ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ (24-1-2010)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ



Μέ τήν ἐ­πι­λο­γή τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς τοῦ Τε­λώ­νου καί τοῦ Φα­ρι­σαί­­ου θέ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας νά μᾶς εἰ­σα­γά­γη στό πνεῦ­μα τῆς πε­ρι­ό­δου τοῦ Τρι­­ω­δί­ου. Καί ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, πρό­κει­ται γι­ά μι­ά πε­ρί­ο­δο ἰ­δι­αί­τε­ρης πνευ­μα­­τι­κῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας, με­τα­νοί­ας, ἀ­σκή­σε­ως καί νη­στεί­ας, ἐν ὄ­ψει τῶν συ­γ­κλο­νι­στι­κῶν γε­γο­νό­των τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος καί τοῦ Πά­σχα πού ἀ­κο­λου­θοῦν.

Ὁ Τε­λώ­νης καί ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἐκ­προ­σω­ποῦν δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους. Προ­βάλ­λο­νται, λοι­πόν, ὡς τύ­ποι ζω­ῆς, πρός ἀ­πο­δο­χή ἤ ἀ­πόρ­ρι­ψη. Ὁ Τε­λώ­νης θε­ω­ρεῖ­ται ἁ­μαρ­τω­λός καί γι᾿ αὐ­τό εἶ­ναι κα­τα­κρι­τέ­ος, ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος θε­ω­ρεῖ­ται πρα­γμα­τι­κός θρη­σκευ­τι­κός τύ­πος, πού ὅ­λοι πρέ­πει νά τόν σέ­βο­ν­ται καί νά τόν μι­μοῦ­νται. Ὅ­μως, στήν εὐ­αγ­γε­λι­κή λο­γι­κή καί ἀ­ντί­λη­ψη, τά πρό­­σω­πα τοῦ Τε­λώ­νου καί τοῦ Φα­ρι­σαί­ου παίρ­νουν ἀ­ντί­θε­τες δι­α­στά­σεις. Ὁ Τε­λώ­νης δι­και­ώ­νε­ται, ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος προ­βάλ­λε­ται ὡς θρη­σκευ­τι­κός τύ­πος πρός ἀ­πο­φυ­γήν.

Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος, κα­τά τήν πα­ρα­βο­λή, «στα­θείς εἰς ἑ­αυ­τόν», ἀρ­χί­ζει νά προ­σεύ­χε­ται. Κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τό αἴ­σθη­μα τῆς αὐ­τα­ρε­σκεί­ας, δι­ό­τι δέν εἶ­ναι «ὥ­σπερ οἱ λοι­ποί τῶν ἀν­θρώ­πων». Νοι­ώ­θει αὐ­τάρ­κει­α, ἀ­φοῦ «νη­στεύ­ει δὶς τοῦ Σαβ­βά­του», ἀ­πο­δί­δει στούς πτω­χούς τό ἕ­να δέ­κα­το ἀ­πό τά κέρ­δη του καί προ­πα­ντός δέν εἶ­ναι «ὡς οὗ­τος ὁ Τε­λώ­νης».

Σέ τέ­τοι­α τύ­φλω­ση βρι­σκό­ταν ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος, πού δέν ἔ­βλε­πε στόν ἑ­αυ­τό του καμ­μι­ά ἁ­μαρ­τί­α, καμ­μι­ά ἀ­δυ­να­μί­α, κα­νέ­να πά­θος. Ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μήν ἔ­χη ἁ­μαρ­τί­ες; Κά­θε μέ­ρα ὅ­λοι μας ἁ­μαρ­τά­νου­με, ἄλ­λος στίς πρά­ξεις, ἄλ­λος στά λό­γι­α, ἄλ­λος στίς σκέ­ψεις καί στίς ἐ­πι­θυ­μί­ες. Τό φο­βε­ρώ­τε­ρο, ὅ­μως, γι­ά τόν Φα­ρι­σαῖ­ο ἦ­ταν ὄ­χι ὅ­τι ἔ­πλε­ξε τό ἐ­γκώ­μι­ο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ἀλ­λά ὅ­τι ἀ­πέρ­ρι­ψε ὅ­λους τούς ἄλ­λους.

Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς νη­στεί­ας καί τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας. Θά πε­ρι­μέ­να­με, ὅ­μως, αὐ­τά τά θε­τι­κά στοι­χεῖ­α νά μήν ὁ­δη­γοῦν μό­νο σέ μι­ά κοι­νω­νι­κή καί θρη­σκευ­τι­κή κα­τα­ξί­ω­ση, ἀλ­λά καί σέ μι­ά δι­καί­ω­ση ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός, ὅ­μως, ἔ­χει ἄλ­λα κρι­τή­ρι­α καί δέν ξε­γε­λι­έ­ται μέ ἐ­ξω­τε­ρι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Τά κρι­τή­ρι­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­να­φέ­ρο­νται στό βά­­θος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, σ᾿ αὐ­τό πού εἴ­μα­στε καί ὄ­χι σ᾿ αὐ­τό πού δεί­χνου­με.

Ἡ ἐ­γω­κε­ντρι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ὑ­πο­κρι­τή καί ἀ­ντι­κοι­νω­νι­κό. Τό τα­πει­νό φρό­νη­μα φέρ­νει τόν ἕ­να ἄν­θρω­πο κο­ντά στόν ἄλ­λο καί τόν συμ­φι­λι­ώ­νει μέ τόν Θε­ό. Ὁ θρη­σκευ­τι­κός ἄν­θρω­πος, ἄν δέν γί­νε­ται κά­θε μέ­ρα πι­ό κοι­νω­νι­κός καί πι­ό γλυ­κύς, τό­τε δέν τόν ἀ­πο­στρέ­φε­ται μό­νο ἡ κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί ὁ ἴ­δι­ος ὁ Θε­ός.

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, σέ μι­ά σκο­τει­νή γω­νι­ά τοῦ Να­οῦ, ὁ Τε­λώ­νης, μή τολ­μώ­ντας νά ση­κώ­ση τά μά­τι­α του στόν Οὐ­ρα­νό, ζη­τεῖ συ­ντε­τριμ­μέ­νος καί τα­πει­νω­μέ­νος τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­χε πλή­ρη συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­θλι­ό­τη­τός του καί τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός του. Ὅ­ταν προ­σεύ­χε­ται, δέν παί­ζει μέ τίς λέ­ξεις καί προ­πα­ντός δέν ἐ­μπαί­ζει τόν Θε­ό. Ἡ προ­σευ­χή του εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση μι­ᾶς ὑ­γι­οῦς αὐ­το­γνω­σί­ας καί αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.

Καί ἡ πα­ρα­βο­λή κα­τα­λή­γει στό συ­γκλο­νι­στι­κό συ­μπέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὁ μέν Τε­λώ­νης πῆ­γε στό σπί­τι του δι­και­ω­μέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό, ὁ δέ Φα­ρι­σαῖ­ος κα­τα­δι­κα­σμέ­νος. Ὁ Τε­λώ­νης δέν ἐ­παι­νεῖ­ται γι­ά τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του, ἀλ­λά γι­ά τήν αὐ­το­γνω­σί­α του καί τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­να­ξι­ό­τη­τός του. Ἐλ­πί­ζει στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί ἐ­ξαρ­τᾶ τή σω­τη­ρί­α του ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο ἀ­πό τήν χά­ρη καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καί εἶ­ναι με­γά­λο κρῖ­μα, ἕ­νας ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς νη­στεί­ας, τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν κα­νό­νων καί ἐ­ντο­λῶν, τῆς ἠ­θι­κό­τη­τος καί τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας, τῶν κα­λῶν ἔρ­γων καί τῶν θε­τι­κῶν ἐ­ντυ­πώ­σε­ων, νά μήν δι­και­ώ­νε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό. Καί αὐ­τό γι­α­τί στήν κά­θε ἐκ­δή­λω­σή του προ­βάλ­λει τό ἐ­γώ του καί ἀ­πορ­ρί­πτει ἐ­γω­ϊ­στι­κά τούς ἄλ­λους.

Ἀ­δελ­φοί μου, τό τε­λι­κό συ­μπέ­ρα­σμα τῆς ὅ­λης εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς εἶ­ναι ὅ­τι «πᾶς ὁ ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται». Γι᾿ αὐ­τό, ἄς ἐ­πι­τε­λοῦ­με τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ μέ τα­πεί­νω­ση. Ἀ­πό τόν Φα­ρι­σαῖ­ο ἄς δα­νει­σθοῦ­με τίς ἀ­ρε­τές καί ἀ­πό τόν Τε­λώ­νη τήν τα­πεί­νω­ση. Ἔ­τσι, θά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με τῆς αἰ­ω­νί­ου δό­ξης στήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Α­ΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου