ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012
Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄19-31)

«Νῦν δέ ᾧδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι»

Ζωντανή σέ περιγραφή καί δυνατή σέ νοήματα, ἀδελφοί μου, παρουσιάζεται ἀπό τόν Κύριό μας ἡ σημερινή παραβολή. Τόν πλούσιον ἄνθρωπο, πού οὔτε τό ὄνομά του μᾶς ἀναφέρει, τόν χαρακτηρίζουν τρία σοβαρά ἐλαττώματα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ πολυτέλεια. Τό δεύτερο ἡ ὑπερβολική ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν καί τό τρίτο ἡ ἀναλγησία μπροστά στή δυστυχία τῶν ἄλλων. Ἀντίθετα τόν πτωχό, πού τό ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, τό χαρακτηρίζουν τρεῖς μεγάλες ἀρετές. Ἡ ὑπομονή, ἡ αἰσιοδοξία γιά τή ζωή καί ἡ δοξολογία τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

Α΄ Ἡ ζωή σ’αὐτόν τόν κόσμο μοιάζει μέ πέλαγος, πού ἄλλοτε ξεσπᾶ ἀφρισμένο πάνω στόν ἄνθρωπο καί ἄλλοτε - λίγες φορές – τοῦ χαμογελᾶ. Τότε καί στήν τρικυμία, ἀλλά καί στή γαλήνη χρειάζεται χειρισμός, γιά νά μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νά καταπλεύσῃ στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτήν τήν πορεία, ἡ πυξίδα, γιά σωστό προσανατολισμό, ἀποτελεῖ ὁ ἀναλλοίωτος ἠθικός Νόμος καί ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση. Δυστυχῶς, ὁ σημερινός πλούσιος, παρ’ ὅλη τήν πολυτέλεια τῶν ἐνδυμάτων του, παρ’ ὅλη τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, πού τοῦ πρόσφερε ἀφειδώλευτα ἡ ζωή, «ἔπεσε ἔξω» στό ταξίδι τῆς ζωῆς του καί, στό τέλος, κατάντησε «ναυάγιο» ψυχικό. Ὁ πτωχός ὁ Λάζαρος, ἀντίθετα στόν πλούσιον, ζῇ δυστυχισμένα καί πονεμένα, ταλαιπωρημένος ἀπό τήν πεῖνα κάι τήν ἀνέχεια, κτυπημένος ἀπό τήν ἀρρώστεια, πικραμένος ἀπό τήν κακότητα καί τήν ἀναλγησία τοῦ πλουσίου, περιφρονημένος ἀπό τόν κόσμο, μέ μόνη συντροφιά τά σκυλιά, πού συμπονετικώτερα αὐτά ἀπό τούς ἀνθρώπους, κάμνουν ἐκεῖνο, πού παρέλειψαν τά λογικά πλάσματα τοῦ Θεοῦ.

Τό σκηνικό στήν Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας τό ἴδιο. Χθές καί σήμερα. Τότε καί τώρα. Ἴσως τώρα τό κοινωνικό πρόβλημα παρουσιάζεται ὀξύτερο. Ἡ κοινωνική ἀδικία, συνδιασμένη μέ τήν οἰκονομική κρίση, προχωρεῖ μέ φοβερό καλπασμό. «Ὅς μέν πεινᾷ, ὅς δέ μεθύει» (Α΄Κορ. 11,21). Τό ξέφρενο μεθύσι τοῦ ἑνός, ἀφήνει ἐρείπια καί συντρίμμια, γιατί κάμνει πολλούς πεινασμένους στή ζωή. Ἡ ἀσυλλόγιστη σπατάλη τῶν ἀνθρώπων,πού δέν θέλουν νά ἀναγνωρίσουν πώς ὁ Θεός τούς ἔταξε πιστούς οἰκονόμους τῶν ἀγαθῶν Του, αὐτοί μέ τίς πράξεις τους προκαλοῦν τό δημόσιο αἴσθημα, ἠλεκτρίζοντας ἔτσι – χωρίς πολλές φορές νά τό καταλαβαίνουν καί οἱ ἴδιοι – καί πυροδοτῶντας τόν πόνο τῶν χιλιάδων Λαζάρων τοῦ «πολιτισμένου» αἰῶνα μας. Προκαλοῦν κοινωνικές ταραχές καί ἀναστατώσεις, πού μέ τίς ἀκρότητές των ἐξευτελίζουν τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καί κατεβάζουν τόν σημερινό «πολιτισμένο» στήν τάξη τῶν κτηνῶν. Καί ἀπό τήν ἄλλη πάλι πλευρά, καρτερικοί Λάζαροι, μέ σφιγμένη ἀπό τόν πόνο τήν καρδιά, ἀντιμετωπίζουν θαρραλέα καί αἰσιόδοξα τή ζωή, μέ ὅλες της τίς φουρτοῦνες, χωρίς γογγυσμό, χωρίς αἰτιάσεις, γιά ὁποιονδήποτε καί, πρό πάντων, τόν Θεόν. Ἥρωες στή πάλη τῆς ζωῆς, μάρτυρες στό ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, στρατιῶτες στόν εἰρηνικό πόλεμο, γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας. Ὡς τό τέλος. «Ἄχρι θανάτου».

Β΄. Ὁ θάνατος!... Ἀλήθεια! Αὐτή ἡ πραγματικότης, ἡ μόνη βεβαία κάι σίγουρη, πού ἔρχεται νά κλείσῃ τήν αὐλαία τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς καί νά ἀνοίξῃ μιάν ἄλλη, αἰώνια καί ἀληθινή. Ὅμως τώρα τό σκηνικό ἀλλάζει. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει ὁ ἐγωλάτρης πλούσιος ντυμένος μέ «πορφύραν καί βύσσον». Οὔτε τά πλούσια τραπέζια καί οἱ κάθε εἴδους διασκεδάσεις, γιά νά εὐφραίνεται «καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Ἀλλά τί ὑπάρχει; Ὁ ἀξιολύπητος ἁμαρτωλός, ὁ δυστυχής, πρώην πλούσιος, ὁ ὁποῖος ἀξιοκατάκριτα κατακαίεται ἀπό τίς φλόγες τῶν τύψεων τῆς ἀδιαφθόρου συνειδήσεως καί ὑποφέρει φρικτά ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς θέας τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Βασανίζεται αἰώνια, γιατί προτίμησε ν’ ἀνταλλάξῃ τήν αἰωνιότητα μέ τά λίγα χρόνια τοῦ ψεύτικου καί ἀπατηλοῦ βίου. Καί ὀ Λάζαρος; «Ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Ἀβραάμ». Ἐκεῖ ὅπου στεφανώνονται «οἱ καλῶς ἀθλήσαντες». Ἐκεῖ ὅπου ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, συνυφασμένη μέ τήν ἀγαθότητα καί τήν εὐσπλαχνία Του, μοιράζει τά βραβεῖα «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν». Ἡ ἠθική τάξη, πού ἀνετράπη, άποκαθίσταται. «Νῦν δέ ᾧδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι».

Ἀδελφοί μου! Ἄν θέλωμε κάποτε καί ἐμεῖς νά ἀποφύγωμε «τόν τόπον τῆς βασάνου» καί νά εὑρεθοῦμε λαμπροστολισμένοι εἰς τούς οὐρανίους κόλπους, ἄς μαλακώσωμε τήν καρδιά μας μέ τό δάκρυ τῆς συμπόνιας. Γιατί μόνο τέτοιες καρδιές ἀνεβαίνουν σ’ αὐτούς τούς κόλπους. Μήν περιμένωμε τούς νεκρούς ν’ἀναστηθοῦν ἀπό τούς τάφους καί νά μᾶς τό εἰποῦν. Ἔχομε τό Ἅγιον Εὐαγγέλιον. Ἄς τό μελετήσωμε ἁγιαστικά, ἄς βάλωμε στήν καρδιά μας αὐτά, πού μᾶς διδάσκει καί ἄς ζήσωμε τή ζωή, στήν ὁποία μᾶς παρακινεῖ. Τότε ἡ αἰωνιότης θά γίνῃ δική μας.
30ὴ Ὀκτωβρίου 2011
Κυριακὴ Ε΄Λουκᾶ
(Λουκ. ιστ΄ 19-31)

Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς


Δύο ἀνθρώπους μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ παραβολή, δύο ἀντίθετους κόσμους· τὸν πλούσιο, ποὺ μὲ πολυτελέστατα βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ καθημερινὲς διασκεδάσεις ξοδεύει τὰ πλούτη του σὲ φαγοπότια καὶ ἀπολαύσεις καὶ τὸν Λάζαρο, γνωστὸ γιὰ τὴν μεγάλη του φτώχεια καὶ τὴν ὑποδειγματική του ὑπομονή. Δὲν εἶχε σπίτι νὰ μείνει, ἀλλὰ πεταμένος στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου, ἄρρωστος καὶ γεμᾶτος πληγές, μάζευε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι, γιὰ νὰ χορτάσει κάπως τὴν πεῖνα του. Ἦταν τόσο ἀσθενικός, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ διώξει τοὺς σκύλους ποὺ ἔπεφταν ἐπάνω του καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγὲς στὸ μισόγυμνο κοκκαλιάρικο σῶμα του.

Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Καὶ τότε ἄγγελοι φωτεινοὶ πῆραν τὴν ψυχή του καὶ τὴν μετέφεραν στὴ ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ καὶ ὁ πλούσιος κάποια μέρα πέθανε καὶ τάφηκε μεγαλοπρεπῶς. Στὸν Ἅδη ὅμως ποὺ πῆγε ἡ ψυχή του, τὰ πράγματα ἦταν πολὺ διαφορετικά. Oἱ ὅροι τώρα εἶχαν ἀντιστραφεῖ. Ὁ φτωχὸς Λάζαρος ἦταν μέσα στὸ φῶς καὶ τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἐνῶ ὁ πλούσιος μέσα στὸ καμίνι τῆς κολάσεως.

- Πάτερ Ἀβραάμ, φωνάζει ἀπεγνωσμένα τώρα ὁ πλούσιος, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴν γλῶσσα μου. Ὑποφέρω μέσα στὴ φλόγα τοῦ Ἅδη.

- Ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ, ἀπόλαυσες τὰ πλούτη σου, ὅμως ὁ Λάζαρος πέρασε τὴ ζωή του μέσα στὶς θλίψεις. Ἐδῶ στὸν Παράδεισο τώρα αὐτὸς παρηγορεῖται γι’ αὐτὰ ποὺ ὑπέφερε, ἐνῷ ἐσὺ βασανίζεσαι. Τώρα, καὶ νὰ θέλεις, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπικοινωνήσεις μαζί του, διότι μεταξύ μας ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, ἄβυσσος· κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς ἐδῶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ σᾶς, οὔτε ἀπὸ σᾶς νὰ ἔλθει στὸν Παράδεισο. «Μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται».

Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατί τὸ χάσμα αὐτὸ εἶναι ἀγεφύρωτο καὶ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀποφύγει.

Γιατὶ τὸ χάσμα αὐτὸ νὰ εἶναι ἀγεφύρωτο; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἀγάπη νὰ ἀφήνει τοὺς κολασμένους αἰωνίως μακριά Του στὸν τόπο τῆς βασάνου; Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης νὰ πάρει κοντά Του στὸν Παράδεισο τοὺς κολασμένους;

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἐξηγοῦν τὸ μεγάλο αὐτὸ καὶ δύσκολο θέμα. Μᾶς λένε πὼς τὸ χάσμα αὐτὸ τὸ ἀδιαπέραστο δὲν τὸ ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ τὸ δημιουργεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος μόνος του. Διότι ἡ ἐμμονὴ κάθε ἄνθρώπου στὴν ἁμαρτία δημιουργεῖ στὴν ψυχή του ἕξη καὶ ὑποδούλωση, ποὺ ἐξελίσσεται μέχρι πωρώσεως καὶ σκληρύνσεως πλήρους. Τὸ χάσμα δημιουργεῖται πρῶτα στὴν ψυχή μας κι ἀκολούθως ἐκδηλώνεται στὸν τρόπο ποὺ ζοῦμε.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σ’αὐτὴν τὴν ζωὴ ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο του, τότε γι’ αὐτὸν ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, τοὺς γύρω του, τὸ αἰώνιο μέλλον του. Μεθᾶ μέσα στὶς μάταιες ἀπολαύσεις. Ἡ ζωή του γίνεται ἔτσι μιὰ διαρκὴς ἀχόρταγη ἀκόλαστη δίψα γιὰ ὅ,τι ἁμαρτωλό. Μαυρίζει ἡ ψυχή του, ἀγριεύει καὶ σκοτεινιάζει τὸ βλέμμα του. Καὶ ὅσο περισσότερο βυθίζεται μέσα στὶς ἀνέσεις καὶ ἡδονές, τόσο περισσότερο τὸ χάσμα βαθαίνει. Διότι τὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ ἢ τὴν αἰώνια κόλαση τὴν χαράσσουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἀνάλογα μὲ τὶς ἐπιλογές μας. Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ πρὸς τὸν αἰώνιο τόπο τῆς χαρᾶς ἢ τῆς δυστυχίας μας. Ὥσπου κάποια μέρα, συγκλονιστικὴ γιὰ ὅλους μας, ἀποχαιρετοῦμε τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ ἀντικρύζουμε τὶς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν μας.

Ἀλλὰ τότε εἶναι πλέον ἀργά. Ἡ κατάσταση αὐτὴ παγιώνεται μὲ τὸν θάνατο καὶ δὲν μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος κατόπιν στὴν ἄλλη ζωὴ νὰ τὴν ἀλλάξει. Διότι, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἡ διάθεση καὶ προθυμία γιὰ μετάνοια στὸν Ἅδη ἀπρακτεῖ. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι ἡ μετάνοια στὸν Ἅδη δὲν εἶναι δυνατή, ἐφόσον ἡ ψυχὴ τῶν ἀμετανοήτων δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τραπεῖ, νὰ ἀλλάξει δηλαδή. Ἡ κόλαση εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ αἰώνιος, ὁ ὁριστικός, ποὺ δὲν ἐπανορθώνεται. Γι’ αὐτό, ὅταν πεθάνουν οἱ ἄνθρωποι ἀμετανόητοι μέσα στὶς ἁμαρτίες τους, δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς βασάνου καὶ νὰ διέλθουν ἀπὸ τὸ μεγάλο χάσμα. Ἡ κατάσταση τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν εἶναι πλέον παγιωμένη καὶ ἀμετάβλητη. Εἶναι πλέον ἀργὰ γιὰ ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ τῆς καταστάσεώς τους ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε ἀνακούφισή τους. Ὅπως μᾶς λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἅγιοι τοῦ οὐρανοῦ δὲν μποροῦν νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς καταδίκους τῆς κολάσεως, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν κάποια φιλία ἢ ἀναστροφὴ στὴν ἐπίγεια ζωή τους. Εἶναι πλέον ἀδύνατον.

Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς μποροῦμε νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸν φοβερὸ αὐτὸ χάσμα τῆς ἄλλης ζωῆς;

Ἀντὶ νὰ κλάψουμε αὔριο γιὰ μιὰ κατάσταση ἀφόρητη καὶ ζοφερή, ἂς κάνουμε αὐτὸ ποὺ μποροῦμε σήμερα, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγοντας: «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώσει τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ χάσμα αὐτό, ἐὰν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν προσέξουμε, ἐὰν δὲν ἐκμεταλλευθοῦμε τὰ πνευματικὰ ἐφόδια αὐτῆς τῆς ζωῆς». Καὶ συνεχίζει: «Πρόλαβε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς σου, μήπως ἔλθει ξαφνικὰ ὁ θάνατος καὶ δὲν θὰ ἔχει πλέον ἰσχὺ ἡ θεραπεία τῆς μετανοίας». Στὸν Ἅδη μετάνοια δὲν ὑπάρχει.

Ὅμως σ’αὐτὴ τὴ ζωὴ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε τὸ ἀγαθὸ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸ φοβερὸ καμίνι της κολάσεως. Ἔχουμε τόσες εὐκαιρίες· ὄχι μόνον τὸν Μωσέα καὶ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη μας. Ἔχουμε τὸν ἀλάνθαστο λόγο Του νὰ μᾶς καθοδηγεῖ καθημερινὰ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία σταθερὴ πορεία καὶ σὲ ἔργα μετανοίας, ἀγάπης, φιλανθρωπίας, ἀρετῆς. Ἔχουμε τὰ ἱερὰ μυστήρια· τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο λευκαίνει τὸ χιτῶνα τῆς ψυχῆς μας καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν αἰώνια εὐτυχία μας. Ἔχουμε τὸν πνευματικό μας Πατέρα νὰ μᾶς καθοδηγεῖ σὲ ζωὴ ἀρετῆς καὶ χάριτος. Ἔχουμε τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, τὸ ὁποῖο μᾶς δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἔχουμε τὰ πάντα. Αὐτὸ ὅμως ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ δική μας διάθεση καὶ προθυμία γιὰ νέα ζωή, ζωὴ μετανοημένη, ἀναγεννημένη, ζωὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.



Ἀδελφοί, τὸ μόνο βέβαιο γεγονὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ θάνατός μας. Ὅλοι κάποτε θὰ πεθάνουμε. Δὲν ξέρουμε τὸ πότε καὶ τὸ πῶς. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ξέρουμε σίγουρα εἶναι τὸ ὅτι θὰ πρέπει νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τῆς ἀναχωρήσεώς μας πρὸς τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ ὅσο ἔχουμε καιρό, ἂς προετοιμασθοῦμε, ἂς ἀγωνισθοῦμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, στὴν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

π. Χ.Μ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2007
Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007 Ε ́ Λουκᾶ (Λουκ. 16, 19-31)
«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, στὴν σημερινὴ παραβολὴ πολὺ ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴν μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνώνυμου πλουσίου ποὺ εἶχε μεταβάλει τὸν ἑαυτό του σὲ πρᾶγμα γιὰ χάρη τοῦ πλούτου ποὺ ἦταν γιὰ αὐτὸν πρόσωπο, καὶ τοῦ ἐπώνυμου φτωχοῦ ποὺ παρὰ τὴν φτώχεια του ἦταν πρόσωπο, ἦταν ἐπώνυμος.
Παρουσιάζονται σήμερα δυὸ εἰκόνες τόσο ἀντίθετες μεταξὺ τους μὰ καὶ τόσο συγκλονιστικές. Παρουσιάζονται οἱ μεγάλες ἀντιθέσεις τῆς ζωῆς. Πλούσιοι καὶ φτωχοί. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐποχῶν. Κοινωνικὲς διακρίσεις μὲ μισάνθρωπα ἐπακόλουθα. Χέρια χρυσοστόλιστα ποὺ ὑψώνονται προκλητικὰ καὶ γροθιὲς σφιγμένες ποὺ σηκώνονται ἐπαναστατικά. Πορφυροντυμένοι καὶ γυμνοί. Χορτᾶτοι καὶ πεινασμένοι. Ἀρχοντόσπιτα καὶ καλύβες. Ἄλλοι εὐφραίνονται «καθ ̓ἡμέραν λαμπρῶς» καὶ ἄλλοι ἐπιζητοῦν μερικὰ ψίχουλα. Ἄλλοι ζοῦνε σὲ μία ἐκθαμβωτικὴ πολυτέλεια καὶ ἄλλοι ἀργοπεθαίνουν ξαπλωμένοι στὶς ψάθες. Ἄλλοι πεινοῦν καὶ ἄλλοι μεθοῦν. Ἐκδιπλώνεται ἐπίσης ἀνάγλυφα ἡ σημερινὴ κατάσταση μὲ ζωντάνεμα τοῦ λεγομένου κοινωνικοῦ προβλήματος τῆς κοινωνικῆς-οἰκονομικῆς ἀνισότητος. Πλοῦτος καὶ φτώχεια, ἀρχοντικὴ καλοπέραση καὶ τραγικὴ δυστυχία. Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐκπροσωπεῖ τὴν τάξη ἐκείνη τῶν ἰσχυρῶν τοῦ χρήματος ποὺ δὲν ἔχει αἰσθήματα, ποὺ δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ κακοπέραση καὶ φτώχεια, ποὺ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ προσεγγίση τὴν μάστιγα ποὺ εἶναι ἡ φτώχεια. Ὁ πλούσιος ἐπίσης, δεμένος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικὴ καὶ δαιμονική του ἀτομικότητα δὲν ἔχει μάτια, γιὰ νὰ δῆ γύρω του, δίπλα του, στὴν αὐλή του. Νὰ δῆ συγκεκριμένα τὸ φτωχὸ Λάζαρο ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὶς στρατιὲς τῶν πεινασμένων, τὰ πληγωμένα σώματα, τὶς συντριμμένες καρδιές, τὸ ἐξουθενωμένο φιλότιμο, τὴν πληγωμένη ἀξιοπρέπεια. Αὐτὰ ἀκριβῶς ἐκφράζει ὁ φτωχός, ὁ Λάζαρος, δηλαδὴ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴν γύμνια, τὴν πεῖνα ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία καὶ ὑπομονή. Προσπαθεῖ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Καὶ ὑπομένει. Καὶ ἐλπίζει. Καὶ προσδοκᾶ. Αὐτὰ ὅμως συνθέτουν τὴν πρώτη εἰκόνα.
Διότι ὑπάρχει καὶ ἀποκαλύπτεται σήμερα καὶ ἡ μεταφυσικὴ πραγματικότητα. Κόλαση, φωτιά, δίψα, σκοτάδι εἶναι ἡ συντροφιὰ τοῦ πλουσίου. Ἐνῶ φῶς, δροσιά, χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία εἶναι ὁ μισθὸς τοῦ Λαζάρου. Δυὸ ἀκόμη ὀξύτατες ἀντιθέσεις ποὺ θέτουν ἐνώπιόν μας τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ ἡ μετὰ θάνατον θέση μας στὴν αἰωνιότητα. Καὶ εἶναι λάθος νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν εἰσιτήριο στὴν Βασιλεία Του. Ὄχι. Ἀπόδειξη ὑπάρχει ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ φτωχοῦ ἀλλὰ ἀχάριστου δούλου, ποὺ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ του πρὸς τὸν σύνδουλό του «παρεδόθη τοῖς βασανισταῖς». Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι καταστάσεις ξεχωριστὲς καὶ οὐδέτερες, ποὺ γίνονται ἐπαινετὲς ἢ ἀξιόμεμπτες ἀνάλογα μὲ τὴν χρησιμοποίησή τους. Εἰδικὰ γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔχει γραφῆ «οὔτε πλοῦτος ἐφύσησεν, οὔτε πενία ἐταπείνωσεν ἀκουέτωσαν πλούσιοι, ἀκουέτωσαν πένητες». Οὔτε ὁ πλοῦτος τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, οὔτε ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ τὴν πίστη του. Ὁ πλοῦτος εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἀνάλογα μὲ τὰ χέρια ποὺ τὸν κρατοῦν. Ἀλλοίμονο σὰν πέση σὲ ἀνάξια χέρια. Γίνεται ποτάμι ποὺ πνίγει. Γίνεται ὄλεθρος καὶ ἀπώλεια. «Πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσε τὸ χρυσίον» (Σοφ. Σειρ. 8, 2).
Ἡ δίψα τοῦ πλούτου παρασύρει καὶ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς στήνει μύριες παγίδες θανάτου καὶ τοὺς ἀφαιρεῖ κάθε πνευματικὴ ἰκμάδα. «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμία πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς (Α ́Τιμ. 6, 9). Γι ̓ αὐτὸ ὁ ψαλμωδὸς ὑπενθυμίζει «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχὸς» (ψαλμ. 9, 23). Ἂν τὰ ἀνάξια χέρια, ἀγαπητοί μου, σκορπίζουν ἀπερίσκεπτα καὶ ἀκόλαστα τὸν πλοῦτο ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, τὰ ἄξια καὶ θεοκίνητα χέρια προσφέρουν καὶ διακονοῦν τὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Κλείνουν πληγές, θεραπεύουν τραύματα, ντύνουν γυμνούς, τρέφουν πεινασμένους, προστατεύουν χῆρες καὶ ὀρφανά, οἰκοδομοῦν ἄσυλα ἀγάπης, χτίζουν καὶ στολίζουν ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Σὲ τέτοια χέρια ὁ πλοῦτος γίνεται ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας ποὺ λέγεται καὶ εἶναι φλοθεΐα. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης ξέρει ὅτι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν (Παρ. 19-17). Στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης ὅλοι μποροῦν νὰ προσφέρουν. Κάθε θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ μικρὴ καὶ ἀσήμαντη. Τὴν δέχεται ὅμως μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ διαβεβαιώνει «Ἐφ ̓ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25-40).
Ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν πραγματικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ παρουσιάζει τὶς ἴδιες ἀντιθέσεις ποὺ συμβαίνουν καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Καθὼς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιον ἄλλη θὰ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἄλλη γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμετανόητους γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακία τους. Γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τὸ αἰώνιο μέλλον ἐπιφυλάσσει εὐτυχία οὐράνια, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπίγεια καὶ ὑλικὴ «δῆθεν εὐτυχία». Ἂν στὴν ἐπίγειο ζωὴ ἦταν φτωχοὶ καὶ ἄστεγοι, ἂν περιφρονήθησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἀνάγκες καὶ θλίψεις καὶ ἀσθένειες τοὺς ταλαιπώρησαν, ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ θὰ βροῦν τὴν τέλεια ἀνάπαυση καὶ εὐτυχία. Γιὰ αὐτοὺς εἶναι ἕτοιμο τὸ οὐράνιο δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, «τὴν δυστυχία» ποὺ περιμένει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλοὺς παρουσίασε σήμερα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς. Αὐτός, ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ παρέδωσεν τὴν ψυχήν του, εὑρέθη «ὑπάρχων ἐν βασάνοις». Ζῆ πλέον μέσα στὴν ὀδύνη, 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ́ ΛΟΥΚΑ (4/11/2012)

Στίγματα θυσίας Ολοκληρώνοντας τήν ἐπικοινωνία του μέ την Εκκλησία των Γαλατών, ὁ Ἁπόστολος Παῦλος, αγαπητοί μου αδελφοί, ἀναφέρεται στά στίγματα τοῦ πάθους καί τῶν θυσιῶν πού απέκτησε γιά τό ὂνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τά ὁποία, μάλιστα, αἰσθανόταν ἱδιαίτερη ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ "κοσμοῦσαν" καί ταυτόχρονα, ταλαιπωροῦσαν τό σῶμα του.
Αὐτά τά στίγματα τοῦ πάθους καί τῶν θυσιῶν χαρακτήρισαν τή ζωή χιλιάδων Μαρτύρων καί ἐραστῶν τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας στό πέρασμα τῶν αἰῶνων καί ἀποτελοῦν ἀπόδειξη ἀφοσίωσης, πίστης καί ἀφιέρωσης ὁλόκληρης τῆς ζωῆς στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρῶπου.
Περνῶντας τά χρόνια καί οἱ αἰῶνες, ὃμως, καθῶς η Χριστιανική πίστη ἒπαψε νά διώκεται καί νά πολεμεῖται, αὐτά τά ἐμφανῆ στίγματα τῶν διώξεων ἒπαψαν νά ὑφίστανται. Καί πολλοί εἶναι ἐκείνοι οἱ
Χριστιανοί στίς μέρες μας πού δικαιολογοῦνται γιά τή νοθρώτητα στήν πίστη καί στήν πνευματική τους ζωή, γιά τήν αὐτάρκεια τῆς πορείας τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ισχυριζόμενοι ὃτι σήμερα η Εκκλησία, ως ελεύθερη έκφραση πίστης, δέ ζητᾶ ἀπό τα μέλη Της θυσίες, δέ ζητᾶ σωματικά πάθη καί στίγματα, γιά νά ἀποδείξουμε τήν πίστη μας. Ἂρα, εὒκολα μποροῦμε νά νιώθουμε καί νά προβάλλουμε τόν ἐαυτό μας ως καλοί Χριστιανοί, χωρίς κανένα κόστος καί καμία θυσία.
Τά πράγματα, ὃμως, δέν εἶναι ἒτσι. Μπορεῖ στίς μέρες μας ἡ Ἐκκλησία καί ἡ πίστη μας νά μή διώκονται, ὃπως στό παρελθόν, μπορεῖ τά στίγματα τοῦ πάθους νά μήν κάνουν τήν ἐμφάνισή τους στό σῶμα μας, ὁ κάθε Χριστιανός, ὃμως, καλεῖται νά σηκώσει τό δικό του Σταυρό, δίδοντας τή δική του μαρτυρία σέ ἓνα κόσμο πνευματικά ὑποτονικό καί νωθρό.
Μποροῦμε καί σήμερα νά φέρουμε ἐπάνω μας τά στίγματα Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃταν μαρτυροῦμε, μέ παρρησία, την Χριστιανική μας ἱδιότητα, χωρίς ντροπές καί ἀναστολές, πηγαίνοντας κόντρα στό ρεύμα τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἀμφισβήτησης.
Μποροῦμε καί σήμερα νά φέρουμε τά στίγματα Ἰησοῦ Χριστοῦ, μένοντας σταθεροί στίς παραδόσεις καί τίς ἀρχές τῶν Πατέρων μας, ἐκείνων πού διαφύλλαξαν ὣς κόριν ὀφθαλμοῦ τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια στό διάβα τῶν αἰώνων, μή ὑπολογίζοντας διώξεις καί πολεμικές.
Μποροῦμε καί σήμερα νά φέρουμε τά στίγματα Ἰησοῦ Χριστοῦ ὃταν κάνουμε τρόπο ζωῆς τό δρόμο τῶν ἀρετῶν, τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετανοίας σέ ἓνα κόσμο ὑπερφύαλο καί ἐγωιστή, πού τό μόνο γιά τό ὁποίο ἐνδιαφέρεται εἶναι τό συμφέρον καί τό κέρδος, μέ ὁποιοδήποτε τίμημα καί θυσία.
Μποροῦμε καί σήμερα νά φέρουμε τά στίγματα Ἰησοῦ Χριστοῦ ὃταν ἀγωνιζόμαστε, μέ πάθος καί αἲσθημα εὐθύνης, γιά νά κρατηθοῦν ζωντανά καί ἀνόθευτα τά πιστεύματα καί τά ἰδανικά μας ὃταν ἀγωνιζώμαστε μέ ἐντιμότητα καί ἀξιοπρέπεια ἐνάντια σέ ἐκείνους πού θέλουν, κατά καιρούς, νά ξεριζώσουν ὃ,τι ἒμεινε ἀκόμα ὂρθιο στόν τόπο μας, στό βωμό τῆς ἐξέλιξης, τῆς υποτιθέμενης "προόδου", ἰσοπεδώνοντας οὐσιαστικά τά πάντα, ἀντί «πινακίου φακῆς».
Μέ ὃλους αὐτούς τούς τρόπους μποροῦμε νά φέρουμε ἐπάνω μας τά στίγματα γιά τά ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στίγματα ὂχι σωματικοῦ πάθους, πλέον, ἀλλά πνευματικοῦ ἀγῶνα, σέ μιά ἐποχή πού ἒχει ξεχάσει νά ἀγωνίζεται γιά ὑψηλά ἱδεῶδη, αξίες ζωής καί ἀρχές καί παραδώθηκε ἀμαχητί στήν ἰσοπέδωση τῶν πάντων. Οἱ Χριστιανοί αὐτούς τούς τρόπους μαρτυρίου ἒχουμε. Ἂς τούς κάνουμε πράξη στή ζωή μας. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο
 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΄ΛΟΥΚΑ , ΠΛΟΥΣΙΟΥ- ΛΑΖΑΡΟΥ, Λ.κ. 16, 19-31

ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

« Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Άνθρωπος τις ην πλούσιος…… πτωχός δε τις ονόματι Λάζαρος»

Ακούγοντας κανείς την σημερινή ευαγγελική περικοπή του πλουσίου και του Λαζάρου αναρωτιέται ποιον από τους δύο να ζηλέψει : τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι’ αυτό γιατί και στις δύο περιπτώσεις στη ζωή τους κυριαρχεί η έννοια του μηδέν.
Στην παραβολή ο Χριστός κάνει μια λεπτή και σοβαρότατη παρατήρηση : « εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν…. απέθανεν δε και ο πλούσιος και ετάφη». Επομένως τη ζωή και των δύο τη σκιάζει ο θάνατος, το χάος, το μηδέν και το τίποτα.
Ας δούμε πρώτα την περίπτωση του πλουσίου.
Είναι πράγματι ένας ήρωας, αλλά ο ηρωισμός του είναι ο τραγικός. Γνωρίζει ότι τον απειλεί το μηδέν και το χάος και ζητάει ν’ αποφύγει την απειλή με τη λήθη που του προσφέρει η συνεχής κατανάλωση υλικών αγαθών. Η λήθη αποτελεί φυγή μπροστά στην αλήθεια η οποία του φαίνεται τραγική. Μια ψευδής προϋπόθεση αποτελεί το έδαφος για την απώλεια της ζωής που του φαντάζει αληθινή. Η συνειδητοποίηση του επερχόμενου τέλους εκμηδενίζει τη ζωή, όταν δεν υπάρχει στη ζωή ελπίδα. Αυτό το γνωρίζει καλά ο πλούσιος της παραβολής και επειδή δεν έχει ελπίδα θέλει με κάθε τρόπο να αγνοεί το τέλος του. Η χωρίς ελπίδα ζωή απεχθάνεται τη μνεία του τέλους με το μηδέν. Ο άνθρωπος αυτός ζει σαν να μην τελειώνει ποτέ η ζωή του. Η τρομερή υπόθεση της ανυπαρξίας που φαίνεται να έρχεται απωθείται από τον πλούσιο στα σκοτεινά υπόγεια του υποσυνειδήτου του επειδή δεν έχει ελπίδα.
Τα λόγια του ιερού ευαγγελίου είναι χαρακτηριστικά: « άνθρωπος τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Ήταν ανεβασμένος στην κορυφή των ψευδαισθήσεων του γι’ αυτό και η πτώση του έκανε πάταγο.
Ας έλθουμε τώρα στον πτωχό Λάζαρο.
Είναι κι’ αυτός ένας ρεαλιστής ήρωας.
Είναι ρεαλιστής στην επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης, αφού εκ των πραγμάτων γνωρίζει, ότι ο θάνατος ανήκει στη ζωή και η ζωή στο θάνατο. Ο Λάζαρος υπάρχει ως πιστός μπροστά στη δυνατότητα του τέλους που διέπει αναπόφευκτα τη ζωή. Ο πτωχός Λάζαρος γίνεται ισχυρός με την ελπίδα. Στη συνείδηση του πιστού Λαζάρου η ζωή συναρτάται προς τον θάνατο και ο θάνατος προς τη ζωή. Αλλά δεν είναι ο θάνατος το έσχατο κριτήριο για τη ζωή. Είναι η ζωή το έσχατο κριτήριο για τη ζωή.
Ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο ο Λάζαρος αισθάνεται μόνος του. Όχι γιατί τον περιβάλλει η κοινωνία της αγάπης, αλλά διότι τον περιβάλλει ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό από την περίοδο της κρίσης βγήκε νικητής. Αυτό είναι ίδιον της χριστιανικής πίστης, να βγαίνει σε περιόδους κρίσεων νικήτρια, όταν κάποιοι άνθρωποι , όπως ο πλούσιος της παραβολής ,εμφορούμενοι από πλούσια μηδαμινότητα γίνονται με έργα και λόγια πλούσιοι κήρυκες του μηδενός και του χάους.
Ο χριστιανός ζει την πίστη του ως ελπίδα. Και λόγω αυτής της ελπίδας ξεπερνάει την μηδαμινότητα με την αλήθεια και την ματαιότητα με την πλουσιότητα. Μ’ ένα λόγο ο Λάζαρος ξεπερνάει τη μηδαμινότητα του πλουσίου και με την πίστη και την ελπίδα του αντιστέκεται σε μια πληθωρική καταναλωτική συμπεριφορά που κατακλύζει την επιφάνεια ,αλλά αφήνει ανεπηρέαστο το βάθος της ζωής.
Μπορεί θέσει κανείς το εξής ερώτημα: μήπως με όλα αυτά γίνεται προσπάθεια να ξεφύγουμε το τρομακτικό πρόβλημα της αντίθεσης μεταξύ πτωχών και πλουσίων;
Ασφαλώς και όχι. Διότι η παραβολή όχι μόνο δεν παραβλέπει το πρόβλημα, αλλά το φέρνει στην επικαιρότητα χωρίς ωραιοποιήσεις και ταυτόχρονα τονίζει πως η αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τη ζωή και το θάνατο επηρεάζει βαθύτατα την οικονομική του συμπεριφορά.
Στο σημείο αυτό αξίζει να περάσουμε στη δεύτερη εικόνα της σημερινής παραβολής όπου παρουσιάζεται ο φτωχός Λάζαρος, μετά θάνατο να πλέει σε πελάγη ευτυχίας στους κόλπους του πατριάρχη Αβραάμ.
Με την εικόνα αυτή το ευαγγέλιο δείχνει, ότι το καλύτερο κοινωνικό οικονομικό σχήμα είναι εκείνο που εξασφαλίζει σε κάθε κατάσταση την προσωπική αξιοπρέπεια και την προσωπική ελευθερία, διαφυλάσσοντας αυτή την ελευθερία από τη φυσική φτώχεια και την κοινωνική υποδούλωση.
Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει ο πλούσιος της παραβολής που τον διακρίνει ο οικονομικός εγωισμός. Με την κατανάλωση απομονωνόταν από τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. Έτσι έβλεπε το Λάζαρο εγκλωβισμένο μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια και δεν έκανε τίποτα ή μάλλον έκανε ελάχιστα. Μια ανώδυνη ελεημοσύνη έδινε στο Λάζαρο λίγα ψίχουλα. Μ’ άλλα λόγια καθιέρωνε ένα απαράδεκτο κοινωνικό σχήμα στο οποίο η φιλανθρωπία γίνεται αντιληπτή ως αδυναμία, απαξία, ανώδυνη, αλλά επαίσχυντα. Το σχήμα αυτό το κατακρίνει ο Χριστός παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέει στον πλούσιο : « μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα έστιν».
Ο Χριστός όμως κάνει και κάτι άλλο ακόμα.
Στο τελευταίο σημείο της παραβολής παρουσιάζει τον πλούσιο στην κόλαση και παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στ’ αδέλφια του και να τα προειδοποιήσει για το τι πρέπει να κάνουν, Ο Αβραάμ αρνείται λέγοντας ότι έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες για να διδαχθούν.
Ο πλούσιος επιμένει ισχυριζόμενος ότι μόνο ένα θαύμα θα τους σώσει. «ο δε είπε. Ουχί πάτερ Αβραάμ αλλ’ εάν τις εκ των νεκρών πορευθεί προς αυτούς μετανοήσουσιν». Το αίτημα και πάλι απορρίπτεται: « είπε δε αυτώ, ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσι, ουδέ εάν τις των νεκρών αναστεί πεισθήσονται».
Το νόημα αυτών των λόγων είναι συγκλονιστικό. Ο Χριστός υποστηρίζει πως το κοινωνικό πρόβλημα δεν επιλύεται με θρησκευτικό ή άλλου είδους λαϊκισμό, αλλά με σοβαρότητα και ευθύνη. Ακόμα περισσότερο ο χριστιανισμός δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του φρουρού του α ή β συστήματος με θαύματα. Μπορεί .όμως από τη μια να αρνείται στα συστήματα αυτά την εκμετάλλευση, την κερδοσκοπία, την πλεονεξία, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και από την άλλη να ζητάει από όλα τα οικονομικά συστήματα το σεβασμό στο πρόσωπο και αξιοπρέπεια και ελευθερία, στην εικόνα του Θεού. Και συνεπώς η σημερινή παραβολή είτε φωτίζει είτε απειλεί τα διάφορα οικονομικά συστήματα ανάλογα.
Η ετήσια έκθεση του Ο.Η.Ε. για την παγκόσμια ανάπτυξη έδειξε, ότι 225 άνθρωποι εκατομμυριούχοι έχουν όσα χρειάζονται για να ζήσουν 25 εκατομ. Πάμπτωχοι του κόσμου. Επίσης έδειξε ότι 1 δισεκατομ. Άνθρωποι έχουν μόνο 1 δολ. Εισόδημα την ημέρα και φυσικά δεν έχουν όνειρα για τροφή, νερό, σπίτι, ρούχα, περίθαλψη, εκπαίδευση. Ακόμα έδειξε ότι στις θεωρούμενες ανεπτυγμένες χώρες ξοδεύονται για την παιδεία 6 δισεκατ. δολ., για νερό και ύδρευση 8 δισεκατ. δολ., για διατροφή και περίθαλψη 3 δισεκατ. δολ., ενώ για στρατιωτικές δαπάνες τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σ’ ένα τέτοιο κόσμο λοιπόν η παρουσία των Αγίων βρίσκεται στο περιθώριο μαζί με τους απόκληρους της γης. Το σημερινό ευαγγέλιο όμως προειδοποιεί: προσέξτε, γιατί η αντίθεση μεταξύ αφθονίας και στερήσεως μοιάζει σαν να είναι ένα σώμα δεμένο μ’ ένα πτώμα που όμως θέλει να ζήσει.
Συνέλθετε λοιπόν πριν το πτώμα μυρίσει και φάει το σώμα. Διότι σε κάθε περίπτωση ο Χριστός θα είναι με τον Λάζαρο.
Καλή Κυριακή.

π.Γ.Στ.

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/10/16-19-31.html#ixzz2j8fl0NxG
Κυριακή Ε΄ Λουκά. Ο πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος.
Ο αληθινός πλούτος

Αναγνώσματα:Λουκά ιστ΄19-31, Εφες. Β΄ 4-10

«Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού»

Η φιλαργυρία των Γραμματέων και των Φαρισαίων στάθηκε αφορμή για να μας προσφέρει ο Χριστός την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, η οποία  βρίθει μηνυμάτων και νοημάτων ουράνιας εμβέλειας και ακτινοβολίας.

Οι Φαρισαίοι έβλεπαν σαν εύνοια του θεού την εξασφάλιση υλικών αγαθών και χρημάτων και κατ’  επέκταση σαν αποδεικτικό στοιχείο και πιστοποίηση του «καλού εαυτού τους». Με αυτό τον τρόπο δικαίωναν τον εαυτό τους μπροστά στους ανθρώπους και αδιαφορούσαν βέβαια για τις προθέσεις και διαθέσεις τους που καθρέφτιζαν την εσωτερική τους ακαταστασία και κυρίως την αξεπέραστη υποκρισία τους.

Αυτή η αντίληψη δυστυχώς διαπερνά στο χρόνο και φθάνει μέχρι και τις δικές μας μέρες με διάφορες μορφές. Γι’  αυτό και επιβάλλεται μεγάλη προσοχή για να μήν πέσουμε στην παγίδα που τόσο αδίστακτα στήνει η φαρισαϊκή υποκρισία. Η εγωιστική καλοπέραση σ’  αυτό τον κόσμο, μπορεί να μας οδηγήσει στην απώλεια της κοινωνίας της αγάπης του Θεού, δηλαδή της Ουράνιας Βασιλείας. Αντίθετα, οι δοκιμασίες της ζωής μπορεί να λειτουργήσουν ως δείκτες που παραπέμπουν στον Παράδεισο, αρκεί να τις αποδεχόμαστε με πίστη, υπομονή και ελπίδα. Ζωτικής σημασίας επομένως μηνύματα που μας προφυλάσσουν από επικίνδυνες παγίδες, δίνονται μέσα από την παραβολή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου.

Ο πλούσιος

Ο πλούσιος της παραβολής κατακρατούσε όλα τα αγαθά μόνο για τον εαυτό του. Ο εγωισμός του, του προκαλούσε τόση εσωτερική ακαταστασία ώστε κλεινόταν ερμητικά στον εαυτό του και περιφρονούσε τους άλλους ανθρώπους. Αυτό είχε συνέπειες και για τον ίδιο που παρέμενε χωρίς πρόσωπο, δηλαδή χωρίς όνομα. Η παραβολή κάνει λόγο αόριστα και γενικά για κάποιο πλούσιο, ενώ από την άλλη προβάλλει την προσωπικότητα του πτωχού Λαζάρου.

Αυτή την αλήθεια πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα σήμερα. Ο πολιτισμός μας ευνοεί την υπερτροφική ανάπτυξη του εγωισμού και του ατομισμού του ανθρώπου. Γι’  αυτό και υπερισχύει η αλληλοπεριφρόνηση και ο παραγκωνισμό. Ο άνθρωπος σήμερα στερείται προσωπικής ταυτότητας και έτσι χάνει την αξία του υποτασσόμενος σε θεσμούς και συστήματα που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν στραγγαλιστικά και εξουθενωτικά. Πολτοποιείται η προσωπικότητά του σε μια ανώνυμη μάζα και καταντά ένα απλό νούμερο και αριθμός.

Ο πλούσιος της παραβολής ήθελε όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν και να τον φροντίζουν, ενώ αυτός δεν πρόσφερε τίποτε. Ούτε ακόμα από τα περισσεύματα των αγαθών του. Η συμπεριφορά του αυτή αποτυπώνεται στη στάση που τηρούσε απέναντι στον πτωχό Λάζαρο.

Μέσα από τις αντιθέσεις που εναλλάσσονται στη διήγηση, προβάλλει από τη μια η καλοπέραση του πλουσίου και από την άλλη η εξαθλίωση του Λαζάρου. Ακριβώς, το Ευαγγέλιο μας βοηθεί ν’ ανακαλύπτουμε μέσα σ’  αυτές τις αντιθέσεις την αληθινή και αιώνια αξία του ανθρώπου. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Αυτός ο κόσμος περνάει. Εκείνος που «μένει εις τον αιώνα» είναι η αλήθεια του Θεού, την οποία καλείται ο άνθρωπος να εγκολπωθεί στη ζωή του.

Ο Λάζαρος

Το όνομα Λάζαρος σημαίνει «ο Θεός βοηθός μου». Αυτό μετουσίωνε σε πράξη καθημερινής ζωής ο Λάζαρος μέσα από την φτώχεια και τη βαρειά αρρώστια του. Προσπαθούσε να χορτάσει με ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Τόσο αδύνατος ήταν ο Λάζαρος, ώστε δεν μπορούσε ούτε τα σκυλιά ν’ απομακρύνει που έρχονταν και έγλυφαν τις πληγές του και με αυτό τον τρόπο του προξενούσαν φοβερούς πόνους.

Παρά τη δυστυχία και τον πόνο του, ο Λάζαρος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και αυτό, σ’  αντίθεση με τη νοοτροπία τη δική μας σήμερα που υψώνουμε συνεχώς φωνές διαμαρτυρίας νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο μπορούμε να φτιάξουμε τον κόσμο, σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες.

Μετά το θάνατο

Ο θάνατος επισκέφθηκε πρώτα το Λάζαρο και μετά τον πλούσιο της παραβολής. Η ζωή του πλουσίου, σύμφωνα πάντα με τη διήγηση, μετά το θάνατο είναι γεμάτη βάσανα και πόνους. Πονούσε μάλιστα περισσότερο όταν έβλεπε το Λάζαρο να είναι ευτυχισμένος στην αγκαλιά του Πατριάρχη Αβραάμ. Στερεώνεται μάλιστα περισσότερο στην αμετανοησία του όταν φέρεται να ζητεί από το Θεό ν’  αναστηθεί ο Λάζαρος ώστε με αυτό τον τρόπο να εξαναγκασθούν τα πέντε αδέλφια του να πιστεύσουν. Πίσω όμως από το επιφανειακό ενδιαφέρον του για τη σωτηρία τους, μπορεί να διακρίνει κάποιος τον εγωισμό του με το να ρίχνει τις ευθύνες για την κατάστασή του στο Θεό. Αφού ο Θεός δεν κάνει «θαύματα» για να μας εξαναγκάσει να ζούμε στην αγάπη του, τότε δεν φταίμε εμείς που βιώνουμε την κόλαση της απουσίας του.

Αγαπητοί αδελφοί, η πρόκληση που υψώνει ενώπιόν μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι να αρνηθούμε την εξάρτηση που προσφέρουν τα υλικά αγαθά και σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας στο Θεό. Μόνο κοντά Του θα μπορέσουμε να αναπαυθούμε στην μόνιμη χαρά που προσφέρει η παρουσία Του και να πάρουμε γεύσεις του αληθινού πλουσίου της ζωής. Η στάση που με μεγάλη πίστη και υπομονή τηρούσε ο Λάζαρος μέσα από τη φτώχεια και τον πόνο του, ας γίνει οδηγός και πυξίδα στη δική μας ζωή. Γένοιτο.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγου
Κυριακή Ε΄Λουκά

Ήταν απόλυτη ανάγκη να μας πει ο Κύριος την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Αισθάνομαι την ανάγκη  να ευχαριστούμε τον Κύριο  για τις παραβολές του, αφού με αυτόν τον ευχάριστο και ζωντανό τρόπο μας οδηγεί στα μυστήρια της βασιλείας του. Αλλά ιδιαίτερα δύο παραβολές θεωρώ τη σπουδαιότερη  διδακτική προσφορά του θεανθρώπου, διότι με αυτές φανερώνει τι κατορθώνει ο αγαθός Θεός με την αγάπη του και τι κατορθώνει ο αμαρτωλός άνθρωπος με την αμετανόητη και σκληρή ζωή του. Η μία, η παραβολή της άπειρης αγάπης είναι η παραβολή  του Ασώτου.  Η άλλη, η παραβολή της σκληρότητας, είναι η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Το να ονομάζουμε «απόλαυση» τα υλικά αγαθά και τα πλούτη, το κατανοούμε. Το να ονομάζουμε «απόλαυση» τα κακά και τους πόνους, αυτό δεν το καταλαβαίνουμε. Και όμως ως απόλαυση αναφέρεται η γεύση των τραυμάτων και της πίκρας από το Λάζαρο. Πώς γίνεται να είναι απόλαυσης τα κακά; Φανταστείτε ένα φάρμακο, που να είναι πικρό, αλλά να χαρίζει θεραπεία.  Και αντίθετα, φαρμάκι, να είναι μεν γλυκό  στη γεύση αλλά να δηλητηριάζει και να θανατώνει. Το πρώτο, σε ισχυρή δόση, έπαιρνε ο Λάζαρος. Πίκρα η ζωή του, αλλά αυτή η πίκρα ήταν το φάρμακο, για να κερδίσει όχι απλώς  υγεία, αλλά την αθανασία. Πώς μεταβάλλεται σε χαρά η πίκρα; Αν στο ποτήρι της ρίξεις    τρεις σταγόνες. Τη  σταγόνα της υπομονής, τη σταγόνα της ελπίδος, και την σταγόνα της δοξολογίας του Θεού. υπέφερε  παθήματα ο Λάζαρος. Περισσότερα όμως παθήματα  υπέμενε ο Αναμάρτητος Ιησούς. Πώς; Δεν ήταν μόνος ο άνθρωπος Ιησούς, μαζί του ήταν ο Θεός. Ήταν ενωμένος με την Θεότητα.  Και ο Λάζαρος δεν ήταν μόνος. Το όνομα Λάζαρος σημαίνει «έχει ο Θεός»! Και είχε ο Θεός το σχέδιο του για το Λάζαρο.  Του ετοίμαζε ουράνια και αιώνια  χαρά.  Γι’ αυτό του έδωσε το εισιτήριο. Ο πόνος είναι το εισιτήριο της χαράς. Και ο Λάζαρος δεν το πέταξε. Πρόσεξε, αδελφέ μου, μη πετάξεις το εισιτήριο του πόνου. Αντίθετα, ήταν γλυκιά η επίγεια ζωή του πλουσίου. Αλλά μέσα στο ποτήρι της κοσμικής γλυκύτητας ήταν  οι σταγόνες της αιώνιας πίκρας. Απόλαυση τα κακά και οι πόνοι; Ναι! Αν μία εγχείρηση, που διαρκεί λίγα λεπτά ή λίγες ώρες, σου χαρίσει την υγεία για πολλά χρόνια, δεν θα είναι αυτό μια απόλαυσης; Απόλαυσης όχι, διότι η εγχείρησης αυτή καθ’ αυτήν είναι τέτοια, αλλά διότι εξασφαλίζει την πολυετή απόλαυση της υγείας. Λίγης  ώρας πόνος, πολύς χρόνος χαράς. Λίγη χρονικά είναι η θλίψις  της παρούσης ζωής. Τι είναι τα 30 και 50 και 70 χρόνια, μπροστά στην αιωνιότητα; Τίποτε. Αξίζει για λίγα να κερδίσω τα πολλά. Η  ζωή είναι ένα όνειρο. Φανταστείτε κάποιον ετοιμοθάνατο βαρυποινίτη να κοιμάται και να βλέπει όνειρο, ότι βρίσκεται τάχα σε θρόνους και παλάτια, ότι απολαμβάνει του κόσμου τα αγαθά! Ναι τα απολαμβάνει αλλά στον ύπνο του,  σε όνειρο. Ξυπνά και αντικρίζει την πραγματικότητα. Τι τραγικότητα. Αλυσοδεμένος βρίσκεται στα πρόθυρα του σκοτεινού θανάτου. Κάπως έτσι ήταν η ζωή του πλουσίου. Ένα όνειρο, που σαν ξύπνησε αντιμετώπισε το αμετάθετο της κολάσεως.  Φανταστείτε    αντίθετα, ένα ένδοξο πριγκιπόπουλο να κοιμάται και να βλέπει όνειρο τρομακτικό, εφιαλτικό, ότι τάχα τον δαγκώνουν  θηρία, ότι βασανίζεται και πονάει. Από τον τρόμο του ξυπνά! Και βλέπει.. Ώ, τι χαρά. Όλα αυτά, δεν ήταν αλήθεια, όνειρο ήταν, πέρασε. Πριγκιπόπουλο του ουρανού ήταν ο Λάζαρος. Άγγελοι τον διακονούν τώρα στην πραγματικότητα, που ζει.  Μα πριν πέρασε από τον πόνο της ζωής. Απόλαυση ο πόνος! Όνειρο ο πόνος, πραγματικότητα ο παράδεισος. Απόλαυση τα κακά και οι πόνοι; Ναι, διότι κάπου τελειώνουν. Και εκεί που τελειώνει ο πόνος αρχίζει η χαρά. Ο λαός λέει δύο παροιμιώδης φράσεις «Τέλος καλό, όλα καλά». Οι περιπέτειες  ξεχνιούνται, σαν φτάσεις και κατακτήσεις την κορυφή. Οι περιπέτειες του Λαζάρου ξεχάστηκαν, σαν έφθασε στην κορυφή της τελειότητας, στο αποκορύφωμα της θείας μακαριότητας και απολαύσεως. Γι’ αυτό άλλη παροιμία λέει: «Σημασία έχει ποιος θα γελάσει  τελευταίος». Πρώτος γέλασε  ο πλούσιος. Γι’ αυτό και το γέλιο του έγινε κλάμα ασταμάτητο. Τελευταίος γέλασε ο Λάζαρος.  Γι’ αυτό η χαρά του ήταν ατελεύτητη Αμήν
 ΧΑΣΜΑ ΜΕΓΑ - ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΛΟΥΚΑ
«Μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. ιστ΄ 26).
Κυριακή Ε΄Λουκά »
Ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς δεν πρόκειται να πιστέψουν, όσοι περιφρονούν το λόγο του Θεού!(Αβραάμ )

Πρόκειται για λόγια του Πατριάρχη Αβραάμ από την παραβολή του Πλουσίου και του Φτωχού Λαζάρου, που είπε ο Χριστός για να μας διδάξει αιώνιες αλήθειες και να μας αποκαλύψει τα μέλλοντα να συμβούν (Λουκ.16,19-31).

Πόσοι άνθρωποι σήμερα αν τους ρωτήσεις τι γίνεται μετά θάνατον θα απαντήσουν, δεν ξέρω, ποιός να ξέρει… ή θα σου ξεφουρνήσουν κάποια περίεργη ή ανόητη άποψη περί μεταμψύχωσης, που έχουν ακούσει στην τηλεόραση ή έχουν διαβάσει σε κάποιο αμφίβολο περιοδικό.

Κι όμως ο Χριστός απαντάει υπεύθυνα σε όλα αυτά τα ερωτήματα και είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει μια αξιόπιστη απάντηση, αφού μόνον Αυτός γνωρίζει. Και από τα λόγια του Χριστού προκύπτει ότι:

1) Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τουτο κρίσις (Εβρ.9,27) ! Που σημαίνει ότι άλλοι θα πάνε μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, με τους αγγέλους στη βασιλεία του Θεού και άλλοι στην αιώνια κόλαση και τιμωρία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μια μέρα θα πεθάνουμε. Αυτό όχι μόνον αποτελεί την ύψιστη φιλοσοφία (πβλ. Μ.Αλέξανδρος, μαθητής του Αριστοτέλη), αλλά και μια ασφαλή προϋπόθεση σωτηρίας (Μ.Αντώνιος, βίος υπό Μ.Αθανασίου) όπως μας αποκαλύπτουν παλιοί και σύγχρονοι Πατέρες της εκκλησίας.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη και τέχνασμα του διαβόλου, από το να κλονίζει την εμπιστοσύνη μας στα λόγια του Χριστού και τις αλήθειες της εκκλησίας μας, ώστε να μην είμαστε απόλυτα σίγουροι για τον Παράδεισο και την κόλαση. Γι΄αυτό ο ίδιος ο Χριστός μας το ξεκαθαρίζει, οριστικά

2) Ο κάθε άνθρωπος θα κριθεί με βάση τις πράξεις του, όπως καθαρά φαίνεται και στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως, όπου όσοι έκαναν πράξη την αγάπη θα βρεθούν στα δεξιά του Χριστού και όσοι έδειξαν σκληροκαρδία θα βρεθούν με το διάβολο και τους δαίμονες. Αυτό αποδεικνύεται και με την ιστορία του «πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου». Όσοι εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού με υπομονή και εγκαρτέρηση, θα βρεθούν στη βασιλεία Του, όσοι αμελούν και παραμελούν τα θεϊκά τους καθήκοντα και υποχρεώσεις, υποθηκεύουν το μέλλον τους, αντι πινακίου φακής, «τι γαρ δώση άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού», όπως τόνισε ο ίδιος Χριστός. Με ποιές απολαύσεις και ποιά αγαθά μπορεί να συγκριθεί η βασιλεία του Θεού, ποιοτικά αλλά και ποσοτικά («ουκ εστι η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις» Ρωμ.14,17), αφού είναι αιώνια, όπως ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως «και της βασιλείας Αυτού, ουκ έσται τέλος».

3) Εν τω Αδη ουκ έστι μετάνοια ! Τότε, στην άλλη ζωή, μπορεί να ανοίξουν τα μάτια μας και να δούμε τη σκληρή πραγματικότητα, όμως θα είναι αδύνατον να μετανοήσουμε. Σε τίποτε δεν ωφέλησε τον πλούσιο η πληροφορία ότι ο Λάζαρος βρίσκεται σε μέρος αναψύξεως, στους κόλπους του Αβραάμ, ούτε κάν διανοείται τη μετάνοια. Το μόνο που ζητάει, είναι μια μικρή παρηγοριά, μια χάρη, όμως και αυτό είναι αδύνατον. Σε τίποτε δεν τον ωφελεί και το γεγονός ότι σκέφτηκε τα αδέλφια του! Στην ουσία προσπαθεί να δικαιολογησει τον ευαυτό του «αν γνώριζα ακριβώς την αλήθεια, δεν θα βρισκόμουνα εδώ»! Όμως ο Πατριάρχης Αβραάμ τον αποστομώνει. Είχες αγαπητέ μου το Νόμο του Θεού και τους Προφήτες, αλλά περιφρονούσε και δεν εφάρμοζες όλα όσα σου έλεγαν. Είχες και την αγαθή συνείδηση που σου έδωσε ο Θεός, αλλά φρόντισες να την πνίξεις για να περνάς καλά. Απόλαυσες τις ηδονές και την καλοπέραση, ενώ ο καημένος ο Λάζαρος είχε όλο ταλαιπωρίες και δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Δίκαιο λοιπόν είναι τώρα ο καθένας να δρέψει τους καρπούς των έργων του, απέναντι στο Θεό. Όπως έστρωσες, έτσι θα κοιμηθείς.

Γι΄αυτό και οι άγιοι Πατέρες τονίζουν πως ότι κάνει ο άνθρωπος για τη σωτηρία του, ας το κάνει όσο αναπνέει και αγωνίζεται. Λέει ένας γέροντας στο γεροντικό: Αν πέσεις σε μια αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις να θλίβεσαι και να μετανοείς γι΄αυτήν, πρόσεξε να μην σταματήσεις τη λύπη και τους στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου, ως την ημέρα του θανάτου σου. Αλλιώς, θα πέσεις πάλι σύντομα, στον ίδιο βόθρο. Η κατά Θεόν λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι που δεν την αφήνει να πέσει στην αμαρτία.

4) Όχι μόνον δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά και καμιά γέφυρα επικοινωνίας με τον παράδεισο. Φώναζε ο πλούσιος και κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει. Και ο Αβραάμ τον πληροφορεί ότι «χάσμα μέγα εστήρικται». Αδύνατο είναι πλέον σήμερα, να μετανοήσει και αυτός ο διάβολος, ο εφευρέτης του κακού, γι αυτό και με κάθε τρόπο επιδιώκει να εκδικηθεί το δημιουργό Του και να πλανήσει τους ανθρώπους οδηγώντας τους μακρυά από την Αλήθεια και το Φως.

5) Ο Θεός μας έχει δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, αλλά και αποδείξεις για την άλλη ζωή και είναι εκ του πονηρού να ζητούμε περισσότερες… Αυτό μόνον σαν άλλοθι μπορεί να λειτουργήσει, για την αμαρτωλή ζωή που κάνουμε. Είναι αξιόπιστος ο Θεός που μας έδωσε όλες τις αποδείξεις, αλλά και το γεγονός ότι αυτός που δεν λυπήθηκε τους αγγέλους, τα πρώτα του και ανώτερα δημιουργήματα, πώς εμείς πιστεύουμε ότι μπορεί να μας αμνηστεύσει, όντας στην αμαρτία, χωρίς να το επιδιώξουμε; Τη στιγμή μάλιστα που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του για να μας απαλλάξει από την προπατορική ενοχή και αμάρτημα.

Γιατί πάντα ο άνθρωπος ζητάει αποδείξεις επι αποδείξεων; Και μάλιστα από το Θεό που είναι κατά πάντα αξιόπιστος;

Κι όμως όταν δανείζεις σε κάποιον πιστεύεις και μόνον από τα λόγια του, ότι θα τα πάρεις πίσω, είσαι ευκολόπιστος, έστω κι αν πρόκειται να χάσεις. Όταν ξεκινάς ένα ταξίδι πιστεύεις ότι θα φτάσεις, έστω κι αν ξέρεις ότι σκοτώνονται κάθε χρόνο πάνω από 2000 άτομα! Όταν παίζει η ομάδα σου, έστω κι αν δεν έχει καλά προγνωστικά, εσύ εξακολουθείς να ελπίζεις στο απίθανο, σε μια νίκη. Όταν και αυτός ο διάβολος σου λέει ότι και αν δεν μετανοήσεις σήμερα, θα μπορέσεις σίγουρα αύριο να το κάνεις, εσύ τον πιστεύεις, έστω κι αν η λογική λέει ότι «η αναβολή είναι μητέρα του ποτέ».

Και δεν πιστεύεις τον Δημιουργό σου που σου λέει «νυν εστι καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας», τώρα και όχι αύριο, που δεν ξέρεις που και πως θα βρίσκεσαι.

Γιατί όταν ο πανάγαθος Θεός και η αγία εκκλησία Του, σου λένε την αλήθεια ζητάς και εγγυητική επιστολή; Ζητάς να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς για να σε πληροφορήσει! Κι ας πούμε ότι αυτό θα γινόταν για την προηγούμενη γενιά, για τους άλλους, για χθές, να ερχόταν ένας νεκρός. Εσύ πάλι θα ζητούσες να γίνει για σένα, σήμερα, ξανά και ξανά, για να βεβαιωθείς και πάλι θα είχες αμφιβολίες. Όπως διάβαζα πάλι αυτές τις μέρες μια επιστολή για κάποιον χριστιανό, που αμφισβητούσε με διάφορα επιχειρήματα, την αληθινή ύπαρξη του Αγίου Φωτός, αυτό που εμείς το είδαμε και το βιντεοσκοπήσαμε. Όσες αποδείξεις κι αν του φέρεις, πάλι αυτός θα έχει τα δικά του επιχειρήματα.

Έπειτα-είπε ο Αβραάμ στον πλούσιο- και ένας νεκρός ακόμη να αναστηθεί, δεν πρόκειται να πιστέψουν αυτοί που έχουν πωρωθεί με την αμαρτία. Μήπως πίστεψαν οι Φαρισαίοι που είχαν σφραγίσει τον τάφο με κουστωδία, για να μην κλέψουν το Χριστό; Όταν οι στρατιώτες τους είπαν ότι αναστήθηκε, εκείνοι αντί να πιστέψουν, τους δωροδόκησαν να μην το πουν πουθενά και εκτεθούν…

Αναστήθηκε λοιπόν Κάποιος και σε πληροφόρησε για του λόγου το αληθές.

Αναστήθηκε μια για πάντα, για να πληροφορεί όλους τους άπιστους θωμάδες ότι υπάρχει αιώνια ζωή και κρίση. Ακούσατε τι είπε στο ληστή, πάνω στο Σταυρό; Να είσαι σίγουρος ότι απόψε κι όλας, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. «Εμείς δίκαια τιμωρούμαστε, είπε ο ληστής μετανιωμένος και συμπλήρωσε το <<μνήσθητί μου Κύριε…>>» Η μετάνοια, την τελευταία στιγμή της ζωής, έβαλε και το ληστή στον Παράδεισο. Τον ένα μόνο ληστή,όμως! Τι έγινε με τον άλλο; Ποιός του ζήτησε να γίνει συνήγορος του διαβόλου και να υβρίζει έναν αθώο; Κανείς δεν του είπε να πιστέψει, αλλά να Τον υβρίζει κι όλας; Ο ίδιος επέλεξε δυστυχώς, τη θέση του.

Αναστήθηκε λοιπόν ο Χριστός για να μας πει ότι και μεις θα αναστηθούμε την ημέρα εκείνη που θα έρθει ένδοξος και τότε «αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις» για να τον προϋπαντήσουμε και να ζήσουμε αιώνια μαζί Του.

Ανέλαβε ολόσωμους στον ουρανό, τον προφήτη Ενώχ και τον Ηλία γιατί εφάρμοζαν το θέλημά Του και τους χάρισε προκαταβολικά την αφθαρσία. Για να προεικονίσει έτσι και τη δική μας δόξα.

Αναστήθηκε ο Χριστός και διατηρεί άφθαρτα και μυροβλύζοντα τα λείψανα των αγίων του, για να θυμάσαι ότι πορευόμαστε προς την αφθαρσία και την αθανασία.

Έχε λοιπόν το νου στου στον Άδη (στο θάνατο) και ποτέ μην απελπίζεσαι, όπως λέει ο ’γιος Σιλουανός.

(Από ομιλία του π.Αντωνίου Στυλιανάκη , της 1-11-2002 προς τους φοιτητές)
 Κυριακη Ε’ Λουκά κεφ.16, στχ.19-31

Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου

Το νόημα στη ζωή

Το κεντρικό νόημα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής δεν είναι η καταδίκη του πλούτου και η εξύμνηση της συμφοράς και της φτώχειας, όπως ίσως φαίνεται από πρώτη άποψη. Το ευαγγέλιο αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ότι τα κοινωνικά προβλήματα δεν είναι αδιάφορα για τον Χριστό, αλλά και δεν αποτελούν τον πρωταρχικό στόχο του. Ο φτωχός έχει την συμπάθεια του Θεού όχι γιατί είναι φτωχός αλλά γιατί στηρίζει την ελπίδα του στο Θεό και ο πλούσιος δεν καταδικάζεται γιατί έχει υλικά αγαθά, αλλά γιατί κινδυνεύει να παγιδευτεί στον πλούτο και να χάσει το νόημα της ζωής.



1) Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής δεν είναι πρόβλημα μόνο της φιλοσοφίας αλλά και καθημερινή ανάγκη του ανθρώπου. Από την στιγμή που ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση του εαυτού του αρχίζει να διερωτάται για το νόημα της ζωής του. Και ανάλογα με την απάντηση που δίνει παίρνει και την αντίστοιχη στάση στα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Συχνά πολλοί δυσκολεύονται να βρουν νόημα στη ζωή ιδιαίτερα σήμερα που ο άνθρωπος πραγματοποιεί καταπληκτικές προόδους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι η αδυναμία αυτή του ανθρώπου παρουσιάζεται ως τραγική ειρωνεία


2) Ο άνθρωπος λοιπόν που σημειώνει τόσες επιτυχίες στην επιστήμη και την τεχνολογία, που έχει τόσα αγαθά και ανέσεις αστοχεί να βρει νόημα στη ζωή. Αυτό, από χριστιανικής απόψεως, είναι φυσικό, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει το νόημα της ζωής με την προσκόλλησή του στον υλικό κόσμο, αλλά με την αναφορά του στο Θεό. Ο εγκλωβισμός στην ύλη εμποδίζει την προσέγγιση του νοήματος της ζωής.



3) Το νόημα της ζωής βρίσκεται στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Η πίστη στο Θεό και η αναγνώριση της αγάπης του για τον άνθρωπο δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ζωή. Η αληθινή ζωή προέρχεται από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Όποιος είναι μακριά από τον Θεό είναι ουσιαστικά νεκρός. Η πραγματική ζωή βρίσκεται πέρα από την φθορά και τον θάνατο. Ο άνθρωπος είναι φθαρτός, ο Θεός άφθαρτος. Ο φθαρτός άνθρωπος βρίσκει την αιώνια και άφθαρτη ζωή με την μετοχή του στην χάρη του Θεού. Έτσι νικά την φθορά και τον θάνατο. Οι λέξεις "πλούσιος και φτωχός" του ευαγγελίου έχουν περισσότερο θρησκευτικό παρά κοινωνικό περιεχόμενο, δηλ. είναι η υπογράμμιση ενός κινδύνου αυτάρκειας, ότι η ευημερία είναι ατέλειωτη.



4) Η παραβολή θέλει να στρέψει την προσοχή μας και στο ότι η παρούσα ζωή συνδέεται οργανικά με την μέλλουσα. Η κοινωνία με τον Θεό στην παρούσα ζωή αποτελεί προϋπόθεση για να διατηρηθεί στη μέλλουσα. Μια τέτοια θεώρηση της ανθρώπινης ζωής εισάγει μια ριζική ανατροπή στην θεώρηση του κόσμου. Τίποτε δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αγαθό, όταν περιορίζεται στον κόσμο και δεν συνδέεται με την αιωνιότητα. Τα πλούτη , οι τιμές, η υγεία ακόμα και η ίδια η ζωή δεν αποτελούν αγαθά από μόνα τους-κάτι τους λείπει όταν δεν εντάσσονται στην γενικότερη σχέση Θεού – ανθρώπου.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ – 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013

(Λουκ. 16, 19-31)

«Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος»

Μεγάλο χάσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὑπῆρχε ἀνάμεσα στόν πλούσιο καί στόν πτωχό Λάζαρο, στούς ὁποίους ἀναφέρεται ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ὄχι μόνο μετά τό θάνατό τους, ἀλλά ἀκόμα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ πρῶτος ζοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν καλοπέραση. Ὁ δεύτερος μέσα στόν πόνο, στήν στέρηση καί στήν ἐγκατάλειψη. Ὁ πλούσιος εἶχε φίλους πού τούς καλοῦσε στό ἀνάκτορό του καί παρέθετε γιά χάρη τους πολυτελῆ γεύματα. Ὁ πτωχός δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά τόν λυπηθῆ, νά τόν βοηθήση, νά τόν ἐλεήση, εἶχε μόνο τά σκυλιά πού τόν περιτριγύριζαν καί τοῦ ἔγλειφαν μέ συμπόνια τίς πληγές του. Ὁ πλούσιος ἦταν ἄνθρωπος στό σχῆμα, ἀλλά μονοφάγο θηρίο στό φρόνημα. Ὁ πτωχός εἶχε καταντήσει σκελετός στήν ὄψη, ἀλλά ἦταν ἄγγελος στήν ψυχή.

Ὁ πρῶτος ἦταν πλούσιος στά κτήματα καί στά χρήματα, πλούσιος στό χρυσό, πλούσιος καί στό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦσε μέσα σέ λαμπρά ἀνάκτορα, ἀλλά εἶχε σκοτάδι στήν ψυχή. Ὁ δεύτερος εἶχε πλούσια, ἐνάρετη καί λαμπρή ψυχή. Ποτέ δέν κατέκρινε τόν σκληρό καί σπάταλο πλούσιο καί μέ τά ψίχουλα ἐδόξαζε τόν Θεό καί εὐγνωμονοῦσε τόν πλούσιο. Ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης καί ὑπομονῆς. Καί γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ δικαιοκρίτης Θεός μέ τιμή καί δόξα τοῦ χάρισε τόν Παράδεισο.

Εἶναι ἀποκαλυπτική ἡ διαπίστωση ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος ἔχει χάσει τό ἀληθινό του πρόσωπο. Ἡ ἁλματώδης πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, οἱ ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις καί γενικά ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς τόν ἔχουν ἀποπροσανατολίσει ἀπό τούς πραγματικούς στόχους καί τόν ἔχουν παραμορφώσει.

Ἡ μετάβαση ἀπό τόν ἠθικό καί παραδοσιακό τρόπο ζωῆς στόν ἀνθρωποκεντρικό τόν φυλάκισε θανάσιμα μέσα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, μέ

ἀποτέλεσμα νά αἰσθάνεται νικημένος ἀπό τήν παντοδυναμία του. Χωρίς πίστη καί ἠθική, χωρίς ἐπιδιώξεις καί ἀνθρωπιά, μέ μοναδικούς στόχους τήν ὑλιστική εὐμάρεια καί τήν σωματική ἀπόλαυση κατάντησε τό πιό διατρητό καί φθαρτό εἴδωλο, τό πιό προβληματικό καί δυστυχισμένο ὄν, πού ἀχόρταγα τρώγει τά ἴδια τά σπλάχνα του γιά νά ἐπιβιώση. Τό ἀδιέξοδο τοῦ ἀνθρώπου δέν θεραπεύεται μέ τήν θεότητα τῆς τεχνικῆς. Τουναντίον. Ὅταν αὐτή εἶναι χωρισμένη ἀπό τήν πνευματική θεώρηση τῶν πραγμάτων, καταντᾶ μία τυραννική καί καταθλιπτική κυριαρχία ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Δολοφονοῦμε τήν ψυχή, ὅταν τρέφωμε τίς αἰσθήσεις μέ ἀπολαύσεις καί ἡδονές.

Μαστιγώνουμε τό πνεῦμα, ὅταν ἀποκτηνώνουμε τό σῶμα μέ τήν πλεονεξία καί τήν γαστριμαργία. Θανατώνουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας, ὅταν κολακεύουμε τά πάθη μας καί ἱκανοποιοῦμε τίς ψυχοφθόρες ἐπιθυμίες τοῦ φθαρτοῦ σώματός μας. Ὁ Χριστός μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σ’ ὅσους θέλουν νά εἶναι γνήσια παιδιά του, παραγγέλει: «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καί ἐπιθυμίαν σαρκός οὐ μή τελέσητε˙ ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός…… εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καί στοιχῶμεν…..» (Γαλ. Ε΄ 16, 25).

Τρία ἐξαίρετα περιστατικά ἔδειξε ἡ δημιουργική τοῦ Θεού Σοφία καί Δύναμη στήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρῶτο, μέ ἕνα μόνο λόγο ἔπλασε καί οὐράνια καί ἐπίγεια˙ εἶπε καί εὐθύς ἔγινε ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα στόν Οὐρανό, τά πετεινά στόν ἀέρα, τόσα ζῶα καί φυτά στή γῆ˙ «εἶπε καί ἐγένοντο». Γιά νά πλάση τόν ἄνθρωπο, δέν εἶπε μόνο λόγο, μά ἔκαμε πρῶτα σκέψη καί βουλή˙ γιατί εἶπε πρῶτα «ποιήσωμεν ἄνθρωπον», προσκαλώντας ἔτσι σέ συμβουλή καί τά ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος˙ τό ὁποῖο θαυμάζει ὁ Γρηγόριος Νύσσης: «Ὤ τοῦ θαύματος πάντα μόνῳ λόγῳ πρός γέννεσιν ἄγεται καί οὐδεμία προηγεῖται βουλή˙ ἐν δέ τή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή περιεσκεμμένως πρόεισιν ὁ ποιητής τῶν ἁπάντων».

Δεύτερον, γιά νά γίνουν ὅλα τά ἄλλα κτίσματα, ὁ Θεός ἐλάλησε μόνο καί εἶπε: «Γενηθήτω» καί τίποτα ἄλλο δέν ἔκαμε. Γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος καί ἐλάλησε καί ἔκαμε. Γιά νά κάμη τό σῶμα, ἔκτισε μέ τά θεία Του χέρια, θεοπρεπῶς ἐννούμενα, καί ἔπλασε χῶμα: «χοῦν λαβῶν ἀπό τῆς γῆς». Γιά νά κάμη τήν ψυχή, ἐνεφύσησε μιά πνοή ἀπό τό στόμα: «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοή ζωῆς».

Τό τρίτο καί ἐξαίρετο: κανένα κτίσμα, ὄχι μόνο ἀπό τό τά εὐγενέστερα τῶν ὑλικῶν, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος καί τά ἄστρα, ἀλλ’ οὔτε καί τῶν ἀΰλων καί νοερῶν, ὅπως εἶναι τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, καί ὅλα τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, δέν λέγεται νά ἐπλάσθησαν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Τήν τιμή αὐτή ἔλαβε μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν». Μά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα καί ὁμοίωση κατά τό σῶμα, ὅπως ἐβλασφήμουν οἱ αἱρετικοί ἀνθρωπομορφίτες, γιατί ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀσώματος˙ εἶναι κατά τήν ψυχή, πού εἶναι πνεῦμα, καθώς εἶναι καί ὁ Θεός πνεῦμα. Αὐτά εἶναι τῆς ψυχῆς τά γενέθλια, αὐτή εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ εὐγένεια.

Πρός τόν Παράδεισο, πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νά τόν κερδίσουμε, εἶναι δυό δρόμοι˙ ὁ ἕνας στενός καί τεθλιμμένος, λέγει ὁ Χριστός: «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Στενή˙ τόσοι ἀσκητές, ὅπου τήν περπάτησαν, ἄφησαν ὀπίσω τους ὅλο τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια καί πέρασαν γυμνοί˙ τόσοι ἅγιοι μάρτυρες, ὅπου τήν ἐρράντισαν, ὄχι μέ τόν ἱδρῶτα, ἀλλά μέ τό αἷμα˙ μά ἐκεῖνοι, ὅπου περπατοῦν μέ τό κεφάλι πολύ ψηλά, ἄν δέν χαμηλώσουν λίγο ἐδῶ, δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι πού ἔφαγαν πολύ καί ἐπάχυναν, ἄν δέν στεγνώσουν ἐδῶ, δέν χωροῦν, ὁ δρόμος εἶναι στενός. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν ροῦχα πολλά, σέρνουν καί πολλά ἄλλα ἐμπόδια, ἄν δέν ξαλαφρωθοῦν, ἐδῶ δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή, στενή καί τεθλιμμένη, γεμάτη ἀγκάθια καί τριβόλια. Πρέπει νά ἱδρώσουμε καί πρέπει νά ἀγανακτήσουμε, πρέπει νά ὑπομείνουμε πολλά, πρέπει νά ταλαιπωρηθοῦμε

πολύ γιά νά περάσωμε: «δεῖ ἡμᾶς διά πολλῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».

Εἶναι καί ἕνας ἄλλος δρόμος πλατύς καί εὐρύχωρος, ἀπό τόν ὁποῖο περνᾶ ἕνα ἁμάξι˙ ἀπ’ αὐτόν πέρασε ἕνας Προφήτης Ἠλίας μοναχός, «ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός»˙ μά ἄφησε τήν μηλωτή του καί ἔπεσε καταγῆς καί τότε πέρασε ὁ Ἠλίας, γιά νά ἀνεβῆ στόν Οὐρανό, ἔρριξε ἀπό πάνω τους τό ροῦχο του, γιατί στόν Παράδεισο δέν ἀνεβαίνουμε μέ ροῦχα, ἀλλά μέ τίς πράξεις, πού θά κουβαλήσουμε καί θά τίς παρουσιάσουμε στόν Κύριο καί Δεσπότη Χριστό.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶχε τήν δυνατότητα ὁ πλούσιος νά κερδίση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά καταστήσει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀτελεύτητη, μέ τό νά ἔδιδε ἀγάπη στόν πάσχοντα ἀδελφό του. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ θεϊκή αὐτή ἀρετή, εἶναι ὁ μόνος βέβαιος δρόμος, πού ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. Ε΄ 7), διεκήρυξε ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ἔμπρακτα τόν συνάνθρωπό του, κάνει ἐλεημοσύνη στόν ἴδιο τόν Θεό. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὅποιος βρίσκεται κοντά στούς πονεμένους ἀνθρώπους, πάντα δίπλα του θά βρίσκεται ὁ Θεός. Γι’ αὐτό ὁ Τωβίας συμβουλεύει τό παιδί του: «Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπό παντός πτωχοῦ καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον του Θεοῦ….» (Τωβ δ΄ 7-11). Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΄ΛΟΥΚΑ , ΠΛΟΥΣΙΟΥ- ΛΑΖΑΡΟΥ, Λ.κ. 16, 19-31

ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

« Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Άνθρωπος τις ην πλούσιος…… πτωχός δε τις ονόματι Λάζαρος»

Ακούγοντας κανείς την σημερινή ευαγγελική περικοπή του πλουσίου και του Λαζάρου αναρωτιέται ποιον από τους δύο να ζηλέψει : τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι’ αυτό γιατί και στις δύο περιπτώσεις στη ζωή τους κυριαρχεί η έννοια του μηδέν.
Στην παραβολή ο Χριστός κάνει μια λεπτή και σοβαρότατη παρατήρηση : « εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν…. απέθανεν δε και ο πλούσιος και ετάφη». Επομένως τη ζωή και των δύο τη σκιάζει ο θάνατος, το χάος, το μηδέν και το τίποτα.
Ας δούμε πρώτα την περίπτωση του πλουσίου.
Είναι πράγματι ένας ήρωας, αλλά ο ηρωισμός του είναι ο τραγικός. Γνωρίζει ότι τον απειλεί το μηδέν και το χάος και ζητάει ν’ αποφύγει την απειλή με τη λήθη που του προσφέρει η συνεχής κατανάλωση υλικών αγαθών. Η λήθη αποτελεί φυγή μπροστά στην αλήθεια η οποία του φαίνεται τραγική. Μια ψευδής προϋπόθεση αποτελεί το έδαφος για την απώλεια της ζωής που του φαντάζει αληθινή. Η συνειδητοποίηση του επερχόμενου τέλους εκμηδενίζει τη ζωή, όταν δεν υπάρχει στη ζωή ελπίδα. Αυτό το γνωρίζει καλά ο πλούσιος της παραβολής και επειδή δεν έχει ελπίδα θέλει με κάθε τρόπο να αγνοεί το τέλος του. Η χωρίς ελπίδα ζωή απεχθάνεται τη μνεία του τέλους με το μηδέν. Ο άνθρωπος αυτός ζει σαν να μην τελειώνει ποτέ η ζωή του. Η τρομερή υπόθεση της ανυπαρξίας που φαίνεται να έρχεται απωθείται από τον πλούσιο στα σκοτεινά υπόγεια του υποσυνειδήτου του επειδή δεν έχει ελπίδα.
Τα λόγια του ιερού ευαγγελίου είναι χαρακτηριστικά: « άνθρωπος τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Ήταν ανεβασμένος στην κορυφή των ψευδαισθήσεων του γι’ αυτό και η πτώση του έκανε πάταγο.
Ας έλθουμε τώρα στον πτωχό Λάζαρο.
Είναι κι’ αυτός ένας ρεαλιστής ήρωας.
Είναι ρεαλιστής στην επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης, αφού εκ των πραγμάτων γνωρίζει, ότι ο θάνατος ανήκει στη ζωή και η ζωή στο θάνατο. Ο Λάζαρος υπάρχει ως πιστός μπροστά στη δυνατότητα του τέλους που διέπει αναπόφευκτα τη ζωή. Ο πτωχός Λάζαρος γίνεται ισχυρός με την ελπίδα. Στη συνείδηση του πιστού Λαζάρου η ζωή συναρτάται προς τον θάνατο και ο θάνατος προς τη ζωή. Αλλά δεν είναι ο θάνατος το έσχατο κριτήριο για τη ζωή. Είναι η ζωή το έσχατο κριτήριο για τη ζωή.
Ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο ο Λάζαρος αισθάνεται μόνος του. Όχι γιατί τον περιβάλλει η κοινωνία της αγάπης, αλλά διότι τον περιβάλλει ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό από την περίοδο της κρίσης βγήκε νικητής. Αυτό είναι ίδιον της χριστιανικής πίστης, να βγαίνει σε περιόδους κρίσεων νικήτρια, όταν κάποιοι άνθρωποι , όπως ο πλούσιος της παραβολής ,εμφορούμενοι από πλούσια μηδαμινότητα γίνονται με έργα και λόγια πλούσιοι κήρυκες του μηδενός και του χάους.
Ο χριστιανός ζει την πίστη του ως ελπίδα. Και λόγω αυτής της ελπίδας ξεπερνάει την μηδαμινότητα με την αλήθεια και την ματαιότητα με την πλουσιότητα. Μ’ ένα λόγο ο Λάζαρος ξεπερνάει τη μηδαμινότητα του πλουσίου και με την πίστη και την ελπίδα του αντιστέκεται σε μια πληθωρική καταναλωτική συμπεριφορά που κατακλύζει την επιφάνεια ,αλλά αφήνει ανεπηρέαστο το βάθος της ζωής.
Μπορεί θέσει κανείς το εξής ερώτημα: μήπως με όλα αυτά γίνεται προσπάθεια να ξεφύγουμε το τρομακτικό πρόβλημα της αντίθεσης μεταξύ πτωχών και πλουσίων;
Ασφαλώς και όχι. Διότι η παραβολή όχι μόνο δεν παραβλέπει το πρόβλημα, αλλά το φέρνει στην επικαιρότητα χωρίς ωραιοποιήσεις και ταυτόχρονα τονίζει πως η αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τη ζωή και το θάνατο επηρεάζει βαθύτατα την οικονομική του συμπεριφορά.
Στο σημείο αυτό αξίζει να περάσουμε στη δεύτερη εικόνα της σημερινής παραβολής όπου παρουσιάζεται ο φτωχός Λάζαρος, μετά θάνατο να πλέει σε πελάγη ευτυχίας στους κόλπους του πατριάρχη Αβραάμ.
Με την εικόνα αυτή το ευαγγέλιο δείχνει, ότι το καλύτερο κοινωνικό οικονομικό σχήμα είναι εκείνο που εξασφαλίζει σε κάθε κατάσταση την προσωπική αξιοπρέπεια και την προσωπική ελευθερία, διαφυλάσσοντας αυτή την ελευθερία από τη φυσική φτώχεια και την κοινωνική υποδούλωση.
Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει ο πλούσιος της παραβολής που τον διακρίνει ο οικονομικός εγωισμός. Με την κατανάλωση απομονωνόταν από τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. Έτσι έβλεπε το Λάζαρο εγκλωβισμένο μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια και δεν έκανε τίποτα ή μάλλον έκανε ελάχιστα. Μια ανώδυνη ελεημοσύνη έδινε στο Λάζαρο λίγα ψίχουλα. Μ’ άλλα λόγια καθιέρωνε ένα απαράδεκτο κοινωνικό σχήμα στο οποίο η φιλανθρωπία γίνεται αντιληπτή ως αδυναμία, απαξία, ανώδυνη, αλλά επαίσχυντα. Το σχήμα αυτό το κατακρίνει ο Χριστός παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέει στον πλούσιο : « μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα έστιν».
Ο Χριστός όμως κάνει και κάτι άλλο ακόμα.
Στο τελευταίο σημείο της παραβολής παρουσιάζει τον πλούσιο στην κόλαση και παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στ’ αδέλφια του και να τα προειδοποιήσει για το τι πρέπει να κάνουν, Ο Αβραάμ αρνείται λέγοντας ότι έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες για να διδαχθούν.
Ο πλούσιος επιμένει ισχυριζόμενος ότι μόνο ένα θαύμα θα τους σώσει. «ο δε είπε. Ουχί πάτερ Αβραάμ αλλ’ εάν τις εκ των νεκρών πορευθεί προς αυτούς μετανοήσουσιν». Το αίτημα και πάλι απορρίπτεται: « είπε δε αυτώ, ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσι, ουδέ εάν τις των νεκρών αναστεί πεισθήσονται».
Το νόημα αυτών των λόγων είναι συγκλονιστικό. Ο Χριστός υποστηρίζει πως το κοινωνικό πρόβλημα δεν επιλύεται με θρησκευτικό ή άλλου είδους λαϊκισμό, αλλά με σοβαρότητα και ευθύνη. Ακόμα περισσότερο ο χριστιανισμός δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του φρουρού του α ή β συστήματος με θαύματα. Μπορεί .όμως από τη μια να αρνείται στα συστήματα αυτά την εκμετάλλευση, την κερδοσκοπία, την πλεονεξία, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και από την άλλη να ζητάει από όλα τα οικονομικά συστήματα το σεβασμό στο πρόσωπο και αξιοπρέπεια και ελευθερία, στην εικόνα του Θεού. Και συνεπώς η σημερινή παραβολή είτε φωτίζει είτε απειλεί τα διάφορα οικονομικά συστήματα ανάλογα.
Η ετήσια έκθεση του Ο.Η.Ε. για την παγκόσμια ανάπτυξη έδειξε, ότι 225 άνθρωποι εκατομμυριούχοι έχουν όσα χρειάζονται για να ζήσουν 25 εκατομ. Πάμπτωχοι του κόσμου. Επίσης έδειξε ότι 1 δισεκατομ. Άνθρωποι έχουν μόνο 1 δολ. Εισόδημα την ημέρα και φυσικά δεν έχουν όνειρα για τροφή, νερό, σπίτι, ρούχα, περίθαλψη, εκπαίδευση. Ακόμα έδειξε ότι στις θεωρούμενες ανεπτυγμένες χώρες ξοδεύονται για την παιδεία 6 δισεκατ. δολ., για νερό και ύδρευση 8 δισεκατ. δολ., για διατροφή και περίθαλψη 3 δισεκατ. δολ., ενώ για στρατιωτικές δαπάνες τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σ’ ένα τέτοιο κόσμο λοιπόν η παρουσία των Αγίων βρίσκεται στο περιθώριο μαζί με τους απόκληρους της γης. Το σημερινό ευαγγέλιο όμως προειδοποιεί: προσέξτε, γιατί η αντίθεση μεταξύ αφθονίας και στερήσεως μοιάζει σαν να είναι ένα σώμα δεμένο μ’ ένα πτώμα που όμως θέλει να ζήσει.
Συνέλθετε λοιπόν πριν το πτώμα μυρίσει και φάει το σώμα. Διότι σε κάθε περίπτωση ο Χριστός θα είναι με τον Λάζαρο.
Καλή Κυριακή.

π.Γ.Στ.

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/10/16-19-31.html#ixzz2iqxipXrh
Κυριακή Ε΄ Λουκά. Ο πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος.


Ο αληθινός πλούτος

Αναγνώσματα:Λουκά ιστ΄19-31, Εφες. Β΄ 4-10

«Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού»

Η φιλαργυρία των Γραμματέων και των Φαρισαίων στάθηκε αφορμή για να μας προσφέρει ο Χριστός την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, η οποία  βρίθει μηνυμάτων και νοημάτων ουράνιας εμβέλειας και ακτινοβολίας.

Οι Φαρισαίοι έβλεπαν σαν εύνοια του θεού την εξασφάλιση υλικών αγαθών και χρημάτων και κατ’  επέκταση σαν αποδεικτικό στοιχείο και πιστοποίηση του «καλού εαυτού τους». Με αυτό τον τρόπο δικαίωναν τον εαυτό τους μπροστά στους ανθρώπους και αδιαφορούσαν βέβαια για τις προθέσεις και διαθέσεις τους που καθρέφτιζαν την εσωτερική τους ακαταστασία και κυρίως την αξεπέραστη υποκρισία τους.

Αυτή η αντίληψη δυστυχώς διαπερνά στο χρόνο και φθάνει μέχρι και τις δικές μας μέρες με διάφορες μορφές. Γι’  αυτό και επιβάλλεται μεγάλη προσοχή για να μήν πέσουμε στην παγίδα που τόσο αδίστακτα στήνει η φαρισαϊκή υποκρισία. Η εγωιστική καλοπέραση σ’  αυτό τον κόσμο, μπορεί να μας οδηγήσει στην απώλεια της κοινωνίας της αγάπης του Θεού, δηλαδή της Ουράνιας Βασιλείας. Αντίθετα, οι δοκιμασίες της ζωής μπορεί να λειτουργήσουν ως δείκτες που παραπέμπουν στον Παράδεισο, αρκεί να τις αποδεχόμαστε με πίστη, υπομονή και ελπίδα. Ζωτικής σημασίας επομένως μηνύματα που μας προφυλάσσουν από επικίνδυνες παγίδες, δίνονται μέσα από την παραβολή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου.

Ο πλούσιος

Ο πλούσιος της παραβολής κατακρατούσε όλα τα αγαθά μόνο για τον εαυτό του. Ο εγωισμός του, του προκαλούσε τόση εσωτερική ακαταστασία ώστε κλεινόταν ερμητικά στον εαυτό του και περιφρονούσε τους άλλους ανθρώπους. Αυτό είχε συνέπειες και για τον ίδιο που παρέμενε χωρίς πρόσωπο, δηλαδή χωρίς όνομα. Η παραβολή κάνει λόγο αόριστα και γενικά για κάποιο πλούσιο, ενώ από την άλλη προβάλλει την προσωπικότητα του πτωχού Λαζάρου.

Αυτή την αλήθεια πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα σήμερα. Ο πολιτισμός μας ευνοεί την υπερτροφική ανάπτυξη του εγωισμού και του ατομισμού του ανθρώπου. Γι’  αυτό και υπερισχύει η αλληλοπεριφρόνηση και ο παραγκωνισμό. Ο άνθρωπος σήμερα στερείται προσωπικής ταυτότητας και έτσι χάνει την αξία του υποτασσόμενος σε θεσμούς και συστήματα που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν στραγγαλιστικά και εξουθενωτικά. Πολτοποιείται η προσωπικότητά του σε μια ανώνυμη μάζα και καταντά ένα απλό νούμερο και αριθμός.

Ο πλούσιος της παραβολής ήθελε όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν και να τον φροντίζουν, ενώ αυτός δεν πρόσφερε τίποτε. Ούτε ακόμα από τα περισσεύματα των αγαθών του. Η συμπεριφορά του αυτή αποτυπώνεται στη στάση που τηρούσε απέναντι στον πτωχό Λάζαρο.

Μέσα από τις αντιθέσεις που εναλλάσσονται στη διήγηση, προβάλλει από τη μια η καλοπέραση του πλουσίου και από την άλλη η εξαθλίωση του Λαζάρου. Ακριβώς, το Ευαγγέλιο μας βοηθεί ν’ ανακαλύπτουμε μέσα σ’  αυτές τις αντιθέσεις την αληθινή και αιώνια αξία του ανθρώπου. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Αυτός ο κόσμος περνάει. Εκείνος που «μένει εις τον αιώνα» είναι η αλήθεια του Θεού, την οποία καλείται ο άνθρωπος να εγκολπωθεί στη ζωή του.

Ο Λάζαρος

Το όνομα Λάζαρος σημαίνει «ο Θεός βοηθός μου». Αυτό μετουσίωνε σε πράξη καθημερινής ζωής ο Λάζαρος μέσα από την φτώχεια και τη βαρειά αρρώστια του. Προσπαθούσε να χορτάσει με ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Τόσο αδύνατος ήταν ο Λάζαρος, ώστε δεν μπορούσε ούτε τα σκυλιά ν’ απομακρύνει που έρχονταν και έγλυφαν τις πληγές του και με αυτό τον τρόπο του προξενούσαν φοβερούς πόνους.

Παρά τη δυστυχία και τον πόνο του, ο Λάζαρος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και αυτό, σ’  αντίθεση με τη νοοτροπία τη δική μας σήμερα που υψώνουμε συνεχώς φωνές διαμαρτυρίας νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο μπορούμε να φτιάξουμε τον κόσμο, σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες.

Μετά το θάνατο

Ο θάνατος επισκέφθηκε πρώτα το Λάζαρο και μετά τον πλούσιο της παραβολής. Η ζωή του πλουσίου, σύμφωνα πάντα με τη διήγηση, μετά το θάνατο είναι γεμάτη βάσανα και πόνους. Πονούσε μάλιστα περισσότερο όταν έβλεπε το Λάζαρο να είναι ευτυχισμένος στην αγκαλιά του Πατριάρχη Αβραάμ. Στερεώνεται μάλιστα περισσότερο στην αμετανοησία του όταν φέρεται να ζητεί από το Θεό ν’  αναστηθεί ο Λάζαρος ώστε με αυτό τον τρόπο να εξαναγκασθούν τα πέντε αδέλφια του να πιστεύσουν. Πίσω όμως από το επιφανειακό ενδιαφέρον του για τη σωτηρία τους, μπορεί να διακρίνει κάποιος τον εγωισμό του με το να ρίχνει τις ευθύνες για την κατάστασή του στο Θεό. Αφού ο Θεός δεν κάνει «θαύματα» για να μας εξαναγκάσει να ζούμε στην αγάπη του, τότε δεν φταίμε εμείς που βιώνουμε την κόλαση της απουσίας του.

Αγαπητοί αδελφοί, η πρόκληση που υψώνει ενώπιόν μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι να αρνηθούμε την εξάρτηση που προσφέρουν τα υλικά αγαθά και σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας στο Θεό. Μόνο κοντά Του θα μπορέσουμε να αναπαυθούμε στην μόνιμη χαρά που προσφέρει η παρουσία Του και να πάρουμε γεύσεις του αληθινού πλουσίου της ζωής. Η στάση που με μεγάλη πίστη και υπομονή τηρούσε ο Λάζαρος μέσα από τη φτώχεια και τον πόνο του, ας γίνει οδηγός και πυξίδα στη δική μας ζωή. Γένοιτο.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγου
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ
Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
«Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται»
(Γαλ. ϛ´ 12)
.             α. Στοὺς Γαλάτες ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέχονταν “ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς ἰουδαιοχριστιανούς, τοὺς “ψευδαδέλφους” δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει ὡς κατάσκοποι ἀνάμεσά τους διακηρύσσοντας ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀποτελεῖ μία βελτιωμένη ἁπλῶς ἔκδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ συνεπῶς διέστρεφαν τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μὲ τὰ λεγόμενά του ὁ ἀπόστολος ἀποκαλύπτει τὸ “παιχνίδι” τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν: ὄχι μόνο ὁ χριστιανισμός τους ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ ἰουδαϊσμός τους δὲν ἦταν γνήσιος. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δική τους ἄνεση, ἡ κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. Πιὸ σαφὴς λόγος ἀπὸ τὸν παραπάνω τοῦ ἀποστόλου δὲν θὰ ὑπῆρχε: “Ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν καλὴ φήμη στοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς ὑποχρεώνουν νὰ περιτέμνεσθε, μὲ μόνο στόχο νὰ μὴν καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐξ αἰτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
.             β. 1. Ὁ ἀπόστολος λοιπὸν εἶναι σαφής: διαπιστώνει τὸ ἔργο τῶν ἐχθρῶν της χριστιανικῆς πίστης, φανερώνει τὴ σκοπιμότητα τῶν ἐνεργειῶν τους καὶ προπάντων ἀποκαλύπτει τὸ βαθύτερο σκεπτικό τους.
.             Ποιό τὸ ἔργο κατὰ πρῶτον τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων καὶ προσωπικῶν τοῦ ἀποστόλου διωκτῶν; Ὅπως τὸ λέει ὁ ἀπόστολος: νὰ κάνουν ἱεραποστολὴ ὑπὲρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας μάλιστα ἕνα εἶδος βίας πρὸς τοῦτο. «Ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι». Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν καλύτερα: δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐρχομὸ Ἐκείνου. «Ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες γιὰ Ἐμένα τὸ ἔγραψαν». Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνῶ ἀναγνωρίζει τὴ συμβολὴ τῶν Πατριαρχῶν τοῦ Ἰσραὴλ «γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου» – Ἐκεῖνος ἄλλωστε τοὺς κάλεσε – “τοὺς ξεπερνᾶ”.
.          Ἀλλὰ τί λέει ὁ ἀπόστολος; Ὅτι κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἱεραποστολὴ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁριστικὰ καὶ τοὺς κατεδίκασε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος τὸ 48/49 μ.Χ. – ἦταν κίβδηλη, διότι δὲν ἦταν καρπὸς τῆς πιστεύουσας καρδιᾶς τους. Στὴν καρδιά τους αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἄνεσής τους καὶ ἡ ἀπολαβὴ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου: “μὴ καταδιωχθοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸ κήρυγμα ποὺ ἀναφέρεται στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἐγείρει διωγμοὺς ὡς τὸ “ἀγκάθι στὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων. «Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν». Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καὶ χριστομάχοι, ἀφοῦ τελικῶς δὲν πίστευαν στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἂν θεωρητικῶς σ᾽ ἕναν βαθμὸ προσποιοῦνταν ὅτι Τὸν ἀποδέχονται. «Ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν».
.             Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος ὡς ἰατρὸς χειρουργὸς προβαίνει στὴν ἀνατομία τῆς πίστης τῶν ψευδαδέλφων: τοὺς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ καλὴ φήμη τους, τὸ καλὸ ὄνομά τους στὸν κόσμο, προκειμένου νὰ μὴν ὑποστοῦν κανένα διωγμό. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τοὺς βολεμένους ποὺ ἡ βολή τους μετράει πάνω ἀπὸ ὅλα. Δὲν πιστεύουν πουθενὰ τελικῶς, οὔτε στὸν Χριστὸ οὔτε κὰν στὸν ἰουδαϊσμό. Θεὸς τους φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός τους: ἡ καλοπέρασή τους, καὶ προκειμένου νὰ διακρατήσουν τὴν καλοπέραση αὐτή, δὲν πρέπει νὰ προκαλοῦν ἐκείνους ποὺ ἐνοχλοῦνται, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους. “Νὰ τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ ὅλους, γιὰ νὰ καλοπερνᾶμε” εἶναι τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς τους.
 .             2. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς “ἀθέους” ἰουδαιοχριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐμᾶς – ἢ ἴσως κυρίως γιὰ ἐμᾶς; – τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὅ,τι μετράει περισσότερο καὶ σὲ ἐμᾶς εἶναι τὸ “τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι, τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος”, τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ κτίσουμε μία καλὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ μὴν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμὸ φανερό, ἀλλὰ ἕναν ἄλλου τύπου: τῆς εἰρωνείας, τῆς ἀπόρριψης, τῆς “φιλίας” κάποιων “σπουδαίων”. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς τὸν Χριστὸ Τὸν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπὸ τὴ ζωή μας – ἡ πρακτικὴ ἀθεΐα εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἀθεΐας – ἀφ᾽ ἑτέρου φανερώνουμε ὅτι ἐν τέλει Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. “Δὲν χρειάζονται, ἔτσι, ἄλλοι ἐχθροί τῆς πίστης μας ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς”. Ἐμεῖς “ροκανίζουμε” μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πίστη κι ἂς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ.
 .             Ἡ ταύτισή μας μὲ τοὺς Ἰουδαιοχριστιανοὺς – μὲ τοὺς ὁποίους ἀνήκουμε στὴν ἴδια ὁμάδα τῶν “καλοπερασάκηδων” – ἀποκορυφώνεται, ὅταν κι ἐμεῖς “δὲν διστάζουμε” μπροστὰ στὴ βολή μας καὶ τὴ “φήμη” μας νὰ γινόμαστε σκληροὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, παίζοντας τὸ παιχνίδι ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπιζητοῦμε τὴν καλὴ γνώμη. Δὲν διστάζουμε γιὰ παράδειγμα οἱ γονεῖς πολλὲς φορὲς νὰ καταπιέζουμε τὰ ἔφηβα παιδιά μας γιὰ νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἀλλὰ γιὰ τὸ καλὸ ὄνομα ποὺ θέλουμε νὰ ἔχουμε στὸ χριστιανικὸ περιβάλλον μας. Τὸ διακύβευμα ἐν προκειμένῳ, ἀντίστοιχο μὲ αὐτὸ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, εἶναι ἡ εὐπροσώπησή μας ἐν σαρκί, ἡ καλὴ φήμη μας στὸν κόσμο, κι ὄχι ἡ γνησιότητα τῆς πίστης μας, τὸ πῶς θὰ ἀρέσουμε στὸν Θεό μας. Ἄλλωστε ἂν ἦταν γνήσια ἡ πίστη αὐτή, θὰ λειτουργοῦσε μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν μας, σὰν τοῦ Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου.
 .             Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοὶ ἐργάτες κι ἴσως καὶ κληρικοὶ νὰ ἀσκοῦμε πολλὲς φορὲς ἱεραποστολικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, ὄχι γιὰ νὰ ἀρέσουμε πρωτίστως στὸν Κύριο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μας, ἀλλὰ στὸν ἐπίσκοπό μας ἢ γιὰ νὰ εἰσπράττουμε τὸ “μπράβο” ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες μας. “Ἡ καλὴ εἰκόνα” μας ἀποτελεῖ στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν προτεραιότητά μας καὶ ὄχι, καθὼς εἴπαμε, ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν καρδιά μας. Θὰ ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅσο σκληρὸ κι ἂν ἀκούγεται τοῦτο, ὅτι ὅσο πιὸ θορυβῶδες εἶναι τὸ ἔργο μας, ὅσο πιὸ πολὺ διαφημίζουμε τὴν ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορά μας, μὲ ἐπιθέσεις σκληρὲς κάποιες φορὲς πρὸς τοὺς “ἀντιπάλους” τῆς πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε ὅτι ἔχουμε πέσει στὴν παγίδα αὐτὴ τῆς κενοδοξίας τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ ζητᾶ τὴν ἐπευφημία τῶν ἀνθρώπων.
.             3. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅμως δὲν ἀφήνει τέτοια περιθώρια. «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι», φωνάζει. Γιατί; Διότι σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ κυριαρχούμενο στὸ μεγαλύτερο ποσοστό του ἀπὸ τὸν ἄρχοντά του, τὸν διάβολο, ὁ χριστιανὸς θὰ συναντήσει τὴν ἐχθρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου – τὸ μαρτύριο ἀποτελεῖ “δομικό” στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ρυθμιστικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο μανιωδῶς πολεμάει ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του. Ἔτσι φιλία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. «Ὃς ἂν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται», βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίοις δουλεύειν». Τὸ πνευματικὸ ἀλλοιθώρισμα ὡς ταυτόχρονη προσπάθεια σύζευξης καὶ τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει σταθερὴ πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι διαρκῶς «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὀδοῖς αὐτοῦ».
.             Μὲ ἄλλα λόγια ὁ “χριστιανὸς” κινεῖται πάντοτε μὲ βάση τὸν λόγο τῶν ἁγίων ἀποστόλων ποὺ ἐπιτάσσει «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νὰ εὐαρεστοῦμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ συντηρητὴς τῆς ζωῆς μας, ἡ τελικὴ ἀναφορά μας καὶ ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δὲ ἡ εὐχαριστία Του αὐτὴ προϋποθέτει τὴ συμμετοχὴ στὸ κατ᾽ ἐξοχὴν γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τὴν Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Τὸ “γενηθήτω τὸ θέλημά Σου” ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐπωδὸς τῆς κάθε ἐνέργειας τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ.
.             γ. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε, δηλαδὴ σὲ ποιόν τελικῶς δίνουμε λογαριασμό; Ὁ ἀγώνας μας εἶναι ὄντως “εὐπροσωπῆσαι”, νὰ ἀποκτήσουμε καλὴ φήμη, χωρὶς ὅμως τὸ “ἐν σαρκί, δηλαδὴ χωρὶς τὴν ἀναφορά μας στὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. “Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ”: αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ προοπτική. Νὰ ἀρέσουμε στὸν Χριστό, «δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν Αὐτῷ».

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»
 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ

Λουκά: Κεφ. ΙΣΤ΄, 19–31.

Κυριακή 30η Οκτωβρίου 2011

Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Ο πλούτος και η φτώχια, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, είναι υπαρκτικά φαινόμενα του ιστορικού βίου του παγκόσμιου γίγνεσθαι, τα οποία έχουν ποικιλόμορφες κοινωνικές και πνευματικές προεκτάσεις, αλλά και  παρανοήσεις.

Ο χριστιανισμός δια του Ιερού Ευαγγελίου και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας διδάσκουν, ότι υπάρχουν δύο ειδών αγαθά. Υπάρχουν τα ελεύθερα αγαθά, τα οποία δίνει ο Θεός με αφθονία σε όλους εξίσου, όπως είναι ο αέρας, το φως, το νερό κ.ο.κ.,  και ότι όλοι δικαιούμαστε τον αέρα, το φως, το νερό. Εκτός όμως από τα ελεύθερα αυτά αγαθά τα οποία ο Θεός δίνει εξίσου σε όλους, υπάρχουν και τα λεγόμενα οικονομικά αγαθά τα οποία οφείλονται στην ανθρώπινη συμβολή, για να αποκτηθούν. Κάποιος είναι εργατικός, επιμελής και αποκτάει αγαθά με τη δική του προσπάθεια. Είναι τα οικονομικά αγαθά, υπάρχει ανθρώπινη συμβολή, δεν είναι του Θεού. Αυτά λοιπόν τα ανθρώπινα αγαθά, τα θεωρούν οι πλείστοι, ότι μπορούν να τα κάνουν ό, τι θέλουν.

Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας και το Άγιο Ευαγγέλιο διδάσκουν, ότι ακόμη και τα οικονομικά αγαθά, αυτά τα οποία αποκτάει ο άνθρωπος με την εργασία του, με έντιμα μέσα, ακόμη κι αυτά, δεν είναι δικά του. Δεν μπορεί π.χ. λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, την απόλυτη κυριότητα του σπιτιού του. Όλοι θεωρούμε ότι  είμαστε απόλυτοι κύριοι του σπιτιού μας. Γιατί λέει εκτός του ότι τα υλικά που χρησιμοποιεί για την κατασκευή του, το χώμα, το νερό, δεν είναι δικά του αλλά είναι του Θεού, επιπλέον αυτός ο ίδιος που κατασκευάζει το σπίτι και το διεκδικεί, ανήκει στο Θεό, ο οποίος του έδωσε την ψυχή και το σώμα. Ο Μέγας Βασίλειος ρωτά: ποία ειπέ μοι σαυτού; Ποια δικά σου,  ποία ιδιοκτησία δική σου; Πόθεν λαβών εις τον βίον εισήνεγκας; Πού τα βρήκες; Στον κόσμο ερχόμαστε γυμνοί, πόθεν λαβών εις τον βίον εισήνεγκας; Και λέει κι άλλα ο Μέγας Βασίλειος.

Εξαιτίας λοιπόν αυτής της διδασκαλίας, ότι δεν ανήκουν τα αγαθά στους πλουσίους, οι Άγιοι Πατέρες διαμόρφωσαν τη διδασκαλία ότι και οι πλούσιοι είναι απλώς διαχειριστές και οικονόμοι των αγαθών. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούν για δική τους ωφέλεια, για δική τους απόλαυση τα αγαθά τους, απλώς είναι ένα λειτούργημα ο πλούτος, είναι οικονόμοι Θεού. Κι ότι αυτά πρέπει να τα χρησιμοποιούν για την κοινωνική λειτουργία του πλούτου.

Υπάρχουν στο χριστιανισμό σημαντικές αρχές οι οποίες διακρίνουν τη διδασκαλία για τον πλούτο και την πτώχεια σε σχέση και με τον καπιταλισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, τον σοσιαλισμό και με τον κομμουνισμό. Η πιο σημαντική είναι η αρχή της αγάπης. Δεν υπάρχει η έννοια της αγάπης στον φιλελευθερισμό, διότι έχει το κέρδος ως η αρχή και κριτήριο, δηλαδή μόνο  η δική μου απόλαυση. Δεν υπάρχει αγάπη ούτε και στον κομμουνισμό. Στον κουμμουνισμό φθονούν και μισούν οι φτωχοί τους πλουσίους και θέλουν κι εκείνοι να γκρεμίσουν τους πλουσίους, για να απολαύσουν κι αυτοί τα υλικά αγαθά. Επομένως υλισμός υπάρχει και στη μια πλευρά και στην άλλη πλευρά. Και στην πλευρά των πλουσίων, οι οποίοι θέλουν να απολαύσουν μόνοι τους τα αγαθά και στην πλευρά των πτωχών, οι οποίοι θέλουν να γίνουν αυτοί πλούσιοι.

Ο χριστιανισμός λέγει ότι αυτή η εκ μέρους και των πλουσίων και των πτωχών διεκδίκηση των υλικών αγαθών είναι η αιτία της αναστατώσεως, που υπάρχει στον κόσμο. Διδάσκει ότι τα υλικά αγαθά δεν έχουν καμία αξία, είναι προσωρινά, φεύγουν. Τι έπαθε ο φτωχός Λάζαρος και τι έπαθε ο πλούσιος; Ο Λάζαρος πήγε στον Αβραάμ ευτυχισμένος, ενώ  ο πλούσιος «οδυνάτω εν τη φλογί». «Ουδαμόθεν άλλοθεν ο φθόνος ή εκ του προστετηκέναι τοις παρούσι, μάλλον δε πάντα τα κακά» λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο φθόνος προέρχεται από το ότι είμαστε κολλημένοι στα υλικά αγαθά. «Ει γαρ μηδέν είναι ενόμιζες τα χρήματα και την δόξαν του κόσμου τούτου, ουκ αν τοις έχουσιν εβάσκηνας». Γιατί εσύ πτωχέ, αν θεωρούσες πως τα υλικά αγαθά δεν είναι τίποτε, δεν θα είχες φθόνο και βασκανία εναντίον των πλουσίων.

Πράγματι, ο κάθε άνθρωπος, κατά πλειοψηφία, επιθυμεί τον πλούτο και αποστρέφεται τη φτώχια, γι’ αυτό προσπαθεί να αυξάνει το εισόδημά του, ώστε να βελτιώνει τις συνθήκες του παρόντος βίου.  Τούτη, δυστυχώς,  την περίοδο που διανύουμε την οικονομική κρίση έχουμε, πραγματικά,  γίνει πτωχότεροι. Εξαιτίας δε, αυτής της πτωχεύσεώς μας, αρκετοί έχουν περιέλθει σε μελαγχολία, σε απογοήτευση, σε φόβο, για το τι θα γίνει στο μέλλον, πώς θα ζήσουμε με τέτοιες συνθήκες. Είναι βεβαίως φυσικό να ρωτάμε το γιατί και το πώς οδηγηθήκαμε στο πρόβλημα της προσωπικής και δημόσιας χρεωκοπίας.

Βεβαίως οι απαντήσεις των πολιτικών αλληλοσυγκρούονται και η μια παράταξη επιρρίπτει και εναποθέτει το πρόβλημα στις άλλες, ενώ οι ειδικοί (δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, διεθνολόγοι κ.ά.) δίδουν τις προσωπικές τους απαντήσεις, αλλά και αυτοί με αρκετή δόση κομματικής απόχρωσης. Το αποτέλεσμα είναι τα οδυνηρά γεγονότα που εκτυλίσσονται καθημερινά με αποκορύφωμα το γεγονός της παρεμπόδισης, τόσο της κεντρικής, όσο και πολλών περιφερειακών παρελάσεων της Εθνικής Επετείου του «ΟΧΙ» του 1940.  Γίναμε θεατές και μάρτυρες φρικτών εικόνων και γεγονότων.  Μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες είδαμε τις αιτιολογήσεις αρκετών υπευθύνων της εθνικής συμφοράς. Πάντως οι απολογητικές αυτές δικαιολογίες δεν είναι εύκολο να πείσουν το λαό και τους «κουρεμένους» πολίτες.

Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή διαβάζουμε ότι ο πλούσιος, όταν βίωσε την πέρα του θανάτου ζωή, αντιλήφθηκε  τα λάθη του ζήτησε να ειδοποιηθούν οι οικείοι του, ώστε να μη συνεχίσουν την ίδια στάση ζωής με αυτόν, για να μη περιέλθουν και εκείνοι στην ίδια κατάσταση.  Μήπως θα πρέπει και οι ηγέτες και οι παράγοντες του τόπου μας, παραδειγματισθούν «εδώ και τώρα», για τις δικές τους πράξεις και ενέργειες, για να μη δημιουργήσουν μεταξύ ημών τε και εκείνων «μέγα χάσμα»;  Βεβαίως χάσμα υπάρχει, αλλά μήπως, αν αρχίσουν να σκέπτονται περισσότερο από το να συσκέπτονται,  βελτιωθεί η εκτροχιασμένη κατάσταση που επικρατεί;

Με αφορμή τα πρωτοφανή γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 2011,  επισημαίνουμε το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος όπου κι αν πήγαινε «ευεργετούσε» και θεράπευε τους ανθρώπους και παρά ταύτα, όταν έβλεπε ακόμα και απλή δυσφορία κάποιων, έφευγε σε άλλη πόλη και δεν προέβαινε σε υπεράσπιση των πράξεων και ενεργειών Του.  Ούτε καθύβριζε το λαό, ούτε έχανε την αυτοκυριαρχία του, εν αντιθέσει με τους σημερινούς ηγέτες και άρχοντες, όπου θέλοντας να φιλοτεχνήσουν το προφίλ τους, μας διηγήθηκαν την νεανική τους δράση και πορεία και τους αγώνες τους και τις θυσίες τους, γι’ αυτό τον τόπο.

Προσωπικά σέβομαι βαθύτατα όλες τους τις περγαμηνές και τα παράσημα ή  διάσημα, που κατέχουν.  Όμως τούτες τις δύσκολες στιγμές δεν πρέπει να οικτίρουν αγανακτισμένους, ταλαιπωρημένους και βάναυσα κακοποιημένους ανθρώπους και όταν μάλιστα, πέρα και εκτός από τις περγαμηνές και τα διάσημά τους, έχουν συμβάλει και αυτοί στο φαινόμενο της χρεωκοπίας και της φτώχεια μας, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, αφού μετά το «αντάρτικο» και την εξορία(;) υπηρέτησαν την πολιτική σε κορυφαία αξιώματα. Επομένως χρειάζεται κανείς να κάνει την αξιολόγησή του και να λάβει τις γενναίες αποφάσεις, όσο οδυνηρές ή δαπανηρές και εάν είναι για τον ίδιο και για το σύστημα που τον προβάλλει και ας αποχωρήσει, όπως αποχωρούσε και ο Χριστός, όχι για άλλη πόλη, αλλά για άλλη ιδιότητα.

Επειδή οι «βαρώνοι» και οι «λόρδοι» της πολιτικής δεν απεμπολούν εύκολα τις ιδιότητές τους και δεν αποδέχονται τα σφάλματα ή τα λάθη τους, ας βρεθεί έστω και ένας που δεν είναι πια πολιτικός, αλλά πολιτειακός    θεσμός, να δώσει λύση σε αυτή την ταλαιπωρημένη Ελλάδα, που έφτασε μέχρι του σημείου να μην μπορεί να αποδίδει τιμή και δόξα στους ήρωες και πολεμιστές της, γιατί οι παρελάσεις δεν είναι καλλιστεία, δεν είναι σουλάτσο ή ρομαντζάδα.  Οι παρελάσεις είναι απόδειξη του σεβασμού της μνήμης των πεσόντων στους αγώνες, υπέρ της πίστεως και της πατρίδος.

Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ακολουθήσει τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και το παράδειγμα του Χριστού, γι’ αυτό υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν προβλήματα στον κόσμο, όπως το κοινωνικό πρόβλημα του πλούτου και της φτώχιας της οικονομικής και πνευματικής κρίσης, διότι ακολουθούν τις δικές τους σκέψεις, τις δικές τους διδασκαλίες, τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους συμφέροντα.

Πάντως σε τούτο τον τόπο, που γεννήθηκε και απ’ εδώ διαδόθηκε η Δημοκρατία, οι  θέσεις απέναντι στον πλούτο δεν ήταν ποτέ τόσο σκληρές και άκαμπτες, όπως οι σημερινές. Πολλές φορές επενέβαιναν οι νομοθέτες και επέβαλαν στους πλουσίους φόρους, για την ενίσχυση των αποροτέρων τάξεων. Μερικές φορές ακόμη προέβαιναν και σε ανακατανομή των κτηματικών περιουσιών. Ηθικά δε αξιολογούμενος ο πλούτος στην αρχαία Ελλάδα, στηρίζεται στο πώς αποκτάει κανείς τον πλούτο, με νόμιμα μέσα, ή αν τον αποκτάει με ανήθικα μέσα. Επίσης δινόταν μεγάλη σημασία στην κοινωνική λειτουργία του πλούτου, διότι πίστευαν, ότι ωφελεί ο πλούτος την κοινωνία, αν διατίθεται για να βοηθά τους ασθενέστερους.  Υπήρχε επίσης κι ένα σπάσιμο αυτής της απεριόριστης αντιλήψεως, πως όταν είναι κανείς πλούσιος κάνει ό, τι θέλει τον πλούτο του, λέγοντας ότι δικά μου είναι τα χρήματα, δικά μου είναι τα κτήματα, ό, τι θέλω τα κάνω! Ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα έχει σπάσει αυτή η αντίληψη. Υπάρχει στον Ευριπίδη μία θέση η οποία λέει: «ούτοι τα χρήματα ίδια κέκτηνται βρωτοί». Οι άνθρωποι δεν έχουν δικά τους χρήματα. «Τα των θεών δ’ έχοντες επιμελούμεθα». Είμαστε επιμελητές, διαχειριστές αυτών των οποίων μας έχει δώσει ο Θεός. Είναι ακριβώς σαν τη χριστιανική θέση η οποία δέχεται ότι ο Θεός μας τα δίνει όλα, του Θεού είναι όλα, δεν είμαστε εμείς ιδιοκτήτες. Εμείς είμαστε διαχειριστές των πραγμάτων: «τα των θεών δ’ έχοντες επιμελούμεθα». Ο Ξενοφώντας επίσης στην «Κύρου παιδεία» λέγει ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ευτυχείς τους πλουσίους. Ευτυχείς είναι εκείνοι που απέκτησαν έντιμα τον πλούτο και τον χρησιμοποιούν για το καλό των ανθρώπων. Μόνον εκείνοι.

Δυστυχώς όμως εκτός από αυτήν την ανθρώπινη αρχαιοελληνική αντίληψη για τον πλούτο, υπάρχει και η  ρωμαϊκή αντίληψη, η νομική, περί ιδιοκτησίας και πλούτου, η οποία θεωρεί, ότι ο πλούτος είναι φυσικό δικαίωμα, προέκταση της φύσεως του ανθρώπου. Αφού εγώ γεννήθηκα πλούσιος, αφού είμαι πλούσιος, κάνω ό, τι θέλω τον πλούτο μου! Είναι στη φύση μου το να έχω κτήματα, η ιδιοκτησία είναι μέσα στη φύση μου! Δεν μπορεί κανένας να μου καταστρέψει το δικαίωμα αυτό να είμαι πλούσιος. Και αυτή η αντίληψη περί του ότι ο πλούτος είναι φυσική προέκταση, φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου, πέρασε δυστυχώς στη Δύση, πέρασε και στα νεότερα χρόνια, στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στον καπιταλισμό, ο οποίος ως μόνο κίνητρο έχει το κέρδος. Δεν τον νοιάζει για το κοινωνικό καλό και για το αν υπάρχουν φτωχοί. Έτσι ξεπήδησε ο κομμουνισμός και ο μαρξισμός, όπου αναφερόμενοι στους πλουσίους, τους λένε ότι μπορείτε να κάνετε τα αγαθά της γης, ό,τι θέλετε. Θα επαναστατήσουμε και δια της βίας θα σας τα πάρουμε. Και έτσι δημιουργήθηκε η αιώνια πάλη μεταξύ των μεν και των δε, του πλούτου και της φτώχιας που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα από την αρχή της γενέσεώς της. Ας έχουμε στη σκέψη και στο νου μας  τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ας θυμόμαστε την κατάσταση του πλουσίου και του πτωχού και ας σταματήσουν οι υπεύθυνοι της φτώχειας μας, να μας κάνουν φτωχότερους.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.mistagogia.com/products/%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B7%20%CE%B5%CE%84%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B1/
Κυριακή, 30 Οκτωβρίου 2011
ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (30/10/2011) ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ
Λέει ο Αβραάμ στον πλούσιο στην παραβολή του αυριανού ευαγγελίου:

εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται. (Λουκ. 16, 31)

Ο πλούσιος βιώνοντας την κόλαση του Άδη, ζήτησε από τον Αβραάμ, να στείλει το Λάζαρο στα αδέλφια του για να τους προειδοποιήσει να αλλάξουν στάση ζωής. Όμως ο Αβραάμ του απάντησε πως «αν δεν ακούν το Μωυσή και τους προφήτες, ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς θα πεισθούν».

Ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία του ανθρώπου, θέλει να έρθει ο άνθρωπος κοντά του με τη θέλησή του. Δεν εκβιάζει την επιλογή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος για να αισθανθεί την παρουσία του Θεού και να επιλέξει να τον ακολουθήσει, έχει το Νόμο και τους Προφήτες. Έχει σήμερα την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Δηλαδή, έχει το Λόγο του Θεού. Το θαύμα ναι μεν βοηθάει στη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται η πίστη και η ταπείνωση. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, όσα θαύματα και να γίνουν, ο άνθρωπος θα παραμένει εγκλωβισμένος στον εγωισμό του και δεν θα ακολουθήσει το Θεό.

Ο εξαναγκασμός της μετάνοιας με θαύματα, σημαίνει παραβίαση της ανθρώπινης ελευθερίας. Η μετάνοια οδηγεί στο θαύμα, και όχι το θαύμα στη μετάνοια. Είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής μας διάθεσης να αλλάξουμε, και να οδηγηθούμε από το παρά φύσιν στο κατά φύσιν. Αν ο Λόγος του Θεού δεν μας πείθει γι' αυτό, τα θαύματα δεν πρόκειται να το κάνουν. Πρέπει πρώτα να αποδεχτούμε την αγάπη του Θεού, και να ταπεινωθούμε για τις αμαρτίες μας.

Read more: http://apokalipsis999.blogspot.com/2011/10/30102011.html#ixzz2iqwRO4gf
 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄ 19-31)

 "Τέκνον,μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά, νύν δέ ώδε παρακαλείται,συ δέ οδυνάσαι..."
          Πάντοτε, αγαπητοί αδελφοί, η κοινωνία των ανθρώπων ήταν χωρισµένη σε δύο τάξεις. Στην τάξη των πλουσίων και στην τάξη των πτωχών. Σε ορισµένους ανθρώπους ο Θεός δίνει περισσότερα υλικά αγαθά, για να τα διαχειριστούν έτσι που να ανακουφίζουν τις δυσκολίες των πτωχών και αδυνάτων.
        Μεταξύ των Εβραίων επικρατούσε η γνώµη ότι οι πλούσιοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν τον Παράδεισο, αφού µε τα πλούτη τους µπορούσαν να κάνουν περισσότερες καλές πράξεις και αγαθοεργίες. Οι πτωχοί θα κέρδιζαν τον Παράδεισο µε την υποµονή και την καρτερία που θα έδειχναν στις δυσκολίες της ζωής.
         Ο πλούσιος του σηµερινού Ευαγγελίου, δεν είχε κατανοήσει τον ρόλο που του ανέθεσε ο Θεός. Αντί να χρησιµοποιήσει τα πλούτη του για την ανακούφιση των αναγκών των πτωχών, εκείνος φρόντισε επιµελώς, πώς να καλοπεράσει σ’ αυτή τη ζωή µε όλες τις ανέσεις. Με επιδεικτικές εµφανίσεις.
         ∆ιασκεδάζοντας. Τρώγοντας και πίνοντας. Και κυρίως περιφρονώντας τον δυστυχισµένο πτωχό Λάζαρο που του έστειλε ο Θεός στην είσοδο του αρχοντικού του, για να του θυµίζει το χρέος του προς τον συνάνθρωπό του. Φρόντιζε µόνο τον εαυτό του! Ανάλγητος. Σκληρός. Καµιά µατιά στον φτωχό. Κανένα ενδιαφέρον.
        Πόσοι από µας δεν µοιάζουµε µε τον πλούσιο του σηµερινού Ευαγγελίου, αγαπητοί αδελφοί! Πόσοι από µας δεν ενδιαφερόµαστε µόνο και µόνο για τον εαυτό µας. Κάνουµε πως δεν βλέπουµε. ∆ικαιολογούµαστε πως δεν γνωρίζουµε. Η φιλαυτία µας, µας κάνει να πιστεύουµε πως δεν υπάρχουν φτωχοί. Τυφλωµένοι από την αρρωστηµένη αγάπη του εαυτού µας, δεν βλέπουµε τις δυσκολίες των συνανθρώπων µας, όπως δεν έβλεπε και ο πλούσιος, τον πτωχό Λάζαρο που καθόταν πληγιασµένος, πεινασµένος, γυµνός στο κατώφλι του σπιτιού του.
        Έτσι και πολλοί από εµάς. Σε ορισµένες περιπτώσεις µάλιστα, καταφερόµαστε και εναντίων των ανθρώπων που από τιµιότητα και σεβασµό προς τις χριστιανικές τους αρχές, δεν έγιναν πλούσιοι. Γιατί να τα κάνουν τα πολλά παιδιά; Ακούµε να λένε µερικοί για τους πολύτεκνους. Είναι ανόητος, γι’ αυτό είναι φτωχός, λένε για τον τίµιο άνθρωπο που δεν έκλεψε και δεν καταχράστηκε ξένα χρήµατα. Γιατί πήγαινε µε το Σταυρό στο χέρι!
        Ένας τέτοιος τίµιος και υποµονετικός άνθρωπος, ήταν ο πτωχός Λάζαρος της σηµερινής παραβολής, αγαπητοί αδελφοί. Με υποµονή, καρτερία και ανωτερότητα. Χωρίς γογγυσµό κατά του πλουσίου. Χωρίς αγανάκτηση κατά του Θεού, σήκωνε τον Σταυρό του. Με καρτερία περίµενε να τινάξουν τα τραπεζοµάντιλα του πλουσίου µετά το φαγητό για να µαζέψει τα ψίχουλα, µήπως και βάλει κάτι στο στοµάχι του.
        Ήρθε η ώρα όµως που όλα άλλαξαν. Ο Λάζαρος πέθανε και οι Άγγελοι τον µετέφεραν στους Αβραµιαίους κόλπους. Πέθανε και ετάφη µε µεγαλοπρέπεια και ο πλούσιος. Οι δαίµονες φρόντισαν να µεταφέρουν την ψυχή του «στον τόπο της βασάνου». Από εκεί βλέπει τον Λάζαρο στον Παράδεισο και αρχίζει να ζητιανεύει λίγες σταγόνες νερό να δροσίσει τα χείλη του.
          Ο Πατριάρχης όµως Αβραάµ τον πληροφορεί ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί µεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως υπάρχει µεγάλο χάσµα, που δεν µπορεί να το ξεπεράσει κανείς, «εἶπε δὲ Ἀβραάµ… µεταξὺ ἡµῶν καὶ ὑµῶν χάσµα µέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑµᾶς µὴ δύνωνται, µηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡµᾶς διαπερῶσιν»(Λουκ. ιστ΄ 26).
            Γιατί πήγε στη Κόλαση ο πλούσιος, αγαπητοί αδελφοί; Ακριβώς γιατί δεν έπαιξε καλά τον ρόλο που του ανέθεσε ο Θεός. Έκανε το λάθος να νοµίζει πως τα υλικά αγαθά που είχε, ήταν δικά του. Εγωιστικά πίστευε ότι µε τη δική του εξυπνάδα και µε τις δικές του ικανότητες, απέκτησε τα πλούτη του. Ξέχασε πως ο Θεός του έδωσε και την εξυπνάδα και τις ικανότητες. ∆εν φρόντισε να απαντήσει στο ερώτηµα: «Άνθρωπε, τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως µη λαβών;»
             ∆υστυχισµένοι πλούσιοι, όσα έχετε δεν είναι δικά σας. Ο Θεός σας τα έδωσε για να τα διαχειρίζεστε µε τέτοιο τρόπο που να κάνετε καλύτερη τη ζωή των συνανθρώπων σας. Αν αυτό δεν το καταλάβετε τώρα, θα το καταλάβετε αργότερα, όπως ο ανάλγητος και καλοπερασάκιας πλούσιος του Ευαγγελίου.
           Ο Λάζαρος πήγε στον Παράδεισο, όχι γιατί ήταν πτωχός, αλλά γιατί διαχειρίστηκε καλά την φτώχια του. Η υποµονή ήταν η µεγαλύτερη αρετή του.∆εν καταφέρθηκε κατά κανενός. Αυτές τις αρετές του, βαθµολόγησε ο Θεός και όχι την φτώχεια του. Γι’ αυτό έστειλε τους Αγγέλους να µεταφέρουν την ψυχή του στους κόλπους του Πατριάρχου Αβραάµ.
            Αγαπητοί αδελφοί. Αν έχουµε υλικά αγαθά περισσότερα από αυτά που µας χρειάζονται, είµαστε πλούσιοι. Αν στερούµαστε τα αναγκαία αγαθά της ζωής, ήµαστε φτωχοί. Είτε πλούσιοι όµως είµαστε είτε φτωχοί, ο δρόµος για τον Παράδεισο είναι ανοιχτός και για µας, αρκεί να παίξουµε σωστά τον ρόλο που µας ανέθεσε ο Θεός. Και ο Αβραάµ πάµπλουτος ήταν. Και ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο πάµπλουτος ήταν και τόσοι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου, πλούσιοι και ένδοξοι ήταν και όµως αγίασαν. Ο σηµερινός Λάζαρος και εκατοµµύρια άλλοι Άγιοι, πτωχοί ήταν και όµως µπήκαν στη Βασιλεία του Θεού!
     Το σηµερινό Ευαγγέλιο µας διδάσκει ότι, ο Θεός βραβεύει αυτούς που σ’ αυτή τη ζωή παίζουν σωστά το ρόλο που Εκείνος τους ανέθεσε.

ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΨΥΧΑ
ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ!!!
 Δεν είναι άδικος ο Θεός (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ)
Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως
«τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά,
νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκά 16,25)
Δύο αντίθετες ομάδες ανθρώπων υπονοεί, αγαπητοί αδελφοί, το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η μία περιλαμβάνει τους πλούσιους, η άλλη τους φτωχούς. Η μία όσους απολαμβάνουν με αφθονία τα αγαθά της γης, η άλλη όσους τα στερούνται...
 Την πρώτη ομάδα την αντιπροσωπεύει ο πλούσιος της παραβολής μας, την άλλη ο πτωχός Λάζαρος της ίδιας παραβολής.
Τι κραυγαλέα αντίθεση! Ο ένας πλούσιος, χωρίς κανένα πρόβλημα διαβίωσης, ο άλλος πάμπτωχος, χωρίς κανένα πόρο ζωής. Ο ένας ντυμένος με τα πιο ακριβά ρούχα, ο άλλος σκεπασμένος με κουρέλια. Ο ένας κάθε ημέρα απελάμβανε τράπεζα συβιριτική, φορτωμένη με όλα τα καλά του Θεού, ο άλλος αγωνιζόταν να ξεγελάσει την πείνα του με λίγα ψίχουλα, πού πετούσαν οι υπηρέτες στον πυλώνα. Ο ένας κατοικούσε μέσα στις ανέσεις και τη θαλπωρή ενός μεγαλόπρεπους σπιτιού, ο άλλος κοίτονταν μέσα στο δρόμο. Ο ένας ευφραινόταν καθημερινά με φίλους συμποτικούς, ο άλλος έρημος από ανθρώπινη συντροφιά, δεχόταν επίσκεψη τα σκυλιά, πού του έγλυφαν τις πληγές.
Έτσι απ’ όσα τόσο ζωντανά μας εκθέτει σήμερα ο λόγος του Θεού φαίνεται να αναγνωρίζει ως πραγματικότητα την ανισότητα μέσα στην κοινωνία μας. Γι’ αυτό και προβάλλει εύλογο το ερώτημα: γιατί να υπάρχει. Είναι αλήθεια πως αρκετοί, ακόμη και χριστιανοί, σκανδαλίζονται από την κατάσταση αυτή και πέφτοντας σ' αυτήν την παγίδα στενάζουν και βαρυγκωμούν και λένε: Ο Θεός είναι δίκαιος και τρέφει αγάπη για όλα τα πλάσματα του. Πώς λοιπόν επιτρέπει ο ένας ν' απολαμβάνει σιδερένια υγεία και ο άλλος να βασανίζεται από τις αρρώστιες. Που είναι η δικαιοσύνη του, και τα παρόμοια... Μάλιστα μερικοί από παρόμοιες σκέψεις οδηγούνται ακόμη και στην απιστία και την αθεΐα.
Έχουν όμως δίκιο καθώς αναφέρουν τις ευλογοφανείς αυτές ενστάσεις; Την απάντηση, απάντηση τέλεια, χωρίς περιθώρια αμφιβολιών, μας την δίνει ο Κύριος με τη συνέχεια της παραβολής. Όλοι δε αυτοί, πού σκέπτονται, όπως είπαμε πιο πάνω, θα είχαν κάποια δικαιολογία αν δεν υπήρχε άλλη, μετά θάνατον ζωή. Αν όλα τέλειωναν με την τελευταία ανθρώπινη πνοή. Ο Χριστός όμως τι μας είπε; ότι η ζωή συνεχίζεται και πέραν του τάφου και ότι εκεί λάμπει σαν ήλιος η θεία δικαιοσύνη. Ο καθένας ανάλογα πόσο εργάσθηκε τις εντολές του Θεού και αμείβεται. Στη γη ο ενάρετος υπέφερε και ο κακός απελάμβανε. Τώρα στον ουρανό ο δεύτερος υποφέρει και ο πρώτος χαίρεται τη Βασιλεία του Θεού. Καί χαίρει ο πτωχός στους ουρανούς, όχι απλώς διότι υπήρξε πτωχός, αλλά διότι έδειξε υπομονή στη δοκιμασία του, ο δε πλούσιος βασανίζεται, όχι διότι είχε πλούτη, αλλά διότι έδειξε ασπλαχνία και σκληρότητα στον πλησίον του.
Ο Θεός, λοιπόν, αγαπητοί, δεν είναι άδικος. Στη γη έβαλε τους ανθρώπους να γυμνασθούν στο πεδίο της αρετής. Τα έπαθλα θα τα προσφέρει στους ουρανούς. Καί άλλον τον έβαλε στο αγώνισμα της φτώχειας, ενώ άλλον τον έβαλε στο αγώνισμα του πλούτου ή της αρρώστιας.
Από τον έναν περιμένει υπομονή, από τον άλλον περιφρόνηση του πλούτου και ελεήμονα διάθεση, από τον άλλον άλλο κ.ο.π.
Όχι, επομένως γογγυσμοί. Όχι μεμψιμοιρίες. Όχι ύβρεις κατά του Θεού. Αλλά υπομονή μέχρις ότου περάσει το σχήμα αυτού του κόσμου, η νύχτα της δοκιμασίας και ανατείλει η μεγάλη ημέρα της αιώνιας βασιλείας του Θεού, ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος. Αμήν.
Πηγή: «Εν ολίγοις» του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού – Εκδ. Ι.Μ. Μυτιλήνης