
εἰδωλολάτρες ἐπί τό πλεῖστον. Ὅμως γιά τόν Χριστό ἡ περιοχή αὐτή ἦταν ἡ πλέον
κατάλληλη, διότι τό εὐαγγελιό του, τό κήρυγμά του, ἔχει χαρακτήρα οἰκουμενικό· δέν
ἀπευθύνεται μόνο πρός τό ἔθνος τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός κάθε ἔθνος καί φυλή καί
γλώσσα· πρός κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως. Ἔργο του εἶναι ν ̓ ἀγκαλιάσει ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα· νά γίνει τό Ὄνομά του ἡ ἐλπίδα τῶν ἐθνῶν. Καί ἡ Γαλιλλαία, ὡς μία, τρόπον
τινά, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, εἵλκυσε τήν φροντίδα καί τήν πρόνοια τοῦ
Θεανθρώπου.
Εἴπαμε πρίν, ὅτι ὁ Κύριος δέν ἔκαμε οὔτε τήν Ἱερουσαλήμ κέντρο τῆς δημόσιας
δράσης του. Εἶναι γνωστό, ὅτι στήν Ἱερουσαλήμ, τό κέντρο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὑπῆρχε καί

δροῦσε δολίως κατά τοῦ Ἰησοῦ ἕνας ἑσμός Γραμματέων, Φαρισαίων καί πλείστων τοῦ
κατεστημένου Ἱερατείου, οἱ ὁποῖοι, κυριευμένοι ἀπό φθόνο καί κακια ἐναντίον του,
ζητοῦσαν ἐπιμόνως ἀφορμή «ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ» καί νά πλήξουν τό κῦρος του
ἀπέναντι στό λαό. Ὡς τώρα εἶχε ἤδη δύο συγκρούσεις μαζί τους· μία τότε πού ἔδιωξε ἀπό
τόν ναό τούς ἐμπόρους, καί μία μέ τούς Φαρισαίους, γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου.
Ὑποκινούμενοι δέ ἀπό ὅλους αὐτούς οἱ Ἰουδαῖοι «ἐζήτουν αὐτόν ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον
ἔλυε τό Σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰωαν.
5, 18). Στά ἱερά εὐαγγέλια τοῦτο τό συναντοῦμε συχνά· ὅτι δηλαδή οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ τό
εἶχαν πάρει ἀπόφαση: ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά θανατωθεί. Γιά ν ̓ ἀποφύγει λοιπόν ὁ Ἰησούς
τίς καθημερινές συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες σέ τίποτα δέν θά οφελοῦσαν, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος
θά γινότανε, ἐπέλεξε ν’ αποσυρθεῖ στήν ἡρεμία καί τήν ἀσφάλεια τῆς Γαλιλαίας, ὥστε ν’
ἀναγγείλει ἐκεῖ, μέ τήν παρουσία του, τό κήρυγμά του καί τά θαύματά του, τήν ἔλευση τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀποσυρόμενος, δέν ἤθελε βεβαίως ν’ ἀποφύγει το Πάθος· κανείς νά
μή βάλει μέ τό μυαλό του τέτοια σκέψη. Ἄλλωστε γι ̓ ἀυτό ἦρθε: γιά νά παραδοθεῖ ἑκούσια
καί νά ὑποστεῖ τό Πάθος. Ἀλλά πρέπει αὐτό νά γίνει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα εἶναι
στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματος, καί θά ἦταν ἄκαιρο νά πάθει προτοῦ κηρύξει τό Εὐαγγἐλιο τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (ἄγ. Κύριλλος). Στήν Καπερναούμ, καί σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς περιοχῆς
τῆς Γαλιλαίας, ὑπῆρχε πολύς λαός ἕτοιμος νά δεχθεῖ τόν ἀπεσταλμένο ἀπό τόν Θεό Μεσσία
καί νά λάβει ἀπό αύτόν ἀμέτρητες θαυματουργίες. Ἐκεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά βρεῖ
ἀνθρώπους μέ ζῆλο, κατάλληλους γιά νά τους κάμει μαθητές καί ἀποστόλους του, ὅπως
ἦταν π.χ. οἱ ἀδελφοί Πέτρος καί Ἀνδρέας, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης.
Αὐτή ἡ διακριτική ἀπομάκρυνση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἐχθρούς καί κατηγόρους
του, γιά νά μήν προκαλεῖ τήν κακια τους, ἀλλά καί γιά νά έργάζεται ἀπερίσπαστος «τά ἔργα
τοῦ πέμψαντος αὐτόν», εἶναι ἕνα δίδαγμα γιά μᾶς τούς λειτουργούς καί κήρυκες τοῦ
Εὐαγγελίου, ν ̓ ἀφήνουμε δηλαδή πίσω καί νά ἀποφεύγουμε τούς κατά συνήθεια
κατήγορους τῆς Ἐκκλησίας, ὅλους ἐκείνους πού γκρινιάζουν καί μεμψιμοιροῦν διαρκῶς γιά
ὅλα· νά ἀποφεύγουμε ἐκείνους πού δέν συμβάλλουν στό νά προάγεται ἡ ἱερή ἀποστολή τῆς
Ἐκκλησίας, ἐκείνους πού δέν οἱκοδομοῦν μαζί μας, ἀλλά γκρεμίζουν. Νά τούς ἀφήνουμε
λοιπόν ὅλους αὐτούς καί νά ἀφοσιωνόμαστε σέ αὐτό πού ὁ Θεός μᾶς ἀνέθεσε νά κάνουμε:
νά σᾶς λειτουργοῦμε «ἐν ὁσιότητι», νά σᾶς διδάσκουμε «ἐν ἀληθείᾳ» καί νά σᾶς
ποιμαίνουμε «μετ ̓ ἐπιστήμης».

Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι τά ἱστορούμενα στήν περικοπή δέν εἶναι τυχαῖα γεγονότα. Ὁ
εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «πνεύματι Θεοῦ ἀγόμενος», βλέπει στήν μετοίκηση καί
ἐγκατάσταση τοῦ Ἰησοῦ στή Γαλιλαία τήν ἐκπλήρωση τῆς σχετικῆς προφητείας τοῦ Ἡσαΐα,
τήν ὁποία καί παραθέτει. Τοῦτο, λέγει, ἔγινε γιά νά ἐπαληθευθεῖ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Θεός διά
στόματος τοῦ Προφήτη: «Ἡ περιοχή Ζαβουλών καί ἡ περιοχή Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ
δρόμος πηγαίνει πρός τή θάλασσα καί πέραν ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία μέ τούς πολλούς
εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦν στό σκοτάδι εἶδαν φῶς μέγα. Καί σέ ὅσους
μένουν στή χώρα πού τήν σκιάζει ὁ θάνατος, ἀνέτειλε φῶς γιά χάρη τους».
Ὅτι τό μέγα Φῶς, πού λέγει ὁ Ἡσαΐας, εἶναι ὁ Χριστός, ἐπιβεβαιώνεται καί στήν
Καινή Διαθήκη. Π.χ. ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ Προδρόμου, εἶπε περί τοῦ Ἰησοῦ ὅτι ὁ
Θεός «ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ...». Καί πιό κάτω λέγει ότι
«ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολή ἐξ ὕψους, ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένος»
(Λουκ. 1, 68· 78-79). Ἐπίσης, ὁ θεοδόχος Συμεών ὀνόμασε τόν Ἰησοῦ «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν
ἐθνῶν» (Λουκ. 2, 32). Ἀλλά καί αὐτός ὁ Χριστός μᾶς βεβαιώνει καί μᾶς λέγει· «ἐγώ εἰμι τό
φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωαν. 8, 12). Καί σέ ἄλλο σημεῖο· «ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα
πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ» (Ἰω. 12, 46).
Ἀγαπητοί ἀδελφοί·
Θά κλείσουμε ἐδῶ αὐτό τό κήρυγμα μέ ἐκεῖνο μέ τό οποῖο ὁ Χριστός ἄρχισε τό δικό
του κήρυγμα: «Ἀπό τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καί λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ μετάνοια εἶναι τό κεντρικό θέμα τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε ὅτι ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά καλέσει «ἀμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ.
5, 32). Ἔστειλε δέ τούς μαθητές καί Ἀποστόλους του να κηρύξουν «ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ
μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἀμαρτιῶν εἰς πάντα τά ἔθνη» (Λουκ. 24, 27). Ὅποιοι λένε ὅτι δέν
ἔχουν κάτι γιά νά μετανοήσουν, ἄς ἀκούσουν τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, τί λέγει στήν Α ́
ἐπιστολή του: «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἀμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ
ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. Α ́, 1, 8). Καί ὁ ἴδιος πάλι λέγει· «ἐάν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν,
ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν (=βγάζουμε ψεύτη τόν Θεό), καί ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν έν ἡμῖν»
(ὅ.π. στ. 10).
Ἀδελφοί· ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός ὅλους μας εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρη· «μετανοεῖτε·
ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». ΑΜΗΝ.

Αἰδεσ. Πρωτοπ. Λάμπρος Τσιάρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου