ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (5-3-2006)
Ἀπό αὔριο εἰσερχόμαστε στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι ἡ πιό κατανυκτική περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ καρδιά θά λέγαμε τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἱερῆς περιόδου εἶναι ἡ ἑτοιμασία μας γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Αἴτημά μας εἶναι νά ἀξιωθοῦμε «προσκυνῆσαι τά Πάθη καί τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν» τοῦ Κυρίου μας. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα πού ἀναλαμβάνουμε νά διεξαγάγουμε.
Πάντοτε ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά ἀγωνίζεται τόν καλόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως. Ὅμως ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή προϋποθέτει μεγαλύτερη ἔνταση καί μεθοδικώτερη προσπάθεια.
Θέλοντας ἡ Ἐκκλησία νά μᾶς βγάλη ἀπό τήν θανατηφόρο πορεία τῆς ἁμαρτίας, πού ἄρχισε μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἐπέλεξε τήν σημερινή ἀποστολική Περικοπή, στήν πύλη τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιά νά μᾶς βοηθήση νά κατανοήσουμε τήν σημασία τῆς ἱερῆς περιόδου καί, κάνοντας ἐντατικώτερο ἀγῶνα, νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι «ὅταν ὁ Κύριος θά ἔλθη».
«Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν». Μέ νύκτα παρομοιάζεται ὁ παρών βίος, ἐπειδή ὑπόκειται στήν ἐπήρεια τῆς ἁμαρτίας πού συμβολίζεται μέ τό σκοτάδι. Ἡμέρα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή καί ὀνομάζεται ἔτσι λόγῳ τῆς λαμπρότητάς της καί ἐπειδή τότε πρόκειται νά φανερωθοῦν τά κρυπτά τοῦ σκότους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει νά ἀξιολογήσουμε σωστά τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά τόν μεταποιήσουμε σέ καιρό σωτηρίας, μέ τήν ἀποτίναξη τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας διά τῆς μετανοίας.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀποδέχεται τό προσκλητήριο τοῦ Ἀποστόλου ἀπομακρύνεται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί προσεγγίζει τό πλήρωμα τοῦ θείου φωτός. Ἡ ἁμαρτία, ὡς σκοτάδι, παρασύρει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά χάση τήν πραγματική θέση του στό ὅλο ἔργο τῆς ὑλικῆς κτίσεως καί κατά συνέπειαν τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό-Δημιουργό. Μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος περιπατεῖ στό σκοτάδι τῆς νύκτας, γι᾿ αὐτό καί χάνει ἀπό μπροστά του τήν πραγματικότητα. Ὁ Χριστός εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού «φαίνει πᾶσι» διαλύει τήν νύκτα καί τά ἔργα τοῦ σκότους.
Σ᾿ αὐτή τή ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τήν δυνατότητα ν᾿ ἀποβάλλουν διά τῆς μετανοίας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά περιπατοῦν «εὐσχημόνως», πού σημαίνει σύμφωνα μέ τό σχῆμα τῆς δημιουργίας μας ἀπό τόν Θεό. Αὐτό τό «εὐσχημόνως» δείχνει τό σωστό σχῆμα πού καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ὁλοκληρώση κατά τήν ἐπίγεια πορεία του.
Ἀντίθετα, τά ἔργα τοῦ σκότους, ὅπως τά ξεφαντώματα καί τά μεθύσια, οἱ σαρκικές ἁμαρτίες, οἱ φιλονικίες καί ὁ φθόνος εἶναι ἔργα «ἀσχημοσύνης», δηλαδή ἔργα πού παραμορφώνουν τήν θεϊκή εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἐποχή μας ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι αὐτά τά ἔργα τοῦ σκότους δέν τά διαπράττει μόνο στά σκοτάδια, ἀλλά καί μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχιέται γιά τέτοια «κατορθώματα» καί θέλει νά τά βλέπουν καί οἱ ἄλλοι, γιά νά τόν θαυμάζουν.
Ὅμως δέν ἀρκεῖ ἡ ἀπόρριψη τῶν «ἔργων τοῦ σκότους». Ἡ χριστιανική ζωή ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς καί ὅλων ἐκείνων πού συνιστοῦν τό περιεχόμενο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Τήν δεύτερη αὐτή πλευρά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν παρουσιάζει μέ τήν θαυμάσια εἰκόνα τῆς ἐνδύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἐνδύσασθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν». Αὐτό σημαίνει ὁ Χριστός νά ἐνοικήση μέσα μας καί νά ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του. Τό θέλημά μας νά συνταυτισθῆ μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Νά ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ». Ὅπως διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὀφείλουμε νά ἐνδυθοῦμε τόν Χριστό «οὐ κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ ἵνα τὸν νοῦν ἡμῶν ἡ τοῦ Θεοῦ μνήμη περισκεπάζει».
Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἀπό τόν ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο ἀνακεφαλαιώνεται στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πού ἀγκαλιάζει ἀδιακρίτως ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀπόστολος ζητεῖ ἀπό τόν πιστό νά ἀγαπᾶ κάθε ἄνθρωπο καί νά δείχνη συγκατάβαση σέ ὅσους ἔχουν ἀσθενική πίστη. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στόν χῶρο τῆς νηστείας καί μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ νηστεία θεμελιώνεται στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό δέν μπορεῖ νά κατακρίνουν καί νά καταδικάζουν τούς ἀδυνάτους στήν πίστη ἤ καί αὐτούς ἀκόμη πού Τόν ἀρνοῦνται.
Ἀδελφοί μου, σ᾿ αὐτή τήν κατεύθυνση τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Γιά τήν πραγμάτωση τῆς σωστῆς μετανοίας, ἡ Ἐκκλησία προσφέρει στόν κάθε πιστό τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν Ἐξομολόγηση, τίς ἱερές Ἀκολουθίες, γιά νά τά χρησιμοποιήση μέ ἀποκλειστικό κίνητρο καί κριτήριο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. ΑΜΗΝ.
Ἀπό αὔριο εἰσερχόμαστε στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι ἡ πιό κατανυκτική περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ καρδιά θά λέγαμε τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἱερῆς περιόδου εἶναι ἡ ἑτοιμασία μας γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Αἴτημά μας εἶναι νά ἀξιωθοῦμε «προσκυνῆσαι τά Πάθη καί τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν» τοῦ Κυρίου μας. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα πού ἀναλαμβάνουμε νά διεξαγάγουμε.
Πάντοτε ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά ἀγωνίζεται τόν καλόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως. Ὅμως ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή προϋποθέτει μεγαλύτερη ἔνταση καί μεθοδικώτερη προσπάθεια.
Θέλοντας ἡ Ἐκκλησία νά μᾶς βγάλη ἀπό τήν θανατηφόρο πορεία τῆς ἁμαρτίας, πού ἄρχισε μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἐπέλεξε τήν σημερινή ἀποστολική Περικοπή, στήν πύλη τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιά νά μᾶς βοηθήση νά κατανοήσουμε τήν σημασία τῆς ἱερῆς περιόδου καί, κάνοντας ἐντατικώτερο ἀγῶνα, νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι «ὅταν ὁ Κύριος θά ἔλθη».
«Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν». Μέ νύκτα παρομοιάζεται ὁ παρών βίος, ἐπειδή ὑπόκειται στήν ἐπήρεια τῆς ἁμαρτίας πού συμβολίζεται μέ τό σκοτάδι. Ἡμέρα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή καί ὀνομάζεται ἔτσι λόγῳ τῆς λαμπρότητάς της καί ἐπειδή τότε πρόκειται νά φανερωθοῦν τά κρυπτά τοῦ σκότους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει νά ἀξιολογήσουμε σωστά τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά τόν μεταποιήσουμε σέ καιρό σωτηρίας, μέ τήν ἀποτίναξη τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας διά τῆς μετανοίας.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀποδέχεται τό προσκλητήριο τοῦ Ἀποστόλου ἀπομακρύνεται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί προσεγγίζει τό πλήρωμα τοῦ θείου φωτός. Ἡ ἁμαρτία, ὡς σκοτάδι, παρασύρει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά χάση τήν πραγματική θέση του στό ὅλο ἔργο τῆς ὑλικῆς κτίσεως καί κατά συνέπειαν τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό-Δημιουργό. Μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος περιπατεῖ στό σκοτάδι τῆς νύκτας, γι᾿ αὐτό καί χάνει ἀπό μπροστά του τήν πραγματικότητα. Ὁ Χριστός εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού «φαίνει πᾶσι» διαλύει τήν νύκτα καί τά ἔργα τοῦ σκότους.
Σ᾿ αὐτή τή ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τήν δυνατότητα ν᾿ ἀποβάλλουν διά τῆς μετανοίας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά περιπατοῦν «εὐσχημόνως», πού σημαίνει σύμφωνα μέ τό σχῆμα τῆς δημιουργίας μας ἀπό τόν Θεό. Αὐτό τό «εὐσχημόνως» δείχνει τό σωστό σχῆμα πού καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ὁλοκληρώση κατά τήν ἐπίγεια πορεία του.
Ἀντίθετα, τά ἔργα τοῦ σκότους, ὅπως τά ξεφαντώματα καί τά μεθύσια, οἱ σαρκικές ἁμαρτίες, οἱ φιλονικίες καί ὁ φθόνος εἶναι ἔργα «ἀσχημοσύνης», δηλαδή ἔργα πού παραμορφώνουν τήν θεϊκή εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἐποχή μας ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι αὐτά τά ἔργα τοῦ σκότους δέν τά διαπράττει μόνο στά σκοτάδια, ἀλλά καί μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχιέται γιά τέτοια «κατορθώματα» καί θέλει νά τά βλέπουν καί οἱ ἄλλοι, γιά νά τόν θαυμάζουν.
Ὅμως δέν ἀρκεῖ ἡ ἀπόρριψη τῶν «ἔργων τοῦ σκότους». Ἡ χριστιανική ζωή ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς καί ὅλων ἐκείνων πού συνιστοῦν τό περιεχόμενο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Τήν δεύτερη αὐτή πλευρά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν παρουσιάζει μέ τήν θαυμάσια εἰκόνα τῆς ἐνδύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἐνδύσασθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν». Αὐτό σημαίνει ὁ Χριστός νά ἐνοικήση μέσα μας καί νά ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του. Τό θέλημά μας νά συνταυτισθῆ μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Νά ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ». Ὅπως διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὀφείλουμε νά ἐνδυθοῦμε τόν Χριστό «οὐ κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ ἵνα τὸν νοῦν ἡμῶν ἡ τοῦ Θεοῦ μνήμη περισκεπάζει».
Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἀπό τόν ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο ἀνακεφαλαιώνεται στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πού ἀγκαλιάζει ἀδιακρίτως ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀπόστολος ζητεῖ ἀπό τόν πιστό νά ἀγαπᾶ κάθε ἄνθρωπο καί νά δείχνη συγκατάβαση σέ ὅσους ἔχουν ἀσθενική πίστη. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στόν χῶρο τῆς νηστείας καί μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ νηστεία θεμελιώνεται στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό δέν μπορεῖ νά κατακρίνουν καί νά καταδικάζουν τούς ἀδυνάτους στήν πίστη ἤ καί αὐτούς ἀκόμη πού Τόν ἀρνοῦνται.
Ἀδελφοί μου, σ᾿ αὐτή τήν κατεύθυνση τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Γιά τήν πραγμάτωση τῆς σωστῆς μετανοίας, ἡ Ἐκκλησία προσφέρει στόν κάθε πιστό τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν Ἐξομολόγηση, τίς ἱερές Ἀκολουθίες, γιά νά τά χρησιμοποιήση μέ ἀποκλειστικό κίνητρο καί κριτήριο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου