ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ – 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
(Λουκ. 16, 19-31)
«Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος»
Μεγάλο χάσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὑπῆρχε ἀνάμεσα στόν πλούσιο καί στόν πτωχό Λάζαρο, στούς ὁποίους ἀναφέρεται ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ὄχι μόνο μετά τό θάνατό τους, ἀλλά ἀκόμα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ πρῶτος ζοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν καλοπέραση. Ὁ δεύτερος μέσα στόν πόνο, στήν στέρηση καί στήν ἐγκατάλειψη. Ὁ πλούσιος εἶχε φίλους πού τούς καλοῦσε στό ἀνάκτορό του καί παρέθετε γιά χάρη τους πολυτελῆ γεύματα. Ὁ πτωχός δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά τόν λυπηθῆ, νά τόν βοηθήση, νά τόν ἐλεήση, εἶχε μόνο τά σκυλιά πού τόν περιτριγύριζαν καί τοῦ ἔγλειφαν μέ συμπόνια τίς πληγές του. Ὁ πλούσιος ἦταν ἄνθρωπος στό σχῆμα, ἀλλά μονοφάγο θηρίο στό φρόνημα. Ὁ πτωχός εἶχε καταντήσει σκελετός στήν ὄψη, ἀλλά ἦταν ἄγγελος στήν ψυχή.
Ὁ πρῶτος ἦταν πλούσιος στά κτήματα καί στά χρήματα, πλούσιος στό χρυσό, πλούσιος καί στό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦσε μέσα σέ λαμπρά ἀνάκτορα, ἀλλά εἶχε σκοτάδι στήν ψυχή. Ὁ δεύτερος εἶχε πλούσια, ἐνάρετη καί λαμπρή ψυχή. Ποτέ δέν κατέκρινε τόν σκληρό καί σπάταλο πλούσιο καί μέ τά ψίχουλα ἐδόξαζε τόν Θεό καί εὐγνωμονοῦσε τόν πλούσιο. Ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης καί ὑπομονῆς. Καί γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ δικαιοκρίτης Θεός μέ τιμή καί δόξα τοῦ χάρισε τόν Παράδεισο.
Εἶναι ἀποκαλυπτική ἡ διαπίστωση ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος ἔχει χάσει τό ἀληθινό του πρόσωπο. Ἡ ἁλματώδης πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, οἱ ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις καί γενικά ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς τόν ἔχουν ἀποπροσανατολίσει ἀπό τούς πραγματικούς στόχους καί τόν ἔχουν παραμορφώσει.
Ἡ μετάβαση ἀπό τόν ἠθικό καί παραδοσιακό τρόπο ζωῆς στόν ἀνθρωποκεντρικό τόν φυλάκισε θανάσιμα μέσα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, μέ
ἀποτέλεσμα νά αἰσθάνεται νικημένος ἀπό τήν παντοδυναμία του. Χωρίς πίστη καί ἠθική, χωρίς ἐπιδιώξεις καί ἀνθρωπιά, μέ μοναδικούς στόχους τήν ὑλιστική εὐμάρεια καί τήν σωματική ἀπόλαυση κατάντησε τό πιό διατρητό καί φθαρτό εἴδωλο, τό πιό προβληματικό καί δυστυχισμένο ὄν, πού ἀχόρταγα τρώγει τά ἴδια τά σπλάχνα του γιά νά ἐπιβιώση. Τό ἀδιέξοδο τοῦ ἀνθρώπου δέν θεραπεύεται μέ τήν θεότητα τῆς τεχνικῆς. Τουναντίον. Ὅταν αὐτή εἶναι χωρισμένη ἀπό τήν πνευματική θεώρηση τῶν πραγμάτων, καταντᾶ μία τυραννική καί καταθλιπτική κυριαρχία ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Δολοφονοῦμε τήν ψυχή, ὅταν τρέφωμε τίς αἰσθήσεις μέ ἀπολαύσεις καί ἡδονές.
Μαστιγώνουμε τό πνεῦμα, ὅταν ἀποκτηνώνουμε τό σῶμα μέ τήν πλεονεξία καί τήν γαστριμαργία. Θανατώνουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας, ὅταν κολακεύουμε τά πάθη μας καί ἱκανοποιοῦμε τίς ψυχοφθόρες ἐπιθυμίες τοῦ φθαρτοῦ σώματός μας. Ὁ Χριστός μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σ’ ὅσους θέλουν νά εἶναι γνήσια παιδιά του, παραγγέλει: «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καί ἐπιθυμίαν σαρκός οὐ μή τελέσητε˙ ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός…… εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καί στοιχῶμεν…..» (Γαλ. Ε΄ 16, 25).
Τρία ἐξαίρετα περιστατικά ἔδειξε ἡ δημιουργική τοῦ Θεού Σοφία καί Δύναμη στήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρῶτο, μέ ἕνα μόνο λόγο ἔπλασε καί οὐράνια καί ἐπίγεια˙ εἶπε καί εὐθύς ἔγινε ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα στόν Οὐρανό, τά πετεινά στόν ἀέρα, τόσα ζῶα καί φυτά στή γῆ˙ «εἶπε καί ἐγένοντο». Γιά νά πλάση τόν ἄνθρωπο, δέν εἶπε μόνο λόγο, μά ἔκαμε πρῶτα σκέψη καί βουλή˙ γιατί εἶπε πρῶτα «ποιήσωμεν ἄνθρωπον», προσκαλώντας ἔτσι σέ συμβουλή καί τά ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος˙ τό ὁποῖο θαυμάζει ὁ Γρηγόριος Νύσσης: «Ὤ τοῦ θαύματος πάντα μόνῳ λόγῳ πρός γέννεσιν ἄγεται καί οὐδεμία προηγεῖται βουλή˙ ἐν δέ τή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή περιεσκεμμένως πρόεισιν ὁ ποιητής τῶν ἁπάντων».
Δεύτερον, γιά νά γίνουν ὅλα τά ἄλλα κτίσματα, ὁ Θεός ἐλάλησε μόνο καί εἶπε: «Γενηθήτω» καί τίποτα ἄλλο δέν ἔκαμε. Γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος καί ἐλάλησε καί ἔκαμε. Γιά νά κάμη τό σῶμα, ἔκτισε μέ τά θεία Του χέρια, θεοπρεπῶς ἐννούμενα, καί ἔπλασε χῶμα: «χοῦν λαβῶν ἀπό τῆς γῆς». Γιά νά κάμη τήν ψυχή, ἐνεφύσησε μιά πνοή ἀπό τό στόμα: «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοή ζωῆς».
Τό τρίτο καί ἐξαίρετο: κανένα κτίσμα, ὄχι μόνο ἀπό τό τά εὐγενέστερα τῶν ὑλικῶν, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος καί τά ἄστρα, ἀλλ’ οὔτε καί τῶν ἀΰλων καί νοερῶν, ὅπως εἶναι τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, καί ὅλα τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, δέν λέγεται νά ἐπλάσθησαν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Τήν τιμή αὐτή ἔλαβε μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν». Μά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα καί ὁμοίωση κατά τό σῶμα, ὅπως ἐβλασφήμουν οἱ αἱρετικοί ἀνθρωπομορφίτες, γιατί ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀσώματος˙ εἶναι κατά τήν ψυχή, πού εἶναι πνεῦμα, καθώς εἶναι καί ὁ Θεός πνεῦμα. Αὐτά εἶναι τῆς ψυχῆς τά γενέθλια, αὐτή εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ εὐγένεια.
Πρός τόν Παράδεισο, πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νά τόν κερδίσουμε, εἶναι δυό δρόμοι˙ ὁ ἕνας στενός καί τεθλιμμένος, λέγει ὁ Χριστός: «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Στενή˙ τόσοι ἀσκητές, ὅπου τήν περπάτησαν, ἄφησαν ὀπίσω τους ὅλο τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια καί πέρασαν γυμνοί˙ τόσοι ἅγιοι μάρτυρες, ὅπου τήν ἐρράντισαν, ὄχι μέ τόν ἱδρῶτα, ἀλλά μέ τό αἷμα˙ μά ἐκεῖνοι, ὅπου περπατοῦν μέ τό κεφάλι πολύ ψηλά, ἄν δέν χαμηλώσουν λίγο ἐδῶ, δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι πού ἔφαγαν πολύ καί ἐπάχυναν, ἄν δέν στεγνώσουν ἐδῶ, δέν χωροῦν, ὁ δρόμος εἶναι στενός. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν ροῦχα πολλά, σέρνουν καί πολλά ἄλλα ἐμπόδια, ἄν δέν ξαλαφρωθοῦν, ἐδῶ δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή, στενή καί τεθλιμμένη, γεμάτη ἀγκάθια καί τριβόλια. Πρέπει νά ἱδρώσουμε καί πρέπει νά ἀγανακτήσουμε, πρέπει νά ὑπομείνουμε πολλά, πρέπει νά ταλαιπωρηθοῦμε
πολύ γιά νά περάσωμε: «δεῖ ἡμᾶς διά πολλῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».
Εἶναι καί ἕνας ἄλλος δρόμος πλατύς καί εὐρύχωρος, ἀπό τόν ὁποῖο περνᾶ ἕνα ἁμάξι˙ ἀπ’ αὐτόν πέρασε ἕνας Προφήτης Ἠλίας μοναχός, «ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός»˙ μά ἄφησε τήν μηλωτή του καί ἔπεσε καταγῆς καί τότε πέρασε ὁ Ἠλίας, γιά νά ἀνεβῆ στόν Οὐρανό, ἔρριξε ἀπό πάνω τους τό ροῦχο του, γιατί στόν Παράδεισο δέν ἀνεβαίνουμε μέ ροῦχα, ἀλλά μέ τίς πράξεις, πού θά κουβαλήσουμε καί θά τίς παρουσιάσουμε στόν Κύριο καί Δεσπότη Χριστό.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶχε τήν δυνατότητα ὁ πλούσιος νά κερδίση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά καταστήσει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀτελεύτητη, μέ τό νά ἔδιδε ἀγάπη στόν πάσχοντα ἀδελφό του. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ θεϊκή αὐτή ἀρετή, εἶναι ὁ μόνος βέβαιος δρόμος, πού ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. Ε΄ 7), διεκήρυξε ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ἔμπρακτα τόν συνάνθρωπό του, κάνει ἐλεημοσύνη στόν ἴδιο τόν Θεό. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὅποιος βρίσκεται κοντά στούς πονεμένους ἀνθρώπους, πάντα δίπλα του θά βρίσκεται ὁ Θεός. Γι’ αὐτό ὁ Τωβίας συμβουλεύει τό παιδί του: «Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπό παντός πτωχοῦ καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον του Θεοῦ….» (Τωβ δ΄ 7-11). Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
(Λουκ. 16, 19-31)
«Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος»
Μεγάλο χάσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὑπῆρχε ἀνάμεσα στόν πλούσιο καί στόν πτωχό Λάζαρο, στούς ὁποίους ἀναφέρεται ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ὄχι μόνο μετά τό θάνατό τους, ἀλλά ἀκόμα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ πρῶτος ζοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν καλοπέραση. Ὁ δεύτερος μέσα στόν πόνο, στήν στέρηση καί στήν ἐγκατάλειψη. Ὁ πλούσιος εἶχε φίλους πού τούς καλοῦσε στό ἀνάκτορό του καί παρέθετε γιά χάρη τους πολυτελῆ γεύματα. Ὁ πτωχός δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά τόν λυπηθῆ, νά τόν βοηθήση, νά τόν ἐλεήση, εἶχε μόνο τά σκυλιά πού τόν περιτριγύριζαν καί τοῦ ἔγλειφαν μέ συμπόνια τίς πληγές του. Ὁ πλούσιος ἦταν ἄνθρωπος στό σχῆμα, ἀλλά μονοφάγο θηρίο στό φρόνημα. Ὁ πτωχός εἶχε καταντήσει σκελετός στήν ὄψη, ἀλλά ἦταν ἄγγελος στήν ψυχή.
Ὁ πρῶτος ἦταν πλούσιος στά κτήματα καί στά χρήματα, πλούσιος στό χρυσό, πλούσιος καί στό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦσε μέσα σέ λαμπρά ἀνάκτορα, ἀλλά εἶχε σκοτάδι στήν ψυχή. Ὁ δεύτερος εἶχε πλούσια, ἐνάρετη καί λαμπρή ψυχή. Ποτέ δέν κατέκρινε τόν σκληρό καί σπάταλο πλούσιο καί μέ τά ψίχουλα ἐδόξαζε τόν Θεό καί εὐγνωμονοῦσε τόν πλούσιο. Ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης καί ὑπομονῆς. Καί γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ δικαιοκρίτης Θεός μέ τιμή καί δόξα τοῦ χάρισε τόν Παράδεισο.
Εἶναι ἀποκαλυπτική ἡ διαπίστωση ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος ἔχει χάσει τό ἀληθινό του πρόσωπο. Ἡ ἁλματώδης πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, οἱ ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις καί γενικά ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς τόν ἔχουν ἀποπροσανατολίσει ἀπό τούς πραγματικούς στόχους καί τόν ἔχουν παραμορφώσει.
Ἡ μετάβαση ἀπό τόν ἠθικό καί παραδοσιακό τρόπο ζωῆς στόν ἀνθρωποκεντρικό τόν φυλάκισε θανάσιμα μέσα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, μέ
ἀποτέλεσμα νά αἰσθάνεται νικημένος ἀπό τήν παντοδυναμία του. Χωρίς πίστη καί ἠθική, χωρίς ἐπιδιώξεις καί ἀνθρωπιά, μέ μοναδικούς στόχους τήν ὑλιστική εὐμάρεια καί τήν σωματική ἀπόλαυση κατάντησε τό πιό διατρητό καί φθαρτό εἴδωλο, τό πιό προβληματικό καί δυστυχισμένο ὄν, πού ἀχόρταγα τρώγει τά ἴδια τά σπλάχνα του γιά νά ἐπιβιώση. Τό ἀδιέξοδο τοῦ ἀνθρώπου δέν θεραπεύεται μέ τήν θεότητα τῆς τεχνικῆς. Τουναντίον. Ὅταν αὐτή εἶναι χωρισμένη ἀπό τήν πνευματική θεώρηση τῶν πραγμάτων, καταντᾶ μία τυραννική καί καταθλιπτική κυριαρχία ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Δολοφονοῦμε τήν ψυχή, ὅταν τρέφωμε τίς αἰσθήσεις μέ ἀπολαύσεις καί ἡδονές.
Μαστιγώνουμε τό πνεῦμα, ὅταν ἀποκτηνώνουμε τό σῶμα μέ τήν πλεονεξία καί τήν γαστριμαργία. Θανατώνουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας, ὅταν κολακεύουμε τά πάθη μας καί ἱκανοποιοῦμε τίς ψυχοφθόρες ἐπιθυμίες τοῦ φθαρτοῦ σώματός μας. Ὁ Χριστός μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σ’ ὅσους θέλουν νά εἶναι γνήσια παιδιά του, παραγγέλει: «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καί ἐπιθυμίαν σαρκός οὐ μή τελέσητε˙ ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός…… εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καί στοιχῶμεν…..» (Γαλ. Ε΄ 16, 25).
Τρία ἐξαίρετα περιστατικά ἔδειξε ἡ δημιουργική τοῦ Θεού Σοφία καί Δύναμη στήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρῶτο, μέ ἕνα μόνο λόγο ἔπλασε καί οὐράνια καί ἐπίγεια˙ εἶπε καί εὐθύς ἔγινε ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα στόν Οὐρανό, τά πετεινά στόν ἀέρα, τόσα ζῶα καί φυτά στή γῆ˙ «εἶπε καί ἐγένοντο». Γιά νά πλάση τόν ἄνθρωπο, δέν εἶπε μόνο λόγο, μά ἔκαμε πρῶτα σκέψη καί βουλή˙ γιατί εἶπε πρῶτα «ποιήσωμεν ἄνθρωπον», προσκαλώντας ἔτσι σέ συμβουλή καί τά ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος˙ τό ὁποῖο θαυμάζει ὁ Γρηγόριος Νύσσης: «Ὤ τοῦ θαύματος πάντα μόνῳ λόγῳ πρός γέννεσιν ἄγεται καί οὐδεμία προηγεῖται βουλή˙ ἐν δέ τή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή περιεσκεμμένως πρόεισιν ὁ ποιητής τῶν ἁπάντων».
Δεύτερον, γιά νά γίνουν ὅλα τά ἄλλα κτίσματα, ὁ Θεός ἐλάλησε μόνο καί εἶπε: «Γενηθήτω» καί τίποτα ἄλλο δέν ἔκαμε. Γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος καί ἐλάλησε καί ἔκαμε. Γιά νά κάμη τό σῶμα, ἔκτισε μέ τά θεία Του χέρια, θεοπρεπῶς ἐννούμενα, καί ἔπλασε χῶμα: «χοῦν λαβῶν ἀπό τῆς γῆς». Γιά νά κάμη τήν ψυχή, ἐνεφύσησε μιά πνοή ἀπό τό στόμα: «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοή ζωῆς».
Τό τρίτο καί ἐξαίρετο: κανένα κτίσμα, ὄχι μόνο ἀπό τό τά εὐγενέστερα τῶν ὑλικῶν, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος καί τά ἄστρα, ἀλλ’ οὔτε καί τῶν ἀΰλων καί νοερῶν, ὅπως εἶναι τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, καί ὅλα τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, δέν λέγεται νά ἐπλάσθησαν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Τήν τιμή αὐτή ἔλαβε μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν». Μά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα καί ὁμοίωση κατά τό σῶμα, ὅπως ἐβλασφήμουν οἱ αἱρετικοί ἀνθρωπομορφίτες, γιατί ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀσώματος˙ εἶναι κατά τήν ψυχή, πού εἶναι πνεῦμα, καθώς εἶναι καί ὁ Θεός πνεῦμα. Αὐτά εἶναι τῆς ψυχῆς τά γενέθλια, αὐτή εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ εὐγένεια.
Πρός τόν Παράδεισο, πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νά τόν κερδίσουμε, εἶναι δυό δρόμοι˙ ὁ ἕνας στενός καί τεθλιμμένος, λέγει ὁ Χριστός: «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Στενή˙ τόσοι ἀσκητές, ὅπου τήν περπάτησαν, ἄφησαν ὀπίσω τους ὅλο τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια καί πέρασαν γυμνοί˙ τόσοι ἅγιοι μάρτυρες, ὅπου τήν ἐρράντισαν, ὄχι μέ τόν ἱδρῶτα, ἀλλά μέ τό αἷμα˙ μά ἐκεῖνοι, ὅπου περπατοῦν μέ τό κεφάλι πολύ ψηλά, ἄν δέν χαμηλώσουν λίγο ἐδῶ, δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι πού ἔφαγαν πολύ καί ἐπάχυναν, ἄν δέν στεγνώσουν ἐδῶ, δέν χωροῦν, ὁ δρόμος εἶναι στενός. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν ροῦχα πολλά, σέρνουν καί πολλά ἄλλα ἐμπόδια, ἄν δέν ξαλαφρωθοῦν, ἐδῶ δέν χωροῦν, ἡ ὁδός εἶναι στενή, στενή καί τεθλιμμένη, γεμάτη ἀγκάθια καί τριβόλια. Πρέπει νά ἱδρώσουμε καί πρέπει νά ἀγανακτήσουμε, πρέπει νά ὑπομείνουμε πολλά, πρέπει νά ταλαιπωρηθοῦμε
πολύ γιά νά περάσωμε: «δεῖ ἡμᾶς διά πολλῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».
Εἶναι καί ἕνας ἄλλος δρόμος πλατύς καί εὐρύχωρος, ἀπό τόν ὁποῖο περνᾶ ἕνα ἁμάξι˙ ἀπ’ αὐτόν πέρασε ἕνας Προφήτης Ἠλίας μοναχός, «ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός»˙ μά ἄφησε τήν μηλωτή του καί ἔπεσε καταγῆς καί τότε πέρασε ὁ Ἠλίας, γιά νά ἀνεβῆ στόν Οὐρανό, ἔρριξε ἀπό πάνω τους τό ροῦχο του, γιατί στόν Παράδεισο δέν ἀνεβαίνουμε μέ ροῦχα, ἀλλά μέ τίς πράξεις, πού θά κουβαλήσουμε καί θά τίς παρουσιάσουμε στόν Κύριο καί Δεσπότη Χριστό.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶχε τήν δυνατότητα ὁ πλούσιος νά κερδίση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά καταστήσει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀτελεύτητη, μέ τό νά ἔδιδε ἀγάπη στόν πάσχοντα ἀδελφό του. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ θεϊκή αὐτή ἀρετή, εἶναι ὁ μόνος βέβαιος δρόμος, πού ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. Ε΄ 7), διεκήρυξε ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ἔμπρακτα τόν συνάνθρωπό του, κάνει ἐλεημοσύνη στόν ἴδιο τόν Θεό. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὅποιος βρίσκεται κοντά στούς πονεμένους ἀνθρώπους, πάντα δίπλα του θά βρίσκεται ὁ Θεός. Γι’ αὐτό ὁ Τωβίας συμβουλεύει τό παιδί του: «Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπό παντός πτωχοῦ καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον του Θεοῦ….» (Τωβ δ΄ 7-11). Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου