12 Φεβρουαρίου 2006
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
(Λουκ. ιη΄10-14)
Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς σημερινῆς παραβολῆς, βρίσκεται ἀφ᾿ ἑνὸς στὴν ἐγωϊστικὴ καὶ ἐγωπαθῆ προβολὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Φαρισαίου. Καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου στὴν κατάθεση τῆς ταπεινώσεως τοῦ Τελώνου, ὡς σημείου ἑνότητας τῆς κοινωνίας καὶ ἰσορροπίας.
Ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν ὑψηλόφρονη στάση του θεμελιώνει τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ δικαίων, τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀδίκων. Ὁ λόγος του ἄλλωστε διατυπώνεται μὲ ξεκάθαρο τρόπο. «Δὲν μοιάζω μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὖναι ἅρπαγες, ἄδικοι ἢ σὰν αὐτὸν τὸν τελώνη!»
Ὁ «δίκαιος» καὶ «φιλάνθρωπος» Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἀγαθοῦ, ὑλοποιώντας κατὰ γράμμα τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι λογίζεται ὡς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκφραστὴς τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Συνεπῶς ὡς «ἅγιος» δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συσχετίζεται μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Μήτε νὰ συνομιλεῖ μαζί τους.
Κομπάζει καὶ καμαρώνει ποὺ δὲν συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάρχει μετ᾿ αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ. Ὅλοι ἐτοῦτοι ἄλλωστε εἶναι οἱ ἄλλοι, ποὺ ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ βδελύσσεται καὶ ν᾿ ἀπορρίπτει. Αὐτὸς μονάχα ἔχει θέση περίοπτη κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ τὸν θεωρεῖ δικό του καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ Τὸν μοιραστεῖ μέ τοὺς ἄλλους.
Κινούμενος δὲ ἀπὸ ὑπεροψία καὶ ἐγωπάθεια, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπαξιώνοντας τὴν παρουσία τοῦ Τελώνου, ἀπαριθμεῖ τὶς πράξεις του. Σὰν νὰ βρίσκεται στὸ παζάρι καὶ προβάλλει τὴν πραγμάτεια του ὡς τὴν καλύτερη. Ζητώντας δὲ νὰ πουλήσει τὸ ἐμπορεύμα του σὲ καλὴ τιμή. Καὶ συναλλασσόμενος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση μὲ τὸ Θεό, προσπαθεῖ νὰ Τὸν πείσει πὼς οἱ πράξεις του εἶναι θεάρεστες. Ἆρα λοιπὸν ἀξίζουν πολλὰ καὶ ὀφείλει ὁ Θεὸς νὰ τὰ δώσει!
Μὰ οἱ πράξεις του, ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται ἀγαθές, στὴν οὐσία εἶναι ἀντίθετες, ἐπειδὴ δὲν πράττονται μὲ ἀγαθὴ προαίρεση. Ἡ βούλησή του εἶναι ὄχι νὰ πράξει τὸ ἀγαθὸ ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπιτάσσει ὁ Θεὸς ὡς ἐνέργεια ἀγάπης, μὰ γιὰ νὰ προβληθεῖ ὁ ἴδιος. Ἔτσι διὰ τοῦ τρόπου αύτοῦ, διασπάει τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ διαχωρίζει τὴν κοινωνία σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους. Σὲ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἀποπαίδια του.
Κι αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο τῶν πράξεών του, ὁ Φαρισαῖος τὸ ἁγνοεῖ ἢ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ συνυπολογίσει. Γι’ αὐτὸ δὲν αἰσθάνεται τὸ γεγονός, πὼς ὅ,τι καὶ νὰ πράξει, δίχως τὴν ἀγάπη εἶναι ὡς μὴ γενόμενο. Μήτε ὁ Θεὸς προσέχει τὶς πράξεις του, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν στὸ δικό Του κριτήριο. Τὸ κριτήριο τῆς ἀγάπης.
Ὁ Τελώνης δέ, ὁ ἁμαρτωλός, μὲ ταπεινὸ φρόνημα καὶ συναίσθηση τῆς ἐλεεινότητάς του, στέκεται παράμερα. Δὲν ζητάει νὰ προσευχηθεῖ καυχώμενος. Δὲν τολμάει νὰ σηκώσει τὰ μάτια του πρὸς τὸ Θεό, μήτε προσπαθεῖ νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτόν του. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ θεωρεῖ θρασύτητα καὶ ἀνέδεια ἐνώπιον τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ γνωρίζει, πὼς ἀδικώντας τοὺς ἄλλους, πὼς ἁμαρτάνοντας καθημερινά, εἶναι ὡσὰν νὰ βλασφημεῖ καὶ νὰ ντροπιάζει τὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸ φτάνει στὸ Ναὸ γιὰ νὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ζητήσει εἰλικρινῶς συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεό, λέγοντας «Θεέ μου σπλαγχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό». Καὶ αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀρκετό. Ἔτσι γαληνεύει μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἀνακαλύπτει πὼς ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ νὰ ζήσει ἀνασηκωμένη ἀπὸ τὴν πτώση καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ. Τώρα μπορεῖ μέσα στὴ δική του εἰρήνη ν᾿ ἀγαπήσει τοὺς ἄλλους καὶ νὰ συμφιλιώσει τὴν ὕπαρξή του μ᾿ αὐτούς.
Ξαναβρίσκει τὸ δρόμο κοινωνίας μὲ τὸ Θεό, γιατὶ γνωρίζει, πὼς παρ᾿ ὅλες τὶς ἀδιικίες καὶ ἁμαρτίες του, ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἤδη συγχωρέσει, γιατὶ τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ τότε μὲ συνείδηση ἀναπαυμένη καὶ καθαρή· μὲ θέληση θερμὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πλούσια καὶ διαρκή, ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν ἀδελφῶν του, τῶν ἀνθρώπων.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, καταλάβαμε ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου; Εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ὁ μὲν Τελώνης ἔχει συνείδηση τῆς ἁμαρτολότητάς του, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔχει. Ὁ μὲν γνωρίζει πὼς ἔχει πράξει τὸ κακό, τὸ ἄδικο, τὸ ἁμαρτωλό, γι’ αὐτὸ μὲ ταπείνωση ζητάει τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τελικά, «ὁ Τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος ἀπ᾿ τὸ Ἱερὸ» κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Φαρισαῖος δὲν γνωρίζει ἢ δὲν θέλει νὰ γνωρίσει, πὼς ἔχει πράξει ἄδικες καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Καὶ ζώντας στὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ὁ δίκαιος καὶ ἀναμάρτητος, παρασύρεται στὸ χῶρο τῆς ἀλαζονείας. Καὶ τελικὰ φεύγει ἀπὸ τὸ Ναὸ δίχως δικαίωση, μήτε συγχώρηση. Γιατὶ ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἔτσι τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ἢ ὄχι. Γιατὶ ὅλοι μας, ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ εἴμαστε στὸ ἴδιο κλῖμα. Τὸ θέμα εἶναιἂν ἔχουμε συνείδηση τῆς καταστάσεώς μας. Ἂν ἔχουμε καταλάβει ποῦ βρισκόμαστε. Καὶ ἂν ζητοῦμε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγχώρησή Του, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Τελώνου: «Θεέ μας σπλαγχνίσου μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Ἀρχιμ. Ν.Π.
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
(Λουκ. ιη΄10-14)
Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς σημερινῆς παραβολῆς, βρίσκεται ἀφ᾿ ἑνὸς στὴν ἐγωϊστικὴ καὶ ἐγωπαθῆ προβολὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Φαρισαίου. Καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου στὴν κατάθεση τῆς ταπεινώσεως τοῦ Τελώνου, ὡς σημείου ἑνότητας τῆς κοινωνίας καὶ ἰσορροπίας.
Ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν ὑψηλόφρονη στάση του θεμελιώνει τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ δικαίων, τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀδίκων. Ὁ λόγος του ἄλλωστε διατυπώνεται μὲ ξεκάθαρο τρόπο. «Δὲν μοιάζω μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὖναι ἅρπαγες, ἄδικοι ἢ σὰν αὐτὸν τὸν τελώνη!»
Ὁ «δίκαιος» καὶ «φιλάνθρωπος» Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἀγαθοῦ, ὑλοποιώντας κατὰ γράμμα τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι λογίζεται ὡς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκφραστὴς τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Συνεπῶς ὡς «ἅγιος» δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συσχετίζεται μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Μήτε νὰ συνομιλεῖ μαζί τους.
Κομπάζει καὶ καμαρώνει ποὺ δὲν συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάρχει μετ᾿ αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ. Ὅλοι ἐτοῦτοι ἄλλωστε εἶναι οἱ ἄλλοι, ποὺ ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ βδελύσσεται καὶ ν᾿ ἀπορρίπτει. Αὐτὸς μονάχα ἔχει θέση περίοπτη κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ τὸν θεωρεῖ δικό του καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ Τὸν μοιραστεῖ μέ τοὺς ἄλλους.
Κινούμενος δὲ ἀπὸ ὑπεροψία καὶ ἐγωπάθεια, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπαξιώνοντας τὴν παρουσία τοῦ Τελώνου, ἀπαριθμεῖ τὶς πράξεις του. Σὰν νὰ βρίσκεται στὸ παζάρι καὶ προβάλλει τὴν πραγμάτεια του ὡς τὴν καλύτερη. Ζητώντας δὲ νὰ πουλήσει τὸ ἐμπορεύμα του σὲ καλὴ τιμή. Καὶ συναλλασσόμενος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση μὲ τὸ Θεό, προσπαθεῖ νὰ Τὸν πείσει πὼς οἱ πράξεις του εἶναι θεάρεστες. Ἆρα λοιπὸν ἀξίζουν πολλὰ καὶ ὀφείλει ὁ Θεὸς νὰ τὰ δώσει!
Μὰ οἱ πράξεις του, ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται ἀγαθές, στὴν οὐσία εἶναι ἀντίθετες, ἐπειδὴ δὲν πράττονται μὲ ἀγαθὴ προαίρεση. Ἡ βούλησή του εἶναι ὄχι νὰ πράξει τὸ ἀγαθὸ ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπιτάσσει ὁ Θεὸς ὡς ἐνέργεια ἀγάπης, μὰ γιὰ νὰ προβληθεῖ ὁ ἴδιος. Ἔτσι διὰ τοῦ τρόπου αύτοῦ, διασπάει τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ διαχωρίζει τὴν κοινωνία σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους. Σὲ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἀποπαίδια του.
Κι αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο τῶν πράξεών του, ὁ Φαρισαῖος τὸ ἁγνοεῖ ἢ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ συνυπολογίσει. Γι’ αὐτὸ δὲν αἰσθάνεται τὸ γεγονός, πὼς ὅ,τι καὶ νὰ πράξει, δίχως τὴν ἀγάπη εἶναι ὡς μὴ γενόμενο. Μήτε ὁ Θεὸς προσέχει τὶς πράξεις του, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν στὸ δικό Του κριτήριο. Τὸ κριτήριο τῆς ἀγάπης.
Ὁ Τελώνης δέ, ὁ ἁμαρτωλός, μὲ ταπεινὸ φρόνημα καὶ συναίσθηση τῆς ἐλεεινότητάς του, στέκεται παράμερα. Δὲν ζητάει νὰ προσευχηθεῖ καυχώμενος. Δὲν τολμάει νὰ σηκώσει τὰ μάτια του πρὸς τὸ Θεό, μήτε προσπαθεῖ νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτόν του. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ θεωρεῖ θρασύτητα καὶ ἀνέδεια ἐνώπιον τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ γνωρίζει, πὼς ἀδικώντας τοὺς ἄλλους, πὼς ἁμαρτάνοντας καθημερινά, εἶναι ὡσὰν νὰ βλασφημεῖ καὶ νὰ ντροπιάζει τὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸ φτάνει στὸ Ναὸ γιὰ νὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ζητήσει εἰλικρινῶς συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεό, λέγοντας «Θεέ μου σπλαγχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό». Καὶ αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀρκετό. Ἔτσι γαληνεύει μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἀνακαλύπτει πὼς ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ νὰ ζήσει ἀνασηκωμένη ἀπὸ τὴν πτώση καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ. Τώρα μπορεῖ μέσα στὴ δική του εἰρήνη ν᾿ ἀγαπήσει τοὺς ἄλλους καὶ νὰ συμφιλιώσει τὴν ὕπαρξή του μ᾿ αὐτούς.
Ξαναβρίσκει τὸ δρόμο κοινωνίας μὲ τὸ Θεό, γιατὶ γνωρίζει, πὼς παρ᾿ ὅλες τὶς ἀδιικίες καὶ ἁμαρτίες του, ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἤδη συγχωρέσει, γιατὶ τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ τότε μὲ συνείδηση ἀναπαυμένη καὶ καθαρή· μὲ θέληση θερμὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πλούσια καὶ διαρκή, ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν ἀδελφῶν του, τῶν ἀνθρώπων.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, καταλάβαμε ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου; Εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ὁ μὲν Τελώνης ἔχει συνείδηση τῆς ἁμαρτολότητάς του, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔχει. Ὁ μὲν γνωρίζει πὼς ἔχει πράξει τὸ κακό, τὸ ἄδικο, τὸ ἁμαρτωλό, γι’ αὐτὸ μὲ ταπείνωση ζητάει τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τελικά, «ὁ Τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος ἀπ᾿ τὸ Ἱερὸ» κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Φαρισαῖος δὲν γνωρίζει ἢ δὲν θέλει νὰ γνωρίσει, πὼς ἔχει πράξει ἄδικες καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Καὶ ζώντας στὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ὁ δίκαιος καὶ ἀναμάρτητος, παρασύρεται στὸ χῶρο τῆς ἀλαζονείας. Καὶ τελικὰ φεύγει ἀπὸ τὸ Ναὸ δίχως δικαίωση, μήτε συγχώρηση. Γιατὶ ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἔτσι τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ἢ ὄχι. Γιατὶ ὅλοι μας, ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ εἴμαστε στὸ ἴδιο κλῖμα. Τὸ θέμα εἶναιἂν ἔχουμε συνείδηση τῆς καταστάσεώς μας. Ἂν ἔχουμε καταλάβει ποῦ βρισκόμαστε. Καὶ ἂν ζητοῦμε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγχώρησή Του, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Τελώνου: «Θεέ μας σπλαγχνίσου μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Ἀρχιμ. Ν.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου