ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ΛΟΥΚΑ
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Χριστός παρουσιάζεται ως ελευθερωτής των ανθρώπων από τις δαιμονικές δυνάμεις που τον κρατούν αιχμάλωτο , που τον δυναστεύουν και τον εξουσιάζουν.
Οι άνθρωποι σ’ αυτή την προσφορά ελευθερίας ανταποκρίνονται με δύο τρόπους. Ο πρώτος εκπροσωπείται από τον δαιμονισμένο που θεραπεύθηκε, ενώ ο δεύτερος από τους κατοίκους της περιοχής στην οποία έγινε το θαύμα. Ο πρώτος μετά την συνάντησή του με
τον ελευθερωτή και σωτήρα Χριστό μεταβάλλεται ριζικά και από γυμνός γίνεται «ιματισμένος και σωφρόνων». Από ακοινώνητος που ζούσε στα μνήματα και στις ερήμους βρίσκεται τώρα σε επικοινωνία με τους συνανθρώπους του, τους οποίους σπεύδει να συναντήσει, για να τους διηγηθεί την θαυματουργική θεραπεία του. Αντί της επιθετικότητας και της καταστροφικής και αυτοκαταστροφικής μανίας που είχε, γίνεται τώρα η πηγή σωτηρίας των άλλων. Αντί της προηγουμένης διασπασμένης προσωπικότητάς του, που φαίνεται από την ονομασία «λεγεών», δηλαδή, «ότι δαιμόνια πολλά εισήλθον εις αυτόν». Αποκτά τώρα ένα ενιαίο κέντρο, το οποίο γνωρίζει πολύ καλά τί θέλει. Θέλει να μείνει κοντά στον Ιησού.
Ενώ όμως ο πρώην δαιμονισμένος επιθυμεί την μόνιμη συντροφιά του Ιησού, οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν την απομάκρυνση του ευεργέτη, γιατί πανικοβλήθηκαν. Είδαν την δύναμη του Ιησού και τρομοκρατήθηκαν. Ο «φόβος» τους για τον οποίο ομιλεί ο ευαγγελιστής δεν είναι το δέος και η συντριβή μπροστά στη δύναμη του θείου, η αρχή της αναγνωρίσεως του και της προσκυνήσεως , αλλά ο τρόμος μήπως η παρουσία του Ιησού τους οδηγήσει στην στέρηση των υλικών αγαθών, τα οποία δεν θέλουν να χάσουν. Τυφλοί ως προς το πνευματικό τους συμφέρον, βλέπουν μπροστά τους μόνο το υλικό συμφέρον. Απορρίπτουν την ελευθερία, προτιμώντας να μείνουν δούλοι.
Συνεπώς ο άνθρωπος «εν τη ελευθερία του» αντί να συνδέσει τον κόσμο με τον Θεό, προτίμησε να συνδέσει τον εαυτό του και να ανατρέψει έτσι το σχέδιο του Θεού. Οι νέες πια καταστάσεις ήταν, ότι με αυτήν την απόφαση που πήρε ο άνθρωπος ελεύθερα να στρέψει τη φύση προς τον εαυτό του και όχι προς το Θεό, έκαμε την κτίση και τον εαυτό του να υπόκεινται πλέον στους νόμους και στη δουλεία των νόμων του κτιστού, να μην μπορεί να ξεπεράσει τις συνέπειες που έχει η κτιστότητα, οι οποίες συνοψίζονται κυρίως στη φθορά και στο θάνατο, διότι η κτιστότητα προέρχεται από το μηδέν, και συνεπώς το μηδέν διαπερνάει το κτιστό. Συνεπώς, αυτό ήταν μια νέα πραγματικότητα, που εισήγαγε ο άνθρωπος, ο Αδάμ με την ελεύθερη απόφασή του. Δεν μπορούσε ο Θεός αυτήν την πραγματικότητα να την αγνοήσει. Το αρχικό σχέδιο του Θεού δεν περιείχε αυτήν την πραγματικότητα. Ο Θεός λοιπόν δεν είχε προγραμματίσει κατά κάποιον τρόπο όλη αυτήν την κατάσταση, που δημιούργησε η πτώση του ανθρώπου στο αρχικό Του σχέδιο. Αυτό είναι το συγκλονιστικό μυστήριο της ελευθερίας, το ότι ο άνθρωπος έχοντας αυτήν την ελευθερία, που του έδωσε ο Θεός, μπόρεσε να ανατρέψει ολόκληρο το σχέδιο του Θεού, ως προς την μέθοδο. Ως προς τον τελικό στόχο δεν μπόρεσε, διότι ο Θεός δεν θέλησε.
Tο να αρνείται κάποιος να ακολουθήσει τον μόνο τρόπο που μπορεί να ελευθερωθεί, καθώς η ελευθερία προϋποθέτει αυτόβουλη πορεία απελευθέρωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη του Θεού που έθεσε την πορεία απελευθέρωσης.
Η Αγία Γραφή γράφει: «Και αν ελεηθεί ο ασεβής, δεν θέλει μάθει δικαιοσύνη. Εν τη χώρα της ευθύτητος θέλει πράξει αδίκως» (Ησαϊας 26/κς΄ 10). Αυτό δίνει απάντηση στο τι θα γινόταν, αν γινόταν ανεκτή η κακία τους. Αν δηλαδή ο Θεός τους επέτρεπε να ζουν με ικανοποίηση των παθών και της επιθυμίας τους για κακία. Τότε, θα συνέχιζαν να γίνονται αιτία δυστυχίας για τους δικαίους, όπως τώρα.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στο τέλος όλης της δημιουργίας, ακριβώς για να ενώσει την κτιστή δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Να τους φέρει σε σχέση μόνιμη, ούτως ώστε αυτή η κτιστή δημιουργία επειδή θα έχει σχέση μόνο με τον άκτιστο Θεό, να μην πεθάνει και αν ζήσει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει η κτίση το μηδέν. Αυτή λοιπόν η κοινωνία με τον Θεό ήταν ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου. Γιατί χρησιμοποίησε τον άνθρωπο και όχι άλλα όντα όπως οι άγγελοι; Γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση του φυσικό δεσμό με την υπόλοιπη φύση και έτσι ολόκληρη η φύση, η υλική κτίση λόγω του δεσμού της αυτού με τον άνθρωπο, με το σώμα του ανθρώπου, μπορεί να έρθει σ' επικοινωνία με τον Θεό και να ζήσει.
Η δημιουργία του ανθρώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της έννοιας της δημιουργίας, διότι η δημιουργία είναι καταδικασμένη σε θάνατο χωρίς τον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς την συλλογιστική χρησιμοποίησε ο Μ. Αθανάσιος στο «Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου», για να αποδείξει ακριβώς ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο Θεός επέλεξε αυτή την μορφή της ενσαρκώσεως του Λόγου, για να σώσει τον κόσμο, γιατί αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος για να σωθεί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά να ξεπεράσει το μηδέν και να μπορέσει να ζήσει. Και αυτό για τον υλικό κόσμο θα ήταν αδύνατο να συμβεί, αν αυτή η ένωση με τον Θεό δεν γινόταν μ' αυτό τον τρόπο, ώστε να περιλαμβάνεται μέσα σ' αυτή και ο υλικός κόσμος. Αλλά κανένα ον στη φύση του δεν έχει αυτή την δυνατότητα να ξεπεράσει τον υλικό κόσμο και να ενωθεί με τον Θεό εκτός του ανθρώπου.
Όταν ο άνθρωπος κτίστηκε, κτίστηκε ακριβώς μ' αυτό τον προορισμό. Να ενώσει όλη τη φύση με τον Θεό και έτσι να ξεπεραστεί το μηδέν και ο θάνατος. Και αφού αυτός ήταν ο μεγάλος προορισμός του ανθρώπου, θα περίμενε κανείς να τα κάνει έτσι τα πράγματα ο Θεός, ώστε ο προορισμός αυτός να πραγματοποιηθεί. Αλλά ο προορισμός αυτός, το σχέδιο του Θεού, ανετράπη διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε να το κάνει. Είπε ότι «εγώ δεν θέλω να ακολουθήσω αυτό το σχέδιο, εγώ έχω το δικό μου σχέδιο, θα γίνω εγώ Θεός» και απατήθηκε. Πίστεψε ο Αδάμ ότι με το να γίνει αυτός Θεός, θα μπορέσει ο κόσμος να ξεπεράσει το μηδέν, να ζήσει, και να ζήσει και αυτός. Και ενεπλάκη σε αυτή την περιπέτεια της πτώσης. Το ότι είπε ο Αδάμ «όχι», οφείλεται στο ότι ο Θεός του έδωσε την δυνατότητα να πει «όχι», δηλαδή του έδωσε αυτό που λέμε ελευθερία.
Έτσι ως προς το δόγμα της δημιουργίας, τίθεται το ερώτημα: Γιατί υπάρχει η ελευθερία στον άνθρωπο; Γιατί ο Θεός δεν τα έφτιαχνε έτσι, ώστε να μην σκοντάψει στην ελευθερία του ανθρώπου; Βεβαίως δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό γιατί τα έκανε έτσι και δεν τα έκανε αλλιώς. Πρέπει όμως να ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν τα έκανε αλλιώς. Εκείνο που είναι σαφές, είναι ότι αν ο άνθρωπος δημιουργείτο χωρίς την ελευθερία να δεχθεί ή να μην δεχθεί την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, τότε θα ήταν μια ένωση του Θεού με τον κόσμο και του κόσμου με τον Θεό αναγκαστική. Δεν θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να ξεφύγει ο κόσμος ή ο Θεός απ' αυτή την ένωση, και αυτό είναι ακριβώς που ο Θεός δεν ήθελε όταν έφτιαξε τον κόσμο εκ του μηδενός. Τον έφτιαξε σαν κάτι άλλο εκτός του εαυτού Του, το οποίο όμως δεν θα δούλευε απλώς σαν μια μηχανή που θα ήταν ενωμένη μαζί Του, αλλά θα δούλευε με τον τρόπο με τον οποίο ο Ίδιος ο Θεός ζει, δηλαδή ελεύθερα. Δεν ήθελε ο Θεός έναν κόσμο που να μην θέλει να υπάρχει. Μπορείς να δημιουργήσεις από αγάπη κάποιον ο οποίος να μην θέλει να υπάρχει; Προτίμησε ο Θεός να φτιάξει έναν κόσμο που να θέλει να υπάρχει και ακριβώς γι' αυτό έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο να πει ναι ή όχι στο σχέδιο του Θεού. Το ότι ο άνθρωπος διάλεξε την αρνητική απάντηση, - και την διάλεξε και την διαλέγει ακόμη και όταν έχει πλήρη συνείδηση του ότι αυτή τον οδηγεί στο θάνατο και το μηδέν, - αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο, δεν ήθελε έναν κόσμο που να υπάρχει χωρίς να το θέλει. Δηλαδή ο κόσμος είχε τη δυνατότητα δοσμένη από τον Θεό στην δημιουργία να επιλέξει την αυτοκαταστροφή και φαίνεται ότι η επιλογή του Αδάμ υπαρξιακά ήταν επιλογή αυτοκαταστροφής.
Εάν λοιπόν αφηνόταν ο κόσμος χωρίς άλλη παρέμβαση του Θεού, αν αφηνόταν ελεύθερη η δημιουργία ,όπως ο Αδάμ επέλεξε να την οδηγήσει, είναι βέβαιο ότι θα έφτανε στην αυτοκαταστροφή, στο μηδέν. Και αυτή την απόφαση την σεβάστηκε ο Θεός, αλλά δεν έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες για να ζήσει ο κόσμος. Έτσι αρχίζει από κει πλέον όλη η οικονομία, η ιστορία της σωτηρίας, με την οποία ο Θεός προσπαθεί αυτή την επιλογή του Αδάμ να την διορθώσει για να μη βλάψει τον κόσμο. Το νόημα της σωτηρίας ήταν να ζήσει ο κόσμος και να ξεπεράσει τον θάνατο.
Όμως οι άνθρωποι, γράφει ο καθηγητής Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλος στο έργο του «Οδός ελπίδας», δεν βλέπουν καθαρά, δεν διακρίνουν το σωστό, χάνουν τα μεγάλα, για να κερδίσουν τα μικρά, διώχνουν τον Σωτήρα για να ζήσουν πιο άνετα. Οι κάτοικοι της περιοχής των Γαδαρηνών είναι οι τύποι των ανθρώπων που ασυλλόγιστα διώχνουν το σπόρο του θείου λόγου και αποδεικνύονται άγονο και πετρώδες έδαφος. Βλέπουν επιφανειακά, κοινωνικά, συμβατικά, εγωκεντρικά. Εάν το ο λόγος του Θεού, δεν εξυπηρετεί τα σχέδια τους, τον παραμερίζουν. Εάν ο λόγος του Θεού, στέκεται εμπόδιο στις επιδιώξεις τους, το πολεμούν. Εάν ο Χριστός τους ενοχλεί, τον διώχνουν.
Κι όμως, συνεχίζει ο καθηγητής κ. Καραβιδόπουλος, εδώ βρίσκεται η τραγική ειρωνεία, διότι παραμένουν κλεισμένοι στα δεσμά από τα οποία θέλει να τους λυτρώσει ο Χριστός. Δεν βλέπουν τα θαύματα της θείας αγάπης με τα οποία είναι γεμάτος ο κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά, εγκεφαλικά, εγκοσμιοκρατικά. Εκείνο που μεταβάλλει ριζικά τον άνθρωπο δεν είναι η ψυχρή λογική και το στενά και υλικά εννοούμενο συμφέρον, αλλά η συνάντηση με τον Χριστό μέσα στον χώρο του βιώματος, ο διάλογος με Αυτόν, η αναγνώρισή του ως ελευθερωτή. Στην περιγραφή του δαιμονισμένου της διηγήσεως της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής ΣΤ΄ Λουκά, έχουμε μια εικόνα του ανθρώπου που είναι αιχμάλωτος των δαιμονικών δυνάμεων της κακίας, του μίσους, της καταστροφής στην περιγραφή του ίδιου ανθρώπου, αλλά θεραπευμένου διέπουμε την τεράστια υπαρξιακή αλλαγή που συντελείται από την συνάντηση με τον Χριστό, τον σωτήρα και ελευθερωτή.
Η επιθυμία να μείνει κοντά στο Χρίστο όπως ο θεραπευμένος της περικοπής, επειδή ένιωσε την ελευθερία που προσφέρεται απ’ Αυτόν ως δώρο, είναι η κατεύθυνση, προς τη σωτηρία, ενώ η εκδίωξη του Χριστού χάρη κάποιου άλλου συμφέροντος, κατά το πρότυπο των Γαδαρηνών, είναι η κατεύθυνση προς την απώλεια. Είναι δύο δυνατές τοποθετήσεις των ανθρώπων απέναντι στη θεία δωρεά της ελευθερίας. Η πρώτη μπορεί σημαίνει την σωτηρία του η δεύτερη την καταστροφή του.
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Χριστός παρουσιάζεται ως ελευθερωτής των ανθρώπων από τις δαιμονικές δυνάμεις που τον κρατούν αιχμάλωτο , που τον δυναστεύουν και τον εξουσιάζουν.
Οι άνθρωποι σ’ αυτή την προσφορά ελευθερίας ανταποκρίνονται με δύο τρόπους. Ο πρώτος εκπροσωπείται από τον δαιμονισμένο που θεραπεύθηκε, ενώ ο δεύτερος από τους κατοίκους της περιοχής στην οποία έγινε το θαύμα. Ο πρώτος μετά την συνάντησή του με
τον ελευθερωτή και σωτήρα Χριστό μεταβάλλεται ριζικά και από γυμνός γίνεται «ιματισμένος και σωφρόνων». Από ακοινώνητος που ζούσε στα μνήματα και στις ερήμους βρίσκεται τώρα σε επικοινωνία με τους συνανθρώπους του, τους οποίους σπεύδει να συναντήσει, για να τους διηγηθεί την θαυματουργική θεραπεία του. Αντί της επιθετικότητας και της καταστροφικής και αυτοκαταστροφικής μανίας που είχε, γίνεται τώρα η πηγή σωτηρίας των άλλων. Αντί της προηγουμένης διασπασμένης προσωπικότητάς του, που φαίνεται από την ονομασία «λεγεών», δηλαδή, «ότι δαιμόνια πολλά εισήλθον εις αυτόν». Αποκτά τώρα ένα ενιαίο κέντρο, το οποίο γνωρίζει πολύ καλά τί θέλει. Θέλει να μείνει κοντά στον Ιησού.
Ενώ όμως ο πρώην δαιμονισμένος επιθυμεί την μόνιμη συντροφιά του Ιησού, οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν την απομάκρυνση του ευεργέτη, γιατί πανικοβλήθηκαν. Είδαν την δύναμη του Ιησού και τρομοκρατήθηκαν. Ο «φόβος» τους για τον οποίο ομιλεί ο ευαγγελιστής δεν είναι το δέος και η συντριβή μπροστά στη δύναμη του θείου, η αρχή της αναγνωρίσεως του και της προσκυνήσεως , αλλά ο τρόμος μήπως η παρουσία του Ιησού τους οδηγήσει στην στέρηση των υλικών αγαθών, τα οποία δεν θέλουν να χάσουν. Τυφλοί ως προς το πνευματικό τους συμφέρον, βλέπουν μπροστά τους μόνο το υλικό συμφέρον. Απορρίπτουν την ελευθερία, προτιμώντας να μείνουν δούλοι.
Συνεπώς ο άνθρωπος «εν τη ελευθερία του» αντί να συνδέσει τον κόσμο με τον Θεό, προτίμησε να συνδέσει τον εαυτό του και να ανατρέψει έτσι το σχέδιο του Θεού. Οι νέες πια καταστάσεις ήταν, ότι με αυτήν την απόφαση που πήρε ο άνθρωπος ελεύθερα να στρέψει τη φύση προς τον εαυτό του και όχι προς το Θεό, έκαμε την κτίση και τον εαυτό του να υπόκεινται πλέον στους νόμους και στη δουλεία των νόμων του κτιστού, να μην μπορεί να ξεπεράσει τις συνέπειες που έχει η κτιστότητα, οι οποίες συνοψίζονται κυρίως στη φθορά και στο θάνατο, διότι η κτιστότητα προέρχεται από το μηδέν, και συνεπώς το μηδέν διαπερνάει το κτιστό. Συνεπώς, αυτό ήταν μια νέα πραγματικότητα, που εισήγαγε ο άνθρωπος, ο Αδάμ με την ελεύθερη απόφασή του. Δεν μπορούσε ο Θεός αυτήν την πραγματικότητα να την αγνοήσει. Το αρχικό σχέδιο του Θεού δεν περιείχε αυτήν την πραγματικότητα. Ο Θεός λοιπόν δεν είχε προγραμματίσει κατά κάποιον τρόπο όλη αυτήν την κατάσταση, που δημιούργησε η πτώση του ανθρώπου στο αρχικό Του σχέδιο. Αυτό είναι το συγκλονιστικό μυστήριο της ελευθερίας, το ότι ο άνθρωπος έχοντας αυτήν την ελευθερία, που του έδωσε ο Θεός, μπόρεσε να ανατρέψει ολόκληρο το σχέδιο του Θεού, ως προς την μέθοδο. Ως προς τον τελικό στόχο δεν μπόρεσε, διότι ο Θεός δεν θέλησε.
Tο να αρνείται κάποιος να ακολουθήσει τον μόνο τρόπο που μπορεί να ελευθερωθεί, καθώς η ελευθερία προϋποθέτει αυτόβουλη πορεία απελευθέρωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη του Θεού που έθεσε την πορεία απελευθέρωσης.
Η Αγία Γραφή γράφει: «Και αν ελεηθεί ο ασεβής, δεν θέλει μάθει δικαιοσύνη. Εν τη χώρα της ευθύτητος θέλει πράξει αδίκως» (Ησαϊας 26/κς΄ 10). Αυτό δίνει απάντηση στο τι θα γινόταν, αν γινόταν ανεκτή η κακία τους. Αν δηλαδή ο Θεός τους επέτρεπε να ζουν με ικανοποίηση των παθών και της επιθυμίας τους για κακία. Τότε, θα συνέχιζαν να γίνονται αιτία δυστυχίας για τους δικαίους, όπως τώρα.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στο τέλος όλης της δημιουργίας, ακριβώς για να ενώσει την κτιστή δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Να τους φέρει σε σχέση μόνιμη, ούτως ώστε αυτή η κτιστή δημιουργία επειδή θα έχει σχέση μόνο με τον άκτιστο Θεό, να μην πεθάνει και αν ζήσει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει η κτίση το μηδέν. Αυτή λοιπόν η κοινωνία με τον Θεό ήταν ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου. Γιατί χρησιμοποίησε τον άνθρωπο και όχι άλλα όντα όπως οι άγγελοι; Γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση του φυσικό δεσμό με την υπόλοιπη φύση και έτσι ολόκληρη η φύση, η υλική κτίση λόγω του δεσμού της αυτού με τον άνθρωπο, με το σώμα του ανθρώπου, μπορεί να έρθει σ' επικοινωνία με τον Θεό και να ζήσει.
Η δημιουργία του ανθρώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της έννοιας της δημιουργίας, διότι η δημιουργία είναι καταδικασμένη σε θάνατο χωρίς τον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς την συλλογιστική χρησιμοποίησε ο Μ. Αθανάσιος στο «Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου», για να αποδείξει ακριβώς ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο Θεός επέλεξε αυτή την μορφή της ενσαρκώσεως του Λόγου, για να σώσει τον κόσμο, γιατί αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος για να σωθεί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά να ξεπεράσει το μηδέν και να μπορέσει να ζήσει. Και αυτό για τον υλικό κόσμο θα ήταν αδύνατο να συμβεί, αν αυτή η ένωση με τον Θεό δεν γινόταν μ' αυτό τον τρόπο, ώστε να περιλαμβάνεται μέσα σ' αυτή και ο υλικός κόσμος. Αλλά κανένα ον στη φύση του δεν έχει αυτή την δυνατότητα να ξεπεράσει τον υλικό κόσμο και να ενωθεί με τον Θεό εκτός του ανθρώπου.
Όταν ο άνθρωπος κτίστηκε, κτίστηκε ακριβώς μ' αυτό τον προορισμό. Να ενώσει όλη τη φύση με τον Θεό και έτσι να ξεπεραστεί το μηδέν και ο θάνατος. Και αφού αυτός ήταν ο μεγάλος προορισμός του ανθρώπου, θα περίμενε κανείς να τα κάνει έτσι τα πράγματα ο Θεός, ώστε ο προορισμός αυτός να πραγματοποιηθεί. Αλλά ο προορισμός αυτός, το σχέδιο του Θεού, ανετράπη διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε να το κάνει. Είπε ότι «εγώ δεν θέλω να ακολουθήσω αυτό το σχέδιο, εγώ έχω το δικό μου σχέδιο, θα γίνω εγώ Θεός» και απατήθηκε. Πίστεψε ο Αδάμ ότι με το να γίνει αυτός Θεός, θα μπορέσει ο κόσμος να ξεπεράσει το μηδέν, να ζήσει, και να ζήσει και αυτός. Και ενεπλάκη σε αυτή την περιπέτεια της πτώσης. Το ότι είπε ο Αδάμ «όχι», οφείλεται στο ότι ο Θεός του έδωσε την δυνατότητα να πει «όχι», δηλαδή του έδωσε αυτό που λέμε ελευθερία.
Έτσι ως προς το δόγμα της δημιουργίας, τίθεται το ερώτημα: Γιατί υπάρχει η ελευθερία στον άνθρωπο; Γιατί ο Θεός δεν τα έφτιαχνε έτσι, ώστε να μην σκοντάψει στην ελευθερία του ανθρώπου; Βεβαίως δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό γιατί τα έκανε έτσι και δεν τα έκανε αλλιώς. Πρέπει όμως να ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν τα έκανε αλλιώς. Εκείνο που είναι σαφές, είναι ότι αν ο άνθρωπος δημιουργείτο χωρίς την ελευθερία να δεχθεί ή να μην δεχθεί την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, τότε θα ήταν μια ένωση του Θεού με τον κόσμο και του κόσμου με τον Θεό αναγκαστική. Δεν θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να ξεφύγει ο κόσμος ή ο Θεός απ' αυτή την ένωση, και αυτό είναι ακριβώς που ο Θεός δεν ήθελε όταν έφτιαξε τον κόσμο εκ του μηδενός. Τον έφτιαξε σαν κάτι άλλο εκτός του εαυτού Του, το οποίο όμως δεν θα δούλευε απλώς σαν μια μηχανή που θα ήταν ενωμένη μαζί Του, αλλά θα δούλευε με τον τρόπο με τον οποίο ο Ίδιος ο Θεός ζει, δηλαδή ελεύθερα. Δεν ήθελε ο Θεός έναν κόσμο που να μην θέλει να υπάρχει. Μπορείς να δημιουργήσεις από αγάπη κάποιον ο οποίος να μην θέλει να υπάρχει; Προτίμησε ο Θεός να φτιάξει έναν κόσμο που να θέλει να υπάρχει και ακριβώς γι' αυτό έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο να πει ναι ή όχι στο σχέδιο του Θεού. Το ότι ο άνθρωπος διάλεξε την αρνητική απάντηση, - και την διάλεξε και την διαλέγει ακόμη και όταν έχει πλήρη συνείδηση του ότι αυτή τον οδηγεί στο θάνατο και το μηδέν, - αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο, δεν ήθελε έναν κόσμο που να υπάρχει χωρίς να το θέλει. Δηλαδή ο κόσμος είχε τη δυνατότητα δοσμένη από τον Θεό στην δημιουργία να επιλέξει την αυτοκαταστροφή και φαίνεται ότι η επιλογή του Αδάμ υπαρξιακά ήταν επιλογή αυτοκαταστροφής.
Εάν λοιπόν αφηνόταν ο κόσμος χωρίς άλλη παρέμβαση του Θεού, αν αφηνόταν ελεύθερη η δημιουργία ,όπως ο Αδάμ επέλεξε να την οδηγήσει, είναι βέβαιο ότι θα έφτανε στην αυτοκαταστροφή, στο μηδέν. Και αυτή την απόφαση την σεβάστηκε ο Θεός, αλλά δεν έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες για να ζήσει ο κόσμος. Έτσι αρχίζει από κει πλέον όλη η οικονομία, η ιστορία της σωτηρίας, με την οποία ο Θεός προσπαθεί αυτή την επιλογή του Αδάμ να την διορθώσει για να μη βλάψει τον κόσμο. Το νόημα της σωτηρίας ήταν να ζήσει ο κόσμος και να ξεπεράσει τον θάνατο.
Όμως οι άνθρωποι, γράφει ο καθηγητής Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλος στο έργο του «Οδός ελπίδας», δεν βλέπουν καθαρά, δεν διακρίνουν το σωστό, χάνουν τα μεγάλα, για να κερδίσουν τα μικρά, διώχνουν τον Σωτήρα για να ζήσουν πιο άνετα. Οι κάτοικοι της περιοχής των Γαδαρηνών είναι οι τύποι των ανθρώπων που ασυλλόγιστα διώχνουν το σπόρο του θείου λόγου και αποδεικνύονται άγονο και πετρώδες έδαφος. Βλέπουν επιφανειακά, κοινωνικά, συμβατικά, εγωκεντρικά. Εάν το ο λόγος του Θεού, δεν εξυπηρετεί τα σχέδια τους, τον παραμερίζουν. Εάν ο λόγος του Θεού, στέκεται εμπόδιο στις επιδιώξεις τους, το πολεμούν. Εάν ο Χριστός τους ενοχλεί, τον διώχνουν.
Κι όμως, συνεχίζει ο καθηγητής κ. Καραβιδόπουλος, εδώ βρίσκεται η τραγική ειρωνεία, διότι παραμένουν κλεισμένοι στα δεσμά από τα οποία θέλει να τους λυτρώσει ο Χριστός. Δεν βλέπουν τα θαύματα της θείας αγάπης με τα οποία είναι γεμάτος ο κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά, εγκεφαλικά, εγκοσμιοκρατικά. Εκείνο που μεταβάλλει ριζικά τον άνθρωπο δεν είναι η ψυχρή λογική και το στενά και υλικά εννοούμενο συμφέρον, αλλά η συνάντηση με τον Χριστό μέσα στον χώρο του βιώματος, ο διάλογος με Αυτόν, η αναγνώρισή του ως ελευθερωτή. Στην περιγραφή του δαιμονισμένου της διηγήσεως της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής ΣΤ΄ Λουκά, έχουμε μια εικόνα του ανθρώπου που είναι αιχμάλωτος των δαιμονικών δυνάμεων της κακίας, του μίσους, της καταστροφής στην περιγραφή του ίδιου ανθρώπου, αλλά θεραπευμένου διέπουμε την τεράστια υπαρξιακή αλλαγή που συντελείται από την συνάντηση με τον Χριστό, τον σωτήρα και ελευθερωτή.
Η επιθυμία να μείνει κοντά στο Χρίστο όπως ο θεραπευμένος της περικοπής, επειδή ένιωσε την ελευθερία που προσφέρεται απ’ Αυτόν ως δώρο, είναι η κατεύθυνση, προς τη σωτηρία, ενώ η εκδίωξη του Χριστού χάρη κάποιου άλλου συμφέροντος, κατά το πρότυπο των Γαδαρηνών, είναι η κατεύθυνση προς την απώλεια. Είναι δύο δυνατές τοποθετήσεις των ανθρώπων απέναντι στη θεία δωρεά της ελευθερίας. Η πρώτη μπορεί σημαίνει την σωτηρία του η δεύτερη την καταστροφή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου