6 Νοε 2010
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λούκ. Ἡ΄ 41-56)
«Θεραπεία τῆς αἱμορροούσης καὶ ἀνάστασις τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου.»
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅσο θὰ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό, συνεχῶς θὰ ὑποφέρουμε. Θὰ ὑποφέρουμε εἴτε ἀπὸ δικά μας προσωπικὰ προβλήματα, εἴτε ἀπὸ προβλήματα δικῶν μᾶς ἀνθρώπων, συγγενῶν ἀλλὰ καὶ φίλων ποὺ ἀγαποῦμε.
Αὐτό, τὸ ὅτι θὰ ὑποφέρουμε ποικιλοτρόπως εἶναι τὸ μόνο βέβαιον. Ἄλλωστε καὶ οἱ πρόγονοί μας Ἕλληνες διὰ τοῦ Πλάτωνος ἐξέφρασαν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια: «τέρας ἐστὶ ὅστις διὰ βίου εὐτύχησεν».
Ἀλλοίμονο ὅμως στὸν ἄνθρωπο ποὺ πέφτει μέσα στὸ πέλαγος τῶν θλίψεων χωρὶς τὴν πίστη καὶ τὴν εὐλάβεια. Πόσο μᾶς τονίζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ ἀναγνωστεῖ αὔριο στὶς Ἐκκλησίες!
Καὶ οἱ δύο περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι πολὺ χαρακτηριστικές. Τόσο ἡ πρώτη περίπτωση, ὁ τραγικὸς πατέρας, ὁ «ἄρχων τῆς Συναγωγῆς», ὁ Ἰάειρος, ὅσο καὶ ἡ δεύτερη, ἡ ἀνώνυμη γυναίκα, ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ ὁποία ἀπὸ 12 ἔτη, παρὰ τὰ χρήματα ποὺ δαπάνησε στοὺς ἰατροὺς «οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι».
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀκλόνητη πίστις καὶ τῶν δύο, τοῦ Ἰαείρου γιὰ τὴν θεραπεία τῆς θυγατέρας του, καὶ τῆς γυναικὸς γιὰ τὸν ἑαυτόν της, τοὺς κάνουν νὰ πλησιάζουν τὸν... Ἰησοῦ μὲ συγκινητικὴ πίστη καὶ καταπληκτικὴ εὐλάβεια. Καὶ τελικῶς, ὅπως ἄλλωστε ἦταν ἑπόμενο, λαμβάνουν καὶ οἱ δύο τους τὸ ποθούμενο. Ἡ μὲν ταλαίπωρη μέχρι τότε γυναίκα, ὄχι μόνο θεραπεύεται, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεῖται μαζὶ μὲ τὸ θάρρος ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο «θάρσει θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ὁ δὲ ἀρχισυνάγωγος στὴ συνέχεια, μὲ τὴν σύζυγό του, λαμβάνουν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἴδιου του Ἰησοῦ, τὴν κόρη τοὺς ἀναστημένη «καὶ ἐξέστησαν».
Ἂν ἀδελφοί μου θελήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε τὸν στοχασμό μας σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ τόσα καταπληκτικὰ σημεῖα τοῦ Ἱεροῦ κειμένου, θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε μετὰ ἀπὸ τὸ κεφάλαιο τῆς πίστεως, στὴν περισσὴ εὐλάβεια τὴν ὁποία ξεδιπλώνουν οἱ πονεμένες ὑπάρξεις ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ Ἰατρὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Πράγματι, ἡ εὐλάβεια εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς ὥριμης πίστεως.
Εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφοδοσία τῶν ἁγίων ψυχῶν καὶ ταυτοχρόνως τὸ ἀπαύγασμα
ὁλόκληρού του περιεχομένου τῆς πίστεως.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς παρὰ νὰ συγκλονίζεται ὅταν βλέπει τὸν τραγικὸ πατέρα νὰ γονατίζει μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ , καὶ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ταπεινώνουμε τὴν ἄκαμπτη καὶ ψυχρὴ σκέψη μας, μαθαίνοντας ὅτι ἡ αἱμορροοῦσα οὔτε καν τολμοῦσε νὰ ζητήσει φανερὰ αὐτὸ ποὺ ἔτη ὁλόκληρα προσδοκοῦσε.
Ἂς τοποθετήσουμε τώρα τὴν ὕπαρξή μας μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα.
Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς πλησιάσαμε, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ ἀγγίξουμε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβουμε τὸν Ἴδιο τὸν Ἰησοῦ μέσα μας!
Πόσες φορὲς σὲ ἱερὰ προσκυνήματα φθάνουμε κατάκοποι γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, τόσο γιὰ ἐμᾶς, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαποῦμε καὶ μᾶς ἀγαποῦνε!
Συνειδητοποιοῦμε ὅμως, ἂν ὄχι στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε, ἔστω καὶ ἐλάχιστα κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν μεγάλη αὐτὴ προσέγγιση καὶ ἐπικοινωνία; Μᾶς συγκλονίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀρκετὲς φορὲς στὴ ζωὴ μᾶς βρισκόμαστε κατὰ τρόπο, πνευματικὸ μέν, πραγματικὸ δέ, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Ἰησοῦ;
Ἡ συναίσθησις αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς πραγματικότητας, μᾶς κάνει νὰ γονατίζουμε ὡς ἄλλος Ἰάειρος ἐνώπιόν Του ἢ μᾶς πληρώνει τὴν συνείδηση μὲ τὸν ἅγιο καὶ σωστικὸ φόβο, ὡς ἄλλη αἱμορροοῦσα; Ἂν ναί, τότε θὰ ἀκοῦμε τὸ «θάρσει, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ». Τότε μόνο θὰ ἀρχίσουμε νὰ βιώνουμε τὴν συγκλονιστικὴ φράση ποὺ ἀκοῦμε, ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦμε, «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».
Μόνο ἂν ὑπάρχουν τέτοιες εὐλογημένες στιγμὲς στὴ χριστιανική μας πορεία, θὰ «πορευόμεθα ἐν εἰρήνη» «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἠμῶν».
Εἴθε ἡ ὑγιὴς ρίζα τῆς πίστεως νὰ τροφοδοτεῖ τὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς εὐλαβείας.
Ἀμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λούκ. Ἡ΄ 41-56)
«Θεραπεία τῆς αἱμορροούσης καὶ ἀνάστασις τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου.»
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅσο θὰ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό, συνεχῶς θὰ ὑποφέρουμε. Θὰ ὑποφέρουμε εἴτε ἀπὸ δικά μας προσωπικὰ προβλήματα, εἴτε ἀπὸ προβλήματα δικῶν μᾶς ἀνθρώπων, συγγενῶν ἀλλὰ καὶ φίλων ποὺ ἀγαποῦμε.
Αὐτό, τὸ ὅτι θὰ ὑποφέρουμε ποικιλοτρόπως εἶναι τὸ μόνο βέβαιον. Ἄλλωστε καὶ οἱ πρόγονοί μας Ἕλληνες διὰ τοῦ Πλάτωνος ἐξέφρασαν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια: «τέρας ἐστὶ ὅστις διὰ βίου εὐτύχησεν».
Ἀλλοίμονο ὅμως στὸν ἄνθρωπο ποὺ πέφτει μέσα στὸ πέλαγος τῶν θλίψεων χωρὶς τὴν πίστη καὶ τὴν εὐλάβεια. Πόσο μᾶς τονίζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ ἀναγνωστεῖ αὔριο στὶς Ἐκκλησίες!
Καὶ οἱ δύο περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι πολὺ χαρακτηριστικές. Τόσο ἡ πρώτη περίπτωση, ὁ τραγικὸς πατέρας, ὁ «ἄρχων τῆς Συναγωγῆς», ὁ Ἰάειρος, ὅσο καὶ ἡ δεύτερη, ἡ ἀνώνυμη γυναίκα, ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ ὁποία ἀπὸ 12 ἔτη, παρὰ τὰ χρήματα ποὺ δαπάνησε στοὺς ἰατροὺς «οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι».
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀκλόνητη πίστις καὶ τῶν δύο, τοῦ Ἰαείρου γιὰ τὴν θεραπεία τῆς θυγατέρας του, καὶ τῆς γυναικὸς γιὰ τὸν ἑαυτόν της, τοὺς κάνουν νὰ πλησιάζουν τὸν... Ἰησοῦ μὲ συγκινητικὴ πίστη καὶ καταπληκτικὴ εὐλάβεια. Καὶ τελικῶς, ὅπως ἄλλωστε ἦταν ἑπόμενο, λαμβάνουν καὶ οἱ δύο τους τὸ ποθούμενο. Ἡ μὲν ταλαίπωρη μέχρι τότε γυναίκα, ὄχι μόνο θεραπεύεται, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεῖται μαζὶ μὲ τὸ θάρρος ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο «θάρσει θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ὁ δὲ ἀρχισυνάγωγος στὴ συνέχεια, μὲ τὴν σύζυγό του, λαμβάνουν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἴδιου του Ἰησοῦ, τὴν κόρη τοὺς ἀναστημένη «καὶ ἐξέστησαν».
Ἂν ἀδελφοί μου θελήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε τὸν στοχασμό μας σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ τόσα καταπληκτικὰ σημεῖα τοῦ Ἱεροῦ κειμένου, θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε μετὰ ἀπὸ τὸ κεφάλαιο τῆς πίστεως, στὴν περισσὴ εὐλάβεια τὴν ὁποία ξεδιπλώνουν οἱ πονεμένες ὑπάρξεις ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ Ἰατρὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Πράγματι, ἡ εὐλάβεια εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς ὥριμης πίστεως.
Εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφοδοσία τῶν ἁγίων ψυχῶν καὶ ταυτοχρόνως τὸ ἀπαύγασμα
ὁλόκληρού του περιεχομένου τῆς πίστεως.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς παρὰ νὰ συγκλονίζεται ὅταν βλέπει τὸν τραγικὸ πατέρα νὰ γονατίζει μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ , καὶ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ταπεινώνουμε τὴν ἄκαμπτη καὶ ψυχρὴ σκέψη μας, μαθαίνοντας ὅτι ἡ αἱμορροοῦσα οὔτε καν τολμοῦσε νὰ ζητήσει φανερὰ αὐτὸ ποὺ ἔτη ὁλόκληρα προσδοκοῦσε.
Ἂς τοποθετήσουμε τώρα τὴν ὕπαρξή μας μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα.
Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς πλησιάσαμε, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ ἀγγίξουμε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβουμε τὸν Ἴδιο τὸν Ἰησοῦ μέσα μας!
Πόσες φορὲς σὲ ἱερὰ προσκυνήματα φθάνουμε κατάκοποι γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, τόσο γιὰ ἐμᾶς, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαποῦμε καὶ μᾶς ἀγαποῦνε!
Συνειδητοποιοῦμε ὅμως, ἂν ὄχι στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε, ἔστω καὶ ἐλάχιστα κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν μεγάλη αὐτὴ προσέγγιση καὶ ἐπικοινωνία; Μᾶς συγκλονίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀρκετὲς φορὲς στὴ ζωὴ μᾶς βρισκόμαστε κατὰ τρόπο, πνευματικὸ μέν, πραγματικὸ δέ, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Ἰησοῦ;
Ἡ συναίσθησις αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς πραγματικότητας, μᾶς κάνει νὰ γονατίζουμε ὡς ἄλλος Ἰάειρος ἐνώπιόν Του ἢ μᾶς πληρώνει τὴν συνείδηση μὲ τὸν ἅγιο καὶ σωστικὸ φόβο, ὡς ἄλλη αἱμορροοῦσα; Ἂν ναί, τότε θὰ ἀκοῦμε τὸ «θάρσει, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ». Τότε μόνο θὰ ἀρχίσουμε νὰ βιώνουμε τὴν συγκλονιστικὴ φράση ποὺ ἀκοῦμε, ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦμε, «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».
Μόνο ἂν ὑπάρχουν τέτοιες εὐλογημένες στιγμὲς στὴ χριστιανική μας πορεία, θὰ «πορευόμεθα ἐν εἰρήνη» «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἠμῶν».
Εἴθε ἡ ὑγιὴς ρίζα τῆς πίστεως νὰ τροφοδοτεῖ τὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς εὐλαβείας.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου