Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)
Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.
Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.
Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.
Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία
«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.
Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.
Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.
Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.
Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία
«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου