ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Κυριακή Θ Λουκά-«Λήθη θανάτου ή «Μνήμη θανάτου»;
«Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου άπαιτοϋσιν από σου…»
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, γεννήθηκε για να ζήσει, βγήκε άπ” τα «χέρια» του Θεού για να ρουφήξει τη ζωή. Δεν είναι φτιαγμένος για τον τάφο, ούτε προορισμός του είναι κάποιο χορταριασμένο μνημούρι. Δεν παύει όμως να ζει ένα τραγικό «αδιέξοδο», για το οποίο υπεύθυνος είναι μόνο ό ίδιος κι οι επιλογές του. Ζώντας το ρεύμα του ποταμού της ζωής, χαίρεται ν” απολαμβάνει τη μια του όχθη καί καυχιέται πώς στέκεται αμετακί­νητα σ” αυτήν, κλείνοντας τα μάτια στην άλλη όχθη. Λες καί μπορεί να στα­ματήσει τη ροή του χρόνου στη μια πλευρά του ποταμού, αποφεύγοντας το «πέρασμα» στην άλλη, πέρασμα καθολικό πού σφραγίζει την πανανθρώπινη βιοτή καί ύπαρξη.

Μα έρχεται αδυσώπητα ή φθορά κι ό χρόνος καί το βαθύ κι αδάμαστο αυτόν πόθο τον εμπαίζουν, μάλλον δε τον περιπαίζουν. Καί βλέπεις τον άν­θρωπο να κατατρύχεται άπ” το τραγούδι γι” ατέλειωτη συνέχεια της ζωής από τη μια, κι άπ” τίς αδυσώπητες, αλλά πραγματικές, συμπληγάδες του οριστικού τέλους απ’ την άλλη.   Μα το πέρασμα άπ” τη μια όχθη στην άλλη είναι μονόδρομος, είναι το πιο βέβαιο γεγονός του ανθρώπινου βίου. Θες σήμερα, θες αύριο θ” ακούσεις να στο πουν: «Τη νύχτα αυτή ζητούν χωρίς άλλο να πάρουν την ψυχή σου» (Λουκ. ιβ“ 20)! Καί συ ανυποψίαστος, με­τρώντας τη ζωή σου σαν «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων… κρύα κεριά λυωμένα καί κυρτά», θρηνείς καί στενάζεις μαζί με τον Αλεξανδρινό Κ. Καβάφη: «Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασεν ή ώρα. Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!».
«Αραγε τί να “ναι προτιμότερο: να κλείνεις τα μάτια στο «πέρασμα» απ τη μια όχθη της ζωής στην άλλη, να αρνείσαι να το αντιμετωπίσεις καί έτσ να το απωθείς, να γίνεσαι εραστής της «λήθης του θανάτου», ή ενσυνείδητο ν” ατενίζεις την αλήθεια του «περάσματος», ζώντας στο αναστάσιμο κλίμα της «μνήμης του θανάτου»;
Ό θάνατος με τον Χριστό παίρνει άλλες διαστάσεις
Ή Εκκλησία, βαθύς γνώστης των υπαρξιακών ανθρώπινων προβλημά­των, απέναντι οτόν στρουθοκαμηλισμό ή τον τρόμο, τον τεχνητό ή τεχνικό αποπροσανατολισμό του ανθρώπου σχετικά με το συγκλονιστικό καί καθολικό μυστήριο του θανάτου, δεν κλείνει τα μάτια. Δεν πλέκει θεωρίες αντιμετωπί­σεως του, δίπλα στίς τόσες πού υπάρχουν, αλλά βλέπει κι αντιμετωπίζει αλη­θινά καί πνευματικά το γεγονός αυτό πού προκαλεί το λογικό, μέσα άπ” την αναστάσιμη δωρεά, χάρη καί προοπτική της εν Χριστώ ζωής· «δέχεται την τραγικότητα του θανάτου, την κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί ό Θεός περνά άπ” αυτόν το δρόμο κι όλοι τον ακολουθούν» (π. Παύλος Εύδοκίμοφ).
Χωρίς τον Χριστό ό θάνατος θα διαιωνιζόταν ως το τρομακτικότερο καί βασανιστικότερο μυστήριο για το ανθρώπινο λογικό, την ψυχή καί το σώμα. Με τον Σταυρό καί την Ανάσταση του Χριστού καταργείται ή τρομάρα καί γιορτάζεται ή νέκρωση του θανάτου. Ό θάνατος παύει να “ναι τρομερός για τον άνθρωπο- αντίθετα ό άνθρωπος γίνεται φοβερός στο θάνατο, γιατί ό κόσμος ολάκερος, ή ζωή κι ό θάνατος, τα παρόντα καί τα μέλλοντα καί ιδίως ό ανακαινισμένος άνθρωπος ανήκουν όλα στον Χριστό (Α” Κορ. γ” 22-23).
Ό Μάξιμος ό Όμολογητής θα πει: «Δεν νομίζω ότι είναι δίκαιο να όνομάζομε τον θάνατο πέρας (δηλ. τέλος) της παρούσης ζωής, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, χωρισμό από τη φθορά, ελευθερία από τη δουλεία, κατά­παυση της ταραχής, αναίρεση των πολέμων, υποχώρηση του σκοταδιού, άνε­ση στους πόνους, ηρεμία της αναταραχής, συγκάλυψη της ντροπής κι άποφυγή των παθών. Μ” ένα λόγο, κατάλυση όλων των κακών, πού με τη νέκρω­ση τους κατόρθωσαν οϊ ’Αγιοι καί παρέστησαν τους εαυτούς τους ξένους του βίου καί παρεπίδημους, μαχόμενοι γενναία με τον κόσμο και το σώμα και τίς επαναστάσεις πού πηγάζουν άπ” αυτά».
Αξίζει να μας ερμηνεύσει ό ίδιος ό Όσιος περαιτέρω αύτη της Εκκλησίας την αναστάσιμη θέση: «Όπως στο πρόσωπο του Αδάμ ό θάνατος έγινε κατάκριση της ανθρωπινής φύσεως, πού είχε αρχή της την ηδονή, την οποία έγέννησε ή ίδια, έτσι ό θάνατος εν Χριστώ γίνεται κατάκριση της αμαρτίας καί πάλι ηδονή εν Χριστώ, πραγματο­ποιεί την καθαρή γένεση της φύσεως. Όπως ή ένήδονη ζωή του Αδάμ έγινε μητέρα του θανάτου, έτσι κι ό θάνατος του Κυρίου για τον Αδάμ, ελεύθερος όμως από την ηδονή του Αδάμ, γίνεται γεννήτορας αθάνατης ζωής…».
«Εργο του Χριστιανού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου
Ή ορθόδοξη πνευματικότητα κηρύττει ότι έργο του πιστού «δεν είναι άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου» (Ειρηναίος), πράγμα πού μας βοηθά να κατανοήσαμε την αγάπη των Μαρτύρων καί των ασκητών —νηπτικών Πατέ­ρων προς το μαρτύριο, τον σταυρό, τον πόθο της «αναλύσεως» και κυρίως το «χάρισμα» να πεθαίνει κανείς γεμάτος χαρά.
Ό χριστιανός, βέβαια, δεν είναι ό εραστής του θανάτου καί της μελαγχολίας. Μη γένοιτο! Ή αδιάλειπτη «μνήμη του θανάτου» προσβλέπει σ” ένα γεγονός: πώς ό άνθρωπος θα βρε­θεί «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Α” Κορ. γ” 15,53), πώς ό πιστός θα συντάμει τον καιρό της εδώ παρουσίας του για να βρεθεί μαζί με τον Χριστό, μέτοχος της νίκης της ζωής καί του θριάμβου της Αναστάσεως, δηλαδή στην πραγμάτωση του αυθεντικού προορισμού του άνθρωπου, στην εν Χρι­στώ ελευθερία κι εγρήγορση.
Αποβλέπει στην βαθμιαία απόσπαση του ανθρώπου άπ” τη ματαιότητα καί τη φθορά της επαναστατημένης κι αυτονομημένης φύσεως καί τη μετά­θεση της καρδιάς, τη μετάβαση της στα αιώνια κι άφθαρτα. Σημαίνει την εγρήγορση σώματος καί πνεύματος, για άμεση μετοχή στον μεταμορφωμένο κι αναπλασμένο κόσμο του Θεού- στόχος της είναι ό αγιασμός, ή θέωση του ανθρώπου, ή όριστική καί πλήρης κοινωνία με τον Θεό, πού κατέστρεψε ό θάνατος, ως τόκος της αμαρτίας καί ουσιαστικός χωρισμός άπ” τον Θεό.
«Ας θυμόμαστε, αν είναι δυνατόν, άκατάπαυστα τον θάνατο, θα γράψει ό όσιος Ησύχιος. Έτσι γεννιέται μέσα μας ή απόθεση των φροντίδων καί κάθε ματαιότητας, ή φύλαξη του νου, ή ακατάπαυστη δέηση, ή απάθεια του σώματος καί ή αποστροφή της αμαρτίας. Καί σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε, κάθε αρετή πηγάζει άπ” τη μνήμη αυτή. Γι” αυτό ας την χρησιμοποιή­σαμε όπως την ίδια την αναπνοή μας».
Καί πραγματικά «ή ζωηρή μνήμη του θανάτου περιέχει πολλές αρετές.Γεννά το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια άπ” όλα, υπενθυμίζει τη γέεννα, είναι μητέρα της προσευχής καί των δα­κρύων, φρουρεί την καρδιά, παύει την εμπαθή προσκόλληση στη σάρκα άφού είναι από πηλό, αναβλύζει την οξύτητα του νου μαζί με διάκριση. Παιδιά αυτών είναι ό διπλός φόβος του Θεού καί ή κάθαρση της καρδιάς από εμπα­θείς λογισμούς. Περιέχει πολλές δεσποτικές εντολές. Σ” αυτήν παρατηρείται ό πάρα πολύ δύσκολος αγώνας κάθε στιγμής, για τον όποιο φροντίζουν οι περισσότεροι αθλητές του Χριστού» (όσιος Φιλόθεος ό Σιναΐτης).
Για την ασκητική πείρα το ύψιστο έφετό είναι ή «μνήμη του Θεού», κάτι πού το ζουν οι αναχωρητές ως δωρεά καί χάρη.Γι” αυτό ακούς άπ” τα άσκηταριά τους Πατέρες να κράζουν: «Τίποτε άλλο δεν είναι πιό φοβερό άπ” τη μνήμη του θανάτου, ούτε πιο θαυμάσιο από τη μνήμη του Θεού. Ή πρώτη προξενεί σωτήρια λύπη, ενώ ή άλλη χαρίζει ευφροσύνη… Είναι όμως αδύνα­το να κάνει κάποιος κτήμα του το δεύτερο, αν δεν λάβει προηγουμένως πεί­ρα της στρυφνότητας του πρώτου» (όσιος Ηλίας ό «Εκδικος).
«Όταν λοιπόν οι δαίμονες πού πολεμούν την ψυχή μας διεγείρουν ατά ψυχικά πάθη καί μάλιστα στην οίηση, ή οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατο μας καί τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε κι όταν οι δαίμονες πού πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθέσεις. Γιατί μόνο ή ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τίς προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού» (άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Στόν σύγχρονο άνθρωπο πού θέλει να λησμονά ή τρομάζει μπροστά στο γεγονός του θανάτου, ή Εκκλησία συμβουλεύει:«»Οποιος κατορθώνει να λέει κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα της ζωής μου, ουδέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς τον Θεό. Εκείνος όμως πού περι­μένει πώς έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει, δίχως άλλο θα περιπλακεί στα βρόχια της αμαρτίας» (άββάς Ησαΐας ό Αναχωρητής).
Άρχιμ. Θ. Άθαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου