Κυριακή Ζ’ Λουκά
(Η θυγατέρα του Ιάειρου)
(Λουκ.η’, 4ί-56) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου
του Ιωάννη Δήμου, Θεολόγου – Φιλολόγου
Ένας πατέρας, ο Ιάειρος, πλησίασε τον Κύριο και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Του είπε ότι η μονάκριβη κόρη του ασθενούσε και κινδύνευε να πεθάνει. Ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε και δέχτηκε πρόθυμα να πάει στο σπίτι να τη θεραπεύσει. Στο δρόμο που πηγαίνανε έρχεται ένας υπηρέτης και λέει στον πατέρα ότι η κόρη του πέθανε. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στον Ιάειρο, ο οποίος δεν θα ήταν παράξενο εάν σωριαζόταν στο χώμα. Όμως ο Κύριος του είπε, «μη φόβου∙ μόνον πίστευε». Και θα έλεγε κανείς τι να μη φοβηθεί αφού πέθανε, τι άλλο να περιμένει. Τουλάχιστο να την προλάβαινε ζωντανή. Τώρα όμως πού ξεψύχησε και δεν υπάρχει ελπίδα ζωής; Και όμως ο Διδάσκαλος απαιτεί πίστη, θάρρος και αφοβία.
Ύστερα από λίγο έφθασαν στο σπίτι όπου οι θρήνοι και οι κοπετοί των συγγενικών προσώπων ήταν μάρτυρες ότι η κόρη είχε πεθάνει. Και όμως ο Διδάσκαλος επιμένει ότι ζει και μάλιστα ότι κοιμάται. Αυτοί όμως που θρηνούσαν έχοντας εμπιστοσύνη στα μάτια τους που είδαν το κορίτσι πεθαμένο, δεν πείθονται στα λόγια του Χριστού και επιμένουν ότι πέθανε. Και βέβαια είχε πεθάνει, αλλά για το Χριστό ο θάνατος είναι νικημένος εχθρός και ύπνος.Τότε παίρνοντας μαζί Του τους γονείς του κοριτσιού και τρεις από τους μαθητές Του άγγιξε το παγωμένο χέρι του παιδιού και του είπε να σηκωθεί. Αμέσως το παιδί άνοιξε τα μάτια του, όπως ξυπνάει κανείς από τον ύπνο, και αντίκρυσε τους δικούς του.
Έτσι ο Κύριος απέδειξε ότι έχει όλη την εξουσία ώστε και αυτό το θάνατο αλυσοδένει και εξαφανίζει. Απέδειξε ο Κύριος ότι ο θάνατος είναι ύπνος μεγαλύτερης διάρκειας, και γι” αυτό τόνισε στους πιστούς Του να μη φοβηθούν αυτούς που θανατώνουν το σώμα και δε μπορούν να βλάψουν την ψυχή. Ο σωματικός θάνατος είναι προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα ο δε πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα.
Αλλά κατά την πορεία του Κυρίου προς το σπίτι του Ιάειρου συνέβη και άλλο θαύμα πολύ σημαντικό. Ενώ υπήρχε συνωστισμός από τον κόσμο, αισθάνθηκε ο Χριστός ότι κάποιος τον άγγιξε. Αμέσως σταμάτησε, κοίταξε τριγύρω του και είπε ποιος με άγγιξε; Οι συνοδοιπόροι τον κοίταξαν κατάπληκτοι και περισσότερο ο Πέτρος, ο οποίος είπε, Διδάσκαλε βλέπεις ότι ο λαός σε συνθλίβει και ρωτάς ποιος σε άγγιξε; Ο Κύριος όμως είπε, κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ κατάλαβα να εξέρχεται από εμένα δύναμη. Τότε μία γυναίκα παρουσιάστηκε και ομολόγησε όλη την αλήθεια. Ήταν από ετών ασθενής και μολονότι κατανάλωσε την περιουσία της στους γιατρούς, δεν θεραπευόταν.Τότε πλησίασε με πίστη μέσα στο πλήθος και έπιασε την άκρη του ιματίου του Κυρίου και έλεγε μέσα της ότι και μόνο εάν αγγίξω το ιμάτιό του θα θεραπευθώ. Αυτό και έγινε. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη της της είπε. Η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου εις ειρήνη.
Το περιστατικό αυτό πιστοποιεί ότι ο Χριστός έχει δύναμη επάνω Του αστείρευτη, την οποία είναι δυνατό να λάβουν όσοι με πίστη τον πλησιάζουν. Όπως δηλαδή είναι δυνατό με την πρίζα να λάβει ο άνθρωπος ηλεκτρικό ρεύμα, κατά παρόμοιο τρόπο και ο πιστός άνθρωπος μπορεί να αντλήσει χάρη από την πηγή της χάριτος, που είναι ο Χριστός. Χωρίς την πίστη αυτή είναι αδύνατο να λάβει κανείς τη χάρη. Η πίστη είναι η προϋπόθεση για την απόκτηση της χάρης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος με τον αγώνα του έχει ως στόχο να φθάσει στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να αγαπάμε το Θεό, γιατί Αυτός είναι η αξία των αξιών, δηλαδή το αξίζει να αγαπιέται από όλους. Είναι άξιο και δίκαιο. Εάν κανείς δεν αγαπάει το Θεό, τον προσβάλλει, γιατί τον εμποδίζει η αμαρτία, όπως τα σύννεφα εμποδίζουν να φανεί ο ήλιος. Ας αγαπάμε λοιπόν το Θεό, γιατί Αυτός μας αγάπησε πρώτος. Αμήν.
(Η θυγατέρα του Ιάειρου)
(Λουκ.η’, 4ί-56) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου
του Ιωάννη Δήμου, Θεολόγου – Φιλολόγου
Ένας πατέρας, ο Ιάειρος, πλησίασε τον Κύριο και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Του είπε ότι η μονάκριβη κόρη του ασθενούσε και κινδύνευε να πεθάνει. Ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε και δέχτηκε πρόθυμα να πάει στο σπίτι να τη θεραπεύσει. Στο δρόμο που πηγαίνανε έρχεται ένας υπηρέτης και λέει στον πατέρα ότι η κόρη του πέθανε. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στον Ιάειρο, ο οποίος δεν θα ήταν παράξενο εάν σωριαζόταν στο χώμα. Όμως ο Κύριος του είπε, «μη φόβου∙ μόνον πίστευε». Και θα έλεγε κανείς τι να μη φοβηθεί αφού πέθανε, τι άλλο να περιμένει. Τουλάχιστο να την προλάβαινε ζωντανή. Τώρα όμως πού ξεψύχησε και δεν υπάρχει ελπίδα ζωής; Και όμως ο Διδάσκαλος απαιτεί πίστη, θάρρος και αφοβία.
Ύστερα από λίγο έφθασαν στο σπίτι όπου οι θρήνοι και οι κοπετοί των συγγενικών προσώπων ήταν μάρτυρες ότι η κόρη είχε πεθάνει. Και όμως ο Διδάσκαλος επιμένει ότι ζει και μάλιστα ότι κοιμάται. Αυτοί όμως που θρηνούσαν έχοντας εμπιστοσύνη στα μάτια τους που είδαν το κορίτσι πεθαμένο, δεν πείθονται στα λόγια του Χριστού και επιμένουν ότι πέθανε. Και βέβαια είχε πεθάνει, αλλά για το Χριστό ο θάνατος είναι νικημένος εχθρός και ύπνος.Τότε παίρνοντας μαζί Του τους γονείς του κοριτσιού και τρεις από τους μαθητές Του άγγιξε το παγωμένο χέρι του παιδιού και του είπε να σηκωθεί. Αμέσως το παιδί άνοιξε τα μάτια του, όπως ξυπνάει κανείς από τον ύπνο, και αντίκρυσε τους δικούς του.
Έτσι ο Κύριος απέδειξε ότι έχει όλη την εξουσία ώστε και αυτό το θάνατο αλυσοδένει και εξαφανίζει. Απέδειξε ο Κύριος ότι ο θάνατος είναι ύπνος μεγαλύτερης διάρκειας, και γι” αυτό τόνισε στους πιστούς Του να μη φοβηθούν αυτούς που θανατώνουν το σώμα και δε μπορούν να βλάψουν την ψυχή. Ο σωματικός θάνατος είναι προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα ο δε πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα.
Αλλά κατά την πορεία του Κυρίου προς το σπίτι του Ιάειρου συνέβη και άλλο θαύμα πολύ σημαντικό. Ενώ υπήρχε συνωστισμός από τον κόσμο, αισθάνθηκε ο Χριστός ότι κάποιος τον άγγιξε. Αμέσως σταμάτησε, κοίταξε τριγύρω του και είπε ποιος με άγγιξε; Οι συνοδοιπόροι τον κοίταξαν κατάπληκτοι και περισσότερο ο Πέτρος, ο οποίος είπε, Διδάσκαλε βλέπεις ότι ο λαός σε συνθλίβει και ρωτάς ποιος σε άγγιξε; Ο Κύριος όμως είπε, κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ κατάλαβα να εξέρχεται από εμένα δύναμη. Τότε μία γυναίκα παρουσιάστηκε και ομολόγησε όλη την αλήθεια. Ήταν από ετών ασθενής και μολονότι κατανάλωσε την περιουσία της στους γιατρούς, δεν θεραπευόταν.Τότε πλησίασε με πίστη μέσα στο πλήθος και έπιασε την άκρη του ιματίου του Κυρίου και έλεγε μέσα της ότι και μόνο εάν αγγίξω το ιμάτιό του θα θεραπευθώ. Αυτό και έγινε. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη της της είπε. Η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου εις ειρήνη.
Το περιστατικό αυτό πιστοποιεί ότι ο Χριστός έχει δύναμη επάνω Του αστείρευτη, την οποία είναι δυνατό να λάβουν όσοι με πίστη τον πλησιάζουν. Όπως δηλαδή είναι δυνατό με την πρίζα να λάβει ο άνθρωπος ηλεκτρικό ρεύμα, κατά παρόμοιο τρόπο και ο πιστός άνθρωπος μπορεί να αντλήσει χάρη από την πηγή της χάριτος, που είναι ο Χριστός. Χωρίς την πίστη αυτή είναι αδύνατο να λάβει κανείς τη χάρη. Η πίστη είναι η προϋπόθεση για την απόκτηση της χάρης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος με τον αγώνα του έχει ως στόχο να φθάσει στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να αγαπάμε το Θεό, γιατί Αυτός είναι η αξία των αξιών, δηλαδή το αξίζει να αγαπιέται από όλους. Είναι άξιο και δίκαιο. Εάν κανείς δεν αγαπάει το Θεό, τον προσβάλλει, γιατί τον εμποδίζει η αμαρτία, όπως τα σύννεφα εμποδίζουν να φανεί ο ήλιος. Ας αγαπάμε λοιπόν το Θεό, γιατί Αυτός μας αγάπησε πρώτος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου