ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου   
   Πατρῶν  κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
            Σήμερα, κατά τήν λαμπρά ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑορτάζομε τήν νίκη τῆς ἀληθείας ἐναντίον τοῦ ψεύδους, τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τῆς πλάνης καί τῶν αἱρέσεων πού κατά καιρούς ταλαιπώρησαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὑψώνομε τίς πανσεβάσμιες εἰκόνες, προσκυνοῦντες τήν πανακήρατη τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μορφή καί τιμῶντες τούς Ἁγίους ἐν εἰκονίσμασι, διακηρύττοντες κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί τήν θεοειδῆ ἀξία τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθέντος ἀνθρώπου.
Μέ  αὐτή τήν λαμπρά πανηγυρική εὐκαιρία καί ἑορτή, ἐπαναλαμβάνομε σύμφωνα μέ τό ἱερό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας:
«Ο Προφται ς εδον, ο πόστολοι ς δίδαξαν,  κκλησία ς παρέλαβεν, οΔιδάσκαλοι ς δογμάτισαν,  Οκουμένη ς συμπεφώνηκεν,  χάρις ς λαμψεν,  λήθεια ςποδέδεικται, τ ψεδος ς πελήλαται,  σοφία ς παρρησιάσατο,  Χριστς ς βράβευσεν, οτω φρονομεν, οτω λαλομεν, οτω κηρύσσομεν...» ὅτι:
1.Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος, Πατήρ, Υἱός καί Πανάγιον Πνεῦμα.
Ὁ Θεός, πού εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» ( ),    ἐδημιούργησε τόν σύμπαντα κόσμο, καί τόν ἀνεδημιούργησε μέ τήν κένωσή του καί τήν ἐνανθρώπιση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος, κατῆλθε μέχρις Ἅδου ταμείων καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, συναναστήσας παγγενῆ τόν Ἀδάμ ὡς φιλάνθρωπος. Αὐτός ὁ Κύριός μας ἀνελήφθη εἰς Οὐρανούς καί ἐλεύσεται ἐν δόξῃ, κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς.
Κάθε ἄλλη διδασκαλία ἀποτελεῖ αἵρεση, ἡ ὁποία κατεδικάσθη ἀπό τήν ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς ἑτεροδιδασκαλία, ἀφοῦ δέν ἀποδέχεται τήν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Οἱ ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί διδασκάλων, τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων, τῶν ὁσίων καί πάντων τῶν προμάχων τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, εἶχαν ὡς σκοπό τήν διάσωση τῆς μιᾶς καί σωζούσης τόν ἄνθρωπο πίστεως περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Σέ μιά ἐποχή πού καταβάλλεται προσπάθεια ἐπιβολῆς τοῦ πνεύματος τοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς πανθρησκείας, πού ζητάει νά ἰσοπεδώσῃ τά πάντα, διεισδύοντας σέ σχολεῖα, πανεπιστήμια καί γενικώτερα στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ ὕπουλο τρόπο, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἐπιμένει στήν διδασκαλία περί τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὡς ἐτυπώθη στό ἁγιώτατο Σύμβολο τῆς Πίστεως, σύμφωνα μέ τίς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
2. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό θεῖον δημιούργημα, τό ὁποῖο ἐπλαστουργήθη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ.
Παράλληλα μέ τήν ἀποτύπωση τῆς μιᾶς ἀληθείας  περί τοῦ ἑνός, ἀληθινοῦ καί παντοδυνάμου Θεοῦ, οἱ Πατέρες μέσα ἀπό τούς ἱερούς ἀγῶνες καί τούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καμάτους, διέσωσαν τήν εἰκόνα τοῦ θεοειδοῦς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή, γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τί παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν·  καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ...» (Ψαλμ. η’).   
Τό ρηθέν ὑπό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σῴζεται» (Ἐπιστ. ρα’. 32), δηλώνει ὅλη τήν ἀλήθεια περί τῆς σαρκωμένης ἀγάπης, περί τοῦ μανικοῦ ἔρωτος τοῦ Θεοῦ (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας) γιά τήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί γιά τήν ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ σκοπός τῆς δημιουργίας του εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ.
Σέ ἐποχές ἐκπτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, μειώσεως τῆς θεοειδοῦς ἀνθρωπίνης ἀξίας καί ρατσιστικῶν διακρίσεων, ἡ Ἐκκλησία ὕψωσε καί ὑψώνει τήν φωνή της, ἀγωνιζομένη ἐναντίον τῆς βίας, τῆς ἀπανθρωπίας, τῆς πνευματικῆς ἀλλά καί σωματικῆς δουλείας, πού ὑποβιβάζουν τόν ἄνθρωπο σέ «res», σέ πρᾶγμα δηλαδή καί σέ σκεῦος ἡδονῆς καί συμφεροντολογικῆς ἐκμεταλλεύσεως.  
Ὁ Χρυσολόγος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας θά εἴπῃ χαρακτηριστικά:
«Οὐ καταφρονῶ ἀνθρώπου· κἄν εἷς ᾖ, ἄνθρωπός ἐστι, τό περισπούδαστον τοῦ Θεοῦ ζῶον· κἄν δοῦλος ᾖ, οὐκ ἔστι μοι εὐκαταφρόνητος... κἄν εἷς ᾖ, ἄνθρωπός ἐστι, δι’ ὅν οὐρανὸς ἐτανύσθη, καί ἥλιος φαίνει, καί σελήνη τρέχει, καί ἀήρ ἐξεχύθη, καί πηγαί βρύουσι, καί θάλαττα ἡπλώθη, καί προφῆται ἐπέμφθησαν, καί νόμος ἐδόθη·  καί τί δεῖ πάντα λέγειν; δι’ ὅν ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἐγένετο. Ὁ Δεσπότης μου ἐσφάγη, καί τό αἷμα αὐτοῦ ἐξέχεεν ὑπὲρ ἀνθρώπου» (Ἰω. Χρυσ. PG. 48. 1029).
            Καί σέ ἄλλο σημεῖο θά εἴπῃ περί τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τοῦ ἀνθρώπου: «Οὐκ οἶσθα, ὅτι ἀποδημία ὁ παρὼν βίος;... Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλ’ ὁδίτης εἶ καί ὁδοιπόρος... Οὐκ ἔχει οὐδείς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστί. Τά παρόντα ὁδός ἐστιν... Πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρών βίος» (PG. 52. 401).
3. Διατρανώνομε τήν πίστη μας στήν Μία, Ἅγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας. Μόνο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐν τοῖς Μυστηρίοις σημαίνεται, σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Τό «extra ecclesiam nulla salus», δηλαδή «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» (Ἅγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, Ἐπιστ. οβ’), ἀποτελεῖ βασική διδασκαλία, ἡ ὁποία ὡς ἀφετηρία καί τελικό σκοπό της ἔχει τόν ἁγιασμό, τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν λέγωμε ὅτι πιστεύομε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», ἐννοοῦμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀμώμητον καί ἀκεραίαν τήν πίστη καί τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια.
Δέν ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες, ἤ ἄν θέλετε νά εἴπωμεν ἀκριβέστερον, δέν ὑπάρχουν ἄλλες ἐκκλησίες ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες συναθροίσεις ἀνθρώπων, μικρές ἤ μεγάλες, πού αὐτο-αποκαλοῦνται «ἐκκλησίες», καπηλεύονται τόν ὅρο, ἀφοῦ δέν ἔχουν τήν σώζουσα ἀλήθεια.
Πολλάκις κατεβλήθη ὑπό τῶν ἀλλοδόξων προσπάθεια, στά πλαίσια τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς «σύγχρονης» ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, ἀλλά καί καταβάλλεται, νά περάσῃ στόν κόσμο ἡ ἄποψις περί τῆς λεγομένης «θεωρίας τῶν κλάδων», βάσει τῆς ὁποίας οἱ διάφορες «ἐκκλησίες» κατέχουν ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας ἡ καθεμιά. Ἡ «ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», κατά τήν θεωρία αὐτή, εἶναι τό ὁλικό ἄθροισμα τῶν ἐπί μέρους τμημάτων της, τά ὁποῖα, ὡς γίνεται ἀντιληπτόν, διαφέρουν μεταξύ τους.  Αὐτή ἡ θεωρία εἶναι ξένη πρός τήν σώζουσα ἀλήθεια περί τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁδηγεῖ στήν ἄμβλυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, μέ καταστροφικές πνευματικά συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο.
·  Ἑστιάσαμε στά τρία αὐτά σημεῖα, γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τόν βασικό κορμό τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, τήν ὁποία ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς, ἐξαιρέτως δέ ὁ τάλας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας. Ἄν τότε, κατά τούς καιρούς πού συνηθροίσθησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στίς Ἁγίες καί Οἰκουμενικές Συνόδους καί στίς Τοπικές, ὑπῆρξε μεγάλη ἡ ἀνάγκη τῆς προασπίσεως τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας μας δογμάτων, γιατί ἦτο σέ ἔξαρση ἡ ἔπαρση, τοὐτέστιν ἡ ὕβρις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, πόσο μᾶλλον σήμερα.
Ἔχομε τό μεγάλο προνόμιο ἀπό τόν Θεό καί τήν ἐξαιρετική εὐλογία, νά εἴμαστε γεννημένοι καί βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι, νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καί νά ἀγωνιζόμαστε στά πλαίσια τῆς ἀληθείας γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί τήν σωτηρία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Αὐτό τό προνόμιο σημαίνει καί εὐθύνη, σημαίνει καί θυσία, πολλάκις μέχρις αἵματος, ἀφοῦ ὁ συμβιβασμός μέ τίς ὅποιες ἀντίθετες πίστεις, ἀντιλήψεις καί ἀντίθεες δυνάμεις, εἶναι ἄρνησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί διεκρίθησαν πάντοτε γιά τήν μαχητικότητά τους ἐν ἀγάπῃ, γιά τήν ὑπομονή τους ἐν ἀληθείᾳ καί τήν ἐπιμονή τους ἐν τῇ πίστει. Γι’ αὐτό καί ἠγέρθησαν ἐναντίον τους οἱ σκότιες καί βύθιες δυνάμεις, προκειμένου νά ἀλλοιώσουν τήν πίστη, νά κάμψουν τό φρόνημα, νά καταβάλλουν τήν ἀγωνιστηκότητα, νά μακρύνουν ἀπό τήν σωτηρία.
Γι’ αὐτό τόσα αἵματα, ἰκριώματα, σταυροί καί θυσίες, ἀπό τῆς ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων. Γι’ αὐτό τόσοι μάρτυρες τῆς εὐσεβείας. Ἡ Ἐκκλησία ὡραϊσμένη μέ τά αἵματα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων μας, θριαμβευτικά καί νικητήρια ψάλλει:
«Δόξα σοι Χριστέ  Θεός, ποστόλων καύχημα, Μαρτύρων γαλλίαμα, ν τό κήρυγμα, Τριάς  μοούσιος».                               
Αὐτός ὁ ἀγῶνας θά συνεχίζεται μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο.
Ἡ πρώτη ἐκφράζεται μέ τήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν μυστηριακή ζωή μέ κέντρο τήν Θεία Εὐχαριστία. Οἱ ἱερές ἀκολουθίες, ἡ προσκήνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί τῶν Ἱερῶν Λειψάνων, ἡ νηπτική θεωρία καί μυστική μέ τόν Θεό κοινωνία, εἶναι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό ὀξυγόνο μας, ἡ ἴδια ἡ ζωή μας. Ἡ συμμετοχή μας στά παραπάνω δέν εἶναι μόνο ἀντίσταση στήν ἐκκοσμίκευση πού ἐπιχειρεῖται λυσσαλέα σήμερα καί στό πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ, ἀλλά ὁ λόγος αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεώς μας.
Ἡ δεύτερη, ἡ ἀγάπη δηλαδή πρός τόν ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως φυλῆς, φύλου, γλώσσης κλπ., ὡς λέγει χαρακτηριστικά καί ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλατ. γ’. 28), ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν κοινωνία τῶν προσώπων καί μέ τήν ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν προσευχή, γιά φωτισμό, ἐνίσχυση καί ἐπιστροφή τῶν πεπλανημένων εἰς τήν μίαν μάνδραν, τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τήν προσφορά θυσιαστικῆς ἀγάπης ἐπί καθημερινῆς βάσεως.
Στά πλαίσια αὐτῆς τῆς σωστικῆς προσπαθείας μας, διαλεγόμεθα μέ τούς πάντες, ἀλλά παραμένομε ἀνυποχώρητοι στά ἱερά θέσμια καί τούς ὅρους, τά ὅρια δηλαδή, τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπαναλαμβάνομε λοιπόν, ἐν συνειδήσει εὐθύνης ἔναντι Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅτι
«τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι κατ’ ἄνθρωπον»,
καί συνιστῶμεν πρός πάντας τό «στῶμεν καλῶς» τοῦ Ἀρχαγγέλου, συνῳδά τοῖς λόγοις τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου
«ἆρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν»
(Β’ Θεσσαλ. β’. 15).
Ὡς κατακλεῖδα δέ τῆς σημερινῆς ὁμιλίας, ἄς ἀκουσθῇ καί πάλιν καί πολλάκις τό φθέγμα τοῦ ὁμολογητοῦ τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
  οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
  ἐν σοί ἐγεννήθημεν,
  καί σοί ζῶμεν,
  καί ἐν σοί κοιμηθησόμεθα·
  εἰ δέ καί  καλέσει καιρός,
             καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου