ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Αντωνιάδης Θεόδωρος: «.......σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτο εγένετο»(Κυριακή του Ζακχαίου)

Η σωτηρία, αν και είναι από τα σημαντικότερα δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο, εν τούτοις, από σεβασμό προς την ελευθερία του ανθρώπου, αυτή δεν προσφέρεται αναγκαστικά, αλλά ζητείται και η συμβολή του ίδιου του ανθρώπου. Παρά το ότι ο Θεός «θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωπο» (Α΄ Τιμ. β΄ 4), εν τούτοις δε βλέπουμε να σώζονται όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Θεός θέλει η δική μας σωτηρία να είναι επιθυμία και καρπός και της δικής μας προσπάθειας.

Αυτή η γενική αρχή βλέπουμε να επιβεβαιώνεται στο σημερινό Ευαγγέλιο. Ο ίδιος ο Ιησούς μάς λέει σήμερα ότι ήρθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός». Κι όμως, παρά το ότι «απολωλότα» υπήρχαν πολλά, εν τούτοις βλέπουμε να σώζεται μόνον ένας, ο Ζακχαίος, και χάρις σ’ αυτόν και ολόκληρη η οικογένειά του.
Ο Ζακχαίος ασκούσε το επάγγελμα του Τελώνη, δηλαδή του εισπράκτορα φόρων. Ήταν μάλιστα αρχιτελώνης. Ασκούσε, λοιπόν, ένα επάγγελμα, που στη συνείδηση των ανθρώπων εθεωρείτο αμαρτωλός, γιατί ήταν ταυτισμένος με την απάτη και άρα ταυτισμένος με την αδικία και την κλοπή.
Για χάρη ενός τέτοιου αμαρτωλού ανθρώπου έρχεται σήμερα ο Ιησούς στην Ιεριχώ. Όμως η επιθυμία του Ιησού για να τον σώσει βρήκε πρόσφορο έδαφος γιατί και ο ίδιος ο Ζακχαίος «εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις εστί». Στην προσπάθειά του να δει τον Ιησού συναντά σημαντικά εμπόδια, όπως το πλήθος των ανθρώπων και τη μικρόσωμη κατασκευή του.
Έντονη η επιθυμία του να δει τον Ιησού και άρα να οδηγηθεί στη σωτηρία. Για τούτο και ξεπερνά όλα τα εμπόδια ανεβαίνοντας σε μια συκομουριά. Εκείνη τη στιγμή ξέχασε πλούτη και αξίωμα και αδιαφόρησε για τα σχόλια του κόσμου. Γι’ αυτόν σημασία είχε η σωτηρία. Και η σωτηρία προσφερόταν μόνο δια του Ιησού, αφού κατά τον Απόστολο Πέτρο «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» (Πράξ. δ΄ 12). Με τον τρόπο αυτό γίνεται το ζωντανό παράδειγμα για τον καθένα από μας. Αν επιθυμούμε πραγματικά τη σωτηρία, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τον Ιησού, ξεπερνώντας τα διάφορα εμπόδια, καθώς και το βαρύ εμπόδιο των αμαρτιών μας. Ο ίδιος ο Ιησούς μάς ενθαρρύνει λέγοντάς μας ότι δεν ήρθε για να καλέσει σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ΄ 13). Και το επιβεβαιώνει αυτό σήμερα με την περίπτωση του αμαρτωλού αρχιτελώνη. Γιατί η θέληση του Θεού συναντήθηκε με τη θέληση του ανθρώπου. Η αγάπη του Θεού και η μετάνοια του ανθρώπου νίκησαν από κοινού την αμαρτία.
Ο Ζακχαίος, που με την άνοδό του στη συκομουριά εξέφραζε μεταφορικά και την επιθυμία του να απαγκιστρωθεί από τα γήϊνα και να ανεβεί πνευματικά για να μπορέσει να συναντήσει το Θεό, επιτυγχάνει το ποθητό αποτέλεσμα. Ο Ζακχαίος όχι μόνο βλέπει τον Ιησού, αλλά και τον ακούει να τον φωνάζει με το όνομά του: «Ζακχαίε σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι». Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
«Σπεύσας κατάβηθι». Η ανταπόκριση στην πρόσκληση για σωτηρία πρέπει να είναι άμεση, γιατί η αναβολή είναι επικίνδυνη. Αναβολή σημαίνει ματαίωση και η ματαίωση οδηγεί στην καταστροφή. Και ο Ζακχαίος ανταποκρίθηκε άμεσα. Όπως με χαρά πήγε για να δει τον Ιησού, έτσι και τώρα άμεσα και με χαρά κατέβηκε από τη συκομουριά και τον υποδέχθηκε στο σπίτι του. Με τον τρόπο αυτό μας υποδεικνύει ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε στη δεδομένη στιγμή και τη δική μας πρόσκληση για σωτηρία. Ο Απόστολος Παύλος μάς παρακαλεί να μην αφήσουμε να πάει χαμένη η Χάρη του Θεού: «Γιατί η Γραφή λέει: Στον καιρό της χάρης σε άκουσα, και την ημέρα της σωτηρίας σε βοήθησα. Ναι, τώρα είναι ο καιρός της Χάρης, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας» (Β΄ Κορ. στ΄ 1 – 2).
Ο Ζακχαίος συνειδητοποίησε ότι η σημερινή ημέρα ήταν η ημέρα της δικής του σωτηρίας, για τούτο όχι μόνο σπεύδει για να υποδεχθεί στο σπίτι του τον Ιησού, αλλά και ολοκληρώνει τη μετάνοιά του με έργα και όχι απλά με λόγια. Ελεύθερα, αλλά και δεσμευτικά, ο Ζακχαίος ανταποκρίνεται στην προσφορά της Χάριτος του Θεού, με μια δική του προσφορά μέσα από την οποία εκφράζει τη μετάνοιά του. «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και ν’ ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη».
Μέσα από την απάντησή του ο Ζακχαίος, και ιδιαίτερα με τη χρήση των ρημάτων «δίδωμι» και «αποδίδωμι», θα επιβεβαιώσει την ειλικρινή του μετάνοια. Γιατί μετάνοια δε σημαίνει απλά έκφραση λύπης για το όποιο κακό, ή όποια αμαρτία έκανα στη ζωή μου. Μετάνοια σημαίνει επανόρθωση του κακού που έκανα. Ιδιαίτερα δε, μετάνοια σημαίνει αλλαγή στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς μου. Αν δεν υπάρξει επανόρθωση των αδικημάτων που έχουμε διαπράξει, τότε η μετάνοιά μας δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματική και ειλικρινής. Το να προσφέρουμε με τη μορφή ελεημοσύνης αυτά που αρπάξαμε και τα οποία κατ’ επέκταση δε μας ανήκουν, αφού είναι προϊόντα κλοπής, αυτή μας η πράξη είναι έξω από τα πλαίσια της αγάπης.
Η μετάνοια του Ζακχαίου είχε θετική εξέλιξη όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για ολόκληρη την οικογένειά του. Η ειλικρινής μετάνοια του Ζακχαίου όχι μόνο έγινε αποδεκτή από τον Ιησού, αλλά και πρόσφερε τη σωτηρία σε ολόκληρη της οικογένειά του. Οι λόγοι του Ιησού «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτο εγένετο» φανερώνουν το πώς και οι δικές μας εκδηλώσεις μετάνοιας μπορούν να επιδράσουν θετικά και σωστικά στο περιβάλλον μας.
Αδελφοί μου, παράλληλα με τη μετάνοια και κατ’ επέκταση τη σωτηρία του Ζακχαίου και της οικογένειάς του, η Εκκλησία προβάλλει σήμερα σε μας «τους τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», δηλαδή το Βασίλειο το Μέγα, το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Οι Τρεις Ιεράρχες με την αγιότητα της ζωής του και με τα φωτεινά τους έργα αποτελούν από τότε μέχρι σήμερα φωτεινά πρότυπα για όλους μας. Πέρα από την αγιότητα κοσμούν τη ζωή τους με έργα αγάπης, όπως η Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου και τα συσσίτια του Χρυσοστόμου. Ακόμα ιστορικοί είναι και οι αγώνες τους για στήριξη της Ορθοδόξου πίστεως, όπως του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου. Τέλος, για κάθαρση της κοινωνίας αλλά και της Εκκλησίας από ισχυρούς και διεφθαρμένους, δίνουν σκληρές μάχες. Με την όλη ζωή και δράση τους αναδείχθηκαν «φως του κόσμου». Ας μιμηθούμε τη ζωή τους. Αμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΕ´ Λουκά (Εβραίους ζ´ 26 - η´ 2) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος


Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΕ´ Λουκά
(Εβραίους ζ´ 26 - η´ 2)
Υψηλές και αποκαλυπτικές οι αλήθειες που καταγράφει ο Απόστολος στην περικοπή την οποία θα ακούσουμε στους ναούς μας.
Μας μιλάει για τον τέλειο Αρχιερέα και για την λατρεία στους ουρανούς.
Πράγματι, δεν υπάρχει άλλος τέλειος και απόλυτος Αρχιερέας από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Η υπεροχή του είναι ασύγκριτη. Είναι αιώνιος και μοναδικός σε σχέση με τους Αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό, διότι δεν είναι ένας κοινός άνθρωπος, αλλά Θεός που έγινε και άνθρωπος. Ο δικός μας πλέον αιώνιος Αρχιερέας είναι ο Θεάνθρωπος Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος πρόσφερε το αίμα του θυσία, «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας»!
Πόσο συγκινητικά η αποστολική γραφίδα χαράσσει την αιώνια αυτή αλήθεια «τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος» δίχως ίχνος αμαρτίας. Γι᾽ αυτό και η μοναδική του θυσία λυτρώνει όσους το επιθυμούν και θέλουν να σωθούν.
Είναι λοιπόν ο Λυτρωτής μας. Αυτός που μια φορά και για πάντα πρόσφερε την θυσία υπέρ του λαού του (όλου του κόσμου). Την μοναδική και ασύλληπτη θυσία του ίδιου του εαυτού του, επάνω στον Τίμιο Σταυρό! Γι᾽ αυτό και κατά την ένδοξη Ανάληψή Του, υπερυψώθηκε πάνω από τους ουρανούς, πάνω από τους Αγίους και ολόκληρο τον Αγγελικό κόσμο, συνεχίζοντας το Αρχιερατικό Του αξίωμα!
Ομολογουμένως, ουδέποτε θα μπορούσε άνθρωπος, όποιος και αν ήταν αυτός, να προσφέρει τέτοια θυσία. Όλοι οι Αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης αισθάνονταν, ως ατελείς άνθρωποι, το βάρος της προσωπικής τους κατ᾽ αρχάς ενοχής, γι᾽ αυτό και ο κάθε Ιουδαίος Αρχιερεύς «πρότερον υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων θυσίαν ανέφερεν, έπειτα των του λαού». Δηλ. Αυτός δεν είχε ανάγκη, όπως οι άλλοι αρχιερείς, να προσφέρει καθημερινά θυσίες, πρώτα για τις δικές του αμαρτίες και ύστερα για τις αμαρτίες του λαού. Αυτό το έκανε μια για πάντα, προσφέροντας τον ίδιο τον εαυτό του.
Αλλά και αυτές οι θυσίες που πρόσφεραν στα θυσιαστήρια «των τύπων και της σκιάς», δεν είχαν δύναμη. Η σημασία τους ήταν πολύ μικρή, διότι επί τέλους, τα αίματα από τις ζωοθυσίες δεν έχουν την δύναμη επί της ουσίας να εξαλείψουν τις αμαρτίες των ταλαίπωρων ανθρώπων. Ναι μεν ήθελαν την εξιλέωση, διψούσαν την λύτρωση, αλλά το αίμα των ταύρων, των τράγων και των δαμάλεων, όσο άφθονο και αν έρρεε ήταν εντελώς ανίσχυρο, και δεν πρόσφερε παρά μια απλή ανακούφιση, η οποία όμως έκανε τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει έτι πλέον την ανάγκη του ολοκληρωτικού καθαρμού και αυτής της λυτρώσεως!
 Ανυπερθέτως, ο άνθρωπος ζητούσε την λύτρωση και σωτηρία. Γι᾽ αυτό ζούσε κι αυτό προσδοκούσε. Και όσο περισσότερο την ποθούσε την λύτρωση, τόσο και περισσότερο συνειδητοποιούσε το δέσιμό του στα δεσμά της καταραμένης αμαρτίας.
Οι απόγονοι του Αδάμ, όσο το κουβάρι του χρόνου ξετυλιγόταν και το στημόνι της ιστορίας ύφαινε το ανομολόγητο δράμα στον καμβά της ανθρωπότητας, συνειδητοποιούσαν  ότι καμμιά θυσία και ουδείς Αρχιερεύς, είτε του λαού του Θεού, είτε οποιουδήποτε άλλου λαού που έφθανε στο κατάντημα της ανθρωποθυσίας, ότι, για την ποθητή λύτρωση, χρειάζεται ένας άλλος, Ουράνιος Αρχιερέας.  
Ο Αρχιερέας εκείνος ο οποίος θα πάρει επάνω του ολόκληρο το χρέος του ανθρώπου. Και, δόξα τω Θεώ, ήλθε για τον τραγικό δεσμώτη στην αμαρτία και στόν θάνατο, άνθρωπο, ο αναμενόμενος Ελευθερωτής! Ήλθε ο Λυτρωτής, και με την θυσία του αίματός του έλουσε τις ψυχές μας και τις καθάρισε από τους φοβερούς και αηδιαστικούς ρύπους της αμαρτίας και της παρακοής.
Αυτό λοιπόν το αίμα το Λυτρωτικό που ποθούσαμε αδελφοί μου, τούτο το αίμα καθαρίζει τη συνείδησή μας από κάθε αμαρτία, από κάθε τύψη και από κάθε ενοχή που παραλύει την ύπαρξή μας.
Ναι, αυτό το αίμα της Θείας Κοινωνίας τώρα μας καθαρίζει, μας θεραπεύει, μας ειρηνεύει και μας Χριστοποιεί. Έτσι, κάθε φορά που σμίγουμε τα χείλη στο Θείο Ποτήρι, κάθε φορά που ο άνθρωπος λειτουργός, μέσα στους ορθοδόξους και μόνο ναούς μας καλεί να μεταλάβουμε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τούτο. Ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία Αυτός ο ίδιος ο Αιώνιος Αρχιερεύς, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι που μας καλεί. Αυτός είναι που προσφέρει, δια του λειτουργού του, το ίδιο του το Σώμα και το Αίμα το οποίο έρρευσε επάνω στόν Γολγοθά. «Συ γαρ εί ο προσφέρων και προσφερόμενος», απαγγέλει με τα πήλινα χείλη του, με κομμένη την ανάσα και με καρδιακούς λυγμούς ο λειτουργός ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου. Του θυσιαστηρίου αυτού κύκλοθεν του οποίου παραστέκουν και αναμέλπουν τον Τρισάγιον Ύμνον «Άγγελοι, Αρχάγγελοι...». 
Χρειάζεται τώρα να τονίσουμε το, με ποια άραγε και με πόση προσοχή θα πρέπει να προσεγγίζουμε τις βαθμίδες του Ιερού θυσιαστηρίου ώστε να γίνουμε σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστού; Τούτο μόνο λέμε. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να παραμείνουμε στην θέση μας, παρά απροετοίμαστοι να λάβουμε μέσα μας την φωτιά που θα μας κατακάψει... Όσοι δε λειτουργοί, τολμούν να δίνουν τον Χριστό εκεί που δεν πρέπει (ενώ γνωρίζουν), δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μιμούνται τον Ιούδα που πρόδωσε και παρέδωσε τον Κύριο στους εχθρούς του...
Η θυσία του Χριστού! Ο Αιώνιος Αρχιερέας και Λυτρωτής που θυσιάζει τον εαυτόν του για την αγάπη του πλάσματός του. Αυτές τις στιγμές αδελφοί μου ο χρόνος σταματά, ο χώρος χάνει τις διαστάσεις του και πάσα πνοή αινεί, υμνεί και δοξολογεί το σφάγιον το άμωμον. Οι καρδιές όσων λάβουν το Σώμα και το Αίμα του Θεανθρώπου θα έχουν μεταβληθεί σ᾽ ένα ζωντανό θυσιαστήριο. Ο δε νους του κοινωνούντος, μαζί με όλο τον εσωτερικό του κόσμο, ξεσπά σε αγαπητικές «ασματικές» κραυγές προς Αυτόν που δια της Θεϊκής του αγάπης έθελξε την πτωχή ύπαρξη. «Κύριε, Κύριε, Κύριε... συ οίδας ότι φιλώ σε...» 
Η ψυχή πλέον έχει αφήσει «πάσαν την βιωτικήν μέριμναν» και βιώνει αυτό που στο δεύτερο μέρος της σημερινής περικοπής ο Απόστολος Παύλος στρέφει το βλέμμα.
Πόσο πραγματικά, πόσο αυθεντικά και γεμάτος δέος ο Απ. των Εθνών μας παρουσιάζει τον μέγα Αρχιερέα, τον Χριστό εν δεξιά του Πατρός! Έχουμε τέτοιον Αρχιερέα ο Οποίος «εκάθισεν ἐν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς». Κάθησε δηλ. στα δεξιά του θρόνου της Θείας μεγαλειότητος στους ουρανούς. Κάθησε ως Βασιλέας του επιγείου αλλά και του επουρανίου κόσμου. Και έγινε λειτουργός των «Αγίων» που βρίσκονται στους ουρανούς και της αληθινής και πραγματικής σκηνής, την οποια κατασκεύασε ο ίδιος ο Κύριος και όχι κάποιος άνθρωπος.
Αλήθεια, τι να ψελλίσουν τα ρυπαρά μας χείλη για την μεγαλειώδη αυτή εικόνα που μας παρουσιάζει ο λόγος τοῦ Θεού; Και πώς να σύρουν τα χωμάτινα δάκτυλα την πέννα προς ύμνον του μεγαλείου του Επουρανίου Αρχιερέως;
Σε τέτοιες περιπτώσεις ενδείκνυται η συντριβή λόγω της συναίσθησης της αναξιότητας και ταυτοχρόνως η δοξολογική σιγή ενώπιον των Αγγέλων και των Αγίων του Θεού.
Αδελφοί μου. Η πίστη μας συνοψίζεται στη λατρεία μας. Στην ορθόδοξη λατρεία μας κάθε Κυριακή και κάθε φορά που λειτουργούμε και κοινωνούμε Του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος! Αυτή η λατρεία αποτελεί τον πυρήνα της αγίας πίστεώς μας. Ας μην αδικούμε λοιπόν τον εαυτό μας. Οι πρόγονοί μας μέσα από τις αιματηρές θυσίες λαχταρούσαν την λύτρωση και προσδοκούσαν επί ολόκληρους αιώνες τον Λυτρωτή.
Ο Λυτρωτής ήλθε και αυτεπαγγέλτως θυσιάστηκε για να μας λυτρώσει δωρεάν. Και τώρα συνεχίζει στο υπερουράνιο θυσιαστήριο...
Τι λέτε λοιπόν; Μπορεί να ονομάζεται καν άνθρωπος αυτός που αρνείται τέτοια αγάπη και αυτή την θυσία, την αιώνια και μοναδική;
Αμήν.

᾽Ανακομιδή λειψάνων ἁγίου ᾽Ιωάννου Χρυσοστόμου π. Γεώργιος Δορμπαράκης

῾Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπε ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος...᾽ (῾Εβρ. ζ´ 26 ) 

α. ῾Η ᾽Εκκλησία μας ἐπί τῇ μνήμῃ τῶν μεγάλων αὐτῆς Πατέρων καί Διδασκάλων ἁγίων ἀρχιερέων ἔχει ἐπιλέξει ἐκεῖνο τό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, προκειμένου δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά φανερώσει ὅτι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔζησαν τήν ἐπί γῆς ζωῆς τους κατά τόν τρόπο τοῦ Κυρίου. ῞Οπως δηλαδή ὁ Κύριος ὑπῆρξε ὁ κατεξοχήν ἀρχιερεύς ἐπειδή θυσιάστηκε ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, κατά τόν ἴδιο
τρόπο καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μετέχοντας στήν ἀρχιερωσύνη αὐτή τοῦ Κυρίου ἔζησαν τή ζωή τους ἀντιστοίχως: μέ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ τους ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους καί ὑπέρ τῆς ᾽Εκκλησίας, μέ ὁσιότητα καί ἀκακία. 
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή σημερινή ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ μεγάλου Πατρός καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

β. 1. Καί θά πρέπει νά θυμίσουμε καταρχάς ὅτι ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο καί μέ τό κήρυγμα καί τά θαύματά Του φανερώνοντας τό προφητικό λεγόμενο ἀξίωμά Του, καί μέ τήν παντοδυναμία Του ὡς Θεός μέ τήν ᾽Ανάσταση, τήν ᾽Ανάληψη, τήν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρα Του, τήν ἀποστολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας Του φανερώνοντας τό βασιλικό ἀξίωμά Του, καί προπαντός μέ τήν ὅλη ἐν Πάθει ζωή Του ἀποκορύφωμα τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Σταυρός φανερώνοντας τό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του. ῾Η ἀρχιερωσύνη ἰδίως τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού ἐπέφερε τό ἀποφασιστικό πλῆγμα κατά τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, συνεπῶς καί τοῦ ἀποτελέσματός της τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπάνω στόν Σταυρό βεβαιώνει τόν θυσιαστικό χαρακτήρα τῆς ἱερωσύνης, ῾αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽ καί καταργώντας ῾τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον᾽. Γι᾽ αὐτό καί ῾ἔδει παθεῖν  τόν Χριστόν᾽, κατά τόν προφητικό καί εὐαγγελικό λόγο.

2. Σ᾽ αὐτήν τήν ἀληθινή ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου, τύπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἱερωσύνη στήν Παλαιά Διαθήκη, μετέχουν ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι στήν ᾽Εκκλησία – πρόκειται γιά τήν πνευματική λεγόμενη ἱερωσύνη, τό ῾βασίλειον ἱεράτευμα᾽ κατά τόν ἀπόστολο - ἰδίως δέ οἱ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς κατά ῾προσθήκην Πνεύματος᾽ (ἱ. Χρυσόστομος)  μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης - ἡ λεγόμενη εἰδική ἤ χειροτονημένη ἱερωσύνη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, λαϊκοί καί κυρίως κληρικοί, ἔχουν δεχθεῖ τή χάρη τῆς θυσίας ὡς μέλη Χριστοῦ. Κι ὅταν λέμε χάρη θυσίας ἐννοοῦμε τή χάρη τῆς ἐν ἀγάπῃ διακονίας πρός χάρη τῶν ἀδελφῶν καί ὅλου τοῦ κόσμου πού φθάνει μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς πλήρους παραθεώρησης τῶν προσωπικῶν συμφερόντων ὑπέρ τῶν συνανθρώπων τους. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (ὁ Κύριος).

῎Αν τήν ἱερωσύνη δέν τήν κατανοήσει κανείς κατ᾽ αὐτό τό πρότυπο τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων Του -  τό ξαναλέμε: ὡς θυσιαστική ἐν ἀγάπῃ διακονία τοῦ συνανθρώπου – τότε δυστυχῶς διαστρέφεται καί ἐκφυλίζεται σέ κοσμικοῦ τύπου ἐξάσκησή της, ἡ ὁποία ἐλέγχθηκε καί καταδικάστηκε  ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο: ῾Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν καί κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ἡμῖν, ἀλλ᾽ ὅστις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽. ῾Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν᾽. ῞Ολοι λοιπόν οἱ πιστοί, κατεξοχήν εἴπαμε οἱ κληρικοί, ἔχουμε τή δυναμική τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ὅταν ἐπιβεβαιώνεται  διά τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς μᾶς κάνει ἀληθινά μετόχους τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μᾶς κάνει δηλαδή ὄντως ἱερεῖς. Αὐτή εἶναι καί ἡ πραγματική ἔννοια πού δίνει καί ὁ Κύριος γιά τόν ποιμένα. ᾽Αληθινός ποιμένας εἶναι αὐτός πού θυσιάζεται γιά τό ποίμνιό του καί πού βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα πάντοτε νά σκύβει ἐν ἀγάπῃ πρός τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων γινόμενος ῾τοῖς πᾶσι τά πάντα᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός. ῾Ο ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων᾽.

3. Τέτοιος ἱερέας καί ἀρχιερέας καί τέτοιος ποιμένας κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ῞Ολη του ἡ ζωή ἦταν μία ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Κυρίου καί μία ἀέναη διακονία τῶν συνανθρώπων του. Καί πρό τῆς χειροτονίας του σέ κληρικό, κατεξοχήν ὅμως μετά ἀπό αὐτήν, ἰδίως ἀφότου ἀνῆλθε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ προσωπική του ζωή ἦταν ἡ ζωή τῶν ἄλλων. ῎Εχοντας καθαρίσει διά τῆς ἀσκητικῆς του διαγωγῆς ὅσο ἦταν δυνατόν στόν ἄνθρωπο τήν καρδιά του ἀπό τά ψεκτά πάθη – τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τη φιλοδοξία – δέχτηκε τίς φωτιστικές ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος καί βίωσε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Συνεπῶς ἡ ἀναφορά του διαρκῶς ἦταν ὁ Θεός καί ὁ συνάνθρωπος. Καί μάλιστα εἶχε κατανοήσει στόν ἀπόλυτο βαθμό ὅτι τόν Θεό Τόν συναντᾶ κανείς στό πρόσωπο καί τοῦ πιό ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Τό ῾ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε᾽ τοῦ Κυρίου τό εἶχε ὡς τό στημόνι τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς του.

 Οἱ βιογράφοι του ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια λέγοντας ὅτι ὁ καθένας τόν τραβοῦσε πρός τή μεριά του γιά τή λύση τοῦ προβλήματός του: ὁ πτωχός γιά τήν τροφή του, ὁ κυνηγημένος γιά τήν κάλυψή του, ὁ ἀδικημένος γιά τήν ὑπεράσπισή του, ὁ ἄστεγος γιά τό κατάλυμά του. Θά ἔλεγε κανείς χωρίς ὑπερβολή πώς ὅ,τι βλέπουμε στή Θεία Εὐχαριστία: τόν ἴδιο τόν Κύριο νά κομματιάζεται καί νά προσφέρεται σέ ὅλους, τό ἴδιο βλέπουμε καί στή ζωή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου: ῾Παῦλος πανταχοῦ παραινεῖ: μή τό ἑαυτοῦ ζητεῖν, ἀλλά τό τοῦ πλησίον ἕκαστον᾽(῾Ο Παῦλος παντοῦ συμβουλεύει: νά μή ζητάει ὁ καθένας τό δικό του, ἀλλά τό τοῦ πλησίον του). ῾Καί γάρ ἀρχή καί τέλος ἀρετῆς ἁπάσης ἡ ἀγάπη᾽ (Γιατί ἀρχή καί τέλος κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη).

4. Κι εἶναι εὐνόητο γιά τόν λόγο αὐτό καί τό γιατί συγκρούστηκε μέ ὅλες τίς ἐξουσίες τῆς ἐποχῆς, ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές: διότι κριτήριό του ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνθρώπινα συμφέροντα. Κι εἶναι γνωστό ὅτι ὅποιος ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια ῾τό εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ᾽ θά ὑποστεῖ διωγμούς. ῾Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπῆρξε καί μέγας μάρτυρας, ἀφοῦ τελικῶς ἄφησε τήν τελευταία πνοή σέ μακρινά μέρη ἐξορίας λόγω τῆς πιστότητάς του στή φωτισμένη ἀπό τόν λόγο τοῦ Κυρίου συνείδησή του.

γ. ῾Η ὁσιότητα καί ἡ ἀκακία τοῦ Κυρίου ὡς ἀρχιερέως εἶναι δεδομένο ὅτι ἔγινε ὁσιότητα καί ἀκακία ὅλων τῶν ἁγίων Του, ὅπως τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου Χρυσοστόμου, καί ἀποτελεῖ ὅριο πρός τό ὁποῖο καλούμαστε νά πορευτοῦμε ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι. Κληρικοί καί λαϊκοί δηλαδή χρειάζεται νά ἐνεργοποιοῦμε καθημερινά στή ζωή μας τήν ἱερωσύνη πού λάβαμε ὡς μέλη Χριστοῦ, πού σημαίνει, καθώς εἴπαμε, νά ζοῦμε ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. ᾽Αγάπη καί ἀλήθεια ὅμως ἔχουν ὡς ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τους τή θυσία, τό προσωπικό κόστος. Πόσο εὔκολο ἄραγε εἶναι νά ῾ξεβολευτοῦμε᾽ ἀπό ἕναν ἴσως ἰδεολογοποιημένο χριστιανισμό μας;

Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά (Λουκ. ιθ΄ 1-10). Η Σωτηρία του Αρχιτελώνη Ζακχαίου


Ἡ ἱστορία τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά γεγονότα τοῦ δημόσιου ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀρχιτελώνη νά δεῖ τόν Ἰησοῦ, ἡ ἐπιθυμία του νά μπεῖ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ μυστικός διάλογος ἀνάμεσα στή ματιά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ζακχαίου πάνω στό δέντρο, ἡ αὐθόρμητη καί ἔμπρακτη μετάνοια τοῦ ἀρχιτελώνη, ἡ διακήρυξη τοῦ Σωτήρα ὅτι τήν ἡμέρα ἐκείνη «σωτηρία ἐγένετο» στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅλα τοῦτα τά περιστατικάτῆς ἱστορίας τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά καί τά πιό γνωστά.
 Σέ ὅλα τοῦτα φαίνεται ὁ σκοπός καί τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί μέ ὅλα τοῦτα ἑδραιώνεται ἡ πεποίθηση πώς γιά ἕνα καί μόνο σκοπό ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά ζητήσει καί νά σώσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο: «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Αὐτή ἡ διαβεβαίωση ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ Σωτήρα εἶναι ἀρκετή γιά νά ἐνθαρρύνει κάθε ἁμαρτωλό πού θέλει τή σωτηρία του, γιά νά στηρίξει κάθε κριματισμένο πού θά ἔφθανε σέ ἀπόγνωση κι ἀκόμα γιά νά φράξει κάθε στόμα, πού τοποθετεῖ τό σκοπό τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὄχι στήν ψυχή ἀλλά μόνο στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου˙ ὄχι στόν οὐρανό ἀλλά μόνο στή γῆ.
 Ὑπάρχουν, ἀλήθεια, δύο ἄκρα στήν τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ Σωτήρα. Εἶναι ἐκεῖνοι, πού φαντάζονται πώς ὁ ἰδεώδης τύπος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πιστοῦ καί καλοῦ χριστιανοῦ, εἶναι ἐκεῖνος πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τά οὐράνια, πού δέν θέλει νά ἀκούσει γιά τά ἐπίγεια, πού βρίσκεται κατ’ ἀνάγκη στή γῆ μά εἶναι «οὐράνιος ἄνθρωπος». Εἶναι οἱ ἄλλοι, πού δέν σηκώνονται ψηλότερα ἀπό τή γῆ, πού δέν πιστεύουν στόν οὐρανό, πού δέν φθάνουν βέβαια νά εἶναι ὑλιστές, μά πού περιορίζουν τό Χριστό «ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ», πού βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Σωτήρα τό χορηγό τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, τῆς τροφῆς, τῆς ἐνδυμασίας καί τῆς στέγης.
 Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο μοναχά εἶναι σωστό, μά καί τά δύο μαζί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε στή γῆ, μά εἴμαστε πλασμένοι γιά τόν οὐρανό. Ἡ γῆ εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό καί κανείς δέν φθάνει στόν οὐρανό, ἄν δέν περάσει ἀπό τή γῆ. Ὁ οὐρανός εἶναι τό νικηφόρο τέρμα ἐκείνων πού ἀγωνίζονται στό στάδιο τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται στή γῆ, μά τή σωτηρία, σάν ἔπαθλο καί σάν στέφανο, δέν τήν κερδίζει κανείς «ἐάν μή νομίμως ἀθλήση». Ἔτσι ἄν ὁ οὐρανός εἶναι τό τέρμα, ἡ γῆ εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ ἀφετηρία˙ κι ἄν τά οὐράνια εἶναι ὁ τελικός σκοπός, τά ἐπίγεια εἶναι ἡ ὁδός καί τό μέσον.
 Ἔτσι δικαιώνεται ἡ ὑλική δημιουργία σάν ἔργο τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦμε νά λέμε πώς ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι μάταιος κι ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι ψεύτικη. Μάταια καί ψεύτικα πράγματα δέν δημιουργεῖ ὁ Θεός. Μά στή δημιουργία τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, τῶν ἔμβιων καί τῶν ἄβιων ὄντων ὑπάρχει μία προτεραιότητα καί μία ἱεράρχηση βαλμένη ἀπό τό Θεό. Ὑπάρχει μία ἀδιάσπαστη σειρά καί συνέχεια μέσων καί σκοπῶν, μία κλίμακα αἰτίων κι ἀποτελεσμάτων μέ τελικό ἀποτέλεσμα καί ἀπώτατο σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τό θρίαμβο καί τή θέωση τῆς πρώτης ἀξίας στή δημιουργία, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
 Ἄν δέν καταλαβαίνουμε ἔτσι τά πράγματα, δέν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπό τόν ἄνθρωπο κι ἀπό τή δημιουργία μέσα στήν ὁποία εἶναι τοποθετημένος ὁ ἄνθρωπος. Δέν καταλαβαίνουμε τίποτε μήτε ἀπό τή γῆ, στήν ὁποία ἀγωνιζόμαστε, μήτε ἀπό τόν οὐρανό, στόν ὁποῖο θέλουμε νά φθάσουμε. Δέν καταλαβαίνουμε τί θά πεῖ κακό καί τί ἀγαθό, τί ἁμαρτία καί τί ἀγώνας γιά τήν ἀρετή. Καί πρό πάντων δέν καταλαβαίνουμε τί εἶναι ἡ σωτηρία γιά τήν ὁποία ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ. Κι ἀλήθεια πώς μέ ἄλλα λόγια, σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν ἁρμονικῶν σχέσεων ἀνάμεσα στήν ὑλική καί πνευματική δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στή γῆ καί τόν οὐρανό.
 Θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε τήν ἀρχέγονη κατάσταση  τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, θά πρέπει νά μήν ἔχουμε ἀκούσει γιά τήν τραγική πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί τίς συνέπειές της ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί στόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση πού τόν περιβάλλει, γιά νά μή μποροῦμε νά συλλάβουμε τό νόημα τῆς σωτηρίας. Ἀπό τότε μία φοβερή πάλη ἄρχισε ἀνάμεσα στήν ὕλη καί τό πνεῦμα: «ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». Συμπαρασύρθηκε στήν πτώση καί ἡ κτίση καί διαταράχθηκαν οἱ σχέσεις ἀνάμεσα στήν ὑλική καί τήν πνευματική δημιουργία- «τή γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη…», ἡ κτίση ὑποτάχτηκε κι αὐτή στή φθορά. Ἔτσι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπολύτρωσης καί τῆς σωτηρίας – ἡ «ἀποκαραδοκία»- εἶναι κοινή, καί τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης: «πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει», ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί κραυγάζει ἀπό πόνο, σάν τήν ἑτοιμόγεννη γυναίκα. Οἱ ἄνθρωποι περιμένουν τήν ἀποκατάσταση, νά ξαναγίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ κτίση περιμένει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, τότε πού οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι ἐλεύθεροι, σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ μέσα στή θεία δόξα- «…καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης  τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κι αὐτή ἀκόμη ἡ κτίση θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά, καί θά μετάσχει στήν ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (Ζακχαίου), εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τον Ιησού να περνά από την Ιεριχώ κατά την πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα. Στην Ιεριχώ, που ήταν σημαντική πόλη για το εμπόριο, έλαβε χώρα και η συνάντησή του Ιησού  με το Ζακχαίο ο οποίος ήταν αρχιτελώνης του Γραφείου ελέγχου και επιβολής της φορολογίας επί των εξαγωγίμων  εμπορευμάτων. Η θέση του αυτή τον βοήθησε να αποκτήσει χρήματα αλλά ταυτόχρονα να μην τον συμπαθούν και οι φορολογούμενοι. Ο τελώνης ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στη συνείδηση Ιουδαίων της εποχής εκείνης.
 Όταν ο Ιησούς Χριστός έφτασε στην Ιεριχώ πλήθος κόσμου από όλα τα στρώματα της κοινωνίας μαζεύτηκε για να το δει. Έτσι και ο Ζακχαίος θέλησε να συναντήσει τον Ιησού ίσως γιατί πληροφορήθηκε ότι ο Κύριος  δεν υποτιμούσε κανένα και αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους. Λόγω όμως του ότι ο Ζακχαίος ήταν μικρόσωμος και μαζεύτηκε και τόσος πολύς κόσμος δεν μπορούσε να δει τον Ιησού και χωρίς να σκεφτεί ούτε την κοινωνική του θέση ούτε την προσωπική του αξιοπρέπεια σκαρφάλωσε σε μια συκομοριά που βρισκόταν εκεί. Τον έκαιγε μέσα του η επιθυμία να δει  «τον Ιησούν τις εστί». Αγνόησε λοιπόν τα σχόλια των άλλων και έτσι όχι μόνο αξιώθηκε να δει τον Ιησού αλλά απέκτησε και προσωπική εμπειρία της πραγματικότητας, ότι ο Κύριος δέχεται όλους τους ανθρώπους, ότι ο Κύριος δέχεται τους Τελώνες και τους αμαρτωλούς στη Βασιλεία του Θεού. «Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι. Σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι». Όχι μόνο απευθύνθηκε στο Ζακχαίο ο Κύριος αλλά του είπε ότι θα πάει και στο σπίτι του για να καταλύσει. Ήταν μια επίθεση αγάπης του Κυρίου προς το Ζακχαίο, τον οποίο καλεί με το όνομα του.
 Οι θρησκευτικοί άρχοντες του Ισραήλ αποστρέφονταν το Ζακχαίο, τον κρατούσαν σε απόσταση, τον θεωρούσαν άδικο, μολυσμένο, αμαρτωλό. Αντίθετα με αυτούς ο Ιησούς απευθύνεται στο Ζακχαίο και όπως είδαμε και πιο πάνω του λέει ότι θα πάει και στο σπίτι του. Όπως ήταν φυσικό αυτό προκάλεσε την αντίδραση όσων ήταν με τον Ιησού και τον κατέκριναν, ότι   «παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι».
 Ο Ιησούς Χριστός δεν κρίνει τους ανθρώπους σύμφωνα με την καταγωγή τους ή τη μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωή και συμπεριφορά τους όπως έκαναν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Ο Κύριος βλέπει βαθύτερα στην ψυχή των ανθρώπων, δεν έκρινε το Ζακχαίο σύμφωνα με τις αδικίες που είχε διαπράξει μέχρι εκείνη τη στιγμή αλλά του έδωσε την ευκαιρία να επανορθώσει.  Δεσμεύεται λοιπόν ο Ζακχαίος ενώπιον του Ιησού και μοιράζει το μισό της περιουσίας του στους πτωχούς και σε όσους αδίκησε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του με την επιβολή δυσβάστακτων φόρων,  τους το ανταποδίδει στο τετραπλάσιο. Αν ο Κύριος συμπεριφερόταν προς το Ζακχαίο όπως συμπεριφέρονταν οι υπόλοιποι, δε θα είχε την ευκαιρία ο άνθρωπος αυτός να επανορθώσει. Δεν είδαμε το Ζακχαίο να μοιράζει την περιουσία του όταν τον έλεγαν άδικο αλλά όταν ο Ιησούς του είπε ότι θα πάει στο σπίτι του.
 Με την πράξη του αυτή ο Ζακχαίος έχει τη βεβαίωση από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστίν. Ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός». Η αμοιβή του ήταν το ίδιο άμεση με την απόφασή του να επανορθώσει για τις αδικίες που έκανε. Όπως εκείνος χωρίς αναβολή για το αύριο, μοίρασε αμέσως το μισό της περιουσίας του και αποκατέστησε τις φορολογικές του αδικίες στο τετραπλάσιο το ίδιο και ο Ιησούς Χριστός τον βεβαιώνει ότι του παρέχεται η χάρη της σωτηρίας. Επίσης με αυτό του το λόγο ο Κύριος ήθελε να καταλάβουν όλοι ότι δεν υπάρχει μονοπώλιο στη χάρη του Θεού, όπως ήθελαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, δεν ήρθε για να εγκαταστήσει μια τάξη ευνοούμενων αλλά να αναζητήσει και να σώσει τους αμαρτωλούς. Όπως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν απόγονοι του Αβραάμ, το ίδιο και ο Ζακχαίος μπορούσε να διεκδικήσει τη σωτηρία γιατί και αυτός ήταν απόγονος του Αβραάμ.
 Οι άνθρωποι πνιγόμαστε μέσα στις φροντίδες. Προσπαθούμε εναγωνίως να αυξήσουμε τα αγαθά μας και να βελτιώσουμε τις συνθήκες της ζωής μας. Μέσα σε όλες αυτές τις φροντίδες λησμονούμε  την πνευματική μας καλλιέργεια. Με όλο το καθημερινό τρέξιμο αφήνουμε τελευταία μας έννοια τη φροντίδα της ψυχής μας. Ο Ιησούς Χριστός όμως είναι συνέχεια εκεί και μας περιμένει να φιλοξενηθεί στις καρδιές μας όπως φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ζακχαίου. Όσα λάθη και όσες αδικίες έχουμε κάνει ο Κύριος μπορεί να μας προσφέρει το μεγάλο θησαυρό της πίστεως και της σωτηρίας, αρκεί να δεχτούμε την πρόσκληση να τον φιλοξενήσουμε όπως ο Ζακχαίος στο ναό της καρδιάς μας. 

Κυριακή ΙΕ Λουκά (Ζακχαίου) Η δύναμη της μετάνοιας «Και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τίς εστί…» εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου



Η δύναμη της μετάνοιας
«Και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τίς εστί…»
Η πορεία διά μέσου της μετάνοιας καταξιώνει τον άνθρωπο σε πνευματικές κορυφογραμμές. Ακριβώς, σ’ αυτή τη χρονική στιγμή η Εκκλησία προβάλλοντας το παράδειγμα του Ζακχαίου, στέλνει το πιο ισχυρό μήνυμα στον άνθρωπο. Όσο και αν έχει πέσει στη ζωή του, όσο και αν βιώνει την τραγική οδύνη στο χώρο της αμαρτίας, όσο κι αν βρίσκεται στο περιθώριο της ζωής, η αγάπη του Κυρίου απλώνεται σ’ ένα εύρος που δεν μάς επιτρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας να βυθίζεται στο σκοτάδι της απελπισίας. Αντίθετα, η εκζήτηση της χάρης του Θεού, ανοίγει τους ορίζοντες της ελπίδας και της χαράς και μεταβάλλεται σε οδοδείκτη αληθινής ζωής. Αυτό έπραξε και ο Ζακχαίος, ο οποίος, ζητούσε μετά μανίας να ιδεί τον Ιησού. Γιατί ακριβώς γνώριζε ότι μόνο η αγάπη του προσφέρει την αληθινή σωτηρία.



Το ισχυρό παράδειγμα
Γιατί όμως η Εκκλησία επιμένει να προβάλλει ως παράδειγμα την περίπτωση του Ζακχαίου; Είναι ακριβώς μέσα απ’ αυτό που αποκρυπτογραφούνται μηνύματα ουράνιας ακτινοβολίας και αιώνιας εμβέλειας.
Ο Ζακχαίος, δεν ήταν από τους ανθρώπους, απέναντι στον οποίο οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του έτρεφαν εκτίμηση και σεβασμό. Χρησιμοποιούσε κάθε είδος αδικίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης, απάτης. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου, ο οποίος κατέκλεβε τους άλλους και ιδιαίτερα τις χήρες και τα ορφανά. Τους ανθρώπους αυτούς, όπως ο Ζακχαίος της περικοπής, συνήθως τούς έχουμε ξεγραμμένους αλλά και καταδικασμένους στην οδό της απώλειας. Και όμως, αυτός ο αμαρτωλός άνθρωπος, ζητούσε να δει τον Ιησού. Τι ήταν εκείνο που δημιούργησε μέσα του αυτή την επιθυμία; Οι αδικίες που διέπραττε καθημερινά τον είχαν χωρίσει τόσο από την αγάπη του Θεού όσο και από τους συνανθρώπους του. Αυτή η παγερή μοναξιά που βίωνε, όχι μόνο δεν τον οδήγησε στην απελπισία, αλλά τον βοήθησε να μαζευτεί στον εαυτό του. Άφησε μια ισχυρή δύναμη που αναδυόταν από τα βάθη της ψυχής του να ενεργοποιηθεί για να αρχίσει να εισέρχεται στις τροχιές της θείας αγάπης και παρουσίας. Αυτή η δύναμη είναι η «εικόνα του Θεού» στον άνθρωπο. Η οποία όμως, όταν αφήνουμε τον εαυτό μας να κυριεύεται από την αμαρτία, αμαυρώνεται και αναποδογυρίζεται, με αποτέλεσμα αισθανόμαστε την οδύνη της απουσίας του Θεού ως μια φοβερή τραγικότητα.
Η υπέρβαση
Η υπέρβαση που αποτόλμησε ο Ζακχαίος με την επιμονή του να επιζητεί να ιδεί τον Ιησού, βρίσκει την αντιστοιχία της στην κίνηση που καλούμαστε να κάνουμε όλοι στη ζωή μας. Να αναζητούμε, σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε, το Αρχέτυπό μας, που είναι ο Χριστός. Είναι το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα. Όπου κι αν είμαστε, όσο κι αν έχουμε διολισθήσει στη ζωή, έχουμε τη δυνατότητα να αναζητήσουμε τον Χριστό και να συναντηθούμε μαζί Του, όπως τότε ο Ζακχαίος, που δεν δίστασε προκειμένου να επιτύχει τον ευγενή αυτό του στόχο να «ανέβη επί συκομορέαν». Ο Ζακχαίος δεν πτοείται μπροστά στα ανυπέρβλητα εμπόδια που υψώνονται μπροστά του, φυσικά, κοινωνικά και πνευματικά. Τα πνευματικά αφορούν την αμαρτωλότητά του που τον κρατούσε σε απόσταση από την αγάπη του Θεού. Τα φυσικά αφορούσαν το ότι ήταν μικρόσωμος. Τα κοινωνικά ήταν ακόμα πιο έντονα, αφού είχαν να κάνουν με μια έντονη προκατάληψη και στιγματισμό που απέρρεαν από το επάγγελμα του τελώνη που ασκούσε στην καθημερινή του ζωή.
Τίποτε όμως από τα πιο πάνω δεν αναστέλλει την μεγάλη επιθυμία του Ζακχαίου να δει τον Χριστό. Πλημμύριζε ολόκληρη η ύπαρξή του από χαρά που έβλεπε το Πρόσωπο του Κυρίου. Η Πατερική σοφία μάς διδάσκει ότι, όποιος θέλγεται από τη θέα του προσώπου του βρίσκεται σε ανεπτυγμένη πνευματική κατάσταση. Άλλωστε ο Παράδεισός μας, ο Χριστός, είναι η θέα του Προσώπου Του, που μάς χαρίζει την ατέλειωτη μακαριότητα. Είναι «ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορώντων τού Σού Προσώπου το κάλλος το άρρητον».
Αγαπητοί αδελφοί, η οδός της εκζήτησης της θέας του Προσώπου του Χριστού, είναι η μόνη ασφαλής στη ζωή μας. Αυτό το δρόμο που ακολούθησε ο Ζακχαίος βάδισαν και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι κοσμούν το ευλογημένο στερέωμά της. Αυτό έπραξε και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, του οποίου την ανακομιδή των λειψάνων τιμούμε σήμερα, αλλά και ο Δημητριανός ο Ταμασού, τη μορφή του οποίου επίσης θυμάται σήμερα η Εκκλησία μας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός όταν λέει «θάρσει τέκνον, θάρσει θύγατερ», μάς παραπέμεπει στην «εικόνα του Θεού» μέσα μας και την θεϊκή συγγένεια μας μαζί Του κατά τρόπο που μάς ελκύει πάντοτε στην αναζήτησή Του.

του ευαγγελισμού της οικουμένης » Η συνάντηση με τον Θεό. (Κυριακή ΙΕ΄Λουκά) Επίσκοπος Φαναρίου Αγαθάγγελος


«Και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν »
Στην Ευαγγελική περικοπή του Ζακχαίου φαίνεται η διαφορετική στάση και διάθεση που τηρούμε εμείς οι άνθρωποι απέναντι στον Χριστό, από την οποία εξαρτάται η σωτηρία ή η αιώνια καταδίκη μας. Ο Ζακχαίος ζητάει απεγνωσμένα να δει τον Χριστό. Για να δει τον Κύριο, επειδή είναι κοντός, σκαρφαλώνει επάνω σ’ ένα δέντρο. χωρίς να σκεφτεί τις κοροϊδίες, τα σχόλια, την απόρριψη του κόσμου. Και από το δέντρο η καρδιά του «πέφτει» στα χέρια του αγίου Θεού. Αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Κυρίου τον Λυτρωτή του κόσμου και Μεσσία. Η καρδιά του λαμβάνει πείρα πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους του ξαφνικά συλλαμβάνει κρυμμένα έως τότε νοήματα. Η εγγύτητα του Θεού τον εμπνέει.
Ο φόβος του πλήθους και η ματαιοδοξία
Αυτό που οφείλουμε να προσέξουμε στην περίπτωση του Ζακχαίου είναι ότι, πολλές φορές, οι χλευασμοί και η κοροϊδία, οι μάταιοι και ψευδείς λόγοι είναι αυτά που περισσότερο από καθετί άλλο εμποδίζουν στην αναζήτηση του Θεού. Για τον λόγο αυτό ας ακούσουμε τη φωνή του οσίου Ιωάννου του Καρπαθίου που λέγει: «Πρόσεχε τον εαυτό σου από τα φίλτρα της Ιεζάβελ, από τα οποία τα κυριότερα είναι οι λογισμοί της υπερηφάνειας και της μα­ταίας δόξης, δηλαδή της ματαιοδοξίας. Θα μπορέσεις να τα κατανικήσεις, με τη Χάρη του Θεού, αν θεωρείς τιποτένια την ψυχή σου και την εξευτελίζεις και ρίχνεις τον εαυτό σου ενώπιον του Κυρίου και Τον καλείς να σε βοηθήσει, και αν γνωρίζεις ότι τα χαρίσματα είναι ουράνια».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επιμένουν πολύ στο θέμα αυτό. Μας λένε ότι τις πιο πολλές φορές ούτε η έλξη του κακού, στην οποία έχουμε συνηθίσει, ούτε η αντίδραση που θα συναντήσουμε είναι εκείνα που μας εμποδίζουν ν’ αρχίσουμε μια νέα ζωή, αλλά ο φόβος της γελοιοποιήσεως, δηλαδή η ματαιοδοξία, που εξουθενώνει την ψυχή και την ευτελίζει. Η ματαιοδοξία σκοτίζει τον άνθρωπο και έτσι αυτός δεν μπορεί, όχι να ανέβει σ’ ένα δέντρο για να δει τον Θεό, αλλά δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό.
Ο ματαιόδοξος είναι εντελώς υποταγμένος στην κρίση των άλλων. Η συνείδησή του σιωπά τελείως μπροστά στη φωνή του πλήθους. Η κρίση του Θεού παραμερίζεται. Ο Θεός είναι μακριά, αθέατος, ενώ το πλήθος είναι κραυγαλέο και αλαζονικό και απαιτεί υποταγή και συσχηματισμό. Με το να αποδεχτούμε να ζήσουμε σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο προσποιήσεως και ψεύδους, μόνο και μόνο για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί με τα μέτρα και τα κριτήρια του κόσμου, μεταμορφώνουμε την πραγματικότητα σε αυταπάτη. Η ματαιοδοξία δεν αποστερεί μόνο το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτού που κατέχουμε, αλλά μας αφαιρεί και ό,τι έχουμε.
Στη ματαιοδοξία υπάρχει και μια άλλη καταστρεπτική δύναμη: ο ματαιόδοξος προσκολλάται στα εξωτερικά τεκμήρια και στην απατηλή εμφάνιση. Η κρίση του Χριστού ανασκαλεύει τις καρδιές των ανθρώπων αδιαφορώντας καμιά φορά για τα πιο πειστικά επιφανειακά τεκμήρια προκειμένου να διεισδύσει στο βάθος, πίσω απ’ αυτά, πέρα από τα φαινόμενα.
Η επίσκεψη του Κυρίου
Ο Χριστός, που βλέπει την καρδιά του Ζακχαίου, επισκέπτεται το σπίτι του και γίνεται δεκτός με σεβασμό και πολλή χαρά. Αυτός ο σεβασμός στον Θεό, αυτή η χαρά να ζεις μέσα στην παρουσία του Θεού, διακηρύσσεται στη ζωή του Ζακχαίου με την αληθινή μεταστροφή του, με την πράξη μετάνοιάς του, πράγμα που σημαίνει μια εντελώς καινούργια κατεύθυνση στη ζωή του. Και είναι ακριβώς αυτό που αναγνωρίζει ο Χριστός όταν λέγει: «και αυτός υιός Αβραάμ εστί». Να γιατί «σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» και τα πάντα υπερκάλυψε η χαρά.
(Αγαθαγγέλου Επισκ. Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία)Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κυριακή ΙΕ΄Λουκᾶ-Ζακχαίου π. Γεώργιος Ρ. Ζουμῆς,


Στήν Ἱεριχώ ἔγινε μία μεγάλη συνάντησις, τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο. Ἐάν τελώνης ἐσήμαινε κλέφτης, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχικλέφτης. Ἄν τελώνης ἐσήμαινε ληστής, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχιληστής.
Οἱ τελῶνες τήν ἐποχή ἐκεῖνοι ἦσαν ἔμπιστοι ὑπάλληλοι τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Προεπλήρωναν τούς φόρους στήν πολιτεία καί κατόπιν τούς εἰσέπρατταν ἀπό τούς πολίτες, ἀπό τόν ἁπλό λαό. Ἀλλά δέν ἔπαιρναν τό κανονικό, αὐτό πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα. Ἅρπαζαν πολλαπλάσια, πολύ περισσότερα μέ ἀθέμιτα μέσα, μέ παράνομο τρόπο. Ἔτσι μέ τήν μέθοδο τοῦ ἐκβιασμοῦ καί τῆς ἁρπαγῆς πλούτιζαν εἰς βάρος τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ἔπαιρναν τά σπίτια τους, τήν περιουσία τους ἤ τούς ἔρριχναν στή φυλακή.
Οἱ ἱστορικοί ἀναφέρουν  ὅτι ὑπῆρχαν τελῶνες, οἱ ὁποῖοι ξέθαβαν καί τούς νεκρούς ἀκόμη, πού χρωστοῦσαν φόρους καί τούς μαστίγωναν, γιά νά συγκινηθοῦν οἱ συγγενεῖς τους καί νά πληρώσουν αὐτοί τούς φόρους. Ὁ φιλόσοφος Θεόκριτος ἔλεγε ὅτι στά βουνά τά ἀγριότερα θηρία εἶναι οἱ ἀρκοῦδες καί στίς πόλεις οἱ τελῶνες.
Ἕνας τέτοιος ἀρχιτελώνης ἦταν ὁ Ζακχαῖος, πού μᾶς ἀνέφερε σήμερα τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Κατεῖχε μεγάλη θέση, εἶχε πολλές γνωριμίες. Ἀπέκτησε χρήματα πολλά. Πλούτισε μέ ἁρπαγές, ἀδικίες καί ἐκβιασμούς. Ζοῦσε μέ πολλή ἄνεση καί πολυτέλεια. Οἱ σχέσεις του μέ τούς ἀνθρώπους ἦταν ὑποκριτικές. Οἱ ἄλλοι τόν μισοῦσαν, ἀλλά καί τόν ἐφοβοῦντο. Εἶχε τό χειρότερο ὄνομα στήν κοινωνία τῆς Ἱεριχοῦς καί στή γύρω περιοχή. Σωστός τύρανος, ἔκανε τά πάντα γιά νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, αὐτό πού τόν συνέφερε, ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μεγάλη περιουσία, μέ τοῦ κόσμου τά ὑλικά ἀγαθά δέν εἶχε εὐτυχία. Δέν ἦταν εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή του. Δέν μποροῦσε νά βρεῖ ἡσυχία, νά ἀναπαυθεῖ. Μέσα του πάλευε μέ τήν συνείδησή του. Τόν ἤλεγχε δριμύτατα, γιατί ὅλα τά κατεῖχε παράνομα. Ὑπέβαλλε τούς ἄλλους σέ μαρτύρια, ἀλλά βασανιζόταν καί ὁ ἴδιος. Δέν ἔμενε ἱκανοποιημένος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς  του. Ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ζητοῦσε κάτι πού θά τόν ἀπελευθέρωνε ἀπό τίς ἐνοχές τῶν ἀδικιῶν, ἀπό τό μαστίγωμα τῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδηση ζεῖ καί ὑπάρχει ἀκόμη καί στούς πιό στυγνούς ἐγκληματίες, γιατί εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν ἄντεχε ἄλλο τό κλῖμα αὐτό πού τόν ἔπνιγε καί τόν καταπίεζε.
Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν δυστυχία του ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστός θά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τήν πόλη πού ζοῦσε. Αὐτό καί μόνο ἔφτανε νά πυροδοτήσει τήν μικρή σπίθα πού ὑπῆρχε μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του. Σέ μιά μόνη στιγμή ἡ σπίθα ἔγινε φλόγα καί ἔγινε ἡ ἔκρηξη. Βγῆκε στό δρόμο καί ἐζήτη ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστί. Λέει ὁ κόσμος, ὅσα φέρνει ἡ ὥρα δέν τά φέρνει ὁ χρόνος. Στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὅ,τι δέν ἔγινε σέ μιά ζωή ὁλόκληρη ἔγινε μέσα σέ μία στιγμή μόνο. Αἰσθανόταν νά πνίγεται, κόντευε νά πάθει ἀσφυξία. Ἡ μόνη θεραπεία τοῦ κακοῦ, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό μαρτύριο ἦταν ὁ Χριστός. Μόνο ἔτσι θά ἡρεμήσει ἡ ταραγμένη συνείδησή του. Γυρεύει ἐπίμονα, μέ λαχτάρα θέλει νά δεῖ τόν Χριστό. Ἔκανε τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Κάτι θά κάνει καί γι᾿ αὐτόν.
Μέχρι ἐδῶ ὅλα καλά. Ὑπάρχει ὅμως κάποια ἐμπόδια, τό ἀνάστημά του καί ὁ πολύς κόσμος. Πῶς τελικά θά κατορθώσει νά δεῖ τόν Ἰησοῦ; Κάποτε σ᾿  ἕνα ἵδρυμα στή Θεσσαλονίκη διάβασα κάτι μέσα σέ κορνίζα. Σάν ἀγαπᾶς, δέν περπατᾶς, πετᾶς καί πᾶς. Καί ὁ Ζακχαῖος πέταξε κυριολεκτικά. Ἀνέβηκε πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο, γιά νά πετύχει τό ποθούμενο. Ἦταν τόσο εὔκολα αὐτό πού ἔκανε; Ὄχι, πολύ δύσκολο ἦταν. Ἆθλος μεγάλος ἦταν. Νεκρανάσταση θά μπορούσαμε να ὀνομάσουμε τό τόλμημά του. Ἀπό τόν θάνατο μεταβαίνει στή ζωή. Διεξάγει μία μεγάλη μάχη καί ἀναδεικνύεται νικητής. Πρῶτα νικᾶ τόν ἑαυτό του. Ταπεινώνεται, θυσιάζει τήν ἀξιοπρέπειά του, τό κῦρος του, τήν ἔπαρσή του. Ὁ κόσμος πού τόν βλέπει ἀσφαλῶς τόν εἰρωνεύεται. Αὐτός ὅμως δεκάρα δέν δίνει γι᾿ αὐτό. Δέν σκέφτεται τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Τά πονηρά χαμόγελα καί τά σκώμματα τά θεωρεῖ λουτρό καθάρσεως καί ἐξαγνισμοῦ. Κάνει τό πρῶτο βῆμα, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό.  Ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, τόν ξεγράφει. Κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός:Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀκολουθήτω μοι.
Ἡ πρώτη ἐνέργεια λοιπόν εἶναι νά φτιάξει τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό. Ἡ δεύτερη προσπάθεια νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἀδίκησε πολλούς καί ὑπόσχεται ὅτι θά ἀποκαταστήσει τίς ἀδικίες. Δέν γυρίζει πίσω μόνο τά κλοπιμαῖα, ἀλλά καί εὐεργετεῖ ἐκείνους πού ἀδίκησε, ἀφοῦ τώρα ἐπιστρέφει στό τετραπλάσιο  ὅ,τι πῆρε  καί μοιράζει τήν μισή περιουσία του στούς φτωχούς. Φαντασθεῖτε τί ἀδικίες, τί κλοπές, τί ὑπερβολές ἔκανε, ἀλλά καί τί εὐεργεσίες τώρα. Τελικά ἡ γνωριμία του μέ τόν Χριστό τοῦ στοίχισε πολύ. Ὅμως ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα πού ἀπογυμνώθηκε ἀπό τά πλούτη, ἀπό τήν δύναμή του, ἀπό τήν δόξα του βρῆκε τήν πραγματική χαρά καί εὐτυχία. Ἔτσι ἐπαληθεύεται γιά μιά ἀκόμη φορά  ὅτι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρή συνείδηση, ἀνάλαφρη καρδιά καί δικαιοσύνη, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πραγματική χαρά.
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ ψηλότερος ἄνθρωπος σήμερα στόν κόσμο εἶναι ἕνας κάτοικος τῆς Νέας Ὑόρκης πού ἔχει ὕψος 2,75 μ. Δίπλα ὅμως στούς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης φαίνεται νάνος. Οἱ οὐρανοξύστες μπροστά στά Ἰμαλάϊα φαίνονται πολύ μικροσκοπικοί. Τό ἴδιο φαίνονται τά Ἰμαλάϊα, ἄν συγκριθοῦν μέ τά δυσθεώρητα ὕψη τῶν ἄστρων. Καί ὅμως ὁ μικρόσωμος Ζακχαῖος, αὐτός ὁ νάνος Ζακχαῖος ξεπέρασε ὅλα αὐτά τά ὕψη. Πῶς; Μέ τό ἰλιγγειῶδες ὕψος τῆς ταπεινώσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ Ζακχαῖος γνωρίζοντας τόν Χριστό ἀναγεννήθηκε, γεννήθηκε γιά δεύτερη φορά. Ἔγινε δάσκαλος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί νά κατακτήσουν τούς οὐρανούς. Κι᾿ ἐμεῖς μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε αὐτό, πρῶτα ἄν πάψει νά μᾶς ἀπασχολεῖ τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Θά τό ἐπιτύχουμε ὕστερα ἄν ἐπιδείξουμε τήν μετάνοια, τήν ταπείνωση, τήν δικαιοσύνη τοῦ Ζακχαίου, τήν συγχωρητικότητα τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, τήν τόλμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν πίστη τοῦ Ἑκατοντάρχου καί τῆς Χαναναίας γυναίκας. Αὐτά θά μᾶς ἀνεβάσουν σέ οὐράνια ὕψη, πιό ψηλά καί ἀπό τά ἀστέρια, θά μᾶς χαρίσουν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἔχει ἀπόλυτη ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἦλθε γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Ἡ ἔλευσή του στήν Ἱε­ρι­χώ εἶχε ἕνα καί μοναδικό σκοπό, δηλ. τήν ἀναζήτηση καί σωτηρία τοῦ Ζακχαίου. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ με­τάνοια: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετά­νοιαν».
Τή μετοχή στό Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἐξασφα­λίζουν οἱ ἀρετές, ἀλλά ἡ μετάνοια. Χωρίς τήν καθημερινή θλίψη καί συντριβή γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας οἱ ἀρετές ὄχι μόνο δέν βοη­θοῦν, ἀλλά δημιουργοῦν τήν ψευδαίσθηση τῆς εὐσεβείας καί μία ἐ­σφαλ­μένη πίστη γιά τή σωτηρία μας. Ὁ Ζακχαῖος μέ τή γνήσια με­τά­νοια σώθηκε καί μαζί του ὁλόκληρη ἡ οἰκο­γένειά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ὁπαδοί τους «διε­γό­γ­γυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρ­τω­λῷ ἀνδρί εἰσῆλθε κατα­λῦ­σαι».
Ἦταν βέβαια ἁμαρτωλός ὁ ἀρχιτελώνης. Μέ τή μετάνοιά του ὅμως εἰσῆλθε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἄφησε πίσω του τούς νομο­μα­θεῖς νά αὐτοκολακεύονται στήν παράδοση τῶν πατέρων τους. Οἱ ἀρε­τές μαζί μέ τήν μετάνοια ὁλοκληρώνουν τήν προσω­πι­κότητα τοῦ «ἐν Χρι­στῷ» ἀνα­γεν­νημένου ἀνθρώπου καί διατηροῦν καθαρή τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετά­νοια γιά τόν πλούσιο Ζακχαῖο ἦταν δεύτερη γέννη­ση, ἀφοῦ ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐξῆλθε ἀπό τόν ἑαυτό του καί εἰσῆλθε σ΄ ἕνα καινούργιο κόσμο, στή βασιλεία τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιο­σύ­νης.
Ἡ ἀναζήτηση εἶναι τό πρῶτο χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς με­τα­νοίας τοῦ Ζακχαίου: «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι». Δέν ἔμενε ἱκανο­ποιη­μένος μέ τόν τρόπο ζωῆς του. Ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ζη­τοῦ­σε κάτι πού θά τόν ἀπελευθέρωνε ἀπό τίς ἐνοχές τῶν ἀδικιῶν καί τίς συνει­δη­σια­κές συγκρούσεις.
Ὅσο κι ἄν κανείς νομίζει, ὅτι ἔχει ξεπεράσει τό θέμα τῆς συ­νει­δή­σεως, πλανᾶται, γιατί ἀρκεῖ μιά στιγμή νά πυροδοτήσει τή σκε­πα­­σμένη φλό­γα τῆς συνειδήσεως γιά νά ἐκραγεῖ. Ἡ συ­νεί­­δη­ση ζεῖ καί ὑπάρχει ἀκό­μα καί στούς πιό στυγνούς ἐγκλη­­μα­τίες, γιατί εἶναι ἡ φω­νή τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἡ δύναμη τῆς συ­νει­δήσεως ὤθησε τόν Ζακ­­­χαῖο στήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰησοῦ.
Ἡ ταπείνωση εἶναι τό θεμέλιο τῆς μετανοίας. Χωρίς τήν ταπεί­νω­ση ἡ μετάνοια δέν εἶναι γνήσια, εἶναι ὑποκριτική. Ὁ Ζακ­χαῖος τα­­πεινώθηκε καί ἐξευτελίσθηκε στά μάτια τοῦ κόσμου. Ὁ πό­θος τῆς συ­ναντήσεως τοῦ Ἰησοῦ τόν ἔκαμε νά μή ὑπολογίζει τά στό­μα­τα τῶν ἀνθρώπων. «Καί ἀνέ­βη ἐπί συκομορέαν ἵνα ἴδῃ αὐτόν».
Ἡ κλήση τοῦ Ἰησοῦ, «Ζακχαῖε σπεύσας κατάβηθι. Σήμερον γάρ ἐν τῷ οἶκῳ σου δεῖ με μεῖναι», ἦταν κάτι τό ἀπροσδόκητο. Κα­νείς, οὔτε φυσι­κά ὁ ἴδιος, δέν περίμενε, ὅτι ὁ Χριστός θά προ­τι­μοῦσε νά μείνει στό σπίτι του. Δώδεκα χιλιάδες ἱερεῖς, ἄνθρωποι τῆς ἀ­νω­τάτης ἑβραϊκῆς ἀριστοκρα­τίας διαβίωναν τότε στήν Ἱεριχώ καί ὁ Δι­δάσκαλος προτίμησε τή φιλο­ξε­νία τοῦ πιό ἁμαρτωλοῦ τελώνου! Ὁ Θεός ὅταν ἰδεῖ τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ πρῶτος ἀνοίγει τά σπλά­χνα τῶν οἰκτιρμῶν.
Ἡ μετάνοια, ὡς ἐσωτερικός σεισμός, τόν συγκλόνισε ὅταν εἶδε τό φωτεινό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Ὅπως μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἡλίου ἀνοίγονται τά μάτια μας καί βλέπουμε τόν ἑαυτό μας μέ ἀκρί­βεια, ἔτσι καί ἐκεῖνος ἀτενίζοντας τόν Ἰησοῦ διέκρινε τήν ἠθική του ἄβυσσο, εἶδε τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του καί αἰσθάνθηκε ἀκατα­νί­κη­το πόθο σωτηρίας. «Τό ἀπολωλός πρόβατο ἀκολούθησε τόν καλό ποι­μέ­να».
Ἡ ἐπανόρθωση τῶν ἀδικιῶν εἶναι τό τελευταῖο καί ἀπαραίτητο στά­διο τῆς μετάνοιας. Ὁ Ζακχαῖος δημόσια ὁμολογεῖ τίς ἀδικίες πού διέπραξε καί ἐπανορθώνει. Μετάνοια χωρίς ἐπανόρθωση δέν νοεῖται.
Τό τέρμα τῆς πορεῖας εἶναι ἡ σωτηρία. Ἡ προσωπική καί οἰκο­γε­νειακή σωτηρία: «σήμερον σωτηρία τῷ οἶκῳ τούτῳ ἐγένετο», εἶπε ὁ Κύ­ριος στό Ζακχαῖο. Μαζί του σώθηκε κι ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του. Ὅταν ἡ κεφαλή σωθεῖ, τότε σώζεται ὁλόκληρο τό σῶμα. Γιά τόν Ζακχαῖο ἀνέτειλε μιά νέα ζωή, τήν ὁποία κέρδισε μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τή δική του προσπάθεια.
Ἀδελφέ, Ὅταν διαπιστώσεις ὅτι ζεῖς μακρυά ἀπό τόν Θεό μή ἀπογοητευθεῖς, ἀλλά ἀναζήτησε Ἐκεῖνον πού ἦλθε στόν κόσμο γιά νά συναντήσει καί σώσει τούς ἁμαρτωλούς. Ὁπλίσου μέ ταπείνωση καί τόλμη. Ζήτησε ἀπό τήν καρδιά σου νά σοῦ ἐμφανισθεῖ ὁ Χρι­στός. Δέν θά ἀργήσει. Θά σοῦ μιλήσει μέ τή γλῶσσα πού ἐννοεῖς.  Θά σέ ἀπαλλάξει ἀπό τή δυστυχία τῶν παθῶν καί θά σέ εἰσαγάγει στή χαρά τῆς σωτηρίας. Μή λησμονεῖς ὅμως ὅτι πρέπει ἐσύ νά κάνεις τό πρῶτο βῆμα.
ὅ { � � 0� � � γιά τή δική τους ἀρρώστια, τόν πλοῦτο μας γιά τήν φτώ­χεια τους, τήν ἐξυπνάδα μας γιά τή φιλομάθειά τους, τή δύ­να­μη τοῦ ἀξιώ­ματός μας γιά τήν ἐξυπη­ρέ­τηση τῶν ἀναγκῶν τους. Ἄν ἔτσι δια­χει­ρισθοῦμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ θ΄ ἀκούσουμε κατά τήν φρικτή ἡμέ­ρα τῆς κρίσεως τήν παρή­γο­ρη φωνή τοῦ δικαιοκρίτου: «Εὖ, δοῦλε ἀγα­θέ καί πιστέ εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ) π. Περικλής Ρίπισης



Από τις πλέον γνωστές και διδακτικές διηγήσεις της Αγίας Γραφής είναι η ιστορία της μεταστροφής και σωτηρίας του Ζακχαίου, που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου. Επρόκειτο για πρόσωπο μισητό μεταξύ των συμπολιτών του, καθότι ήταν τελώνης, είχε θέσει δηλ. τον εαυτό του στην υπηρεσία των Ρωμαίων κατακτητών για την είσπραξη των φόρων. Από την δραστηριότητά του αυτή είχε αποκομίσει τεράστια οικονομικά οφέλη, εις βάρος πολλών συμπατριωτών του, τους οποίους είχε αδικήσει. Φαίνεται, όμως, ότι η διαφθορά δεν τον είχε καταβάλει ολοκληρωτικά. Υπήρχαν μέσα του δυνάμεις αυτοελέγχου και αυτομεμψίας. Γι’ αυτό, όταν ο Ιησούς εισήλθε στην Ιεριχώ, έκανε τα πάντα για να Τον αντικρίσει, να Τον συναντήσει, αδιαφορώντας για τα απαξιωτικά και μειωτικά σχόλια των ανθρώπων.
Στο πρόσωπο του Χριστού είδε την ελπίδα της εξιλέωσης και της έμπρακτης μετάνοιας. Ο Κύριος, διαβλέποντας την διάθεση της ψυχής του, τον καλεί κοντά Του, τού ανακοινώνει ότι θα τον επισκεφθεί στο σπίτι του και διαλαλεί την ανάσταση που συντελέστηκε στην ψυχή του τελώνη όταν εκείνος εξομολογήθηκε το αμαρτωλό παρελθόν του και υποσχέθηκε την αποκατάσταση όσων είχε βλάψει και αδικήσει. Όσοι είδαν την σκηνή σκανδαλίστηκαν. Πώς είναι δυνατόν ο Χριστός να συναναστρέφεται τους αμαρτωλούς; Στο ερώτημα απάντηση έδωσε πολλές φορές ο Ίδιος ο Κύριος: «Δεν ήλθα για να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια» . «Δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς, αλλά οι ασθενείς» . Και ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει την ίδια αλήθεια: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων πρώτος είμαι εγώ» Η αντιμετώπιση του Ζακχαίου από τον Κύριο μάς δίδει την αφορμή να σταθούμε σε τρία κομβικά σημεία της ιστορίας.
Το πρώτο σχετίζεται με την στάση του Ιησού έναντι της αμαρτίας, ως πνευματικής ασθένειας η οποία, πάση θυσία, πρέπει να παταχθεί. Την ίδια στιγμή, ο αμαρτωλός αντιμετωπίζεται ως ο μεγάλος ασθενής, προς τον οποίο οφείλεται αγάπη και ηθική ενίσχυση προκειμένου να ξεπεράσει την ψυχική του ασθένεια. Με άλλα λόγια, ο Χριστός και η Εκκλησίας μας διδάσκουν το μίσος κατά της αμαρτίας, αλλά και την αγάπη προς τον αμαρτωλό. Στην ίδια λογική ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος συμβουλεύει τον καθένα που είναι έτοιμος να επιτεθεί στον αμαρτωλό, ξεχωρίζοντας τον εαυτό του για την δήθεν αρετή του: «Μη μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι. Να μισείς τις αμαρτίες του και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, για να μοιάσεις στον Χριστό, ο οποίος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν γι’ αυτούς».
Το δεύτερο σημείο που θα επισημάνουμε είναι η περίπτωση εκείνη κατά την οποία η αμαρτία γίνεται αφορμή μετανοίας και σωτηρίας. Ο Ζακχαίος είχε φθάσει σε τέτοια μέτρα εκτροπής από το θέλημα του Θεού, ώστε αηδίασε από την αμαρτωλή ζωή του και αναζήτησε μόνος τον δρόμο της μετανοίας. Την περίπτωση αυτή εξηγεί θαυμάσια ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ο οποίος διηγείται το εξής περιστατικό: «Είπε κάποτε ο πνευματικός στον άνθρωπο που πήγε να εξομολογηθεί: Λέγε, παιδί, τι έχεις; Αυτός ήταν σοβαρός, ευσεβέστατος, εξωμολογείτο πολύ συχνά και τότε δεν είχε τίποτα να εξομολογηθεί. Πάτερ, τού λέγει, δεν έχω τίποτα να σάς πω. Τί έπρεπε να κάνει ο πνευματικός; Να χαρεί; Ξέρετε τί τού είπε; Πήγαινε, σε παρακαλώ, να αμαρτήσεις και έπειτα έλα να μού εξομολογηθείς την αμαρτία σου. Καταλάβατε τί νόημα έχει η απάντηση του Γέροντα; Δηλ. πολύ περισσότερο μάς οδηγεί η αμαρτία στον παράδεισο – επειδή μάς ωθεί στη μετάνοια – παρά η καλοσύνη μας και η δικαιοσύνη μας. Διότι οι αρετές μάς κάνουν να μη νιώθουμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, ενώ και εμείς είμαστε αμαρτωλοί, όπως όλοι οι άλλοι» Το τρίτο σημείο στο οποίο θα σταθούμε είναι η έμπρακτη μετάνοια του Ζακχαίου και η απόφαση για ριζική ανατροπή του τρόπου της ζωής του.
Η Εκκλησία μας διδάσκει ότι «η μετάνοια δε μπορεί να εξαντλείται σε μία εντελώς τυπική εξομολόγηση, με το ξεμπέρδεμα των θρησκευτικών μας καθηκόντων και την κατάθεση του βάρους μας για να ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Η μετάνοια είναι η ριζική αλλαγή όλης της ζωής, αναποδογύρισμα, επανατοποθέτηση, επαναπροσανατολισμός, άρνηση και μίσος του κακού, πλήρης αλλαγή νοοτροπίας, αγάπη ολοκάρδια του αγαθού και πιστή και υπομονετική ακολούθησή του» Το παράδειγμα του Ζακχαίου μπορεί να λειτουργήσει υποδειγματικά για όλους μας. Ο Χριστός περιμένει τη δική μας κίνηση, έτοιμος να επιβραβεύσει την επιστροφή μας.
ΑΜΗΝ !

π. Φιλόθεος Φάρος: Το βήμα πριν από το πρώτο βήμα (το περιστατικό με τον Ζακχαίο)


Ο Ζακχαίος "ἐζήτει ἰδεῖν τόν ἐπί συκομορέαν", γιατί αισθανόταν μικρός και νόμιζε ότι θα μεγλάλωνε σκαρφαλώνοντας στην συκομορέα. 

Πολλές φορές και εμείς πιστεύουμε πως θα δούμε τον Ιησού ανεβαίνοντας σε κάποια "συκομορέα", εκείνο που πολύ εκφραστικά λέμε στην "καλάμι" στην καθομιλουμένη.
Μερικές φορές πιστεύουμε π.χ. ότι θα δουμε τον Ιησού αν καβαλήσουμε το καλάμι της "μορφώσεως" και βλέπουμε "αφ' υψηλού" τους άλλους ανθρώπους. 


Άλλοτε πάλι καβαλάμε το καλάμι της "αρετής", ή της "ευσέβειας", ή της "προοδευτικότητας" ή της "εθνικοφροσύνης" ή ακόμα της "ορθοδοξίας". 

Αλλά ο Χριστός που βλέπουμε όντας εμείς καβάλα σε κάποιο καλάμι, είναι μια οφθαλμαπάτη, γι' αυτόν Τον νομίζουμε σαν ένα γλυκερό, ομορφούλη, γλυκομίλητο, αριστοκρατικό και γαλανομάτη ξανθούλη. 
Δεν μπορούμε όμως να έχουμε μια ουσιαστική συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό καβάλα σε κάποιο καλάμι. Δεν μπορούμε να συναντήσουμε το Χριστό ακαδημαϊκά ή εγκεφαλικά. Μόνο μέσα στο χώρο της καρδιάς μας μπορούμε να Τον συναντήσουμε. 
Γι' αυτό και ο Χριστός σε όποιον από εμάς έχει κάποια  περιέργεια, έστω να Τον συναντήσει, λέει αυτό που είπε στον Ζακχαίο: "ἐν τῷ οἴκῳ σου", μέσα στην καρδιά σου "δεῖ με μεῖναι", "σπεύσας", λοιπόν, "κατάβηθι". 
Ανεβαίνουμε όμως στις συκομορέες ή στα καλάμια για να αποστρέψουμε το βλέμμα από την καρδιά μας επειδή συχνά ξέρουμε ότι είναι άντρο δαιμόνων. Το καλάμι είναι απόδραση από τον εαυτό μας που ουσιαστικά δεν εκτιμούμε, δεν τον αγαπάμε. 
Για να εγκαταλείψουμε την άμυνά μας, την απόδρασή μας, τη συκομορέα, πρέπει να μπορέσουμε να νιώσουμε κάποια ουσιαστική αγάπη και εκτίμηση για τον εαυτό μας. 
Αγαπάμε όμως τον εαυτό μας στο ποσοστό που έχουμε δοκιμάσει την αποδοχή και την αγάπη των άλλων. Έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος. Όσο πιο πολύ απορριμμένος αισθάνεται κανείς τόσο περισσότερο αισθάνεται την ανάγκη να ανέβει σε κάποια συκομορέα και να βλέπει τους άλλους "ἀφ' ὑψηλοῦ", δηλαδή να τους απορρίπτει πριν απορρίψουν αυτοί εκείνον. 
Ο Χριστός τερματίζει το φαύλο κύκλο. Ξέρει πως πρέπει  πρώτα να αισθανθεί αγαπημένος ο άνθρωπος για να βρει την δύναμη να αλλάξει, να καθαρίσει την καρδιά του. Γι' υατό και πηγαίνει πρώτος στο Χακχαίο χωρίς να του ζητήσει τίποτε και έτσι του δίνει τη δυνατότητα να αλλάξει και να δώσει "τα ημίση των υπαρχόντων" του "τοῖς πτωχοῖς". Πρώτα έρχεται ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου κι ύστερα έρχεται η αλλαγή, η πνευματική ανάπτυξη και τα καλά έργα. 
Η λειτουργική δόμηση της διαδικασίας που οδηγεί σε μια ουσιαστική συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό εκφράζει μια πραγματικά ασύλληπτη σοφία και κάθε ασήμαντη λεπτομέρειά της έχει απέραντες υπαρξιακές διαστάσεις. 
Ωστόσο, στο ξεκίνημά της θέλει να μας διαβεβαιώσει πως στο όνομα του Ιησού  Χριστού δεν μπορούμε να δικαιώσουμε κανενός ανθρώπου την απόρριψη και κυρίως εκείνου που "νοσεῖ", δηλαδή εκείνου του οποίου η αγάπη έχει ψυχρανθεί είτε αυτό εκφράζεται ιδεολογικά είτε εκφράζεται συμπεριφεριολογικά. 
Στο όνομα του Ιησού Χριστού δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να προσπαθούμε να θερμάνουμε "το καταψυχθέν". "Τί οὖν ἐάν μή θερμαίνηται; Μένε τά σαυτοῦ ποιῶν" (Χρυσόστομος).

Κυριακή ΙΕ' Λουκά [του Ζακχαίου] π. Χερουβείμ Βελέτζας

(Λουκ. 19, 1-10)

Η ιστορία του Ζακχαίου του αρχιτελώνη, που μας διηγήθηκε σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι από τις πλέον γνωστές αλλά και από τις πλέον χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, με γνώμονα την σωτηρία και τη διόρθωσή του.
Έμαθε ο Ζακχαίος ότι ο Χριστός θα βρισκόταν στην Ιεριχώ και ήθελε να Τον δει. Ωστόσο, από τη μια το πλήθος που είχε μαζευτεί στο δρόμο και από την άλλη το ιδιαίτερα μικρό ύψος του, τον εμπόδιζαν να εκπληρώσει την επιθυμία του. Ανέβηκε τότε επάνω σε μια συκομωρέα, για να δει τον Διδάσκαλο που θα περνούσε από εκεί. Όταν ο Ιησούς έφτασε στο σημείο εκείνο, ανασήκωσε το βλέμμα Του και του είπε: “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα θα μείνω στο σπίτι σου”. Όλοι δυσαρεστήθηκαν που ο Διδάσκαλος επρόκειτο να καταλύσει στο σπίτι ενός αμαρτωλού, όμως τότε ακριβώς ο Ζακχαίος εκφράζει και δημοσιοποιεί την αλλαγή που συντελέστηκε μέσα του: “ορίστε, Κύριε”, λέει, “δίνω τη μισή περιουσία μου στους φτωχούς, και όποιον τυχόν αδίκησα του το επιστρέφω στο τετραπλάσιο”. Και ο Χριστός, απαντώντας τόσο στον συνομιλητή Του όσο και στους ανθρώπους που δυσανασχέτησαν, αποκρίνεται: “σήμερα πραγματοποιήθηκε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, καθότι και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήλθε στη γη να αναζητήσει και να σώσει το χαμένο πρόβατο”.
Μέσα από τη διήγηση αυτή, και πέρα από το γεγονός της μεταστροφής του Ζακχαίου έπειτα από τη συνάντησή του με το Χριστό, βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον “αμαρτωλό” άνθρωπο, και την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση του Ιησού. Και τούτο, διότι οι άνθρωποι κρίνουμε τον πλησίον μας ανάλογα με τα εξωτερικά του στοιχεία, ανάλογα με τους λόγους και με τις πράξεις του, και έχουμε την τάση να κρεμάμε στους άλλους την ταμπέλα του “αμαρτωλού”, συχνά θέλοντας ενδόμυχα και ασυναίσθητα να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και να νιώσουμε ότι υπερτερούμε των άλλων. Αγανακτούμε επομένως, όπως και οι άνθρωποι της σημερινής περικοπής, όταν ένας “αμαρτωλός” τολμά να προσεγγίσει το Χριστό, να εισέλθει στην Εκκλησία, να ταράξει την τάξη που έχουμε βάλει στη ζωή μας και να υπερβεί το όριο ανάμεσα στους “ενάρετους” και τους “αμαρτωλούς”, όριο το οποίο εμείς οι ίδιοι έχουμε θέσει σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις.
Ο Χριστός όμως δεν διακρίνει κανένα. Ουδέποτε αποκάλεσε κάποιον “αμαρτωλό”, ούτε καν τον ληστή που σταυρώθηκε μαζί Του. Γιατί, όπως ο Ζακχαίος είναι παιδί του Αβραάμ, κατά τον ίδιο τρόπο όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού, που μας περιβάλλει με την ίδια αγάπη, τόσο τους δίκαιους όσο και τους αμαρτωλούς, και δεν απορρίπτει κανέναν, αλλά ενεργεί πάντοτε με γνώμονα τη σωτηρία μας, την επιστροφή μας δηλαδή στην αγάπη του Θεού και την έξοδό μας από τα σκληρά δεσμά του προσωπικού μας εγωισμού. Ο Χριστός δεν βλέπει το έξωθεν του ανθρώπου, δεν εστιάζει στην αμαρτία, δεν κατακρίνει κανένα, δεν απορρίπτει κανένα, αλλά εστιάζει στο έσωθεν, στην καρδιά του ανθρώπου, στην προοπτική της σωτηρίας, στην δυνατότητα της μετάνοιας, στην αποκατάσταση της ζημιάς που ηθελημένα ή άθελά μας έχουμε προξενήσει στον εαυτό μας αλλά και στους γύρω μας. Και για τον λόγο αυτό μας αγκαλιάζει όλους, μας δέχεται κοντά Του, μας παρέχει την συγγνώμη και μας αλλάζει από μέσα προς τα έξω, με έναν τρόπο που συχνά δεν είναι άμεσα ορατός από τους άλλους γύρω μας, αλλά θέλει χρόνο αρκετό για να φανεί, για να διαλύσει τόσο τη δυσπιστία των ανθρώπων, όσο και την κατάκριση εναντίον μας.
“Δεν ήλθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο”(Ιω. 12,47) θα μας πει ο Χριστός. Δυστυχώς, εμείς που θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας καλούς χριστιανούς, συχνά κρίνουμε και κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας, θέτουμε φραγμούς και όρια, βλέπουμε με περιφρόνηση και πολλές φορές με αηδία τους “αμαρτωλούς”, ξεχνώντας ότι και μόνο με αυτή τη συμπεριφορά μας πέφτουμε στην μεγαλύτερη αμαρτία, αυτή της υπερηφάνειας, που με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο ο Χριστός καυτηρίασε στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Ναι, ο κόσμος πάντοτε συμπεριφέρεται και θα συμπεριφέρεται κρίνοντας και κατακρίνοντας τους άλλους. Η δική μας στάση όμως δεν μπορεί παρά να εναρμονίζεται με τη στάση του Χριστού, δεν μπορεί παρά να κινείται προς την κατεύθυνση της αγάπης, της αποδοχής, της συγγνώμης. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία της αγάπης του Θεού. Διαφορετικά, όσο “καθαροί” και όσο “ενάρετοι” και αν είμαστε, αν δεν έχουμε την καρδιά μας γεμάτη από αγάπη προς τον πλησίον πρώτα κι έπειτα προς τον Θεό, θα είμαστε άνθρωποι κενοί, υποκριτές, χωρίς κανένα πνευματικό όφελος, μονάδες δυστυχείς μέσα στην απομόνωση της “καθαρής” μας εξωτερικής εμφάνισης.