7 Νοεμβρίου 2010
Πώς πλησιάζουμε το Χριστό - ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΛΟΥΚΑ
Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως
«ο δέ Ιησούς είπεν ήψατο μσυ τις• εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού» (Λουκά 8, 46)
Πριν ν' αναστήσει, αγαπητοί αδελφοί, ο φιλάνθρωπος Κύριος τη θυγατέρα του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, θεράπευσε κάποια άλλη γυναίκα, πού υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία και είχε ξοδεύσει ανώφελα όλην την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να ξαναβρεί την υγεία της...
Την ώρα πού ο Ιησούς πήγαινε για το σπίτι του Ιάειρου και ο όχλος τον έσπρωχνε και τον πίεζε περικυκλώνοντάς Τον, η άγνωστη αυτή γυναίκα κατάφερε να τον πλησιάσει και με άκρα ευλάβεια ν' ακουμπήσει την άκρη του ιματίου του. Την ώρα εκείνη ακριβώς θεραπεύθηκε. Σταμάτησε η αιμορραγία της.
Τότε στάθηκε ο Κύριος και ρώτησε τους μαθητές του: ποιος με άγγισε. Κατάπληκτοι εκείνοι τον διαβεβαιώνουν, ότι ο κόσμος κοντεύει να τον συνθλίψει. Ο Διδάσκαλός τους όμως επιμένει, διότι, τους είπε, ένιωσε δύναμη να βγαίνει από πάνω του. Τη στιγμή εκείνη εμφανίζεται η άρρωστη γυναίκα, τρέμοντας «ότι ακάθαρτος ούσα ήψατο του καθαρού» (Ζιγαβηνός) και ομολογεί την αλήθεια. Τέλος απομακρύνεται ήσυχη αφού άκουσε τη διαβεβαίωση του Κυρίου της: η πίστι σου σέσωκέ σε...
Έτσι υστέρα από δώδεκα χρόνια ταλαιπωρία η Βερνίκη ή Βερονίκη, σύμφωνα με την Παράδοση, απέκτησε την υγεία της, υγεία σωματική και ψυχική. Καί επέτυχε το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα, διότι ήλθε στο Χριστό κοντά με την ανάλογη πίστη και τον αρμόζοντα φόβο Θεού. Ας θυμηθούμε πώς πλησίασε εκείνη το Χριστό καί πώς τον πλησίαζαν οι άλλοι. Άλλοι μεν, όπως οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι, πλησίαζαν με φθόνο, ενώ άλλοι έτρεχαν κοντά του από απλή περιέργεια καί πρόσκαιρο ενθουσιασμό.
Η αιμορροούσα «εφάπτεται εσωτερικώς δια της ψυχής καί της καρδίας» τον Κύριο. Με πίστη βαθειά στη θεότητα του άπλωσε το χέρι της στο πανάγιο ρούχο Του. Πίστεψε η πτωχή γυναίκα ότι Εκείνος «ο πεδήσας την θάλασσαν τω λόγω του προστάγματός Του, ο κλείσας την άβυσσον καί σφραγισάμενος αυτήν τω φοβερώ καί ενδόξω ονόματί Του» (Προσευχή Μανασσή) μπορεί να κλείσει καί τη δική της αιμάτινη πηγή της πολυχρόνιας οδύνης καί συμφοράς της. Πίστεψε καί η πίστη της την έσωσε.
Με τέτοια πίστη καί φόβο Θεού πλησίασε καί άγγιξε το Χριστό η μακαριά Βερονίκη. Εμείς, πώς τον πλησιάζουμε; Σαν εκείνη ή σαν τον όχλο, ανευλαβώς, χωρίς φόβο Θεού; Πώς τότε ο Θεός να εισακούσει τις προσευχές μας, όταν με πίστη ισχνή, χωρίς φλόγα, χλιαρά καί με αμφιβολία απευθύνουμε τα αιτήματά μας; «Πάντα, μας είπε, όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21, 22) ο δε Άγιος Ιάκωβος μας συμβουλεύει: «αιτείτω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος• ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω καί ριπιζομένω» (Ιακ. 1, 6).
Πώς ακόμη να ελπίζουμε, όταν και μέσα στο ναό μερικές φορές δίνουμε την εντύπωση, ότι στερούμαστε το φόβο του Θεού. Η Εκκλησία εύχεται «υπέρ των μετά πίστεως καί φόβω Θεού εισιόντων εν αυτώ». Ιδίως όταν πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια, τότε πού όχι απλώς εγγίζουμε το κράσπεδο του ιματίου του Χρίστου, όπως η αιμορροούσα του σημερινού Ευαγγελίου, αλλά δεχόμαστε ολόκληρο το Σώμα Του, πώς να περιμένουμε θεραπεία σωματική καί ψυχική, όταν καί τη φοβερή εκείνη ώρα δεν έχουμε φόβο Θεού;
Ιδού λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το δίδαγμα πού μας προτείνει η γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου, η Βερονίκη της Παραδόσεως: Μετά φόβου Θεού καί πίστεως... προσέρχεσθε πάντοτε εις τον Χριστόν. Αμήν.
(Από το βιβλίο: «Εν ολίγοις» του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού – Εκδ. Ι. Μητρόπολις Μυτιλήνης)
Πώς πλησιάζουμε το Χριστό - ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΛΟΥΚΑ
Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως
«ο δέ Ιησούς είπεν ήψατο μσυ τις• εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού» (Λουκά 8, 46)
Πριν ν' αναστήσει, αγαπητοί αδελφοί, ο φιλάνθρωπος Κύριος τη θυγατέρα του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, θεράπευσε κάποια άλλη γυναίκα, πού υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία και είχε ξοδεύσει ανώφελα όλην την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να ξαναβρεί την υγεία της...
Την ώρα πού ο Ιησούς πήγαινε για το σπίτι του Ιάειρου και ο όχλος τον έσπρωχνε και τον πίεζε περικυκλώνοντάς Τον, η άγνωστη αυτή γυναίκα κατάφερε να τον πλησιάσει και με άκρα ευλάβεια ν' ακουμπήσει την άκρη του ιματίου του. Την ώρα εκείνη ακριβώς θεραπεύθηκε. Σταμάτησε η αιμορραγία της.
Τότε στάθηκε ο Κύριος και ρώτησε τους μαθητές του: ποιος με άγγισε. Κατάπληκτοι εκείνοι τον διαβεβαιώνουν, ότι ο κόσμος κοντεύει να τον συνθλίψει. Ο Διδάσκαλός τους όμως επιμένει, διότι, τους είπε, ένιωσε δύναμη να βγαίνει από πάνω του. Τη στιγμή εκείνη εμφανίζεται η άρρωστη γυναίκα, τρέμοντας «ότι ακάθαρτος ούσα ήψατο του καθαρού» (Ζιγαβηνός) και ομολογεί την αλήθεια. Τέλος απομακρύνεται ήσυχη αφού άκουσε τη διαβεβαίωση του Κυρίου της: η πίστι σου σέσωκέ σε...
Έτσι υστέρα από δώδεκα χρόνια ταλαιπωρία η Βερνίκη ή Βερονίκη, σύμφωνα με την Παράδοση, απέκτησε την υγεία της, υγεία σωματική και ψυχική. Καί επέτυχε το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα, διότι ήλθε στο Χριστό κοντά με την ανάλογη πίστη και τον αρμόζοντα φόβο Θεού. Ας θυμηθούμε πώς πλησίασε εκείνη το Χριστό καί πώς τον πλησίαζαν οι άλλοι. Άλλοι μεν, όπως οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι, πλησίαζαν με φθόνο, ενώ άλλοι έτρεχαν κοντά του από απλή περιέργεια καί πρόσκαιρο ενθουσιασμό.
Η αιμορροούσα «εφάπτεται εσωτερικώς δια της ψυχής καί της καρδίας» τον Κύριο. Με πίστη βαθειά στη θεότητα του άπλωσε το χέρι της στο πανάγιο ρούχο Του. Πίστεψε η πτωχή γυναίκα ότι Εκείνος «ο πεδήσας την θάλασσαν τω λόγω του προστάγματός Του, ο κλείσας την άβυσσον καί σφραγισάμενος αυτήν τω φοβερώ καί ενδόξω ονόματί Του» (Προσευχή Μανασσή) μπορεί να κλείσει καί τη δική της αιμάτινη πηγή της πολυχρόνιας οδύνης καί συμφοράς της. Πίστεψε καί η πίστη της την έσωσε.
Με τέτοια πίστη καί φόβο Θεού πλησίασε καί άγγιξε το Χριστό η μακαριά Βερονίκη. Εμείς, πώς τον πλησιάζουμε; Σαν εκείνη ή σαν τον όχλο, ανευλαβώς, χωρίς φόβο Θεού; Πώς τότε ο Θεός να εισακούσει τις προσευχές μας, όταν με πίστη ισχνή, χωρίς φλόγα, χλιαρά καί με αμφιβολία απευθύνουμε τα αιτήματά μας; «Πάντα, μας είπε, όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21, 22) ο δε Άγιος Ιάκωβος μας συμβουλεύει: «αιτείτω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος• ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω καί ριπιζομένω» (Ιακ. 1, 6).
Πώς ακόμη να ελπίζουμε, όταν και μέσα στο ναό μερικές φορές δίνουμε την εντύπωση, ότι στερούμαστε το φόβο του Θεού. Η Εκκλησία εύχεται «υπέρ των μετά πίστεως καί φόβω Θεού εισιόντων εν αυτώ». Ιδίως όταν πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια, τότε πού όχι απλώς εγγίζουμε το κράσπεδο του ιματίου του Χρίστου, όπως η αιμορροούσα του σημερινού Ευαγγελίου, αλλά δεχόμαστε ολόκληρο το Σώμα Του, πώς να περιμένουμε θεραπεία σωματική καί ψυχική, όταν καί τη φοβερή εκείνη ώρα δεν έχουμε φόβο Θεού;
Ιδού λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το δίδαγμα πού μας προτείνει η γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου, η Βερονίκη της Παραδόσεως: Μετά φόβου Θεού καί πίστεως... προσέρχεσθε πάντοτε εις τον Χριστόν. Αμήν.
(Από το βιβλίο: «Εν ολίγοις» του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού – Εκδ. Ι. Μητρόπολις Μυτιλήνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου