ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

 Κυριακή τῆς Τυρινῆς «Ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν».

Αὐτήν τήν Κυριακή ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει γιά τήν νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Μᾶς ὑπενθυμίζει τόν πρῶτο θρῆνο, τό πρῶτο κλάμα, πού ἔγινε στή γῆ. Ἦταν ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ μετά τήν παρακοή καί τήν ἔξωσή του ἀπό τόν παράδεισο. Δέν ἐτήρησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν ἐντολή τῆς νηστείας καί ἔτσι ἔχασε τόν παράδεισο. Ἀλλοίμονό μου, ἔλεγε ὀδυρόμενος, μία ἐντολή κατεπάτησα  τοῦ Δεσπότου καί ἔχασα, στερήθηκα ὅλα τά ἀγαθά, ὅλες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ.
 Ἄν ἐμεῖς θέλουμε νά νά κερδίσουμε τόν παράδεισο, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά νηστεύσουμε καί μάλιστα, ὂχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς, ἀλλά ὅπως ἀρέσει στόν Θεό. Εὔκολη εἶναι ἡ νηστεία τῆς ἀρεσκείας μας, δύσκολη εἶναι ἡ νηστεία πού θέλει ὁ Θεός. Καί ὁ Χριστός, ὅταν μιλάει γιά νηστεία στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἐννοεῖ τήν δύσκολη νηστεία. Ἄν κάνουμε τήν εὒκολη, τήν ὑποκριτική, μόνο τήν νηστεία τῶν φαγητῶν, τότε δέν ἔχουμε μισθό, τόν χάνουμε.
Πρῶτα ἀπό ὅλα νηστεύουμε κανονικά, δηλ. ὅλη τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶναι αὐθαιρεσία, ἀταξία καί παρανομία νά νηστεύουμε μία ἑβδομάδα στήν ἀρχή καί μία στό τέλος, συνήθως τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἄν ὑπάρχει πρόβλημα ὑγείας, θά συμβουλευτοῦμε εὐσεβῆ γιατρό καί ἔμπειρο πνευματικό καί αὐτοί θά μᾶς ποῦν,θά μᾶς ὑποδείξουν τί θά κάνουμε. Ποτέ μόνοι μας καί χωρίς λόγο δέν θά χαλάσουμε τήν νηστεία.
Μάλιστα δέ σέ περίπτωση πού δέν μποροῦμε νά νηστεύσουμε ἢ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά μικραίνουμε τήν νηστεία μας, θά κάνουμε κάτι ἂλλο, γιά νά ἀναπληρώσουμε τά ὑστερήματα τῆς νηστείας. Π.χ. ὅσοι καπνίζουν νά κόψουν ἢ να ἐλαττώσουν τό κάπνισμα. Νά κόψουν ἢ νά ἐλαττώσουν τήν τηλεόραση. Νά κάνουν μεγαλύτερες προσευχές, κανένα κομποσχοίνι παραπάνω καί, ἄν ἡ ὑγεία τό ἐπιτρέπει, νά κάνουν καί κάποιες μεγάλες μετάνοιες. Νά ἐκκλησιάζωνται τακτικώτερα καί νά ἔρχωνται ἐνωρίτερα στήν Ἐκκλησία. Νά μελετοῦν περισσότερο τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Πολλά μποροῦν νά κάνουν.
Εἶναι σπουδαῖα τά ἀποτελέσματα τῆς νηστείας, φοβερά γιά τούς δαίμονες, ὅταν αὐτή συνοδεύεται  καί ἐνισχύεται ἀπό τήν προσευχή. Τότε ἐκδιώκουμε, κυνηγοῦμε καί μαστιγώνουμε  ἀλύπητα τούς δαίμονες. « Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰμή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ», εἶπε ὁ Κύριος.
Ὥστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, γιά νά εἶναι ἡ νηστεία μας εὐάρεστη στό Θεό, ποτέ δέν εἶναι μόνη της. Συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλα πράγματα, ἀπό ἄλλες ἀρετές καί ἄλλα πνευματικά ἀγωνίσματα.Ποτέ δέν ὁμιλοῦμε μόνο γιά νηστεία φαγητῶν, ἀλλά γιά νηστεία ἁμαρτιῶν. Λέγει πολύ ὡραῖα ἕνα τροπάριο τοῦ Τριωδίου: « Ὅταν, ψυχή μου, νηστεύεις ἀπό φαγητά, ἀλλά δέν καθαρίζεσαι ἀπό τά πάθη, δέν σταματᾶς τήν ἁμαρτία, ἄδικα χαίρεσαι πού δέν τρῶς. Διότι, ἐάν ἡ νηστεία σου δέν γίνεται ἀφορμή πρός διόρθωσή σου, σάν ψεύτικη μισεῖται ἀπό τόν Θεό καί γίνεται ὅμοια μέ τήν νηστεία πού κάνουν οἱ κάκιστοι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ποτέ τους δέν τρώγουν. Μή λοιπόν ἁμαρτάνεις καί προσβάλεις τήν νηστεία, ἀλλά μένε ἀκίνητη στίς ἄτοπες ὁρμές».
Ὥστε ἡ νηστεία εἶναι ἀφορμή  ἀποχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι στροφή  καί πλησίασμα πρός τόν Θεό. Λέγει καί ὁ Μέγας Βασίλειος, « Ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Νά κόψουμε ἁμαρτίες, νά γίνουμε φτωχοί ἀπό ἁμαρτίες. Νά κάνουμε νηστεία μέ μετάνοια.
Ἀκόμη πραγματική νηστεία δέν εἶναι νά  παραγεμίζουμε τό στομάχι μας μέ νηστίσημα φαγητά, τά ὁποῖα πολλές φορές εἶναι ἀκριβότερα. Τρῶμε νηστίσημα, πιό λιτά, πιό φτωχικά, τρῶμε λιγότερο, κάνουμε οἰκονομία, γιά νά ἔχουμε περίσσευμα καί αὐτό νά τό προσφέρουμε στούς φτωχούς ἀδελφούς μας. Εἶναι
ἡ λεγομένη  ἁγία μερίδα, γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες. «Μακάριος ὁ νηστεύων, ἵνα ἐλεήσηται πένητα». Νά λοιπόν πού ἡ νηστεία πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἐλεημοσύνη καί τήν φιλανθρωπία.
Ἐπί πλέον στόν καιρό τῆς νηστείας δέν ἔχουμε διαφορές μέ κανένα ἀδελφό μας, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι σέ ἀλλο καιρό θά εἲχαμε. Συγχωροῦμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας ὅλους ὅσους μᾶς ἐλύπησαν, γιατί τότε μόνο θά συγχωρήσει κι᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός. Νηστεία μέ κακία μέσα μας δέν μᾶς ὠφελεῖ καθόλου, δέν φέρνει κανένα καλό ἀποτέλεσμα. Χάνουμε τόν μισθό μας, διότι εἶναι νηστεία δαιμονική.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄς ἀρχίσουμε νηστεία καθαρή, πραγματική νηστεία, νηστεία θεάρεστη, αὐτήν πού θέλει καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς. Νηστεία φαγητῶν, νηστεία ἁμαρτιῶν καί παθῶν. Νηστεία πού θά συνοδεύεται ἀπό προσευχή, μετάνοια, ἐλεημοσύνη καί συγχωρητικότητα, γιά νά μᾶς ὠφελήσει, γιά νά ἀνοίξει καί γιά μᾶς τήν θύρα τοῦ παραδείσου. Ἔτσι νά ἀξιώσει ὁ Θεός νά διαπλεύσουμε μέ εἰρήνη τό πέλαγος τῆς ἁγίας νηστείας καί νά φτάσουμε νά ἑορτάσουμε τήν Ἁγία Ἀνάσταση, τό Πάσχα Χριστοῦ τό σωτήριο. Ἀμήν.-
 Κυριακή της Τυρινής -«ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»

«ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»
Καθὼς πρόκειται νὰ εἰσέλθουμε στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε στὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, νὰ ἀγωνισθοῦμε πνευματικῶς, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ σὲ τρεῖς πλευρὲς τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, σὲ τρεῖς βασικὲς χριστιανικὲς ἀρετές, ποὺ ὀφείλουμε νὰ καλλιεργήσουμε, γιὰ νὰ διέλθουμε τὴν περίοδο αὐτή.
Πρῶτο βῆμα, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ κατανυκτικὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι ἡ συγχωρητικότητα. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν περίοδος μετανοίας καὶ ἐκζητήσεως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιδείξουμε ἀνάλογη διάθεση συγχωρητικότητος πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει ὁ τελούμενος κατανυκτικὸς ἑσπερινὸς τῆς συγγνώμης. Καὶ φυσικά, ἡ ὑπόμνηση τῆς ἀφέσεως τῶν παραπτωμάτων σκοπὸ ἔχει νὰ μᾶς παρακινήσει νὰ προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, νὰ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ συγχωρητικότητα ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας.
Δεύτερο βασικὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ἡ νηστεία. Ὁ Κύριος τονίζει τὴν σημασία τῆς νηστείας, ἀλλὰ ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸ θέμα τῆς ὑποκριτικῆς νηστείας, ποὺ γίνεται μὲ τρόπο ἐπιδεικτικό, γιὰ νὰ τὴν βλέπουν οἱ ἄλλοι, ὅπως ἔπρατταν οἱ Φαρισαῖοι. Ὁ Κύριός μας προτρέπει σὲ ἀληθινὴ νηστεία εὐάρεστη στὸν Θεὸ Πατέρα.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀληθινὴ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ σώματος, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀποχὴ τῶν τροφῶν καὶ τὴν κατάνυξη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ κακοὺς λογισμούς, πράξεις καὶ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Ἑπομένως, ἡ νηστεία ἔχει διπλὸν χαρακτήρα, σωματικὸ καὶ πνευματικό. Τὸ δεύτερο μέρος ἴσως εἶναι καὶ τὸ δυσκολώτερο, γιατί προϋποθέτει ἐσωτερική, καρδιακὴ ἐργασία, ποὺ γίνεται ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας τὴν βλέπει καὶ τὴν ἀναγνωρίζει.
Πολλὰ ἔχουν γράψει οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Ἐδῶ ἁπλῶς θὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἐντολὴ πανάρχαια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐδόθη στοὺς Πρωτοπλάστους στὸν Παράδεισο. Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι «ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις, μὲ σκοπὸν νὰ συντρίψουμε τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὸν σκοπὸν τῆς εὐσεβείας» (Μέγας Βασίλειος), «εἶναι φωτισμὸς ψυχῆς, θύρα κατανύξεως, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα πολυλογίας, ἄφεση ἁμαρτιῶν» (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Τρίτο σημεῖο, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε, εἶναι σὲ ποιὰ πράγματα δίνουμε ἀξία καὶ προβάδισμα, σὲ τί προσκολλᾶται ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία μας. «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν», μᾶς λέγει ὁ Κύριος. Ἄνθρωποι προσκολλημένοι στὰ γήινα καὶ φθαρτά, στὶς ψεύτικες χαρὲς τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἔχουν θεό τους τὸ χρῆμα, σπαταλοῦν ἀνοήτως τὴν ζωή τους μὲ μέριμνες καὶ ἄγχος γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ φευγαλέου πλούτου. Δυστυχῶς, τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια, νὰ θυμηθοῦν τὸν Θεό, νὰ ζή- σουν πνευματικῶς.
Ὁ Κύριος μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ ἀναζητήσουμε τὸν ἀληθινὸ θησαυρό, ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς εὐσεβείας καὶ τὰ ἔργα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς θησαυρὸς κάθε χριστιανοῦ, ποὺ δὲν κινδυνεύει νὰ χαθεῖ, νὰ κλαπεῖ ἢ νὰ φθαρεῖ, καθὼς εἶναι ἀποταμιευμένος στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐν κατακλεῖδι, θὰ λέγαμε ὅτι τρεῖς ἀρετὲς πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε ἐντονώτερα, τὴν συγχωρητικότητα, τὴν νηστεία, καὶ τὸν πλοῦτο τῆς εὐσεβείας (τὸν ἀληθινὸ θησαυρό), ὥστε νὰ βιώσουμε γνησίως καὶ βα- θέως τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Ορθόδοξος Τύπος, 21/02/2014
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ 2-3-2014
Ό,τι κερδίζουμε καὶ κατορθώνουμε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἠθική μας τελείωση, εἶναι θησαυρὸς ἀσύλητος, καὶ μάλιστα προσωπικός, ἀναφαίρετος θησαυρός. Δὲν εἶναι τὰ "περὶἡμᾶς",ἀλλὰ "ἡμεῖς", οὐδὲ κἄν τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἀλλ’ ἡ ψυχή μας, ἡ πνευματικὴἐντός μας ἀξία, ἡὕπαρξή μας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁἀγῶνας ποὺ κάνουμε εἶναι, γιὰ νὰ ζήσουμε πνευματικά, ὀφείλουμε νὰ τὸν κάνουμε σωστά, π.χ. λέγει ὁ Κύριος, γιὰ νὰὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴ νηστεία, νὰ τὴν κάνουμε μὲ σωστὸ τρόπο, γιατί ὅσοι νηστεύουν λάθος "ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν" (Ματθ. 6,16). Σήμερα πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς θὰ θέλαμε νὰ δείξουμε κάποιες καταστάσεις ποὺ δὲν ἀφήνουν νὰ καρποφορήσει ἡ νηστεία καὶ μᾶς ἀφαιροῦν τὸν πνευματικὸ μισθό.

              Πρῶτα πρῶτα ὑπάρχει μία λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ θεσμὸ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνο ἀποχὴἀπὸὁρισμένες τροφές, ἀλλ’ εἶναι καὶ ταπείνωση, μετάνοια καὶἐσωτερικὴ συντριβή. Ὄχι μόνον σωματικὴ κάθαρση μὲ λιτὴ δίαιτα, μὰ καὶἐσωτερικὸς πνευματικὸς ἀνακαινισμός. Βεβαίως, ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺἔδωσε ὁ Θεὸς εἶναι ἐντολὴ νηστείας ἀπὸ συγκεκριμένη τροφὴ καὶἡ παράβασή της ἔφερε τὴν ἔξωση τοῦἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὁ Μωυσῆς, ὁ Κύριος, ὁ Παῦλος καὶ οἱἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας νήστευαν. Ἡ νηστεία εἶναι τὸ μέσον κι ὄχι ὁ σκοπός. Ὁ σκοπὸς εἶναι ἡἐγκράτεια καὶἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦἀνθρώπου κι ὄχι ἡ αὐτοδικαίωση. Πολλοὶ πιστεύουν πὼς εἶναι ἡ πρώτη ἀρετὴ κι ἄλλοι φρονοῦν πὼς εἶναι ἕνας παρεξηγημένος θεσμός, ποὺ εἶναι ἄχρηστος γιὰ τὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ μάλιστα τὴν εἰρωνεύονται καὶ τὴν ἐμπαίζουν. Δὲν ἐξισώνεται ἡ νηστεία μὲ τὴ δίαιτα, ποὺ εἶναι δύο διαφορετικὲς καταστάσεις.

Ἡ νηστεία πρέπει νὰ γίνεται μὲἀγαθὴ διάθεση κι ἀπὸἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ κι ὄχι γιὰ νὰ "φανῶμεν τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες" (ὅπ.π.). Ὁἱερὸς Χρυσόστομος γράφει πὼς ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ξεπεράσαμε καὶ τοὺς ὑποκριτές. Γνωρίζω, λέγει ὁἅγιος, πολλοὺς ποὺ δὲν νηστεύουν, κι ἄλλους ποὺἐπιδεικνύονται μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νηστείας. Ἐπίσης, ξέρω κι ἀνθρώπους ποὺἐνῶ δὲν νηστεύουν "τὰ τῶν νηστευόντων προσωπεῖα περίκεινται", ντύνονται δηλ. τὶς μάσκες τῶν νηστευτῶν. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἀκόμη πιὸἀσυνεπεῖς, ποὺἐνῶ δὲ νηστεύουν, διδάσκουν τοὺς ἄλλους γιὰ τὴ νηστεία. Ἡἀνθρωπαρέσκεια δὲν ἔχει θέση στὴ νηστεία. Κάνουμε νηστεία, γιατί συμμετέχουμε στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ἡ νηστεία μᾶς βοηθάει στὸν ἀγῶνα ποὺ κάνουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Ἡ δαιμονικὴἐνέργεια δὲν ἀποθρασύνεται στὸν καιρὸ τῆς νηστείας καὶἐπὶ πλέον "οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διὰ νηστείας τὴν ψυχὴν κεκαθαρμένοις", δηλ. οἱ φύλακες ἄγγελοί μας, λέγει ὁ Μ.Βασίλειος, μὲ καλύτερη διάθεση παραμένουν σὲ κείνους ποὺ καθαρίζουν τὴν ψυχή τους μὲ νηστεία. Ἀκόμη ὁἴδιος θὰ προσθέσει πὼς ἄγγελοι Θεοῦ καταγράφουν τοὺς νηστεύοντες "καθ’ ἑκάστην Ἐκκλησίαν". Μὲ τὴν νηστεία ἑλκύουμε τὴν χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲν σταματᾶ νὰ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἐκδιώκεται "εἰ μὴἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ". (Ματθ. 17,21).

Τώρα ποὺἀχίζει τὸ στάδιο τῆς νηστείας κι ὁ νοῦς μας εἶναι στραμμένος στὸ Πάσχα, καλούμαστε νὰ νηστεύσουμε σωματικὰ καὶ ψυχικά. "Λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας", γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Εἶναι ἡ νηστεία ἡ δεκάτη τοῦ χρόνου ποὺὀφείλουμε στὸ Θεό. Ἡ συστολὴ τοῦὕπνου, τῆς τροφῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων συντρίβει τὴν καρδιὰ καὶ μᾶς κάνει νὰ πενθοῦμε γιὰ τὰἁμαρτήματά μας. Ἡ παράκληση τῶν πενθούντων εἶναι ἡ ζωντανὴἐπαφή μας μὲ τὸν Θεό. Τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας πιθανῶς νὰ συναντήσουμε διάφορα ἐμπόδια, ὥστε νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖἡ πνευματικὴ αὐτὴἄσκηση, ὅπως π.χ. ἀντεγκλήσεις μὲ τὸ περιβάλλον μας, μνησικακία ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων καὶ κακότητα. Μολύνονται οἱἡμέρες τῆς νηστείας μὲ τὰ πάθη μας.

Ἂς μὴν πτοηθοῦμε. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια, γιὰ νὰἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ περάσουμε μὲ εἰρήνη τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ – 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

(Μτθ. στ΄ 14-21)

«Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν Οὐρανῷ».

Εἰσερχόμεθα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ περίοδο, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀφιερώσουμε στὸ Θεό. Σὲ μιὰ ἐποχὴ προσοχῆς, προσευχῆς, νηστείας, ψυχικῆς ἀναγεννήσεως, ἀνατάσεως, σὲ μιὰ περίοδο ψυχικοῦ καθαρμοῦ καὶ καλυτέρας χριστιανικῆς ζωῆς.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά. Εἶναι ἕνας τρόπος προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα δύσκολο ταξίδι. Οἱ μεγάλες ἑορτές μας δίδουν τὴν εὐκαιρία συνατήσεώς μας μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία τὸν τρόπο τῆς νηστείας, μὲ τὴν ἐξάσκηση τῆς ὁποίας προετοιμάζονται οἱ ψυχὲς καὶ εὐτρεπίζονται γιὰ τὴν ὥρα τῆς μεγάλης συναντήσεως.

Ἡ νηστεία ἀφορᾶ τὸν ὅλον ἄνθρωπο. Νηστεία θὰ πεῖ ἐγκράτεια τοῦ στομάχου, ἀλλὰ καὶ τῶν κακιῶν, καθαρμὸς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ἡ νηστεία, ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, συμβαδίζει μὲ τοὺς κανόνες τῆς φυσικῆς ὑγιεινῆς ποὺ ἰδιαίτερα σήμερα ἔχει μεγάλη πέραση. Ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει δὲν πρέπει νὰ τρώει πολὺ φαγητό, οὔτε ποικιλίες φαγητῶν, ἀλλὰ ἕνα εἶδος περιορισμένο. Γι’ αὐτὸν ἀπαγορεύονται τὰ λιπαρά, τὰ οἰνοπνευματώδη˙ ἐπιτρέπονται τὰ φροῦτα, οἱ ξηροὶ καρποί, τὰ ὄσπρια καὶ τὰ λαχανικά. Κι αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ σωματικὴ πλευρὰ τῆς νηστείας.

Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ πνευματική. Γιὰ τὴν πρώτη ἴσως ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, γιὰ τὴν δεύτερη ἴσως καμμία, ἀφοῦ ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν συνεπάγεται καμμιὰ σωματικὴ

δυσάρεστη ἐπίπτωση. Ἡ πνευματικὴ νηστεία ἀφορᾶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ σκιρτήματα τῆς ψυχῆς. Νηστεύω πνευματικὰ θὰ πεῖ ἀγωνίζομαι νὰ κόψω τὰ πάθη μου, προσπαθῶ νὰ καθαρίσω τὴν ψυχή μου. «Ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωση, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας» ψάλλομε σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας. Τί ὠφελεῖ ἂν νηστεύουμε στὶς τροφὲς καὶ κολυμποῦμε στὸν βοῦρκο τῶν ἡδονῶν καὶ τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων; Ἢ ἂν δὲ τρῶμε κρέας καὶ μὲ τὴν γλώσσα μας καταρρακώνουμε ὑπολήψεις ἀνθρώπων. Τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ νηστεία τροφική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐξαντλητική, ἂν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα ἀπαλλαγῆς μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες; Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔχει μεγάλη ἀξία ἡ ὑπόδειξη τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου καὶ παθῶν μὴ καθαρεύουσα μάτην ἐπαγάλλει τῇ ἀτροφίᾳ˙ εἰ μὴ γὰρ ἀφορμὴ σοὶ γένηται πρὸς διόρθωσιν ὡς ψευδής, μισεῖται παρὰ Θεοῦ καὶ τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦται τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις» (Ἰδιόμ. Τετάρτης Τυρινῆς).

Γιὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη ἡ νηστεία πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετές, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. Ὅπως τὸ πτηνό, ἐὰν δὲν ἔχει φτερά, δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, ἂν δὲν ἔχει προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνυψώσει στὸ Θεό. Ἔτσι ἡ νηστεία ἀποδεικνύεται ἀρχὴ μετανοίας (Μέγας Βασίλειος).

Στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς μᾶς δίνει ὁ Κύριος πολύτιμες ὁδηγίες γιὰ νὰ πετύχουμε ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ καρποφορία, μᾶς συνιστᾶ νὰ μὴ θησαυρίζουμε «θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς». Ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ θησαυρίσει. Βασανίζεται ἀπὸ τὸν πυρετὸ τῆς πλεονεξίας. Θέτει ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ κερδίσει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα, νὰ ἀποκτήσει σπίτια καὶ κτήματα καὶ λίρες. Νὰ θησαυρίσει. Ἐργάζεται,

κοπιάζει, ἀγωνίζεται γιὰ πολλά, ὅλο καὶ πιὸ πολλά. Βλέπει τὸ χρῆμα καὶ τὸ λατρεύει. Ναί. Ἀλλὰ γίνεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δοῦλος τοῦ χρήματος. Ὑποδουλώνει τὴν ψυχὴ του στὸ χρῆμα. Μιὰ τέτοια ὑποδουλωμένη ψυχῆ δὲν ἔχει ἀνώτερο πνευματικὸ κόσμο. Δὲν γνωρίζει Θεό. Καταδικάζει ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ τὸν ἑαυτό της σὲ μαρασμό, σὲ θάνατο. Γι’ αὐτό, λέγει ὁ Κύριος: «Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τῷ Οὐρανῷ». Θησαυρίζετε μέσα στὴν ψυχή σας τὴν πίστη. Τὴν ταπείνωση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγάπη. Θησαυρίζετε θησαυροὺς καλῶν ἔργων.

Μᾶς συνιστᾶ ἀκόμη νὰ προσέξουμε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θρησκεύουμε. Καὶ ἀπευθύνεται στὸ σημεῖο αὐτὸ ἰδιαιτέρως στοὺς χριστιανοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν στενώτερες σχέσεις μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μᾶς παρουσιάζει τὴν ὑποκριτικὴ θρησκευτικότητα τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι νήστευαν, ὄχι γιὰ νὰ γυμνασθοῦν στὴν ἐγκράτεια, ὄχι γιὰ νὰ ὠφελήσουν στὴν ψυχή τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅταν νήστευαν, ἔμειναν ἀπεριποίητοι καὶ ἀκάθαρτοι, γιὰ νὰ φαίνονται ἀδύνατοι στὸ πρόσωπο καὶ καταβαβλημένοι ἀπὸ τὴν νηστεία. Ὄχι τέτοια θρησκευτικότητα. Ὁ Θεὸς ζητεῖ εἰλικρίνεια στὶς διαθέσεις μας καὶ πολὺ περισσότερο στὰ ζητήματα τῆς πίστεώς μας. Σκοπὸς τῆς νηστείας, τὴν ὁποία θέτει, ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ἡ ψυχική μας ὠφέλεια. Δὲν εἶναι ἡ ἐπίδειξη γιὰ καύχηση. Κατ’ ἀναλογίαν πρέπει νὰ προσέχουμε κάθε ἐκδήλωση τῆς πίστεώς μας.

Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐξευγενίζουν τὸν ἄνθρωπο, καθαρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐλευθερώνουν τὸν ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν κακῶν ἕξεων. Ἀκόμη συντελοῦν στὴν καλὴ ὑγεία τοῦ σώματος.

Κανεὶς ποτὲ δὲν ἀρρώστησε ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια. Ἀπεναντίας ἡ ἀκράτεια καὶ ἡ λησμονιὰ γίνεται πρόξενος πολλῶν ψυχοσωματικῶν ἀσθενειῶν, ποὺ σήμερα ἰδιαίτερα βασανίζουν πολλούς.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δεμένος στὸ ὄχημα τῆς καταναλωτικῆς καὶ ὑλιστικῆς κοινωνίας δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τὴν ὠφέλεια τῆς ἐγκράτειας. Θιασώτης τῆς θεωρίας τῆς «ἀπελευθέρωσης» ἔχει μεταβάλει τὴν καρδιά του σὲ κέντρο χαμηλῶν ἐπιθυμιῶν μέσα στὶς ὁποῖες καθημερινὰ κυλιέται, μὲ τὴν λαιμαργία πάχυνε τὸν λογισμό του καὶ ἄναψε στὴν σάρκα του τὴν πύρωση τῶν ἐπιθυμιῶν.

Ἡ Ἐκκλησία σήμερα μᾶς προτρέπει νὰ ἀναλάβουμε τὸν καλό της νηστείας ἀγώνα. Ἃς ἀποφύγουμε, λοιπόν, τὸν κόρο (τόν χορτασμό) γιὰ νὰ μὴν ἀνάψουμε περισσότερο τὸ ἔμφυτο πῦρ τῆς σαρκός. Ἃς μελετήσουμε καλύτερα τὴν ψυχική μας κατάσταση. Ἃς ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεό μας φωτισμὸ καὶ δύναμη γιὰ μιὰ περισσότερη χριστιανικὴ ζωή. «Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος. Ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας. Ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός», ὅπως ἀξίως «εἰς τὴν τριήμερον ἀνάστασιν καταντήσωμεν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σώζοντος τᾶς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (17-3-2013)

«Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». (Ματθ. στ΄, 15).

Φο­βε­ρός κα­τα­πέλ­της καί εὔ­στο­χη βο­λί­δα πού κα­τα­κερ­μα­τί­ζει τήν ψυ­χι­κή δι­ά­θε­ση εἶ­ναι, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου μας πού ἀ­κού­σα­με. Τί λέ­γει; Μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­τι, ἐ­άν δέν συγ­χω­ροῦ­με τά πταί­σμα­τα τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας, οὔ­τε ὁ Θε­ός θά συγ­χω­ρή­ση τά δι­κά μας ἐ­γ­κλή­μα­τα καί κα­κουρ­γή­μα­τα. Μά­λι­στα!! Κα­κουρ­γή­μα­τα εἶ­ναι ὅ­σα πράτ­του­με καί πολ­λῷ μᾶλ­λον ὅ­ταν εὐ­καί­ρως-ἀ­καί­ρως ἐκ­στο­μί­ζου­με τόν φο­βε­ρό ἐ­κεῖ­νο καί βδε­λυ­ρό λό­γο πρός τόν συ­νάν­θρω­πό μας καί τόν στέλ­νου­με στόν ἀ­ντί­δι­κο δι­ά­βο­λο. Καί μό­νο αὐ­τή ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι δυ­να­τή νά μᾶς χω­ρί­ση ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.

Εἴ­δα­με τήν πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρι­α­κή τῆς Κρί­σε­ως, ὅ­πως λέ­γε­ται, ὅ­τι ὁ Θε­ός Πα­τήρ ἔ­δω­σε τήν κρί­ση στόν Υἱ­ό Του. Καί ὁ Υἱ­ός, ὅ­πως βλέ­που­με στό ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, δί­νει τό μέ­τρο τῆς κρί­σε­ως σέ μᾶς. Ἐ­κεῖ­νο πού μᾶς συμ­φέ­ρει, ὅ­ταν μᾶς κρί­νει ὁ Θε­ός, εἶ­ναι νά μᾶς λυ­πη­θῆ καί νά μᾶς συγ­χω­ρή­ση. Γι­α­τί ἀλ­λι­ῶς, ὅ­πως λέ­γει ὁ Ψαλ­μω­δός, «τὶς ὑ­πο­στή­σε­ται»; Δη­λα­δή, ποι­ός μπο­ρεῖ νά στα­θῆ μπρο­στά στόν Θε­ό καί νά ἀ­ντέ­ξη τήν φο­βε­ρή κρί­ση Του; Αὐ­τό ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό ἐ­μᾶς τούς ἴ­δι­ους. Εἶ­ναι στό χέ­ρι μας νά λά­βου­με τήν συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τόν Θε­ό. Συγ­χώ­ρα καί θά συγ­χω­ρη­θῆς. Ἀ­γά­πα καί θά σ᾿ ἀ­γα­πή­ση ὁ Θε­ός. Γι­ά νά μᾶς λέ­γη ὁ Ἴ­δι­ος ὁ Κρι­τής γι­ά τήν ἀ­νε­ξι­κα­κί­α –καί τό ἔ­χει ἐ­πα­να­λά­βει καί σέ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις- ση­μαί­νει πώς αὐ­τό ἔ­χει τή με­γα­λύ­τε­ρη σπου­δαι­ό­τη­τα γι­ά τήν ζω­ή μας καί γι­ά τή σω­τη­ρί­α μας στήν ἄλ­λη ζω­ή. Κα­λή εἶ­ναι καί ἡ σω­στή θρη­σκευ­τι­κή ζω­ή μας, τά κα­λά ἔρ­γα, οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες σβή­νουν πλῆ­θος ἁ­μαρ­τι­ῶν, κα­τά τόν Ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, ἄ­ρι­στη ἡ συμ­με­το­χή μας στά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί δή στό κε­ντρι­κό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, μέ τό ὁ­ποῖ­ο γι­νό­μα­στε σύσ­σω­μοι καί σύ­ναι­μοι Χρι­στοῦ. Με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α ἔ­χουν οἱ ἐ­πι­σκέ­ψεις μας σέ ἀρ­ρώ­στους, ἀ­νή­μπο­ρους καί ἐν­δε­εῖς ἀ­δελ­φούς μας καί πολ­λά ἄλ­λα. Ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­μως, δέν ἀρ­κοῦν νά μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας. «Ἕν σοι λεί­πει». Ἀ­κό­μα ἕ­να σοῦ λεί­πει, μᾶς λέ­γει ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα. Δεῖ­ξε ἔ­λε­ος, γι­ά νά λά­βης ἔ­λε­ος. Δεῖ­ξε μα­κρο­θυ­μί­α, γι­ά νά ἔ­χης ὅ­λη τήν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η μου μα­ζί σου, μᾶς λέ­γει.

Φαί­νε­ται, ὅ­μως, πώς ὑ­πάρ­χει δυ­σκο­λί­α σέ ὅ­σα ἀ­να­φέρ­θη­καν. Κι ἐ­πει­δή οἱ Πρω­τό­πλα­στοι, τῶν ὁ­ποί­ων τήν ἐ­ξο­ρί­α ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο μᾶς θυ­μί­ζει σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­δει­ξαν ἐ­γω­ϊ­στι­κή στά­ση ἀ­πέ­να­ντι στόν Θε­ό, χω­ρίς νά ζη­τή­σουν τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη συγ­γνώ­μη γι­ά τό πα­ρά­πτω­μά τους, γι᾿ αὐ­τό τόν λό­γο καί πα­ρέ­μει­ναν στήν ἀ­θλι­ό­τη­τα πού τούς ἀ­κο­λού­θη­σε κι αὐ­τή τήν ἄ­θλι­α εἰ­κό­να κλη­ρο­δό­τη­σαν σ᾿ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Καί μᾶς λέ­γει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος στόν πε­ρί­φη­μο λό­γο του «Πε­ρί ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου» ὅ­τι ἐ­άν ζη­τοῦ­σαν συγ­γνώ­μην πά­ραυ­τα ἀ­πό τόν Θε­ό, τό­τε θά συ­ντό­μευ­αν οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες τῆς ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως τῶν Πρω­το­πλά­στων, ἀλ­λά πά­λι θά χρει­α­ζό­ταν ἡ ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ, δι­ά τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου.

Ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­λα ὅ­σα λέ­γο­νται στό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τά κα­τα­λα­βαί­νου­με καί τά δε­χό­μα­στε. Μά δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά τά τη­ρή­σου­με. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι προ­σπα­θοῦν νά ἐ­ξη­γή­σουν μέ τήν λο­γι­κή τά θεῖ­α λό­γι­α. Τό­τε τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο γί­νε­ται βα­ρύ καί ἀ­σή­κω­το γι­ά τόν τρό­πο ζω­ῆς μας.

Ἄς προ­σέ­ξου­με, λοι­πόν, πο­λύ. Νά εὐ­χό­μα­στε, ἡ θεί­α χά­ρις νά φω­τί­ζη τήν δι­ά­νοι­ά μας, ὥ­στε νά δεί­χνου­με συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα με­τα­ξύ μας, γι­ά νά γί­νη ὁ Θε­ός ἵ­λε­ως, εὐ­σπλαγ­χνι­κός ἀ­πέ­να­ντί μας. Ἀ­μήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (26-2-2012)

Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ τῆς Τυ­ρι­νῆς, ἀ­γα­πη­τοί μου, εἶ­ναι τὸ προ­α­νά­κρου­σμα τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης πε­ρι­ό­δου τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ποὺ ἐ­ντο­νό­τε­ρα ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη στι­γμὴ ὁ χρι­στι­α­νὸς κα­λεῖ­ται νὰ ζεῖ ὡς μέ­το­χος τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ μας. Αὐ­τὴ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο, γυ­ρεύ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πὸ τὰ παι­δι­ά της νὰ ζή­σουν τὴν χαρ­μο­λύ­πη καὶ τὸ χα­ρο­ποι­ὸ πέν­θος της, νὰ γί­νουν φι­λό­θε­οι ἢ νὰ πα­ρα­μεί­νουν φι­λό­ϋ­λοι, νὰ κα­τα­θέ­σουν τὸν θη­σαυ­ρό τους στὸν δρό­μο Του ἤ στὴν σα­πί­λα τοῦ κό­σμου. Μᾶς κα­λεῖ νὰ ρι­χτοῦ­με στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να γι­ὰ τὴν λα­μπρό­τε­ρη νί­κη, γι­ὰ τὴν πρα­γμα­το­ποί­η­ση τοῦ ὑ­ψη­λό­τε­ρου ἔρ­γου ἐ­πά­νω στὴ γῆ, τὴν ἠ­θι­κὴ τε­λει­ο­ποί­η­ση, τὸν ἐ­ξα­γι­α­σμὸ καὶ τὴν σω­τη­ρί­α μας, ὑ­πεν­θυ­μί­ζο­ντάς μας τὴν με­γά­λη ἀ­ρε­τὴ τῆς συγ­γνώ­μης, τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως.

Ὅ­πως, ἐ­ὰν θέ­λου­με νὰ τα­ξι­δέ­ψου­με μὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε με­τα­φο­ρι­κὸ μέ­σο, πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε ἐ­φο­δι­α­σμέ­νοι μὲ τὸ ἀ­νά­λο­γο εἰ­σι­τή­ρι­ο, ἔ­τσι καὶ ὅ­ταν θέ­λου­με νὰ τα­ξι­δέ­ψου­με, ἀ­πὸ τὴν γῆ στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ κα­τα­κτή­σου­με τοὺς θη­σαυ­ροὺς τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, χρει­α­ζό­μα­στε ἐ­πί­σης εἰ­σι­τή­ρι­ο. Γι᾿ αὐ­τὸ τὸ εἰ­σι­τή­ρι­ο μᾶς μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς στὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο. «Ἐ­ὰν ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τα πα­ρα­πτώ­μα­τα ὑ­μῶν».  Ἂν θέ­λε­τε νὰ ἔρ­θε­τε μα­ζί μου, ἂν θέ­λε­τε νὰ τα­ξι­δέ­ψε­τε στὸν οὐ­ρα­νό, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ σᾶς ἔ­βλα­ψαν, ποὺ σᾶς ἔ­κα­ναν κά­ποι­ο κα­κό. Χω­ρὶς τὴν συγ­χω­τη­τι­κό­τη­τα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με οὔ­τε βῆ­μα.

Μᾶς προ­τρέ­πει λοι­πὸν καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, πρὶν ἀρ­χί­σου­με τὸν ἀ­γώ­να, πρὶν προ­σέλ­θου­με στὰ μυ­στή­ρι­α, πρὶν γευ­θοῦ­με τὴ χα­ρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πρὶν κά­νου­με ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο βῆ­μα, νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὴν καρ­δι­ά μας καὶ νὰ βά­λου­με μέ­σα τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Νὰ ξε­χά­σου­με αὐ­τὰ ποὺ μᾶς ἔ­χουν κά­νει, νὰ ἀ­φή­σου­με κά­θε πι­κρί­α, νὰ σβή­σου­με κά­θε ἀρ­νη­τι­κὸ ἀ­πό­η­χο ἀ­πὸ τὴν καρ­δι­ά μας. Τὸ πρῶ­το βῆ­μα, συ­νε­πῶς, καὶ ἡ πρώ­τη ἀ­ρε­τὴ εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ὅ­λοι ξέ­ρου­με πό­σο εὔ­κο­λη εἶ­ναι στὸν ὁ­ρι­σμό της καὶ πό­σο δύ­σκο­λη στὴ πρα­κτι­κή της· εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τὴ τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως. Πρέ­πει νὰ ἁ­γι­ά­σου­με τὸν χῶ­ρο. Καὶ γι­ὰ νὰ γί­νει αὐ­τό, πρέ­πει νὰ ἁ­γι­ά­σου­με τὸν δι­κό μας καρ­δι­α­κὸ χῶ­ρο, τὸν χῶ­ρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πο­στά­σε­ώς μας· αὐ­τόν, ποὺ ἐ­νῷ εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος νὰ λει­τουρ­γεῖ ὡς χῶ­ρος τοῦ προ­σώ­που μας, στὸν ὁ­ποῖ­ον νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται καὶ νὰ ἀ­να­παύ­ε­ται ὁ Θε­ός, συ­νή­θως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς χῶ­ρος τοῦ ἐ­γώ μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ τὰ πά­θη τῆς φι­λαυ­τί­ας μας. Τὸ πρῶ­το βῆ­μα γι­ὰ νὰ ἁ­γι­α­σθεῖ ὁ χῶ­ρος τῆς ψυ­χῆς μας εἶ­ναι νὰ δε­χθοῦ­με τοὺς ἄλ­λους μέ­σα μας.

Ἀ­γα­πη­τοί μου, πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι καυ­χῶ­νται γι­ὰ τὴν δύ­να­μη ποὺ ἔ­χουν. Τὰ κρά­τη καυ­χῶ­νται γι­ὰ τὴν δύ­να­μη τῶν ὅ­πλων, ποὺ δι­α­θέ­τουν. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δι­κή μας δύ­να­μη εἶ­ναι τὸ νὰ ζη­τοῦ­με συγ­γνώ­μη, ἀλ­λὰ καὶ νὰ συγ­χω­ροῦ­με. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­σφα­λὲς εἰ­σι­τή­ρι­ο γι­ὰ τὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ κό­σμος σή­με­ρα γι­ὰ νὰ ζή­σει ἔ­χει ἀ­νά­γκη ἀ­πὸ τὴν με­γα­λο­σύ­νη τῆς συγ­γνώ­μης, ποὺ σβή­νει φω­τι­ές, ποὺ κα­τα­λα­γι­ά­ζει τὰ πά­θη, ποὺ φυ­γα­δεύ­ει τὶς ἔ­ρι­δες, ποὺ στή­νει γέ­φυ­ρες, ποὺ γι­α­τρεύ­ει σω­θη­κὰ καὶ πλη­γές, ποὺ ἀ­φή­νει στὰ χέ­ρι­α τοῦ Θε­οῦ τὴν κρί­ση γι­ὰ τὸν ἄλ­λο. Συ­νι­στᾷ ὄ­ντως πρά­ξη βα­σι­λι­κή τὸ νὰ συγ­χω­ροῦ­με. Γι­α­τί ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πά­ντο­τε ἐ­κεῖ­νος ποὺ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες καὶ ποὺ συμ­βι­βά­ζει δι­α­φω­νί­ες. Ἐρ­χό­μα­στε πολ­λὲς φο­ρὲς σὲ δι­ά­στα­ση ὁ ἕ­νας μὲ τὸν ἄλ­λον καὶ σχε­δὸν αἰ­σθα­νό­μα­στε δυ­στυ­χεῖς, ὅ­ταν ἀλ­λη­λο­συ­να­ντι­ώ­μα­στε χω­ρὶς νὰ μι­λᾶ­με. Μὰ σὰν βρε­θεῖ ὁ ἕ­νας καὶ ἐκ­φρά­σει τὴν λύ­πη του γι᾿ αὐ­τό, ἡ ἔ­ρι­δα τα­κτο­ποι­εῖ­ται. Τὸ νέ­φος πα­ρέρ­χε­ται. Τὸ θαῦ­μα τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως ἔ­χει τε­λε­στεῖ καὶ ἡ ἱ­ε­ρουρ­γί­α τῆς συγ­γνώ­μης ἔ­δω­σε τοὺς καρ­πούς της.

Ἡ συγ­γνώ­μη, ἀ­δελ­φοί μου, γεν­νά­ει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δὲν εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ὅποιος δὲν συγ­χω­ρεῖ. Ἡ συγ­γνώ­μη πο­δο­πα­τεῖ τὶς ἐ­νο­χὲς καὶ δι­ώ­χνει ἀπ᾿ τὶς καρ­διές τὸν φό­βο. Ὁ ἄν­θρω­πος τῆς συ­γνώ­μης γνω­ρί­ζει ν᾿ ἁ­πλώ­νει τὰ χέρια καὶ νὰ καρ­φώ­νε­ται στὸ ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ, ἐ­κεῖ ἀ­να­παύ­ε­ται καὶ ἀ­να­παύ­ει κι ἄλ­λους. Δὲν ὑ­πάρ­χει τρό­πος καὶ τό­πος ν᾿ ἀ­να­παύ­ει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση βα­θύ­τε­ρα, πιὸ ἀ­λη­θι­νὰ καὶ θεαν­θρώπι­να ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ σταυ­ροῦ τῆς συ­γ­γνώ­μης. Μό­νο ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ κρύ­βει μέ­σα του τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς συ­γγνώ­μης μπο­ρεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ «για­τί» τοῦ σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ, τὸν λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο Ἐ­κεῖ­νος πέ­θα­νε: πέ­θα­νε γιὰ νὰ μᾶς κα­τα­στή­σει ἄ­ξι­ους συγ­γνώ­μης, ὥ­στε νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ λά­βου­με τέ­λει­α καὶ πλή­ρη τὴν συγ­γνώ­μη τοῦ Θε­οῦ.

«Κά­ποι­ος ἀ­δελ­φός της Σκή­της κά­πο­τε ἔ­σφα­λε, γρά­φει τὸ γε­ρο­ντι­κό. Ἔ­γι­νε συ­γκέ­ντρω­ση, στὴν ὁ­ποί­α κά­λε­σαν τὸν ἀβ­βᾶ Μω­υ­σῆ, ἀλλ᾿ αὐ­τὸς δὲν θέ­λη­σε νὰ πά­ει. Τοῦ πα­ρήγ­γει­λε τό­τε ὁ πρε­σβύ­τε­ρος: «Ἔ­λα γι­α­τί σὲ πε­ρι­μέ­νουν ὅ­λοι». Κι ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε κρα­τώ­ντας στὴν πλά­τη ἕ­να τρύ­πι­ο κα­λά­θι ποὺ τὸ γέ­μι­σε ἄμ­μο. Οἱ Πα­τέ­ρες ποὺ βγῆ­καν νὰ τὸν προ­ϋ­πα­ντή­σουν τοῦ λέ­νε: «τί εἶ­ναι αὐ­τὸ πά­τερ; «οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μου -ἀ­πα­ντά­ει ὁ Γέ­ρο­ντας- ποὺ κυ­λοῦν καὶ πέ­φτουν πί­σω μου καὶ δὲν τὶς βλέ­πω. Κι ἦλ­θα ἐ­γὼ σή­με­ρα νὰ κρί­νω τὰ σφάλ­μα­τα τοῦ ἄλ­λου». Ὅ­ταν τὰ ἄ­κου­σαν οἱ πα­τέ­ρες δὲν εἶ­παν τί­πο­τα ἐ­να­ντί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ, ἀλ­λὰ τὸν συγ­χώ­ρε­σαν.

Μὲ αὐ­τὸ τὸ ὅ­πλο τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τος ἂς ἀ­γω­νι­σθοῦ­με νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ὸς νὰ φτά­σου­με αἰ­σί­ως νι­κη­ταὶ στὸ τέρ­μα καὶ νὰ προ­σκυ­νή­σου­με τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.
ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (14-2-2010)

Ἀ­πό αὔ­ρι­ο εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Εἶ­ναι ἡ πι­ό κα­τα­νυ­κτι­κή πε­ρί­ο­δος τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους, ἡ καρ­δι­ά θά λέ­γα­με τῆς λα­τρευ­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Σκο­πός αὐ­τῆς τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου εἶ­ναι ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α μας γι­ά τόν ἑ­ορ­τα­σμό τοῦ Πά­σχα. Αἴ­τη­μά μας εἶ­ναι νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με «προ­σκυ­νῆ­σαι τά Πά­θη καί τήν Ἁ­γί­αν Ἀ­νά­στα­σιν» τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Καί αὐ­τό ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να πού ἀ­να­λαμ­βά­νου­με νά δι­ε­ξα­γά­γου­με.

Πά­ντο­τε ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει νά ἀ­γω­νί­ζε­ται τόν κα­λόν ἀ­γῶ­να τῆς Πί­στε­ως. Ὅ­μως ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή προ­ϋ­πο­θέ­τει με­γα­λύ­τε­ρη ἔ­ντα­ση καί με­θο­δι­κώ­τε­ρη προ­σπά­θει­α.

Θέ­λο­ντας ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά μᾶς βγά­λη ἀ­πό τήν θα­να­τη­φό­ρο πο­ρεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού ἄρ­χι­σε μέ τήν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων, ἐ­πέ­λε­ξε τήν ση­με­ρι­νή ἀ­πο­στο­λι­κή Πε­ρι­κο­πή, στήν πύ­λη τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, γι­ά νά μᾶς βο­η­θή­ση νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν ση­μα­σί­α τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου καί, κά­νο­ντας ἐ­ντα­τι­κώ­τε­ρο ἀ­γῶ­να, νά βρε­θοῦ­με ἕ­τοι­μοι «ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος θά ἔλ­θη».

«Ἡ νὺξ προ­έ­κο­ψεν, ἡ δὲ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν». Μέ νύ­κτα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ πα­ρών βί­ος, ἐ­πει­δή ὑ­πό­κει­ται στήν ἐ­πή­ρει­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού συμ­βο­λί­ζε­ται μέ τό σκο­τά­δι. Ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή καί ὀ­νο­μά­ζε­ται ἔ­τσι λό­γῳ τῆς λα­μπρό­τη­τάς της καί ἐ­πει­δή τό­τε πρό­κει­ται νά φα­νε­ρω­θοῦν τά κρυ­πτά τοῦ σκό­τους.

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πει νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σου­με σω­στά τόν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας καί νά τόν με­τα­ποι­ή­σου­με σέ και­ρό σω­τη­ρί­ας, μέ τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὕ­πνου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας.

Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­πο­δέ­χε­ται τό προ­σκλη­τή­ρι­ο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τό σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί προ­σεγ­γί­ζει τό πλή­ρω­μα τοῦ θεί­ου φω­τός. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ὡς σκο­τά­δι, πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο, ὥ­στε νά χά­ση τήν πρα­γμα­τι­κή θέ­ση του στό ὅ­λο ἔρ­γο τῆς ὑ­λι­κῆς κτί­σε­ως καί κα­τά συ­νέ­πει­αν τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Θε­ό-Δη­μι­ουρ­γό. Μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρι­πα­τεῖ στό σκο­τά­δι τῆς νύ­κτας, γι᾿ αὐ­τό καί χά­νει ἀ­πό μπρο­στά του τήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι «τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νὸν τὸ φω­τί­ζον καὶ ἁ­γι­ά­ζον πά­ντα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον». Τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ πού «φαί­νει πᾶ­σι» δι­α­λύ­ει τήν νύ­κτα καί τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους.

Σ᾿ αὐ­τή τή ζω­ή ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λουν δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους καί νά πε­ρι­πα­τοῦν «εὐ­σχη­μό­νως», πού ση­μαί­νει σύμ­φω­να μέ τό σχῆ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μας ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τό τό «εὐ­σχη­μό­νως» δεί­χνει τό σω­στό σχῆ­μα πού κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νά ὁ­λο­κλη­ρώ­ση κα­τά τήν ἐ­πί­γει­α πο­ρεί­α του.

Ἀ­ντί­θε­τα, τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους, ὅ­πως τά ξε­φα­ντώ­μα­τα καί τά με­θύ­σι­α, οἱ σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες, οἱ φι­λο­νι­κί­ες καί ὁ φθό­νος εἶ­ναι ἔρ­γα «ἀ­σχη­μο­σύ­νης», δη­λα­δή ἔρ­γα πού πα­ρα­μορ­φώ­νουν τήν θε­ϊ­κή εἰ­κό­να τοῦ ἀν­θρώ­που. Στήν ἐ­πο­χή μας ἡ τρα­γω­δί­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τά τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους δέν τά δι­α­πράτ­τει μό­νο στά σκο­τά­δι­α, ἀλ­λά καί μέ­σα στό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας. Ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος καυ­χι­έ­ται γι­ά τέ­τοι­α «κα­τορ­θώ­μα­τα» καί θέ­λει νά τά βλέ­πουν καί οἱ ἄλ­λοι, γι­ά νά τόν θαυ­μά­ζουν.

Ὅ­μως δέν ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν «ἔρ­γων τοῦ σκό­τους». Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς ἀ­ρε­τῆς καί ὅ­λων ἐ­κεί­νων πού συ­νι­στοῦν τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Τήν δεύ­τε­ρη αὐ­τή πλευ­ρά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τήν πα­ρου­σι­ά­ζει μέ τήν θαυ­μά­σι­α εἰ­κό­να τῆς ἐν­δύ­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ: «Ἐν­δύ­σα­σθε τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν». Αὐ­τό ση­μαί­νει ὁ Χρι­στός νά ἐ­νοι­κή­ση μέ­σα μας καί νά ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί Του. Τό θέ­λη­μά μας νά συ­νταυ­τι­σθῆ μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Νά ἀ­πο­κτή­σου­με «νοῦν Χρι­στοῦ». Ὅ­πως δι­δά­σκει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὀ­φεί­λου­με νά ἐν­δυ­θοῦ­με τόν Χρι­στό «οὐ κα­τὰ τὸν ἔ­ξω ἄν­θρω­πον, ἀλλ᾿ ἵ­να τὸν νοῦν ἡ­μῶν ἡ τοῦ Θε­οῦ μνή­μη πε­ρι­σκε­πά­ζει».

Ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῶν ἐ­ντο­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τόν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­και­νι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στήν ἐ­ντο­λή τῆς ἀ­γά­πης πού ἀ­γκα­λι­ά­ζει ἀ­δι­α­κρί­τως ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Ἀ­πό­στο­λος ζη­τεῖ ἀ­πό τόν πι­στό νά ἀ­γα­πᾶ κά­θε ἄν­θρω­πο καί νά δεί­χνη συ­γκα­τά­βα­ση σέ ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­σθε­νι­κή πί­στη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς εἰ­σά­γει στόν χῶ­ρο τῆς νη­στεί­ας καί μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ νη­στεί­α θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν ἀ­γά­πη πρός τόν συ­νάν­θρω­πο. Ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­κρί­νουν καί νά κα­τα­δι­κά­ζουν τούς ἀ­δυ­νά­τους στήν πί­στη ἤ καί αὐ­τούς ἀ­κό­μη πού Τόν ἀρ­νοῦ­νται.

Ἀ­δελ­φοί μου, σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση το­πο­θε­τεῖ τόν ἄν­θρω­πο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Γι­ά τήν πρα­γμά­τω­ση τῆς σω­στῆς με­τα­νοί­ας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ρει στόν κά­θε πι­στό τή νη­στεί­α, τήν προ­σευ­χή, τήν Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, γι­ά νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση μέ ἀ­πο­κλει­στι­κό κί­νη­τρο καί κρι­τή­ρι­ο τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Α­ΜΗΝ.
ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (5-3-2006)
                      

Ἀ­πό αὔ­ρι­ο εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Εἶ­ναι ἡ πι­ό κα­τα­νυ­κτι­κή πε­ρί­ο­δος τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους, ἡ καρ­δι­ά θά λέ­γα­με τῆς λα­τρευ­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Σκο­πός αὐ­τῆς τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου εἶ­ναι ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α μας γι­ά τόν ἑ­ορ­τα­σμό τοῦ Πά­σχα. Αἴ­τη­μά μας εἶ­ναι νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με «προ­σκυ­νῆ­σαι τά Πά­θη καί τήν Ἁ­γί­αν Ἀ­νά­στα­σιν» τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Καί αὐ­τό ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να πού ἀ­να­λαμ­βά­νου­με νά δι­ε­ξα­γά­γου­με.

Πά­ντο­τε ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει νά ἀ­γω­νί­ζε­ται τόν κα­λόν ἀ­γῶ­να τῆς Πί­στε­ως. Ὅ­μως ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή προ­ϋ­πο­θέ­τει με­γα­λύ­τε­ρη ἔ­ντα­ση καί με­θο­δι­κώ­τε­ρη προ­σπά­θει­α.

Θέ­λο­ντας ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά μᾶς βγά­λη ἀ­πό τήν θα­να­τη­φό­ρο πο­ρεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού ἄρ­χι­σε μέ τήν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων, ἐ­πέ­λε­ξε τήν ση­με­ρι­νή ἀ­πο­στο­λι­κή Πε­ρι­κο­πή, στήν πύ­λη τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, γι­ά νά μᾶς βο­η­θή­ση νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν ση­μα­σί­α τῆς ἱ­ε­ρῆς πε­ρι­ό­δου καί, κά­νο­ντας ἐ­ντα­τι­κώ­τε­ρο ἀ­γῶ­να, νά βρε­θοῦ­με ἕ­τοι­μοι «ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος θά ἔλ­θη».

«Ἡ νὺξ προ­έ­κο­ψεν, ἡ δὲ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν». Μέ νύ­κτα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ πα­ρών βί­ος, ἐ­πει­δή ὑ­πό­κει­ται στήν ἐ­πή­ρει­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού συμ­βο­λί­ζε­ται μέ τό σκο­τά­δι. Ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή καί ὀ­νο­μά­ζε­ται ἔ­τσι λό­γῳ τῆς λα­μπρό­τη­τάς της καί ἐ­πει­δή τό­τε πρό­κει­ται νά φα­νε­ρω­θοῦν τά κρυ­πτά τοῦ σκό­τους.

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πει νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σου­με σω­στά τόν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας καί νά τόν με­τα­ποι­ή­σου­με σέ και­ρό σω­τη­ρί­ας, μέ τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὕ­πνου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας.

Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­πο­δέ­χε­ται τό προ­σκλη­τή­ρι­ο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τό σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί προ­σεγ­γί­ζει τό πλή­ρω­μα τοῦ θεί­ου φω­τός. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ὡς σκο­τά­δι, πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο, ὥ­στε νά χά­ση τήν πρα­γμα­τι­κή θέ­ση του στό ὅ­λο ἔρ­γο τῆς ὑ­λι­κῆς κτί­σε­ως καί κα­τά συ­νέ­πει­αν τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Θε­ό-Δη­μι­ουρ­γό. Μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρι­πα­τεῖ στό σκο­τά­δι τῆς νύ­κτας, γι᾿ αὐ­τό καί χά­νει ἀ­πό μπρο­στά του τήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι «τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νὸν τὸ φω­τί­ζον καὶ ἁ­γι­ά­ζον πά­ντα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον». Τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ πού «φαί­νει πᾶ­σι» δι­α­λύ­ει τήν νύ­κτα καί τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους.

Σ᾿ αὐ­τή τή ζω­ή ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λουν δι­ά τῆς με­τα­νοί­ας τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους καί νά πε­ρι­πα­τοῦν «εὐ­σχη­μό­νως», πού ση­μαί­νει σύμ­φω­να μέ τό σχῆ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μας ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τό τό «εὐ­σχη­μό­νως» δεί­χνει τό σω­στό σχῆ­μα πού κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νά ὁ­λο­κλη­ρώ­ση κα­τά τήν ἐ­πί­γει­α πο­ρεί­α του.

Ἀ­ντί­θε­τα, τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους, ὅ­πως τά ξε­φα­ντώ­μα­τα καί τά με­θύ­σι­α, οἱ σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες, οἱ φι­λο­νι­κί­ες καί ὁ φθό­νος εἶ­ναι ἔρ­γα «ἀ­σχη­μο­σύ­νης», δη­λα­δή ἔρ­γα πού πα­ρα­μορ­φώ­νουν τήν θε­ϊ­κή εἰ­κό­να τοῦ ἀν­θρώ­που. Στήν ἐ­πο­χή μας ἡ τρα­γω­δί­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τά τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους δέν τά δι­α­πράτ­τει μό­νο στά σκο­τά­δι­α, ἀλ­λά καί μέ­σα στό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας. Ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος καυ­χι­έ­ται γι­ά τέ­τοι­α «κα­τορ­θώ­μα­τα» καί θέ­λει νά τά βλέ­πουν καί οἱ ἄλ­λοι, γι­ά νά τόν θαυ­μά­ζουν.

Ὅ­μως δέν ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν «ἔρ­γων τοῦ σκό­τους». Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς ἀ­ρε­τῆς καί ὅ­λων ἐ­κεί­νων πού συ­νι­στοῦν τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Τήν δεύ­τε­ρη αὐ­τή πλευ­ρά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τήν πα­ρου­σι­ά­ζει μέ τήν θαυ­μά­σι­α εἰ­κό­να τῆς ἐν­δύ­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ: «Ἐν­δύ­σα­σθε τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν». Αὐ­τό ση­μαί­νει ὁ Χρι­στός νά ἐ­νοι­κή­ση μέ­σα μας καί νά ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί Του. Τό θέ­λη­μά μας νά συ­νταυ­τι­σθῆ μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Νά ἀ­πο­κτή­σου­με «νοῦν Χρι­στοῦ». Ὅ­πως δι­δά­σκει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὀ­φεί­λου­με νά ἐν­δυ­θοῦ­με τόν Χρι­στό «οὐ κα­τὰ τὸν ἔ­ξω ἄν­θρω­πον, ἀλλ᾿ ἵ­να τὸν νοῦν ἡ­μῶν ἡ τοῦ Θε­οῦ μνή­μη πε­ρι­σκε­πά­ζει».

Ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῶν ἐ­ντο­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τόν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­και­νι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στήν ἐ­ντο­λή τῆς ἀ­γά­πης πού ἀ­γκα­λι­ά­ζει ἀ­δι­α­κρί­τως ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Ἀ­πό­στο­λος ζη­τεῖ ἀ­πό τόν πι­στό νά ἀ­γα­πᾶ κά­θε ἄν­θρω­πο καί νά δεί­χνη συ­γκα­τά­βα­ση σέ ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­σθε­νι­κή πί­στη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς εἰ­σά­γει στόν χῶ­ρο τῆς νη­στεί­ας καί μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ νη­στεί­α θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν ἀ­γά­πη πρός τόν συ­νάν­θρω­πο. Ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­κρί­νουν καί νά κα­τα­δι­κά­ζουν τούς ἀ­δυ­νά­τους στήν πί­στη ἤ καί αὐ­τούς ἀ­κό­μη πού Τόν ἀρ­νοῦ­νται.

Ἀ­δελ­φοί μου, σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση το­πο­θε­τεῖ τόν ἄν­θρω­πο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Γι­ά τήν πρα­γμά­τω­ση τῆς σω­στῆς με­τα­νοί­ας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ρει στόν κά­θε πι­στό τή νη­στεί­α, τήν προ­σευ­χή, τήν Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, γι­ά νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση μέ ἀ­πο­κλει­στι­κό κί­νη­τρο καί κρι­τή­ρι­ο τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Α­ΜΗΝ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (13-3-2005)

Εἶναι γνωστό πώς, ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, τόν ἔβαλε μέσα στόν Πα­ράδεισο. Ἐκεῖ ζοῦσε κοντά Του, μέχρι τήν ὥρα πού οἱ Πρωτόπλαστοι ἔφαγαν ἀπ᾿ τόν ἀπαγορευμένο καρπό, μή ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τό ἀπο­τέ­­λεσμα ἦταν ἡ ἐκδίωξή τους ἀπ᾿ τή γνήσια πατρίδα τους, τόν Παράδεισο. Ἡ πτώ­­ση καί ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Θεό καί τόν Παράδεισο δέν τελειώνει σ᾿ ἐ­­κεῖ­­νον. Μᾶς ἔρριξε ὅλους σ᾿ ἕνα χῶρο μακριά ἀπό τόν Θεό, ὅπου τό πιό χαρα­κτη­ριστικό γνώρισμά του εἶναι ὁ θάνατος.

Ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἄφησε. Ἔστειλε τόν Υἱό Του, τόν Χριστό, ἔγινε ἄνθρω­πος, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, γιά νά ἀναστήση κι ἐμᾶς κοντά Του. Ὁ Θεάν­θρω­πος Χριστός ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία, ὡς ἄλλο πνευματικό θερα­πευ­τή­ριο, θεραπεύει τίς ἀδυναμίες μας, συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς ἑνώ­νει μέ τόν Θεό. Ὡς πνευματικό νοσοκομεῖο ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ πολλούς τρό­πους θεραπείας, ὅπως τά ἅγια Μυστήρια, τίς νηστεῖες, τίς γιορτές καί ὅλη τή λει­τουργική ζωή της.

Μιά σπουδαία λατρευτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καί ἡ Μεγάλη Τεσ­σα­ρακοστή, πού ἀρχίζει αὔριο, Καθαρά Δευτέρα. Ἔχει σκοπό νά μᾶς προετοι­μά­ση νά ζήσουμε τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἀπό χθές τό βρά­δυ στόν Ἑσπερινό καί σήμερα στόν Ὄρθρο, πολλά τροπάρια μᾶς μιλοῦσαν γιά τήν ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο. Γιατί, ἆραγε; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μέ πολ­λή σοφία ἔβαλαν στήν θύρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, σήμερα δηλαδή, τήν ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς ἐξορίας. Γιατί ἡ ἐξορία αὐτή ἔχει σχέση μέ τή νηστεία. Τήν θεί­α ἐντολή τῆς νηστείας ἀθέτησε ὁ Ἀδάμ καί τά ἔχασε ὅλα καί διώχθηκε ἀπ᾿ τόν Πα­ράδεισο. Ἀπ᾿ αὐτό μποροῦμε νά καταλάβουμε πόσο σημαντικός, ὠφέλιμος καί ἀναγκαῖος γιά τή σωτηρία μας εἶναι ὁ θεσμός τῆς νηστείας.

Πολλοί λόγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἀκόμα καί γιά τούς θρησκευτικά ἀδιάφορους ἀν­θρώπους, ἐπιβάλλουν τή νηστεία ὡς ἀπαραίτητη. Ἀφήνουμε τούς παιδαγωγι­κούς, ψυχολογικούς, οἰκονομικούς, κοινωνικούς λόγους καί τούς λόγους ὑγείας, γιά νά δοῦμε τίς πνευματικές προϋποθέσεις γιά τήν πραγματική νηστεία.

Καί πρέπει νά ἔχη ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ κάθε Χριστιανός πώς ἡ νηστεία δέν πρέπει νά εἶναι μόνο σωματική, δηλαδή, μόνο ἀποχή ἀπ᾿ τίς τροφές, ἀλλά καί πνευ­μα­τική, δηλαδή, ἀγώνας ἐναντίον τῶν παθῶν. Χθές στόν Ἑσπερινό ἀκούσαμε: «νη­στεύ­σωμεν, ἀδελφοί, σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας». Χωρίς τήν πνευματική νηστεία, ἡ ἀποχή ἀπό τά φαγητά μέ­νει ἕνας ὑποκριτικός καί φαρισαϊκός τύπος. Τί νά τήν κάνω τή νηστεία, ὅταν, μι­σών­τας, κατηγορώντας καί ἀδικώντας τόν ἀδελφό μου, τρώγω τήν σάρκα του; Ἡ νηστεία, μαζί μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως, γίνεται χαλι­νά­ρι πού μᾶς συγκρατεῖ ἀπό κάθε ἁμαρτία. Μᾶς βοηθεῖ νά λέμε «ὄχι» στή σάρκα καί στήν ὕλη, πού βασιλεύουν στή σημερινή κοινωνία.

Ὅταν νηστεύουμε ἀπό φαγητά, ἄς νηστέψη καί ἡ γλῶσσα μας ἀπό τήν αἰ­σχρο­λογία, τήν κατάκριση, τήν βλασφημία, τό ψέμμα. Ἄς νηστέψουν καί τά χέρια μας ἀπό τήν κλοπή καί τίς ἄλλες ἁμαρτίες. Ἄς νηστέψουν καί τ᾿ αὐτιά μας ἀπό ἄ­σχημα ἀκούσματα. Ἄς νηστέψουν καί τά μάτια μας ἀπό ἄσεμνα θεάματα.

Μιά ἄλλη ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά σωστή νηστεία εἶναι ἡ συγχωρη­τι­κό­τητα, γιά τήν ὁποία ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἀκούσαμε νά λέγη ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀ­φήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος». Ἄνθρωποι, λέγει, ἐάν ἐσεῖς συγχω­ρή­σετε τά σφάλματα πού διέπραξαν ἐναντίον σας οἱ ἄνθρωποι, τότε καί ὁ Πατέ­ρας σας ὁ οὐράνιος συγχωρεῖ ὅσες ἁμαρτίες πράξατε ἐνώπιόν Του. Ἄν δέν συγ­χω­ρήσετε τά σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας, οὔτε ὁ Θεός συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες σας. Ἐμεῖς, ἆραγε, συγχωροῦμε τά σφάλματα τῶν συνανθρώπων μας; Ἄν δέν τό κά­νουμε αὐτό, πῶς περιμένουμε νά προκόψουμε πνευματικά; Πῶς περιμένουμε νά δεχθῆ ὁ Θεός τίς νηστεῖες μας, τόν ἐκκλησιασμό μας καί τά δῶρα μας; Πῶς θά κοινωνήσουμε τό Ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου καί τό Τίμιο Αἷμα Του; Ὁ Θεός, διά στόματος τοῦ Προφήτου Ἀμώς, μᾶς λέγει: «Ἐμίσησα καί ἀπέρριψα τίς ἑορτές σας, δέν θά ὀσφρανθῶ τίς θυσίες σας κατά τίς μεγάλες ἑορτές καί πανηγύρεις σας».

Ἀδελφοί μου, αὔριο μπαίνουμε στό στάδιο τῆς νηστείας. Ἄς ξεκινήσουμε τα­πει­νά, χωρίς ἐπιδείξεις, τήν νηστεία μας, χωρίς νά κατακρίνουμε αὐτούς πού δέν νη­στεύουν καί, ὅταν χρειάζεται, ἄς ὁμολογοῦμε ὅτι νηστεύουμε ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία.

Ἡ νηστεία, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς: «Νηστεία ἡ πάντων τοῦ βίου μεταβολή». Ἄς μήν ἀλλάξη μόνο τό περιεχόμενο τῆς χύτρας. Ἄς ἀλ­λάξη καί τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς, νοοτρο­πία. Ἡ νηστεία, εἰδικά μέσα στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι δεῖ­γμα μετανοίας. ΑΜΗΝ.
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
 (22-2-2004)

Ἡ σημερινή Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο ὄνομα. Λέγεται Κυ­ρια­κή τῆς Τυρινῆς. Ἀπό αὔριο ἀρχίζει ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Μεγά­λη Τεσσαρακοστή. Τό στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀνοίγει ἀπό αὔριο, «οἱ βουλόμε­νοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε», ὅσοι, δηλαδή, θέλετε νά συμμετάσχετε στά πνευ­­ματικά αὐτά ἀ­γω­νίσματα ἄς μπῆτε, ἀκούσαμε σήμερα σ᾿ ἕνα τροπάριο τοῦ  Ὄρ­θρου, ἐπίκαιρο ὅσο ποτέ, λόγῳ καί τῆς ἐπικείμενης Ὀλυμπιάδας.

Ἕνα ἀπό τά ἀγωνίσματα εἶναι καί ἡ νηστεία μέ τήν ἐγκράτεια, στήν ὁποία ἀνα­φέρ­θηκε καί ὁ Χριστός στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.

­          Ὅποιος λέει ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα δέν νηστεύουν, εἶναι ἔξω ἀπό τήν πρα­γμα­τικό­τη­­τα. Ποτέ κατά τό παρελθόν οἱ ἄνθρωποι δέ νήστευαν τόσο πολύ ὅσο σή­με­ρα. Μάλιστα γιά μερικούς ἡ νηστεία θά ἔπρεπε νά ὀνομασθῆ ἀσιτία, ἀφοῦ γιά με­γάλες περιόδους δέν τρῶ­νε σχεδόν καθόλου καί περνοῦν μέ νερό ἤ φροῦτα ἤ μέ ἕνα ὡρισμένο εἶδος τρο­φῆς. Νηστεύουν σήμερα οἱ ἄν­θρωποι. Νηστεύουν ὅμως ὄχι ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὅ­πως θέλουν αὐτοί. Νηστεύουν γιά νά κρατοῦν τή σι­λουέτα τους. Νηστεύουν γιατί πά­σχουν ἀπό κάποια ἀρρώστεια. Νηστεύουν γιατί τούς τό ἐπιβάλλει ὁ γιατρός. Ἡ νηστεία τους εἶναι ἐγωκεντρική, δέν εἶναι πνευματι­κή. Κι ἀκόμα εἶναι περιορισμένη μόνο στό στο­μά­χι γιά λό­γους σαρκικούς· δέν ἐ­πε­κτείνεται στά μάτια, στή γλῶσ­σα, στήν ἀκοή, σ᾿ ὅλες τίς αἰσθήσεις.

          Γιά τήν Ἐκκλησία ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνο ἀποχή ἀπό τά φαγητά. Εἶναι ἕνας τρό­πος προ­σεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα δύσκολο ταξίδι. Ὅπως οἱ Πρωτόπλα­στοι, λόγῳ τῆς λαι­­μαργίας τους ἐκδιώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο, ἔτσι κι ὅλοι ἐ­μεῖς θά ξαναμποῦμε στή Βα­­σιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τή νηστεία. Οἱ μεγάλες ἑορτές μᾶς δίδουν τήν εὐκαιρία συν­αν­τή­σε­­ώς μας μέ τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία τόν τρόπο τῆς νηστείας μέ τήν ἐ­ξά­­σκηση τῆς ὁποίας προετοιμάζονται οἱ ψυχές καί εὐ­τρεπίζονται γιά τήν ὥρα τῆς μεγάλης συ­ναντήσεως. Ἡ νηστεία ἀφορᾶ τόν ὅλο ἄν­θρωπο. Γιά τήν Ἐκκλησία νηστεία θά πῆ ἐγ­κρά­­τεια τοῦ στομάχου, ἀλλά καί τῶν κα­κιῶν, καθαρισμός τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ἡ νη­στεία, ὅπως τήν ὁρίζει ἡ Ἐκ­κλη­σια, συμβαδίζει μέ τούς κανόνες τῆς φυσικῆς ὑγιεινῆς. Ἡ πνευματική νηστεία ἀ­φο­ρᾶ τίς ἐπιθυμίες καί τά σκιρτήματα τῆς ψυχῆς. Νηστεύω πνευ­μα­τι­κά θά πεῖ ἀγω­νί­ζομαι νά κόψω τά πάθη μου, προσπαθῶ νά καθα­ρίσω τήν ψυχή μου. «Ἀ­λη­­­θής νη­στεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλο­τρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψεύ­δους καί ἐπιορκίας», ψάλλουμε σήμερα στήν Ἐκκλη­σία. Τί ὠφελεῖ ἄν νηστεύ­σου­με στίς τροφές καί κολυμ­ποῦμε στό βοῦρκο τῶν ἡδονῶν; Ἤ ἄν δέν τρῶμε κρέ­ας καί μέ τή γλῶσ­σα μας καταρρακώνουμε ὑπολήψεις; Τί ἀξία μπορεῖ νά ἔχη μιά νη­στεία σωματική, ἔστω κι ἄν εἶναι ἐξαντλητική, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τόν ἀγώ­να ἀπαλλαγῆς μας ἀπό τά πά­θη καί τίς κακίες;

Γιά νά εἶναι ὁλοκληρωμένη ἡ νηστεία πρέπει νά συνο­δεύεται ἀπό ἀρετές, καί ἰδίως ἀ­πό τίς ἀρετές τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐλεημοσύνης. «Ὅπως τό πτηνό, ἐάν δέν ἔχει φτερά δέν μπορεῖ νά πετάξη, ἔτσι καί ἡ νηστεία, ἄν δέν ἔχη προσευχή καί ἐ­λε­ημοσύνη, δέν μπο­ρεῖ νά μᾶς ἀνυψώση στό Θεό. Ἔτσι ἡ νηστεία ἀποδεικνύεται ἀ­ρχή μετανοίας», γράφει ὁ Μέ­γας Bασίλειoς.

Ποιά εἶναι τά ὀφέλη τῆς νηστείας; Κατ᾿ ἀρχήν ταπεινώνει τή σάρκα. Ἡ πο­λυφαγία καί ἡ πολυποσία ἐξάπτουν τίς ἐπιθυμίες καί τά σαρκικά πάθη. Ἡ νηστεία κα­τευνάζει τά πάθη, ἠ­ρε­μεῖ τά ἡδονικά σκιρτήματα τῶν ὁρμῶν καί ἀπαλλάσσει τόν ὀρ­­γανισμό ἀπό τήν ἔνταση τῶν τοξινῶν. Ὁ ἄνθρωπος πού νη­στεύει μπορεῖ νά ἐγ­κρα­τεύεται.

Ἀκόμη θεραπεύει τήν ψυχή καί τό σῶμα. Μέ τή νηστεία χαλυβδώνεται ἡ θέλη­ση, κα­θα­ρίζεται ὁ νοῦς, ἠρε­μοῦν τά συναισθήματα, ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή, ἀνακου­φί­­ζεται τό σῶ­μα, παιδαγωγοῦνται οἱ ἐπιθυμίες, εἰρηνεύει ἡ συνείδηση, φωταγωγεῖ­ται ἡ ψυχή. Στήν πε­ρίοδο τῆς νη­στείας ἐκείνος πού χωρίς γογγυσμό νηστεύει καί χαί­ρεται τή στέρηση, αἰ­σθά­νεται ἀνάλαφρος, ἤρεμος, πράος, εὐ­διάθετος, εὐχάρι­στος. Ἡ νηστεία ἀποτοξινώνει τόν ὀργα­νισμό καί συντελεῖ στήν ἁρμονική λειτουρ­γία τῶν ὀργά­νων τοῦ σώματος. «Ἡ νη­στεία» λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεο­λό­γος «ὅπως ὁ ἥλιος σιγά-σιγά ἐκλεπτύνει καί διαλύει τήν ὁμίχλη, ἔτσι κι αὐτή ἀπελαύνει καί διαλύει τόν ζόφο τῆς ψυχῆς».

Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἡ νηστεία βοηθεῖ στήν ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν, ἀφοῦ ἀνα­ζη­τοῦ­με πε­­ρισσότερο τίς πνευματικές εὐκαιρίες, τήν προσευχή, τήν πνευματική μελέτη. Ἔτσι ἡ νη­στεία κατατροπώνει τόν διάβολο.

          Γιά τή δύναμη τῆς νηστείας στήν ἀπομάκρυνση τῶν δαιμόνων γράφει ὁ Μέγας Ἀθα­νά­σιος. «Ἐκεῖνος πού ταλαιπωρεῖται ἀπό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐάν καταλάβη καί χρη­σιμο­ποι­ή­σει τό φάρμακο τῆς νηστείας, ἀμέσως τό πονηρό πνεῦμα στενοχωρού­με­νον ἀναχω­ρεῖ, φοβούμενον τήν νηστείαν». Ἄλλως τε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν βρέ­θηκε μπροστά στό δαιμονιζόμενο εἶπε: «Τοῦτο τὸ γένoς οὐκ ἐκπo­ρεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».

          Ἀδελφοί μου! Ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο νηστεύει ὁ περισσότερος κόσμος σήμε­ρα χα­ρα­κτηρίζεται ἀπό τήν κενοδοξία­ καί συνεπῶς εἶναι ἀνώφελος γιά τήν ψυχή. Οἱ ἄνθρωποι σή­μερα θέλουν νά νηστεύουν, δέν ἔχουν ὅμως τή δύναμη νά ὑπα­κού­σουν στήν Ἐκκλησία. Τά βιβλία τῆς ὑγιεινῆς διατροφῆς γίνονται ἀνάρπαστα, κα­νείς ὅμως δέν ἀνοίγει τά βι­βλία τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μελετήση καί νά ἐφαρμόση τούς δικούς της ὅρους «ὑγιεινῆς δια­τροφῆς», πού ὠφελοῦν ὄχι μόνο τό σῶμα, ἀλ­λά καί τήν ψυχή.

          Ἄς ἀγαπήσουμε τή νηστεία, ἄς ὑπακούσουμε στήν Ἐκκλησία, ἄς προχωρήσουμε πρός τόν Χριστό. Μᾶς καλεῖ καί μᾶς περιμένει. ΚΑΛΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. 
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

(17 Μαρτίου 2002)

Μέ τή χά­ρη καί τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ φθά­σα­με καί φέ­τος, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, στή ση­με­ρι­νή Κυ­ρι­α­κή τῆς Τυ­ρι­νῆς, ὅ­πως τήν ὀ­νο­μά­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Φθά­σα­με στά πρό­θυ­ρα τῆς Σα­ρα­κο­στῆς.

Ἀ­πό αὔ­ρι­ο ἀρ­χί­ζει ἡ κα­τα­νυ­κτι­κή πε­ρί­ο­δος τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς πού ἔ­χει ὡς τέρ­μα της τή Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα. Ἀ­νοί­γει ἕ­να πνευ­μα­τι­κό στά­δι­ο, «οἱ βου­λό­με­νοι ἀ­θλῆ­σαι εἰ­σέλ­θε­τε», ὅ­πως ἔ­ψαλ­λε σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, κα­λώ­ντας μας σέ πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες. Ὅ­σοι θέ­λου­με νά πα­λέ­ψου­με ἐ­νά­ντι­α στά πά­θη μας ἄς μποῦ­με σ᾿ αὐ­τή τήν ἔ­ρη­μο τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ὅ­πως ὁ Κύ­ρι­ός μας με­τά τή Βά­πτι­σή Του μπῆ­κε γι­ά σα­ρά­ντα μέ­ρες στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη καί νί­κη­σε τούς τρεῖς πει­ρα­σμούς.

Σή­με­ρα, Κυ­ρι­α­κή τῆς Τυ­ρι­νῆς, θυ­μό­μα­στε ἕ­να θλι­βε­ρό γε­γο­νός: Τήν ἔ­ξω­ση, τό χά­σι­μο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Χά­σα­με τήν πα­τρί­δα μας, ἀ­δελ­φοί μου! Ὅ­λοι οἱ Χρι­στι­α­νοί ἔ­χου­με μι­ά κοι­νή πα­τρί­δα, γι᾿ αὐ­τό λε­γό­μα­στε καί «συ­μπο­λί­τες». Δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο καί τόν ἔ­βα­λε στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἅ­πλω­σαν ὅ­μως ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὕ­α τά χέ­ρι­α τους καί ἔ­φα­γαν τόν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό, κά­νο­ντας κα­κή χρή­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τους καί δι­ω­χθή­κα­με, χά­σα­με τόν Πα­ρά­δει­σο. Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ἔ­ξω­ση ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο ἦ­ταν σω­τή­ρι­α γι­ά τούς ἀν­θρώ­πους! Δέν ἦ­ταν τι­μω­ρί­α, ἦ­ταν εὐ­ερ­γε­σί­α. Μ᾿ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ Θε­ός στα­μα­τά­ει τό σχέ­δι­ο τοῦ δι­α­βό­λου νά πα­ρα­σύ­ρει τούς ἀν­θρώ­πους στό κα­κό καί νά κά­νει τό κα­κό ἀ­θά­να­το. Κλεί­νει ὁ Θε­ός τήν πόρ­τα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου μά ἀ­νοί­γει τήν πόρ­τα τῆς σω­τη­ρί­ας μέ τήν ἐ­ξαγ­γε­λί­α τοῦ ἔρ­χο­μοῦ τοῦ Χρι­στοῦ πού θά συ­ντρί­ψει τήν ἰ­σχύ τοῦ δι­α­βό­λου.

Ὅ­ταν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α βγῆ­καν ἀπ᾿ τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Θε­ός τούς βά­ζει νά ζή­σουν «ἀ­πέ­να­ντι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου». Γι­α­τί; Γι­ά νά βλέ­πουν τόν Πα­ρά­δει­σο καί νά τόν λα­χτα­ροῦν, ἑρ­μη­νεύ­ουν οἱ ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες. Ἤ­ξε­ραν πο­λύ κα­λά τί εἶ­χαν καί τί ἔ­χα­σαν. Καί τώ­ρα στέ­κο­νται ἀ­πέ­να­ντι ἀπ᾿ τόν Πα­ρά­δει­σο καί «κλαῖ­νε πι­κρά», ὅ­πως ἔ­κλα­ψε καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, ὅ­ταν μέ τήν ἄρ­νη­σή του ἔ­χα­σε τόν Χρι­στό. Τά πι­κρά αὐ­τά δά­κρυ­α ἦ­ταν δά­κρυ­α με­τά­νοι­ας, ὄ­χι πλη­γω­μέ­νου ἐ­γω­ι­σμοῦ. Ἦ­ταν δά­κρυ­α λα­χτά­ρας γι᾿ αὐ­τά πού χά­θη­καν. Δά­κρυ­α πό­νου γι­ά τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση, ὄ­χι ἀ­πό τήν κα­λο­πέ­ρα­ση, ἀλ­λά ἀ­πό τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο Θε­ό πού εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή πη­γή ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης, εἰ­ρή­νης καί εὐ­τυ­χί­ας.

Ποῦ πῆ­γε σή­με­ρα αὐ­τή ἡ λα­χτά­ρα; Λα­χτα­ρᾶ­με ἐ­μεῖς τόν Πα­ρά­δει­σο; Γνω­ρί­σα­με τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας γι­ά νά Τόν λα­χτα­ρᾶ­με ἤ μέ­νου­με στόν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό κι αὐ­τόν κά­νου­με εἴ­δω­λο καί λα­τρεύ­ου­με; Τσου­γκρί­ζου­με τά πο­τή­ρι­α μας καί εὐ­χό­μα­στε: «στήν ὑ­γει­ά μας», «νά πᾶ­νε ὅ­λα κα­λά», «ἐ­βί­βα» (στή ζω­ή, δη­λα­δή). Ὅ­λα γι­ά ἐ­δῶ, γι­ά τά ὑ­λι­κά. Ποῦ πῆ­γε ἡ τό­σο ὡ­ραί­α εὐ­χή πού ἔ­λε­γαν οἱ πα­λι­οί; «Κα­λόν Πα­ρά­δει­σο»; Χά­σα­με τό ὅ­ρα­μα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου στόν πο­λι­τι­σμέ­νο μας αἰ­ῶ­να, τόν τό­σο ἀ­πα­τε­ῶ­να!

Ἀ­δελ­φοί μου! Ἡ ἀ­νυ­πα­κο­ή, ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νει­α, ἡ ἀ­κρα­σί­α μᾶς ἔ­βγα­λαν ἀπ᾿ τόν Πα­ρά­δει­σο, γι­α­τί ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη­καν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί κά­νο­ντας ἀ­νυ­πα­κο­ή ἔ­φα­γαν τόν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό. Τώ­ρα ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἡ τα­πεί­νω­ση, ἡ με­τά­νοι­α καί ἡ νη­στεί­α θά μᾶς ξα­να­βά­λουν στόν Πα­ρά­δει­σο. Γι᾿ αὐ­τό σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς θυ­μί­ζει τήν ἐ­ξο­ρί­α μας ἀπ᾿ τόν Πα­ρά­δει­σο. Ἡ ἐ­ντο­λή τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν ἐ­ντο­λή νη­στεί­ας. Πα­ρα­βή­κα­με τήν νη­στεί­α καί πά­θα­με ζη­μι­ά Με­γά­λη. Νά, ὅ­μως! Ἀ­πό αὔ­ρι­ο ἀρ­χί­ζει μι­ά νέ­α εὐ­και­ρί­α νά ξα­να­κερ­δί­σου­με τόν Πα­ρά­δει­σο: ἡ νη­στεί­α τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Ἄς ξυ­πνή­σει μέ­σα μας αὐ­τή ἡ νο­σταλ­γί­α τῆς χα­μέ­νης πα­τρί­δας μας, ἄς τήν ἀ­να­σύ­ρου­με μέ­σα ἀ­πό τά τό­σα ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά πού τήν κα­τα­πλά­κω­σαν. Καί ἐ­λᾶ­τε μέ τήν νη­στεί­α, τή με­τά­νοι­α, τόν πό­λε­μο μέ τά πά­θη μας, τήν ὑ­πα­κο­ή στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά ξα­να­μποῦ­με πά­λι στόν Πα­ρά­δει­σο, νά γυ­ρί­σου­με πά­λι στήν ἀ­λη­θι­νή μας πα­τρί­δα.

Κα­λή Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀ­δελ­φοί μου! ΚΑ­ΛΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟ!
ΚΥΡΙΑΚΗ 25 Φεβρουαρίου 2001

«Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο».

Δι­ά τοῦ Ἀ­δάμ ἀ­πω­λέ­σα­με τόν Πα­ρά­δει­σο. Δι­ά τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πα­να­κτή­σα­με αὐ­τόν.

Με­γά­λο κα­κό ἔ­κα­με ἡ πα­ρα­κο­ή καί ἡ λαι­μαρ­γί­α τοῦ Ἀ­δάμ. Φο­βε­ρή κρί­θη­κε ἡ πα­ρά­βα­σή του ἀ­πό τόν Θε­ό. Ἡ νη­στεί­α, λοι­πόν, ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρώ­τη ἐ­ντο­λή τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ μη­τέ­ρα τῶν ἀ­ρε­τῶν. Εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρώ­τρι­α ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες καί ἡ πρό­ξε­νος τῆς συν­δι­αλ­λα­γῆς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ τόν Θε­ό. Σέ ὅ­σους κα­λῶς νη­στεύ­ουν δύ­σκο­λα πα­ρα­μέ­νουν οἱ πει­ρα­σμοί τῶν δαι­μό­νων, ἡ δέ πα­ρου­σί­α τοῦ φύ­λα­κα ἀγ­γέ­λου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­ντο­νη στήν ψυ­χή πού νη­στεύ­ει. Ἄς μή γι­νό­μα­στε κα­τα­φρο­νη­τές τῆς πα­ραγ­γε­λί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού πρῶ­τος αὐ­τός ἐ­νή­στευ­σε. Οἱ Πα­τέ­ρες μέ πολ­λούς τρό­πους το­νί­ζουν τήν ἀ­νά­γκη τῆς νη­στεί­ας: Ἄν εἶ­σαι πλού­σι­ος δέ­ξου τή νη­στεί­α καί μή λές ὅ­τι εἶ­ναι δυ­σβά­στα­κτο φορ­τί­ο. Σοῦ ἀρ­κεῖ ὁ ὑ­πό­λοι­πος χρό­νος τῆς ἐ­πι­λε­κτι­κῆς κα­λο­φα­γί­ας. Τώ­ρα εἶ­ναι και­ρός με­τα­νοί­ας καί ἐ­πι­στρο­φῆς στήν ἐ­γκρά­τει­α τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος. Ἔ­χεις πλού­τη καί ἀ­ρέ­σκε­σαι νά σπα­τα­λᾶς; Ὑ­πάρ­χει τρό­πος νά δα­πα­νᾶς τά πλού­τη σου χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κά νά ξο­δεύ­εις, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά θη­σαυ­ρί­ζεις πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὑ­πάρ­χει ἡ κοι­λι­ά τῶν πει­να­σμέ­νων φτω­χῶν. Οἱ ψυ­χές τῶν ὀρ­φα­νῶν καί δυ­στυ­χι­σμέ­νων. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: Δέν μπο­ρῶ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρη τρο­φή ἀ­πό τήν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­να­γκαί­α, γι­α­τί αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι τό πα­ρα­πά­νω γι­ά μέ­να τό ἀ­φαι­ρῶ ἀ­πό τό στό­μα τοῦ πει­να­σμέ­νου ἀ­δελ­φοῦ. Ὁ δέ Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός τό­νι­ζε: Τά ἑ­κα­τό δρά­μι­α ψω­μί τήν ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι ἀρ­κε­τά καί εὐ­λο­γη­μέ­να. Ἄν φά­ω ἑ­κα­τόν δέ­κα, τά δέ­κα εἶ­ναι χα­ρά­μι. Ἔ­τσι ἄς ξο­δεύ­ου­με τά πλού­τη μας στό φα­γη­τό αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες γι­ά νά ἐλ­πί­ζου­με στήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἄς δα­νεί­ζου­με χω­ρίς προ­θε­σμί­α αὐ­τούς πού πά­σχουν, γι­ά νά τά βροῦ­με ἀ­σφα­λῆ καί μέ με­γά­λη ἀ­ντα­πό­δο­ση στά χέ­ρι­α τοῦ δί­και­ου Κρι­τῆ. Δα­πα­νοῦ­με πολ­λά γι­ά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με τίς ἁ­μαρ­τω­λές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες. Ἄς ξο­δέ­ψου­με καί λί­γα γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κα­λόν εἶ­ναι νά δε­χθοῦ­με μέ χα­ρά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς νη­στεί­ας καί ὄ­χι μό­νο νά πε­ρι­ο­ρί­ζου­με τά φα­γη­τά, ἀλ­λά νά ἀ­πέ­χου­με ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει σχε­τι­κά: «Ἡ σάρξ ἐ­πι­θυ­μεῖ κα­τὰ τοῦ πνεύ­μα­τος, τὸ δὲ πνεῦ­μα κα­τὰ τῆς σαρ­κός». Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, τό σῶ­μα ἐ­να­ντι­οῦ­ται στήν ψυ­χή, πε­ρι­φρό­νη­σε τή δι­ά­θε­ση τοῦ σώ­μα­τος καί αὔ­ξη­σε τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς. Μήν ἱ­κα­νο­ποι­εῖς τά θε­λή­μα­τα τῆς σάρ­κας, ἀλ­λά νά ἐ­πι­δι­ώ­κεις ὅ,τι συμ­φέ­ρει στήν ψυ­χή. Εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νο ὅ­τι πρῶ­το ἐ­μπό­δι­ο γι­ά τή νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τῆς σάρ­κας.  Ἐ­πει­δή γή­ϊ­νο εἶ­ναι τό σῶ­μα, τά γή­ϊ­να καί πρό­σκαι­ρα ἀ­γα­πᾶ, ἡ δέ ψυ­χή, ὡς ἄ­ϋ­λη καί οὐ­ρά­νι­α πού εἶ­ναι, τά θεῖ­α καί οὐ­ρά­νι­α ἐ­πι­ζη­τεῖ. Ἐ­άν, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος θε­λή­σει νά κά­νει ὅ,τι ἐ­πι­θυ­μεῖ τό σῶ­μα, δέν κά­νει πο­τέ νη­στεί­α. Ἡ νη­στεί­α τόν Μω­ϋ­σῆ ἐ­λά­μπρυ­νε καί τόν φώ­τι­σε καί μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τόν ἀ­νέ­δει­ξε Νο­μο­θέ­τη, Ἀρ­χι­ε­ρέ­α καί Βα­σι­λέ­α. Αὐ­τή τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α ἀ­νέ­δει­ξε φο­βε­ρό στούς ἐ­χθρούς του. Ἀ­πό τή νη­στεί­α του τόν ὑ­πά­κου­σε ὁ Θε­ός καί ἔ­στει­λε πῦρ καί κα­τέ­καυ­σε τή θυ­σί­α.  Ἀ­πό τή νη­στεί­α του δέν ἔ­βρε­ξε ὁ Θε­ός τρί­α ἔ­τη καί ἕ­ξι μῆ­νες καί γι­ά χά­ρη τῆς νη­στεί­ας του δι­α­χω­ρί­σθη­καν τά νε­ρά τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη. Ἡ νη­στεί­α τόν προ­φή­τη Δα­νι­ήλ ἔ­σω­σε ἀ­πό τά στό­μα­τα τῶν λε­ό­ντων, τόν ἔ­κα­νε μέ­γα προ­φή­τη καί εἶ­δε τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­πό τή νη­στεί­α οἱ Τρεῖς Παῖ­δες ἔ­σβη­σαν τή φλό­γα τῆς κα­μί­νου. Ἡ νη­στεί­α τούς Ἀ­σκη­τές ἐ­δό­ξα­σε, τούς Ὁ­σί­ους τί­μη­σε καί τούς δι­καί­ους ὑ­πε­ρύ­ψω­σε. Αὐ­τή τούς   Ἀ­πο­στό­λους ἐ­λά­μπρυ­νε καί τά τά­γμα­τα τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως μάρ­τυ­ρες ἀ­νέ­δει­ξε. Ἀ­πό αὐ­τήν φω­τί­σθη­καν οἱ Προ­φῆ­τες καί εἶ­παν τά μέλ­λο­ντα. Χά­ριν τῆς κα­θα­ρῆς νη­στεί­ας γι­ά πρώ­τη φο­ρά, κα­τά τόν Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό, πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἡ Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα στή φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Αὐ­τή εἶ­ναι καί ἡ νη­στεί­α πού ἀρ­χί­ζει ἀ­πό αὔ­ρι­ο καί μᾶς κα­λεῖ ὅ­λους νά τή δε­χθοῦ­με μέ χα­ρά. Ἄς ζή­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή ὀρ­θό­δο­ξα, μέ ὀρ­θο­πρα­ξί­α, μέ σύ­νε­ση, σω­φρο­σύ­νη, ἐ­γκρά­τει­α ἀ­πό θυ­μό καί κα­τά­κρι­ση καί ἄς νη­στεύ­σου­με ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λή μας στή γῆ καί με­τα­βαί­νου­με ἀ­πό τά πρό­σκαι­ρα στά αἰ­ώ­νι­α. Ἔ­τσι γί­νε­ται πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἡ πρό­γευ­ση τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

«Ἔ­φθα­σε και­ρός, ἡ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων ἀρ­χή, ἡ κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων νί­κη, ἡ πά­νο­πλος ἐ­γκρά­τει­α». «Ἀ­πο­θώ­με­θα τὰ ἔρ­γα τοῦ σκό­τους καί ἐν­δυ­σώ­με­θα τὰ ὅ­πλα τοῦ φω­τός».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

21 Φεβρουαρίου 1999

«Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός».

Ἡ πι­ό κα­τα­νυ­κτι­κή καί πλού­σι­α σέ πνευ­μα­τι­κές εὐ­και­ρί­ες καί ἐ­μπει­ρί­ες πε­ρί­ο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀ­γα­πη­τοί μου Χρι­στι­α­νοί, εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, στήν ὁ­ποί­α εἰ­σερ­χό­με­θα ἀ­πό αὔ­ρι­ο Κα­θα­ρή Δευ­τέ­ρα. Τέρ­μα αὐ­τῆς τῆς με­γά­λης πε­ρι­ό­δου καί τέ­λος πνευ­μα­τι­κό εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός καί μέ ἐ­πί­γνω­ση γι­ά τόν ἄν­θρω­πο ἑ­ορ­τα­σμός τοῦ Πά­σχα. Γι᾿ αὐ­τό, κα­τά τή ση­με­ρι­νή Κυ­ρι­α­κή, καί τό Εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος καί ἡ μνή­μη τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ μας μᾶς δί­δουν τήν εὐ­και­ρί­α καί νά προ­βλη­μα­τι­στοῦ­με πά­νω στήν πα­ροῦ­σα ζω­ή καί νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με χρι­στι­α­νι­κά, κα­τά τή δι­άρ­κει­α αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου, πά­νω στό με­γά­λο μυ­στή­ρι­ο τῆς σω­τη­ρί­ας μας.

Τί εἶ­ναι ὁ βί­ος μας, ἀ­λή­θει­α, ὁ ἐ­γκό­σμι­ος μπρός στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα!! Μοι­ά­ζει μέ νύ­χτα σκο­τει­νή, μπρός στήν ἀ­νέ­σπε­ρη ἡ­μέ­ρα τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος, πα­ραγ­γέ­λει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, καί, ἀ­φυ­πνί­ζο­ντάς μας ἀ­πό τόν ὕ­πνο τῆς στε­νό­καρ­δης ζω­ῆς καί ἀ­πό τίς ἀ­πε­ρί­σκε­πτες καί ἐ­πι­πό­λαι­ες ἁ­μαρ­τω­λές ἐ­νέρ­γει­ες, μᾶς προ­τρέ­πει πρω­ταρ­χι­κά νά προ­ση­λώ­σου­με τό βλέμ­μα τῆς ψυ­χῆς μας στόν ἐρ­χό­με­νο Κύ­ρι­ο. Στή συ­νέ­χει­α, ἀ­φοῦ βι­ώ­σου­με αὐ­τή τήν ἀ­λή­θει­α, ἔρ­χε­ται ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τῶν Ἀ­πο­στό­λων νά μᾶς συμ­βου­λεύ­σει πρα­κτι­κά πά­νω στόν τρό­πο, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά μπο­ρέ­σου­με νά ζή­σου­με κα­τά τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

«Ἀ­πο­θώ­με­θα τὰ ἔρ­γα τοῦ σκό­τους»­!! Αὐ­τό εἶ­ναι τό πρῶ­το πού πρέ­πει νά κά­νου­με. Νά πε­τά­ξου­με ἀ­πό πά­νω μας τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἔ­τσι, μέ τό­ση ἀ­πο­στρο­φή καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ὅ­πως πε­τᾶ­με τά βρώ­μι­κα ροῦ­χα. Καί εἶ­ναι πρά­γμα­τι ζο­φε­ρά καί μαῦ­ρα καί σκο­τει­νά τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καί τοῦ­το, ὄ­χι μό­νο γι­α­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­νερ­γοῦν ἁ­μαρ­τω­λά μέ­σα στό σκο­τά­δι καί κά­τω ἀ­πό συν­θῆ­κες ἀ­δι­α­φα­νεῖς καί κρυ­φές, ἀλ­λά γι­α­τί κυ­ρί­ως ἡ ἁ­μαρ­τί­α φέρ­νει σκο­το­δί­νη στό νοῦ καί ἄ­γνοι­α καί πλά­νη στήν ψυ­χή τοῦ κα­θε­νός μας. Ἄλ­λω­στε, μή ξε­χνᾶ­με, Χρι­στι­α­νοί μου, πώς οἱ ἁ­μαρ­τω­λές κα­τα­στά­σεις καί ἐ­νέρ­γει­ες μᾶς ὁ­δη­γοῦν στά σκο­τά­δι­α τοῦ Ἅ­δη καί στίς ἐ­ρε­βώ­δεις καί αἰ­ώ­νι­ες ἐ­μπει­ρί­ες καί κα­τα­στά­σεις τῆς κο­λά­σε­ως.

Προ­σγει­ω­μέ­νος στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τῆς ζω­ῆς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, συ­νε­χί­ζει νά ἀ­πα­ρι­θμεῖ τίς τρα­γι­κές γι­ά τήν ψυ­χή καί σκο­τει­νές γι­ά τή ζω­ή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που ἁ­μαρ­τί­ες. Πρέ­πει νά ζοῦ­με «μὴ κώ­μοις καὶ μέ­θαις». Ὄ­χι μέ συ­μπό­σι­α πού πε­ρι­λαμ­βά­νουν αἰ­σχρά τρα­γού­δι­α καί βω­μο­λο­χί­ες, ὄ­χι μέ κα­τα­χρή­σεις φα­γη­τῶν καί πο­τῶν, πού ὁ­δη­γοῦν στά πά­θη τῆς μέ­θης καί τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας. «Μὴ κοί­ταις καὶ ἀ­σελ­γεί­αις». Ὄ­χι, δη­λα­δή, μέ ἀ­σύ­δο­τη καί ἀ­κό­λα­στη ζω­ή, ὄ­χι σέ κα­τα­στά­σεις σαρ­κι­κῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των πού εὐ­τε­λί­ζουν τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα καί τό κα­τα­ντοῦν ἀ­πό να­ό τοῦ Θε­οῦ καί κα­τοι­κη­τή­ρι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πτῶ­μα ἁ­μαρ­τί­ας καί κτη­νώ­δους ἀ­σέλ­γει­ας. Τέ­λος δέ, μᾶς προ­τρέ­πει νά δι­ώ­ξου­με ἀ­πό μέ­σα ἀ­πό τήν ψυ­χή μας κά­θε ζη­λο­τυ­πί­α καί φι­λο­νι­κί­α. Ἡ ζή­λει­α καί ὁ φθό­νος δη­λη­τη­ρι­ά­ζουν τήν καρ­δι­ά μας καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν σέ δι­α­πλη­κτι­σμούς καί ἄλ­λες ἀ­ντι­κοι­νω­νι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές.

Καί δέν μέ­νει, Χρι­στι­α­νοί μου, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στίς ἀ­πο­στρο­φές τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλ­λά μᾶς προ­τρέ­πει νά ἐν­δυ­θοῦ­με «τὰ ὅ­πλα τοῦ φω­τός». Γι­α­τί πρά­γμα­τι ἡ ἀ­ρε­τή εἶ­ναι φῶς στήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που, πού φω­τί­ζει ἀ­λη­θι­νά τίς σχέ­σεις μέ τούς συ­ναν­θρώ­πους μας. Μέ αὐ­τήν πο­λε­μοῦ­με τόν πο­νη­ρό καί οἱ ἀ­ρε­τές μᾶς ἀ­να­δει­κνύ­ουν νι­κη­τές στόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να. Αὐ­τές πρά­γμα­τι ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι δέν ζοῦ­με ἐ­πί­πλα­στα καί ἐ­πι­τη­δευ­μέ­να, ἀλ­λά, ἔ­χο­ντας μέ­σα μας τόν ἴ­δι­ο τό Χρι­στό καί μέ τή χά­ρη Του, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τίς σκέ­ψεις μας καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας σέ χρι­στο­σκέ­ψεις καί χρι­στο­ε­πι­θυ­μί­ες, φα­νε­ρώ­νου­με τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ στή ζω­ή μας. Γί­νε­ται τό­τε μέ­σα μας αὐ­τό πού δι­α­πι­στώ­νει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν πρός Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λή γι­ά τόν χρι­στο­φό­ρο ἄν­θρω­πο, ὅ­ταν ἀ­πο­κτᾶ «νοῦν Χρι­στοῦ». Ὅ­σοι βα­πτι­σθή­κα­τε «εἰς Χρι­στόν» ἐν­δυ­θή­κα­τε τό Χρι­στό καί ζεῖ­τε ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί Του.

Χρι­στι­α­νοί μου, ἡ ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ φέρ­νει μέ­σα στήν ψυ­χή μας τό φῶς τῆς θε­ο­γνω­σί­ας καί μᾶς ὁ­δη­γεῖ στή ζω­ή τῆς Χά­ρι­τος καί τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι ἡ μό­νη ἀ­να­γκαί­α καί συμ­φέ­ρου­σα ἐ­πι­λο­γή μας. Ὄ­χι μό­νον γι­α­τί μᾶς συ­γκλο­νί­ζει καί γι­α­τί κα­τα­στρέ­φει τά ἁ­μαρ­τω­λά πά­θη μας, ἀλ­λά κυ­ρί­ως γι­α­τί μᾶς ἀ­να­δει­κνύ­ει ἀν­θρώ­πους μέ σύ­νε­ση καί πε­ρί­σκε­ψη καί κά­νει τή ζω­ή μας κα­θα­ρή καί ἀ­λη­θι­νά θε­αν­θρώ­πι­νη. Α­ΜΗΝ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ

1 Μαρτίου 1998

 «Ἐ­ὰν γὰρ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὑ­μῖν ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος».

Στό ση­με­ρι­νό εὐ­α­γι᾿ε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου Χρι­στι­α­νοί, ἀ­κού­σα­με τό Χρι­στό νά μᾶς φα­νε­ρώ­νει ξε­κά­θα­ρα τόν τρό­πο, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά ἐ­πι­τύ­χου­με τήν ἄ­φε­ση τῶν κρι­μά­των μας καί τῶν σφαλ­μά­των μας ἀ­πό τόν Οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα καί Θε­ό μας. Καί ὁ τρό­πος αὐ­τός εἶ­ναι ἡ συγ­χώ­ρε­ση πού πρέ­πει νά δί­νου­με σ᾿ ὅ­σους μᾶς πί­κρα­ναν, σ᾿ ὅ­σους μᾶς ζη­μί­ω­σαν, σ᾿ ὅ­σους μᾶς πρό­δω­σαν καί πρό­σβα­λαν καί γε­νι­κά σ᾿ ὅ­σους μᾶς ἔ­φται­ξαν. Αὐ­τά βά­ζει ὁ Κυ­ρι­ός μας σάν ἀ­παρ­χή καί σάν προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τῆς δι­κῆς μας ἐ­ξι­λέ­ω­σης ἀ­πό τίς προ­σω­πι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες. Βά­ση ὅ­μως μι­ᾶς τέ­τοι­ας δι­ά­θε­σης ψυ­χι­κῆς εἶ­ναι ἡ κα­λω­σύ­νη καί τά σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μῶν, στά ὁ­ποῖ­α δέν ὑ­πάρ­χουν οὔ­τε πε­ρι­ο­ρι­σμοί, οὔ­τε προ­τι­μή­σεις, οὔ­τε ὅ­ρι­α.

Ὅ­ταν ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ρω­τά­ει τόν Χρι­στό μας, ἐ­άν πρέ­πει νά συγ­χω­ρέ­σει ἑ­πτά φο­ρές τόν ἀ­δελ­φό του, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἁ­μάρ­τη­σε ἐ­να­ντί­ον του, ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται πώς πρέ­πει νά τόν συγ­χω­ρή­σει, ὄ­χι μό­νον ἑ­πτά φο­ρές, ἀλ­λά ἑ­βδο­μή­ντα ἑ­πτά. Μέ­σα ἀπ᾿  αὐ­τή τήν ἀ­πά­ντη­ση ὑ­πο­νο­εῖ­ται, τό­σο ἡ κα­θο­λι­κή δι­ά­στα­ση τῆς συ­γι᾿νώ­μης, ὅ­σο καί ἡ μό­νι­μη ὑ­πό­στα­σή της. Εἶ­ναι σάν νά μᾶς λέ­γει καί ὁ­ρί­ζει ὁ Χρι­στός ὅ­τι δέ φτά­νει νά συγ­χω­ρή­σου­με μί­α, δύ­ο, δέ­κα φο­ρές, ἀλ­λά ἀ­νά­γκη οὐ­σι­α­στι­κή καί χρέ­ος ἀ­νε­ξό­φλη­το εἶ­ναι νά συγ­χω­ροῦ­με πά­ντα ἀ­δι­ά­κο­πα. Ἡ πη­γή τῆς συ­γι᾿νώ­μης ἔ­χει τήν ἔ­μπνευ­σή της καί τήν ἀ­παρ­χή της στά βά­θη τοῦ ἐ­λέ­ους καί τῆς πο­λυ­ευ­σπλαγ­χνί­ας τοῦ Θε­οῦ, γι᾿ αὐ­τό, ὅ­ταν εἶ­ναι πρα­γμα­τι­κή καί γνή­σι­α, δέν πρέ­πει νά στε­ρεύ­ει πο­τέ. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐ­μπνέ­ε­ται ἡ ψυ­χι­κή τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ δι­ά­θε­ση γι­ά συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, γι­α­τί μό­νο ἔ­τσι θά εἶ­ναι μό­νι­μη καί ἀ­δι­ά­κο­πη ἡ ρο­πή καί ἡ τά­ση τῆς ψυ­χῆς του γι᾿ αὐ­τό.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς φα­νε­ρώ­νει ἀ­κό­μα πώς τή σχέ­ση μας καί τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μας μέ τόν Θε­ό δέν θά τήν κα­θο­ρί­σουν οὔ­τε οἱ ὑ­πο­κρι­τι­κές εὐ­λά­βει­ες, οὔ­τε μό­νο ἡ πί­στη μας στήν ὕ­παρ­ξή Του, οὔ­τε ἀρ­κε­τό εἶ­ναι οἱ νη­στεῖ­ες μας. Τή θέ­ση μας ἀ­πέ­να­ντι στό Θε­ό καί τήν ἀ­λη­θι­νή κοι­νω­νί­α μα­ζί Του, μέ­σα ἀ­πό τό Μυ­στή­ρι­ο της Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καί τῆς μυ­στι­κῆς πα­ρα­δει­σέ­νι­ας ἐ­μπει­ρί­ας καί ἀ­πο­κά­λυ­ψης, τήν κα­θο­ρί­ζουν ὁ­ρι­στι­κά καί τε­λε­σί­δι­κα ἡ ἀ­νοι­χτή καί ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη προ­σφο­ρά ἀ­γά­πης καί συγ­γνώ­μης πρός ἐ­κεί­νους πού μᾶς βλά­ψα­νε καί μᾶς ζη­μι­ώ­σα­νε καθ᾿ οἱ­ον­δή­πο­τε τρό­πο.

Στή γνω­στή σ᾿ ὅ­λους μας πα­ρα­βο­λή τοῦ ὀ­φει­λέ­τη δού­λου, ὁ Κύ­ρι­ος, παρ᾿ ὅ­λο πού μπο­ροῦ­σε νά ρί­ξη στή φυ­λα­κή καί νά κα­τά­σχη ὅ­λη τήν πε­ρι­ου­σί­α τοῦ χρε­ω­φει­λέ­τη, εἰ­σά­κου­σε τήν πα­ρά­κλη­σή του καί δέν τόν τι­μώ­ρη­σε. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Ἄρ­χο­ντας Κύ­ρι­ος καί Βα­σι­λεύς ἐ­κεῖ­νος ἔ­μα­θε τήν κα­κουρ­γί­α τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­κεί­νου δού­λου ἀ­πέ­να­ντι σέ κά­ποι­ον σύν­δου­λό του πού τοῦ χρε­ω­στοῦ­σε κά­ποι­ο μι­κρό χρέ­ος, τό­τε ἐ­πι­βάλ­λει στόν ἀ­χά­ρι­στο ἐ­κεῖ­νο δοῦ­λο τήν ἴ­δι­α σκλη­ρή τύ­χη πού ὥ­ρι­σε ὁ νό­μος.

Ἡ συγ­γνώ­μη ἐ­πί πλέ­ον δέν εἶ­ναι πρά­ξη ἀρ­νη­τι­κή, μή­τε ἀ­πο­χή ἀ­πό ἐκ­δί­κη­ση ἤ κύ­ρω­ση ποι­νῆς. Δέν εἶ­ναι αὐ­τό πού λέ­νε με­ρι­κοί: Ἐ­γώ δέν τόν ἐκ­δι­κοῦ­μαι καί δέν κά­νω κά­τι κα­κό ἐ­να­ντί­ον αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που πού μέ ἔ­βλα­ψε, ἀλ­λά νά τόν ἀ­γα­πή­σω καί νά τοῦ προ­σφέ­ρω τό ἔ­λε­ός μου δέν μπο­ρῶ, μή­τε ἐ­πι­θυ­μῶ νά κά­μω. Αὐ­τή ἡ σκέ­ψη εἶ­ναι προ­ϊ­όν του ἐ­γω­ι­σμοῦ μας, Χρι­στι­α­νοί μου, γι­α­τί τόν φταί­χτη μας τόν ἀ­ντι­με­τω­πί­ζου­με ἤ πλη­σι­ά­ζου­με μέ ἦ­θος ὑ­πε­ρο­πτι­κῆς ἀ­νω­τε­ρό­τη­τας καί μέ τό ὕ­φος τοῦ κρι­τῆ καί τι­μη­τῆ. Τέ­τοι­α στά­ση δέν εἶ­ναι προ­σφο­ρά καί πρά­ξη ἀ­γά­πης. Τέ­τοι­α συ­μπε­ρι­φο­ρά κρύ­βει τήν πο­νη­ρι­ά τοῦ χρε­ω­φει­λέ­τη δού­λου πού κα­τε­δί­κα­σε ὁ Χρι­στός μας, ἀ­φοῦ μᾶς κά­νει νά ξε­χνᾶ­με τό δι­κό μας ἔ­γκλη­μα καί νά βλέ­που­με μό­νο τοῦ ἄλ­λου τό μι­κρό πταῖ­σμα.

Χρι­στι­α­νοί μου,

Τό κε­φά­λαι­ο τῆς συγ­γνώ­μης εἶ­ναι ἀ­πό τά πι­ό βα­σι­κά καί θε­με­λι­α­κά τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄν ὁ κα­θέ­νας μας κα­τα­σι­γά­ση τόν ἐ­γω­ι­σμό του καί βγῆ ἀ­πό τά σφα­λε­ρά πλέ­γμα­τα τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τάς του, τό­τε θά βλέ­πει μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό μά­τι καί ἐ­κεῖ­νον πού τόν ζη­μί­ω­σε καί τό ἁ­μάρ­τη­μα καί σφάλ­μα τοῦ ἀ­ντι­δί­κου. Ὑ­πάρ­χει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη πι­θα­νό­τη­τα νά φέ­ρη τόν ἄν­θρω­πο πού ἔ­φται­ξε εἰ­λι­κρι­νά με­τα­νοι­ω­μέ­νον κο­ντά του μέ τόν τρό­πο τῆς συγ­γνώ­μης, πα­ρά μέ τά μέ­σα τῆς ἐκ­δί­κη­σης καί τοῦ μί­σους.

Ὅ­ποι­ος ἀ­γα­πᾶ τόν Θε­ό ἀ­γα­πᾶ καί τόν κό­σμο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καί τήν κο­ρω­νί­δα της, τόν ἄν­θρω­πο. Καί ὅ­ποι­ος θέ­λει νά πλη­σι­ά­σει μέ ἀ­γά­πη τόν Θε­ό, πρέ­πει πρῶ­τα νά ἀ­γα­πή­σει τήν ΕΙ­ΚΟ­ΝΑ ΤΟΥ, τόν ἄν­θρω­πο. Χω­ρίς αὐ­τά τά σω­στά κρι­τή­ρι­α, συγ­γνώ­μη δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀν­θί­σει. Καί χω­ρίς συγ­γνώ­μη πρός ὅ­σους μᾶς ἔ­φται­ξαν, καμ­μι­ά ἄ­φε­ση δέν μπο­ροῦ­με νά πε­ρι­μέ­νου­με ἀ­πό τόν ΟΥ­ΡΑ­ΝΙ­Ο ΠΑ­ΤΕ­ΡΑ. Α­ΜΗΝ.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΕΡΣΑΛΩΝ

ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Γιά τήν Κυριακή 2 Μαρτίου 2014
------------------------------------------------
Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθ. κε΄ 31-46)

ΤΟ «ΣΤΑΔΙΟ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ»

«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται»
Στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φτάσαμε καί πάλι. Καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει, γιά νά μποῦμε σ’ αὐτή, μέ τούς ὕμνους της καί τά ἁγιογραφικά μηνύματά της. Καί μέ τό ἀνάγνωσμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μᾶς δίνει τρία δυνατά συνθήματα, γιά τήν ἱερή αὐτή περίοδο. Ποιά εἶναι αὐτά;

* * *
α) Συγχώρηση.
1. Εἶναι πολύ βασικό κι ἀπαραίτητο, τό νά συγχωροῦμε. Δέ μπο-ροῦμε νά εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἄν κάτι μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἄλλους, ἀπό τούς διπλανούς μας, τούς «ἀδελφούς» μας.
2. Συμβαίνει ὅμως συχνά στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους, νά παρουσιάζονται κάποιες περιπτώσεις διαφωνίας. Πού κάποτε νά φτάνουν καί σέ ἀντιθέσεις. Τότε ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιά τήν τακτοποίησή τους: Ἡ συγγνώμη.
3. Αὐτό τό ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας. Καί φυσικά πρέπει νά κά-νουμε μιά πολύ ἀποφασιστική κί¬¬νηση συγχωρητικότητας πρός τούς ἄλλους. Αὐτό ἀποτελεῖ προϋπόθεση καί γιά τή δική μας συγ¬χώρηση ἀπό τόν Θεό.

β) Ἐγκράτεια.
1. Τό δεύτερο μήνυμα πού μᾶς δίνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ ἐγκράτεια. Στό φαγητό, φυσικά, πού ὑλοποιεῖται μέ τή νηστεία, ἀλλά καί μιά γενικότερη ἐγκράτεια, στά λόγια, στίς ἐκδηλώσεις μας, στήν ὅλη συμπεριφορά μας.
2. Αὐτό δέν πρέπει μέ κανέναν τρόπο νά γίνει αἰτία καί ἀ¬φορμή γιά νά καυχ第θοῦμε, ἤ νά προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας ὡς τηρητή τῆς νηστείας καί τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἤ πολύ περισ¬σότερο νά ὑπερηφανευθοῦμε.
3. Νά τό κάνουμε ἀπό ὑπακοή στόν Θεό, καί στήν ἁγία μας Ἐκ-κλησία. Νά τό θεωρήσουμε ὡς μέσον γιά περισσότερο πνευμα¬τικό ἀγώνα. Νά τό δοῦμε ἀ¬κό¬μα καί σάν κάποια ἀπαραίτητη προε-τοιμασία γιά τήν πορεία μας πρός τό Πάσχα.

γ) Ἀρετή.
1. Τό τρίτο εἶναι ἡ ἀρετή. Καί γενικότερα ὅλα τά καλά ἔργα. Αὐτά ἀποτελοῦν τίς καταθέσεις μας, στήν Τράπεζα τοῦ Οὐρανοῦ. Εἶναι αὐτά πού συνοδεύουν τόν ἄνθρωπο στήν ἄλ¬λη ζωή καί συ¬νηγοροῦν γιά τή σωτηρία του.
2. Τά ὑλικά ἀγαθά πού ἐδῶ ἀποκτᾶμε, οἱ ἐπίγειοι θησαυροί, συχνά κινδυνεύουν. Βάζουν σέ σκοτοῦρες. Ἀπομακρύνουν ἀπό τίς πνευματικές ἀξίες. Εἶναι προσωρινά. Δέν προσφέρουν τίποτα γιά «ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον».
3. Μόνιμα εἶναι αὐτά πού θά συνοδεύσουν τόν καθένα μας στήν αἰωνι¬ό¬τητα. Κι αὐτά εἶναι τά θεάρεστα ἔργα, οἱ πράξεις ἀγά¬πης καί καλωσύνης, ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος.

* * *
Μιά προσπάθεια κι ἕναν ἀγώνα, ἀδελφοί μου, πρέπει νά κά-νουμε ὅλοι μας πάντοτε, ἰδίως ὅμως αὐτή τήν περίοδο τῆς Μεγά¬λης Τεσσαρακοστῆς. Μέ τήν συναίσθηση πώς τό κάνουμε γιά τόν Κύριο. Γι’ Αὐτόν πού γιά τή σωτηρία μας ἦλθε στή γῆ μας κι ἔπαθε γιά μᾶς.
(Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως)
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΕΡΣΑΛΩΝ


Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθ.  στ΄ 14-21)
17 Μαρτίου 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Μέ τή σημερινή Κυριακή, τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου, τε¬λει-ώνει τό πρῶτο μέρος τοῦ Τριωδίου, πού εἶναι προπαρα¬σκευα-στικό, καί ἀρχίζει τό δεύτερο καί μεγαλύτερο, ἡ Μεγάλη Τεσσα-ρακοστή. Αὐτή ἀποτελεῖ «τό στάδιον τῶν ἀρετῶν», καί καλού-μαστε νά μποῦμε σ’ αὐτό καί νά ἀγωνιστοῦμε. Πῶς θά  ἐπιτύ-χουμε; Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς δίνει κάποια ἐφόδια. Ποιά εἶναι;

* * *
Ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Ἕνα ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιά αὐτό «τό στάδιο τῶν ἀρετῶν» εἶ-ναι ἡ συγχωρητικότητα. Ὁ Κύριος τό τονίζει μέ ἔμφαση, καί τό θέ¬τει ὡς βασική προϋπόθεση γιά τή δική μας συγχώρηση.
Ἕνα δεύτερο ἐφόδιο εἶναι ἡ νηστεία. Ὄχι φυσικά ὅπως τή νομίζουν οἱ πολλοί, σά μιά ἁπλή ἀλλαγή φαγητῶν, ἀλλά συνδυα-σμένη μέ πνευματικό ἀγώνα. Ὅπως τήν τονίζει ὁ Κύριος καί τήν βιώνει ἡ Ἐκκλησία.
Τό τρίτο ἐφόδιο εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἀπόκτηση καί ὁ πλουτισμός μας μέ καλά ἔργα. Αὐτά δέ χάνονται, ἀλλά μᾶς συνοδεύουν καί στήν ἄλλη ζωή.
Κάτι σημαντικό γιά ὅλα αὐτά, εἶναι πώς ὁ Κύριος τά εἶπε στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του. Σ’ αὐτή, μᾶς παρέδωσε τό ἠθικό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί ἰσχύουν γιά ὅλους. Ἴσχυαν γιά ὅσους τά ἄκουσαν τότε γιά πρώτη φορά, ἀλλά καί γιά μᾶς τούς σημερινούς. Καί βέβαια, καί γιά τό μέλλον.

* * *
Πιό πρακτικά:
1. Ἡ συγχωρητικότητα, δέν εἶναι κάτι τό περιθωριακό. Εἶναι πολύ βασικό γιά τήν πνευματική μας πορεία. Καί προϋπόθεση καί γιά τή δική μας συγχώρηση ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἡ Ἐκκλησία μας, τό χριστιανικό βίωμα, τήν ὑπογραμμίζουν. Ὁ Ἑ-σπερινός τῆς συγγνώμης, εἶναι χαρακτηριστικός.
Εἶναι γνώρισμα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, πού δέχονται τήν ἀ¬λή-θεια τῶν λόγων Του, μέ ταπείνωση, ὑπακοή, ἀγάπη. Καί ἔχουν ὡς κέρδος τους, τήν εἰρήνη.
2. Ὅσο γιά τή νηστεία, ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι μιά πολύ παρεξη-γημένη ὑπόθεση. Γιά κάποιους εἶναι κάτι τό ξεπερασμένο. Γιά ἄλ-λους, ἕνα μέσο γιά χάσιμο κιλῶν. Καί γιά πολλούς δέν ἀξίζει νά τοῦ δώσουν σημασία.
Γιά τούς πιστούς βέβαια, εἶναι μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Πού τήν ἐφαρμόζουν σωστά. Ὄχι μόνο σάν ἀλλαγή φαγητῶν, ἀλλά ὡς μέ-σο γιά ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη καί γι’ αὐτό τή θεωροῦν ὡς δύναμη ἀνυψωτική πρός τόν Θεό.
3. Κι ἕνα τρίτο σημεῖο: Ὁ οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶ¬ναι ὁ προορισμός μας. Γιά τήν κατάκτησή του χρειάζεται κατάλ¬ληλη προετοιμασία.
Νά ἀποκτήσουμε καί νά καταθέσουμε στήν Τράπεζά του κά-ποια ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; Τά καλά ἔργα. Ἡ ἀγάπη, ἡ φιλαν-θρωπία, ἡ γνώση καί βίωση τοῦ θείου θελήματος. Ἀκόμα, τό καλό παράδειγμα, καί φυσικά ἡ μετάνοια.

* * *
Αὐτά καλούμαστε νά τά προσέξουμε, ἀδελφοί μου. Ἔτσι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θά ἀποτελέσει γιά τόν καθένα μας, μιά περίοδο ἀναγεννητική. Ἕνα σταθμό πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ.      (Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως)
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΕΡΣΑΛΩΝ

Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθ. στ΄ 14-21)
26 Φεβρουαρίου 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

ΤΟ ΣΤΑΔΙΟΝ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ

«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται»
     Ὅλα αὐτά πού ἀκούσαμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, στό ἀνάγνωσμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, εἶναι λόγια τοῦ Κυρίου μας. Πού περι-λαμβάνονται στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του. Καί εἶναι ἰδιαίτερα ἐ-πίκαιρα γιά τή σημερινή ἡμέρα, στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσ-σαρακοστῆς. Τά ἀπευθύνει σέ ὅλους. Εἶναι τρία δυνατά συν¬θή¬ματα γιά τήν ἱερή αὐτή περίοδο.
* * *
α) Συγγνώμη.
1. Τήν καθημερινή μας ζωή τήν περνᾶμε μαζί μέ τούς ἄλλους. Καί συχνά στίς σχέσεις μας μ’ αὐτούς δημιουργοῦνται κάποιες προ-στριβές, παρεξηγήσεις, διαφορές. Μέ τή θέλησή μας ἤ καί χωρίς αὐτή. Καί συνήθως ἔχουμε τή γνώμη ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι. Κι ὅμως κι ἐμεῖς κάνουμε τόσα λάθη... Πρός τούς ἄλλους καί πρός τόν Θεό.
2. Θέλουμε νά τό ξεπεράσουμε αὐτό. Νά συγχωρηθοῦμε. Τότε ὅ-μως πρέπει κι ἐμεῖς νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Αὐτό μᾶς το-νίζει ὁ Κύριος. Καί τό θέτει ὡς προϋπόθεση γιά νά συγχωρήσει καί ἐμᾶς ὁ Θεός.

β) Νηστεία.
1. Τό δεύτερο εἶναι ἡ νηστεία. Εἶναι ἕνα δυνατό ὅπλο γιά νά ἀ-σκηθοῦμε καί νά πλησιάσουμε τόν Θεό. Καί πού κάποιοι ὅμως τό παρεξηγοῦν καί τοῦ βάζουν κάποιο ἐγωϊστικό, ἐπιδεικτικό στοι-χεῖο. Ἤ, ἄλλοι τό βλέπουν σάν εὐκαιρία γιά νά χάσουν κά¬ποια κιλά καί νά βελτιώσουν τήν ἐμφάνισή τους...
2. Ἀλλοίμονο ἄν σ’ αὐτό τό τόσο μεγάλο καί ἱερό, μπεῖ κάποιος ἄλλος σκοπός. Πρέπει νά γίνεται μόνο γιατί τό ζητάει ὁ Θεός. Νά γίνεται γιά ἄσκηση, γιά προετοιμασία, γιά ὑπακοή στήν Ἐκ¬κλησία. Ἀλλά καί ὅπως μᾶς ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία.

γ) Καλά ἔργα.
1. Μέ τό τρίτο σύνθημα ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν προσκόλλησή μας στά πρόσκαιρα καί ὑλικά. Δέν καταδικάζει τό νά προνοοῦμε γιά τή ζωή μας, ὅμως θεωρεῖ ἀπαράδεκτο γιά τόν ἀκόλουθό Του, νά ἔχει δώσει τήν καρδιά του στήν ὕλη καί στά γήϊνα ἀγαθά.
2. Αὐτά κάποτε λιγοστεύουν ἤ χάνονται. Πόσοι καί πόσοι πού προσκολλήθηκαν σ’ αὐτά, δέν κατήντησαν ταλαίπωροι καί φτω¬χοί! Τά ὑλικά ἀγαθά δέ θά τά πάρουμε μαζί μας. Αὐτά πού μένουν, πού θά μᾶς συνοδέψουν, εἶναι τά πνευματικά ἀγαθά. Τά καλά ἔργα. Τά ἔργα τῆς ἀγάπης. Τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
* * *
     Ἄν αὐτά τά τρία συνθήματα, ἀδελφοί μου, πού μᾶς δίνει ὁ Κύριος, τά βάλουμε πιό δυνατά, πιό θερμά στόν ἀγώνα μας κατά τήν περίοδο αὐτή, τότε ὁπωσδήποτε θά πλησιάσουμε τόν Θεό καί θά ἔχουμε τήν εὐλογία Του.
(Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως)
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΕΡΣΑΛΩΝ
 Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθ.  στ΄ 14-21) – 18 Φεβρουαρίου 2007

ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Μέ τή σημερινή Κυριακή, τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου, τελειώνει τό πρῶτο μέρος τοῦ Τριωδίου, πού εἶναι προπαρασκευαστικό, καί ἀρχίζει τό δεύτερο καί μεγαλύτερο, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αὐτή ἀποτελεῖ «τό στάδιον τῶν ἀρετῶν», καί καλούμαστε νά μποῦμε σ’ αὐτό καί νά ἀγωνιστοῦμε. Πῶς θά  ἐπιτύχουμε; Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς δίνει κάποια ἐφόδια. Ποιά εἶναι;
* * *
Ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Ἕνα ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιά αὐτό «τό στάδιο τῶν ἀρετῶν» εἶναι ἡ συγχωρητικότητα. Ὁ Κύριος τό τονίζει μέ ἔμφαση, καί τό θέτει ὡς βασική προϋπόθεση γιά τή δική μας συγχώρηση.
Ἕνα δεύτερο ἐφόδιο εἶναι ἡ νηστεία. Ὄχι φυσικά ὅπως τή νομίζουν οἱ πολλοί, σά μιά ἁπλή ἀλλαγή φαγητῶν, ἀλλά συνδυασμένη μέ πνευματικό ἀγώνα. Ὅπως τήν τονίζει ὁ Κύριος καί τήν βιώνει ἡ Ἐκκλησία.
Τό τρίτο ἐφόδιο εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἀπόκτηση καί ὁ πλουτισμός μας μέ καλά ἔργα. Αὐτά δέ χάνονται, ἀλλά μᾶς συνοδεύουν καί στήν ἄλλη ζωή.
Κάτι σημαντικό γιά ὅλα αὐτά, εἶναι πώς ὁ Κύριος τά εἶπε στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του. Σ’ αὐτή, μᾶς παρέδωσε τό ἠθικό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί ἰσχύουν γιά ὅλους. Ἴσχυαν γιά ὅσους τά ἄκουσαν τότε γιά πρώτη φορά, ἀλλά καί γιά μᾶς τούς σημερινούς. Καί βέβαια, καί γιά τό μέλλον.
* * *
Πιό πρακτικά:
1. Ἡ συγχωρητικότητα, δέν εἶναι κάτι τό περιθωριακό. Εἶναι πολύ βασικό γιά τήν πνευματική μας πορεία. Καί προϋπόθεση καί γιά τή δική μας συγχώρηση ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἡ Ἐκκλησία μας, τό χριστιανικό βίωμα, τήν ὑπογραμμίζουν. Ὁ Ἑσπερινός τῆς συγγνώμης, εἶναι χαρακτηριστικός.
Εἶναι γνώρισμα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, πού δέχονται τήν ἀλήθεια τῶν λόγων Του, μέ ταπείνωση, ὑπακοή, ἀγάπη. Καί ἔχουν ὡς κέρδος τους, τήν εἰρήνη.
2. Ὅσο γιά τή νηστεία, ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι μιά πολύ παρεξηγημένη ὑπό-θεση. Γιά κάποιους εἶναι κάτι τό ξεπερασμένο. Γιά ἄλλους, ἕνα μέσο γιά χάσιμο κιλῶν. Καί γιά πολλούς δέν ἀξίζει νά τοῦ δώσουν σημασία.
Γιά τούς πιστούς βέβαια, εἶναι μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Πού τήν ἐφαρμόζουν σωστά. Ὄχι μόνο σάν ἀλλαγή φαγητῶν, ἀλλά ὡς μέσο γιά ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη καί γι’ αὐτό τή θεωροῦν ὡς δύναμη ἀνυψωτική πρός τόν Θεό.
3. Κι ἕνα τρίτο σημεῖο: Ὁ οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ προορισμός μας. Γιά τήν κατάκτησή του χρειάζεται κατάλληλη προετοιμασία.
Νά ἀποκτήσουμε καί νά καταθέσουμε στήν Τράπεζά του κάποια ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; Τά καλά ἔργα. Ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ γνώση καί βίωση τοῦ θείου θελήματος. Ἀκόμα τό καλό παράδειγμα, ἀλλά καί ἡ μετάνοια.
* * *
Αὐτά καλούμαστε νά τά προσέξουμε, ἀδελφοί μου. Ἔτσι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θά ἀποτελέσει γιά τόν καθένα μας, μιά περίοδο ἀναγεννητική. Ἕνα σταθμό πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ.      ( Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως)
 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (Ματθαίου κεφ. στ' στίχοι 14-21).

21·- Η ετοιμασία των χριστιανών για τη Μεγάλη Σαρακοστή.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας διδάσκει τις εξής αλήθειες: α) πρέπει να συχωρούμε τους άλλους ανθρώπους, αν θέλουμε να συγχωρέσει και εμάς ο Θεός, β) πρέπει να νηστεύουμε αληθινά και σωστά, ώστε να αποδέχεται τη νηστεία μας ο Θεός και γ) δεν πρέπει να μαζεύουμε υλικούς θησαυρούς που είναι προσωρινοί πάνω στη γη, αλλά να θησαυρίζουμε στον ουρανό, που εκεί τίποτε δε χάνεται.

«Είπεν ο Κύριος· εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οί υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοίς άνθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπον σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, άλλα τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουοιν, όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και ή καρδία υμών».


   

Είπε ο Κύριος· αν συγχωρείτε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους, θα συγχωρήσει και σε σας ο πατέρας σας ο ουράνιος· και αν δε συγχωρείτε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους ούτε και ο πατέρας θα συγχωρήσει τα παραπτώματα σας. Και όταν νηστεύετε να μη γίνεστε περίλυποι σαν τους υποκριτές· γιατί αυτοί παίρνουν ένα ύφος λυπημένο, για να φανούν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως τον έχουν το μισθό τους από τους ανθρώπους. Αλλά εσύ όταν νηστέψεις, να χτενιστείς και να νιφτείς για να μη φανείς στους ανθρώπους πως νηστεύεις, αλλά στον πατέρα σου που είναι κρυμμένος και αόρατος παντού. Και ο πατέρας σου, που σε βλέπει κρυφά και δεν τον βλέπεις, θα στο αποδώσει στα φανερά. Να μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στη γη, όπου ο σκόρος και η σκουριά τους καταστρέφει και όπου οι κλέφτες σκάβουν τους τοίχους και τους κλέβουν αλλά να μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκόρος ούτε σκουριά τους καταστρέφουν και όπου κλέφτες ούτε σκάβουν τους τοίχους ούτε τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

1. Όσο περισσότερο συγχωρούμε εμείς τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, τόσο και πιο πολύ θα μας συγχωρήσει ο Θεός τις δικές μας αμαρτίες. Εμείς όμως δυστυχώς δεν καταλαβαίνουμε αυτή την αλήθεια. Ζητάμε τη συχώρεση από το Θεό, αλλά δε συγχωρούμε το συνάνθρωπο μας για ένα μικρό σφάλμα, που έκανε σε μας. Αυτή είναι μια απαράδεκτη διαγωγή, που έρχεται σε φανερή αντίθεση με την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού. Έχουμε πολλές ευκαιρίες που μπορούμε να αρχίσουμε να συγχωρούμε το συμμαθητή, το φίλο, το γνωστό και κάθε άνθρωπο από το περιβάλλον μας, που μπορεί σε κάτι να μας φταίξει. Άμα συγχωρέσουμε έναν άνθρωπο από τη καρδιά μας, τότε θα νιώσουμε μέσα μας μια ειρήνη και γαλήνη, που θα μας βεβαιώνει πως έχουμε συμφιλιωθεί με το Θεό και τους άλλους ανθρώπους.

2. Στη συνέχεια ο Κύριος μας μιλεί για την αληθινή νηστεία. Από αύριο μπαίνουμε στη Μεγάλη Σαρακοστή που είναι περίοδος νηστείας και προσευχής. Αληθινή νηστεία δεν είναι μόνο να μην τρως ορισμένες τροφές, αλλά να απομακρύνεσαι και από τις κακές πράξεις. Τις κακίες ο Θεός δεν τις θέλει. Πρέπει να τις καταπολεμάμε και σ' αυτό μας βοηθά και η νηστεία. Η νηστεία μας πρέπει να συνοδεύεται από τη μετάνοια, την προσευχή και την αγάπη.

3. Κατόπιν ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να αγαπούμε τα χρήματα και να μην αισθανόμαστε προσκολλημένοι σ' αυτά. Δεν μπορείς να αγαπάς τους άλλους και να νηστεύεις και από την άλλη μεριά να μαζεύεις υλικούς θησαυρούς μόνο για τον εαυτό σου. Όταν ο νους μας είναι στα πολλά λεφτά και την καλοπέραση, πώς θα βρούμε την ευκαιρία να σκεφτούμε τους άλλους, που πεινούν και πονούν και βασανίζονται; Πρέπει από αυτή την ηλικία να συνηθίσει το παιδί να στερεί τον εαυτό του από ορισμένες αδυναμίες (λιχουδιές) και τα χρήματα που θα εξοικονομεί να τα προσφέρει σ' άλλα παιδιά που είναι φτωχά και έχουν βασικές ανάγκες. Όταν προσφέρει την έμπρακτη αγάπη του στους άλλους (ελεημοσύνη, φιλανθρωπία) θα καταλάβει το θαυμάσιο νόημα της ανθρώπινης ζωής. Είναι το πνεύμα που ο Θεός φύτεψε στις ψυχές μας. Δηλαδή να του μοιάζουμε στην αγάπη και τη φιλανθρωπία, ώστε να πραγματοποιούμε τον ύψιστο προορισμό, που μας έχει δώσει.

Δ' ΔΙΔΑΓΜΑ:

«Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ» (Ματθαίου κεφ. στ' στίχος 20).

Ε' ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚΚΛ. ΡΗΤΟΡΩΝ

«Όταν στραφείτε προς εμένα και με ονομάσετε «Πατέρα», καθαρίστε πρώτα την καρδιά σας. Βγάλτε κάθε ίχνος πικρίας και εκδικητικότητας για το συνάνθρωπο σας. Συγχωρήστε τον από τα βάθη της ψυχής σας. Και εγώ είμαι έτοιμος να δεχτώ την παράκληση σας για συγχώρηση» (ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΛΤΕΚΗ, Πρωινά ραδιοφωνικά μηνύματα, Αθήναι 1971, σελ. 44).

ΣΤ ΑΣΚΗΣΕΙΣ - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους ανθρώπους;

2. Πώς μπορούμε να νηστεύουμε αληθινά;

3. Πώς μπορούμε να αποκτήσουμε αληθινούς θησαυρούς στον ουρανό;
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

5 Μαρτίου 2006
Κυριακή τῆς Τυρινῆς
(Ματθ. στ΄, 14-21)



Ἄν στερέψει μέσα μας ἡ πηγὴ τῆς συγγνώμης καὶ τῆς συγχώρησης, τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει. Καὶ ἔτσι, ἐμεῖς οἱ δικοί Του, δηλαδὴ τὰ παιδιά Του, θὰ γίνουμε ξένοι. Γιατὶ ἀγνοήσαμε τὸ θέλημά Του, τὴν ἐντολή Του. Νὰ γυγχωρᾶμε τὰ κρίματα τῶν ἄλλων καὶ νὰ δίνουμε συγγνώμη καὶ ἄφεση.

Νὰ τὶ λέγει τὸ Εὐαγγέλιό Του: «Ἂν συγχωρέσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ κρίματά τους, θὰ συγχωρέσει καὶ σὲ σᾶς τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας».

Ξεκάθαρα λόγια! Ὁ Θεὸς προειδοποιεῖ πὼς γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζητοῦμε ἀπ᾿ Αὐτὸν συγγνώμη καὶ ἄφεση γιὰ τὰ πολλά μας ἁμαρτήματα καὶ ἀνομήματα, πρέπει πρῶτα νὰ ἔχουμε διάθεση καὶ τὴ βούληση νὰ συγχωρᾶμε ἐκείνους ποὺ μᾶς βλάπτουν καθημερινά.

Γιατὶ εἶναι τουλάχιστον προπέτεια καὶ ἀναίδεια νὰ ἁμαρτάνουμε, προσβάλλοντας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ ζητοῦμε τὴ συγχώρηση. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στὰ σφάλματα καὶ στὰ κρίματα τῶν ἄλλων νὰ φερόμαστε μὲ σκληρότητα καὶ ν᾿ ἀρνούμαστε νὰ τοὺς συγχωρέσουμε.

Πόσες ἆρα γε φορὲς ζητήσαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ συγχώρηση; Ἀμέτρητες! Ὅπως ἀμέτρητο εἶναι καὶ τὸ ἔλεός Του καὶ ἡ ἀγαθότητά Του. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς συγχωράει. Καὶ πόσες φορὲς ἐμεῖς συγχωρέσαμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν, ζημίωσαν, πίκραναν, πρόσβαλαν, πρόδοσαν; Πόσες; Πολὺ λίγες ἢ καθόλου!

Ὅμως ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ρώτησε τὸν Χριστὸ πόσες φορὲς πρέπει νὰ συγχωρέσει τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, τὸν ἀδελφό του· ἑπτὰ φορές; Πῆρε τὴν ἀπάντηση πὼς πρέπει νὰ τὸν συγχωρέσει ἕως ἑβδομήντα ἑπτά, δηλαδὴ συνέχεια. Δίχως νὰ μετράει τὸ πόσες φορές, ἀλλὰ νὰ ζυγιάζει τὴ διάθεσή του. Γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ διαρωτηθεῖ, ὄχι πόσο ἢ πότε συγχωράει, ἀλλὰ πῶς. Γιατὶ τὸ πόσο καὶ τὸ πότε ὡς ποσότητες, μετατρέπουν τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ καθῆκον, σὲ ἀνάγκη καὶ συμφέρον. Ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος συγχωράει.

Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συγγνώμη δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει πράξη ἐπίδειξης ἢ πιὸ πολὺ ἀπαξίωσης τοῦ ἄλλου. Γιατὶ τότε δὲν θὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ μιὰ πράξη ποὺ προσφέρει ἀγάπη, τιμώντας τὸν ἄλλο. Καὶ ὡς γεγονὸς ἑνότητας καὶ κοινωνίας ἀνθρώπων.

Ὅταν λοιπὸν συγχωρῶ καὶ δίνω ἄφεση, τότε εἶναι ὡσὰν νὰ ὑποδέχομε τὸν ἄλλο σὲ κοινωνία μαζί μου. Συμφιλιώνομαι μαζί του καὶ τὸν τοποθετῶ στὴ θέση τοῦ ἀδελφοῦ. Καὶ ὁ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ μὲ τὶς πράξεις του διετάραξε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν κοινότητα, τώρα συγχωρεμένος ἐπανεντάσσεται στὸ χῶρο τῆς ἁγάπης. Ἔτσι ἀποκαθιστάται ἡ διαταραχθεῖσα εἰρήνη καὶ ἠρεμία.

Ἡ παροχὴ ὅμως τῆς συγγνώμης πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἄρα ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτόν, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς παραίτηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δηλαδὴ δὲν ἀφήνουμε ἀνυπεράσπιστο τὸν ἑαυτό μας ἀπέναντι «στὴν κακία, τὴ δολιότητα, τὴν ἀνηθικότητα, τὴν ἀπιστία τῶν διπλανῶν μας». Ἀπεναντίας, στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ προστατέψουμε τὸν ἑαυτόν μας, παίρνοντας τὰ ἀναγκαῖα καὶ κατάλληλα μέτρα.

Ἡ ὑπεράσπιση δὲ αὐτὴ ὑπογραμμίζει τὸ γεγνὸς πὼς ἔχουμε τὴν ὑποχρέωση νὰ προστατεύσουμε τὴν πίστη μας, τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά μας. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ γίνονται ἀπὸ μίσος ἢ ἐκδίκηση πρὸς τὸν ἄλλο. Γιατὶ τότε θὰ εἴμαστε ἐνάντιοι πρὸς τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή. Ἀντιμετωπίσουμε τὶς καιρικὲς μεταβολές. Τὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο. Τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτιά. Τὶς πλημμύρες καὶ τοὺς κεραυνούς. Τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σεισμούς. Καιρικὰ φαινόμενα, ποὺ δὲν καταφερόμαστε κατ᾿ ἀυτῶν μὲ μένος καὶ ἐκδίκηση. Δὲν ἔχει ἄλλωστε νόημα μιὰ τέτοια συμπεριφορά! Μάλλον θὰ ἦταν γελοία! Μὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὰ διάφορα μέτρα ποὺ παίρνουμε γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάθε εἶδος καταστροφῆς «ποὺ πηγή της δὲν εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ διπλανός μας». Καὶ ὅπως ἀγαποῦμε καὶ φροντίζουμε τὴ φύση, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ φροντίζουμε τὸν ἄνθρωπο.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐτοῦτον τὸν ξεκάθαρο θεϊκὸ λόγο γιὰ τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχουμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, τὸ ἔχουμε ἀσφλῶς ἀκούσει. Τὸν γνωρίζουμε ἄλλωστε. Καὶ μέχρι ἐδῶ καλά! Προσπαθοῦμε ὅμως νὰ τὸ πράττουμε καθημερινά; Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα! Γιατὶ ἐμεῖς κάθε ἡμέρα ὑποσχόμαστε στὸ Θεὸ τὸ «ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν...».

Δὲν λέμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια! Καὶ ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Καὶ τὸ ἀποδοκιμάζει. Γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴ συνείδησή μας ἤσυχη, ὑπακούοντας στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε Ἕτοιμοι νὰ συγχωρᾶμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδίκησαν γιὰ τὰ λίγα.

Γιὰ νὰ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ζητοῦμε τὴ συγχώρηση ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ καθημερινὰ διαπράττουμε προσβάλλοντας τὸ ὄνομά Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

18 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τῆς Τυρινῆς
(Ματθ.ς΄,14-21)



Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν λόγο Του, ὅπως καταγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, συνδέει τὴ συγγνώμη καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴν νηστεία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ περίοδος τῆς νηστείας, ποὺ ἀπὸ αὔριο εἰσερχόμαστε, εἶναι πρὸ πάντων περίοδος μετανοίας, προσευχῆς καὶ ἀγάπης μεταξύ μας.

Ἐὰν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ σύνδεση, τότε ἡ νηστεία ἀπὸ μόνη της δὲν φθάνει. Ἐὰν εἶναι νὰ νηστεύουμε καὶ νὰ μὴ μετανοοῦμε· «ἐὰν εἶναι νὰ μὴν τρῶμε καὶ νὰ τρωγώμαστε ἀπὸ τὴν κακία μας καὶ νὰ μισοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ποιὸ λοιπὸν τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν νηστεία μας;». Ἄρα λοιπὸν ἡ νηστεία βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλαγιάσει ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς ζωῆς του· νὰ τὸν προσγειώσει στὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὸν μονοιάσει μὲ τοὺς ἄλλους. Καὶ τέλος νὰ συναισθανθεῖ τὰ λάθη καὶ τὰ πάθη του καταβάλλοντας προσπάθεια ἀπαλλαγῆς.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐρχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἶναι καιρὸς νὰ θρηνήσει, γιατὶ μὲ τὴ ζωή του προσβάλλει καθημερινὰ τὸ Θεό. Καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συγγνώμη τῶν ἀδελφῶν, νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ὅμως κάμποσοι ποὺ πιστεύουν, καὶ ἴσως πράττουν, πὼς ἡ νηστεία εἶναι μονάχα ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά. Καὶ καθησυχάζουν τοὺς ἑαυτούς τους πὼς ἔτσι ἔχουν τελειώσει. Ὅμως κάτι τέτοιο εἶναι φανερὸ πὼς εἶναι λάθος· εἶναι μιὰ πράξη τυπική, ποὺ τῆς λείπει ἡ οὐσία.

Βεβαίως ἡ νηστεία εἶναι ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά, μὰ δὲν εἶναι μονάχα αὐτό. Γιατί, ἂν εἶναι μόνον αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε θέση ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὸν προφήτη Ἰωήλ.

Νὰ τὶ λέγει ἀκριβῶς: «Τώρα λοιπόν, λέγει Κύριος ὁ Θεός μας, ἐπιστρέψατε σὲ Ἐμένα μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας, μὲ νηστεία, θρήνους καὶ κοπετούς». Δηλαδὴ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἐσωτερικὴ ἐπιστροφή, μετάνοια καὶ ἀλλαγή, μὰ πρὸ πάντων νηστεία μὲ δάκρυα.

Ἐτούτη ὅμως ἡ μετάνοια καὶ ἡ αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δίχως τὴ συγγνώμη πρὸς τὸν ἀδελφό. Δίχως τὴν ἐξάλειψη τῶν κακιῶν μας, ποὺ μᾶς διχάζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὶς ὁποῖες ἀκριβῶς ὁ Θεὸς βδελύσσεται.

Προχωρώντας ὅμως πιὸ πέρα, ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν ἀφιλοχρηματία, ποὺ φυσικὰ συνδέεται μὲ τὴν νηστεία. Ἔτσι, «ὅποιος πασχίζει νὰ ᾿χει τὶς ἀποθῆκες του γεμᾶτες ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ ᾿χει τὴν καρδιά του ἀδειανὴ ἀπὸ ἀγάπη. Ὅσο πιὸ πολὺ γεμίζουν οἱ ἀποθῆκες, τόσο πιὸ πολὺ ἀδειάζει ἡ καρδιά». Καὶ ὅσο ἀδειάζει ἡ καρδιὰ τόσο στερεύει ἡ ἀγάπη, καὶ ἂς εἶναι γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες.

Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε πώς ἡ νηστεία γιὰ τὸν φιλοχρήματο καὶ πλεονέκτη ἔχει κάποια σημασία; Σ᾿ αὐτὸν ποὺ στέρεψε ἡ καρδιά του ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, τί νόημα ἔχει ἡ νηστεία;

Μποροῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὸ δικό του φαγοπότι, τὴν καλοπέραση, σ᾿ ἕνα κόσμο καταδικασμένο σὲ διαρκῆ νηστεία. Αὐτὸς μὲν νὰ τρώει, νὰ πίνει, νὰ εὐφραίνεται καὶ οἱ ἄλλοι νὰ πεινοῦν, γιατὶ τοὺς καταδικάσαμε σὲ διὰ βίου νηστεία! Ὁ ἕνας νὰ εἶναι χορτᾶτος καὶ οἱ ἄλλοι πεινασμένοι.

Νὰ λοιπὸν πὼς ἡ νηστεία ἀποτελεῖ μιὰ καλὴ εὐκαιρία νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τοὺς ἄλλους. Νὰ παρέχουμε τὰ ἀγαθά μας, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ ἄλλοι.

Ἔτσι θησαυρίζουμε ἀγαθὰ γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἐμπιστευόμαστε ὅ,τι μᾶς περισσεύει στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς τονίζει πὼς ὅποιος δίνει στὸ Θεό, δανείζει στὸ Θεό. Ἔτσι, καλὸν εἶναι ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ν᾿ ἀποτινάξουμε τὸ περιττὸ καὶ τὸ ἐπὶ πλέον. Νὰ κάνουμε τὴν νηστεία μας, καθὼς ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, καὶ ν᾿ ἁπλώσουμε τὸ χέρι μας στὸν ἀδελφὸ ποὺ ᾿χει τὴν ἀνάγκη.

Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ποὺ μᾶς ἔχουν ἀπορροφήσει, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό. Γιατὶ αὐτὰ κλείνουν τὸ δρόμο καὶ μᾶς τραβοῦνε σὲ ἄλλες ἀτραπούς.
Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ζητήσουμε τὴ σωτηρία μας· δὲν θὰ θρηνήσουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· δὲν θὰ κληθοῦμε στὴν Βασιλεία Του.

Τρώγοντας καὶ πίνοντας κάθε ἡμέρα εὐφραινόμενοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῆς νηστείας, τῆς ἐγκράτειας, θὰ περάσει ἴσως κι αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ἀπὸ αὔριο εἰσερχόμαστε, καὶ ἐμεῖς θὰ παλεύουμε πῶς θὰ ἀπολαύσουμε περισσότερα ἀγαθά.

Ἐνῶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς προτρέπει νὰ ἀρχίσουμε τὴ νηστεία χαρούμενοι· νὰ νηστεύσουμε ἀπὸ κάθε πάθος καὶ νὰ ἐντρυφήσουμε στὶς ἀρετές.

Ἀρχιμ. Ν.Π.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


9 Μαρτίου 2008
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς
(Ματθ. 6, 14 - 21)




Σήμερα, ἀδελφοί, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Δι᾿ ὃ «Κόσμος γενάρχαις, πικρὰ συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκεῖα συμπεσὼν πεπτωκότι».

Ἃς θρηνήση καὶ ἂς κλάψη ὁ κόσμος πικρά, μαζὶ μὲ τοὺς γενάρχες, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, διότι ἔπεσε καὶ ἐκρημνίσθη μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δῆθεν γλυκειὰ τροφή.

Μετὰ τὴν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, ὁ δημιουργὸς μὲ μόνο τὸν λόγο Του δημιούργησε τὸν οὐρανό, τ᾿ ἄστρα, τὸν ἥλιο, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ πτηνά. Τελευταῖον ἔπλασεν ἐκ τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπο «καὶ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸν πνοὴν ζωῆς».

Πλάσθηκε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ σώματος γηΐνου καὶ ψυχῆς, ἀπὸ πνοῆς Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς τοποθετήθηκε στὸν Παράδεισο, τόπο καὶ χῶρο χαρᾶς, τρυφῆς καὶ εὐτυχίας. Ὅλα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ὑποταγμένα. Ἦταν βασιλιὰς τῆς γῆς καὶ τῆς κτίσεως. Σ᾿ ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ ἔδωσε ὄνομα ὁ ἄνθρωπος Ἀδὰμ καὶ ὅλα τὸν πλησίαζαν ἡμερώτατα καὶ τὸν ἀνεγνώριζαν.

Ὁ Ἀδὰμ ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἐλευθερίας, τῆς λογικῆς, τῆς αὐτοκυριαρχίας, τῆς βασιλείας ἐπὶ τοῦ Παραδείσου, ζοῦσε μὲ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἁρμονία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Πλάσθηκε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀθανασίας καὶ φθορᾶς, ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξη ἢ τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, δυνάμενος νὰ μὴν ἁμαρτήση. Ἐλεύθερος λοιπὸν ὁ γενάρχης μας Ἀδὰμ νὰ ἐκλέξη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, βασιλείας ἢ δουλείας, παραδείσου τρυφῆς ἢ γῆς τριβόλων καὶ ἀκανθῶν, ἀπετόλμησε τὴν ἁμαρτία καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔφαγε ἀπὸ τὸν καρπὸ, ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ γίνη Θεός, καὶ ἀπέθανε.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς παρακοῆς εἰσῆλθε στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸς καὶ δι᾿ αὐτοῦ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀμέσως γυμνώθηκε τῶν ἀρετῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχασε τὸ ἡγεμονικό, τὸ αὐτεξούσιο, τὸ ἐλεύθερο, τὴν δύναμη νὰ μὴν ἁμαρτήση. Εἶδε τὴν γυμνότητά του καὶ ἔκοψε φύλλα συκῆς γιὰ νὰ καλυφθῆ. Ἀπετόλμησε ὁ Ἀδὰμ τὸ ἀτόλμητο. Παρήκουσε τὸν Θεό ἄκουσε τὸν διάβολο, ἐξέπεσε συνεπῶς τῆς βασιλείας τοῦ Παραδείσου, τῆς ἀθανασίας, τῆς αἰωνιότητας, ἐνδύθηκε δερμάτινους χιτῶνες ἐξευτελισμοῦ καὶ ἀτιμίας. Ἐξέπεσε τῆς θείας καταγωγῆς καὶ ἡ φύση ἐναντιώνεται πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ θρηνῶντας γιὰ τὴ γύμνωσή του, τὴν ἐγκατάλειψή του, τὴν δυστυχία του ἔλεγε: Οἴμοι, ἀλλοίμονό μου, τί ἔπαθα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Παρέβηκα τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου καὶ στεροῦμαι ὅλων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου. Ἄχ, Παράδεισε, ἁγνότατε, ὁ δι᾿ ἐμὲ πεφυτευμένος, δὲν θὰ σὲ ἀπολαύσω πλέον. Νοσταλγεῖ ὁ Ἀδὰμ τὸν χαμένο Παράδεισο καὶ ὁ «ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, αἰχμάλωτος φαίνεται».

Ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ ἀνανεώση καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Καὶ θέλοντας νὰ μᾶς ποδηγετήση στὴν δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν».

Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε στὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίζει μὲ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Δι᾿αὐτῶν «γὰρ τὴν τρίβον τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν». Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζῆ στὸν Παράδεισο γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴν γῆ εἶναι μία ἐξορία.

Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτη τὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ», κάνει τὴν ζωή μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατερικὴ γῆ.

Ἀδελφοί μου, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι «ἡ νηστεία», ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυΐας» φύσης μας ὡς ἀπαραίτητες, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίεση τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα.

Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νά ᾿ναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες ἀλλὰ τῷ πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη· «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος». Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μῖσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο μπάσιμο, ἡ πρώτη εἴσοδος σ᾿ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη.

Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν ἐχθρό μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὸ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ νὰ ἀναφερθῶ στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.

Ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς δικαιολογίες τους μεγάλωσαν τὴν ἐνοχή τους. Ὁ Ἀδὰμ εἶπε «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον». Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τὴν Εὔα «τί τοῦτο ἐποίησας;» ἀπάντησε· «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με καὶ ἔφαγον». ¨Ολοι εἶχαν ὑποκριθῆ. Καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα καὶ ὁ διάβολος.

Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ δόλο κλείσθηκε ὁ παράδεισος καὶ «ἀπέστρεψεν Κύριος τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν παίδων του» καὶ ὁ ψαλμωδὸς στὸ μεγάλο προκείμενο τῆς ἡμέρας ποὺ ἀναγγέλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ψάλλει: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου ὅτι θλίβομαι».

Τονίζεται τὸ μυστηριῶδες μῖγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας Του, ἀναγνωρίζω ὅτι ἀνήκω σ᾿ αὐτὴ καὶ δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία οὔτε ἄλλη χαρά οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος καὶ ζῶ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν λύπη τῆς ἁμαρτίας γι᾿ αὐτὸ θλίβομαι. Μόνο στὸ Θεὸ μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου», Κύριε, καὶ σῶσόν με.

Ἀδελφοί, ἀπὸ αὔριο θὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς· ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπη στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δριμὺς ὁ χειμών ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος! Θάρρος λοιπόν!
Ἀρχιμ. Ν. Κ.