ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Λουκά, κεφ. 16, 19-31)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Μια από τις πλέον γνωστές παραβολές που ο Κύριος είχε διηγηθεί, είναι η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Στην εποχή του Ιησού, οι άνθρωποι πίστευαν πως ο πλούτος είναι αποτέλεσμα επιβράβευσης από το Θεό για την ευσεβή ζωή τους, ενώ τη φτώχια θεωρούσαν θεία τιμωρία. Για τους αναγκεμένους και ταλαίπωρους έλεγαν ότι δεν ήσαν σωστοί απέναντι στο Θεό. Μια τέτοια εσφαλμένη άποψη έρχεται να απορρίψει ο Κύριος, λέγοντας την συγκεκριμένη παραβολή. Το μήνυμα ακόμη που θέλει να διδάξει ο Ιησούς στο λαό είναι η ανάγκη της διαρκούς φιλανθρωπίας και να δείξει πως ο Θεός δεν έχει συμπάθειες και αντιπάθειες ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ότι όποιος ζει με αγάπη, ταπείνωση και μετάνοια είναι αρεστός στα μάτια του, άσχετα από την οικονομική και κοινωνική του θέση.
Κάποιος άνθρωπος λοιπόν ήταν πλούσιος, φορούσε κόκκινο βασιλικό μανδύα, πολυτελή λευκό χιτώνα και ευφραινόταν με τα πολλά αγαθά του καθημερινά και λαμπρά. Στηριζόταν όπως φαίνεται στις δικές του δυνάμεις και όχι στο Θεό. Υπήρχε και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν πεταμένος κοντά στην πόρτα του, γεμάτος πληγές. Το όνομα “Λάζαρος” σημαίνει “ο Θεός είναι βοηθός μου”, και κατ’ επέκταση μάς φανερώνει ότι ο απορριφθείς από τους συνανθρώπους του αυτός «φτωχούλης του περιθωρίου», περίμενε μόνο από το Θεό το μέγα έλεος και όχι από τις δικές του δυνάμεις. Και επιθυμούσε να χορτάσει από τα χρησιμοποιούμενα για να σκουπίζουν τα χέρια τους οι άρχοντες ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ακόμη δε και τα σκυλιά έρχονταν και έγλυφαν τις πληγές του. Κάποτε συνέβη να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ, δηλαδή στον παράδεισο. Πέθανε κάποια στιγμή και ο πλούσιος και τον κήδεψαν. Και ενώ τον Λάζαρο απλά τον έθαψαν, και τον πλούσιο τον κήδεψαν με τιμές, στην άλλη ζωή τα πράγματα αντιστράφηκαν: Ο Λάζαρος βρέθηκε στον παράδεισο, στη συντροφιά αγγέλων και αγίων, ενώ ο πολύ γνωστός πλούσιος στη γη, βρέθηκε στην κόλαση να είναι απομονωμένος. Ο Θεός δεν κρίνει επομένως με την κοσμική λογική, αλλά βλέπει τα εσώψυχα των ανθρώπων και το ‘γιατί’ στις πράξεις τους.
Και στον άδη, όταν σήκωσε τους οφθαλμούς του ενώ βασανιζόταν, βλέπει από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του. Η συνείδηση επομένως, η κρίση, η λογική και οι αισθήσεις, δεν χάνονται μετά θάνατον, ούτε και η ελεύθερη βούληση. Και βγάζοντας φωνή μεγάλη, αυτός που ένοιωθε κάποτε παντοδύναμος, είπε: «Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα». Αφενός, και λανθασμένα, νομίζει ο πλούσιος ότι είναι παιδί του Αβραάμ επειδή και μόνο είναι Ιουδαίος, αφετέρου η σκληρή του νοοτροπία δεν άλλαξε ούτε και μετά το θάνατό του, αφού θεωρεί ακόμη τον φτωχό Λάζαρο υπηρέτη του. Μάλιστα φαίνεται ξεκάθαρα η οδύνη της κολάσεως και ότι είναι τόπος βασάνων. Του είπε τότε ο Αβραάμ: «Παιδί μου, μην ξεχνάς ότι εσύ είχες απολαύσει όσο ζούσες τα καλά και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά. Τώρα όμως αυτός παρηγορείται εδώ, ενώ εσύ υποφέρεις». Βλέπουμε ότι η κατάσταση μετά θάνατον αλλάζει ριζικά και πολλές φορές τα φαινόμενα που παρατηρούμε όσο ζούμε, απατούν. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν στην άλλη ζωή τις συνέπειες των πράξεών τους, όσες εν σώματι εποίησαν. Εννοείται ότι η πραγματική μετάνοια και ταπεινή εξομολόγηση, όσο ο άνθρωπος ζει, και μόνο, στην επίγεια ζωή του, οδηγεί τον άνθρωπο και πάλι στην αγκαλιά του Θεού, από την οποία οικειοθελώς απομακρύνθηκε.
«Και πέρα απ’ όλα αυτά, συνεχίζει να του λέει ο πατριάρχης, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο χάσμα, ώστε να μην μπορούν να περάσουν όσοι θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε και οι από εκεί να περνούν προς εμάς». Είναι τελεσίδικες επομένως και αδιαπέραστες οι δύο καταστάσεις και τρόποι ζωής, παραδείσου και κολάσεως, αναψυχής και οδύνης. Η Εκκλησία μας δέχεται βέβαια ότι τα μνημόσυνα ωφελούν τις ψυχές και η λειτουργική προσευχή προς το Θεό, καθώς και η ελεημοσύνη, μπορεί να κάνει θαύματα σε ορισμένες περιπτώσεις, αφού η αγάπη και το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Είπε ο πλούσιος: «Σου ζητώ λοιπόν πάτερ, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδελφούς. Και έτσι θα τους δώσει την μαρτυρία του, για να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτόν τον τόπο των βασάνων». Λέγει σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς». Και αυτός είπε: «Όχι πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν» Είπε τότε σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούνε, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν». Δεν επικοινωνούν επομένως οι ψυχές μεταξύ τους, οι νεκροί με τους ζωντανούς, παρά μόνο δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπου ενώνονται οι πιστοί εν ζωή, δηλαδή η στρατευόμενη Εκκλησία, με τον Χριστό, τους αγίους και τους αγγέλους, δηλαδή με την θριαμβεύουσα Εκκλησία εν ουρανοίς. Κάθε άλλη προσπάθεια επικοινωνίας με τους κοιμηθέντες, μέσω των μάγων, με τις χαρτορίχτρες και τα μέντιουμ, είναι πλάνη κατακριτέα και αντιχριστιανική.
«ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ. ΑΣ ΑΚΟΥΣΟΥΝ ΑΥΤΟΥΣ», απάντησε στον πρώην πλούσιο ο γενάρχης Αβραάμ. Θα λέγαμε σήμερα: Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μένει κάποιος στην αθεΐα του, θεωρητική και πρακτική, παρά μόνο αν με τη θέλησή του και για λόγους ιδιοτελείς το επιζητεί. Ο Ιησούς δίδαξε, έκανε πλήθος θαυμάτων, ανέστησε νεκρούς, μίλησε για τη βασιλεία του Θεού και την αιώνια ζωή. Είναι καταγραμμένες οι αλήθειες της πίστεως στην ιερή μας Παράδοση, την Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι απόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα. Οι μάρτυρες της πίστεως ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Τα θαύματα των αγίων μέσα στην ιστορία είναι αμέτρητα. Τα λείψανα πολλών αγίων ευωδιάζουν, θαυματουργούν και μένουν ως “σημείον” πίστεως άφθορα. Ο ερευνών βρίσκει και, σε εκείνον που ανιδιοτελώς αναζητεί, ο Χριστός τού απαντά καρδιακά και αληθινά. “Τι ποιήσω λοιπόν ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;”, αναρωτιέται ο σύγχρονος άνθρωπος! Τίποτε άλλο δεν ζητά από εμάς ο Θεός, παρά το να θελήσουμε να ενταχθούμε εν ταπεινώσει στην εκκλησιαστική κοινωνία των αγίων, απαρνούμενοι τις διχόνοιες, την υπερηφάνεια και την ανελευθερία της αμετανοησίας. Διότι η αμετανοησία και ο άκρατος ατομισμός οδήγησαν και τον σκληρό πλούσιο στην φυλακή του εγωισμού του, δηλαδή στην κόλασή του. Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο πλούσιος της σημερινής παραβολής δεν κατακρίθηκε γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί ήταν ανελεήμων. Και ότι ο φτωχός Λάζαρος σώθηκε, όχι γιατί ήταν φτωχός, αλλά γιατί ήταν ταπεινός και είχε την ελπίδα του στο Θεό.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
“Κήρυγμα και Θεολογία”, Γεωργίου Πατρώνου, τ. Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 2003
“Κυριακοδρόμιο”, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθ. 2011
“Λόγος και Ύπαρξη”, Κων/νου Γρηγοριάδη, τ. Α΄, έκδ. Β΄, έκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής, 2001
“Ορθόδοξα Μηνύματα”, Σταύρου Φωτίου, εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Λουκά, κεφ. 16, 19-31)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Μια από τις πλέον γνωστές παραβολές που ο Κύριος είχε διηγηθεί, είναι η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Στην εποχή του Ιησού, οι άνθρωποι πίστευαν πως ο πλούτος είναι αποτέλεσμα επιβράβευσης από το Θεό για την ευσεβή ζωή τους, ενώ τη φτώχια θεωρούσαν θεία τιμωρία. Για τους αναγκεμένους και ταλαίπωρους έλεγαν ότι δεν ήσαν σωστοί απέναντι στο Θεό. Μια τέτοια εσφαλμένη άποψη έρχεται να απορρίψει ο Κύριος, λέγοντας την συγκεκριμένη παραβολή. Το μήνυμα ακόμη που θέλει να διδάξει ο Ιησούς στο λαό είναι η ανάγκη της διαρκούς φιλανθρωπίας και να δείξει πως ο Θεός δεν έχει συμπάθειες και αντιπάθειες ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ότι όποιος ζει με αγάπη, ταπείνωση και μετάνοια είναι αρεστός στα μάτια του, άσχετα από την οικονομική και κοινωνική του θέση.
Κάποιος άνθρωπος λοιπόν ήταν πλούσιος, φορούσε κόκκινο βασιλικό μανδύα, πολυτελή λευκό χιτώνα και ευφραινόταν με τα πολλά αγαθά του καθημερινά και λαμπρά. Στηριζόταν όπως φαίνεται στις δικές του δυνάμεις και όχι στο Θεό. Υπήρχε και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν πεταμένος κοντά στην πόρτα του, γεμάτος πληγές. Το όνομα “Λάζαρος” σημαίνει “ο Θεός είναι βοηθός μου”, και κατ’ επέκταση μάς φανερώνει ότι ο απορριφθείς από τους συνανθρώπους του αυτός «φτωχούλης του περιθωρίου», περίμενε μόνο από το Θεό το μέγα έλεος και όχι από τις δικές του δυνάμεις. Και επιθυμούσε να χορτάσει από τα χρησιμοποιούμενα για να σκουπίζουν τα χέρια τους οι άρχοντες ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ακόμη δε και τα σκυλιά έρχονταν και έγλυφαν τις πληγές του. Κάποτε συνέβη να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ, δηλαδή στον παράδεισο. Πέθανε κάποια στιγμή και ο πλούσιος και τον κήδεψαν. Και ενώ τον Λάζαρο απλά τον έθαψαν, και τον πλούσιο τον κήδεψαν με τιμές, στην άλλη ζωή τα πράγματα αντιστράφηκαν: Ο Λάζαρος βρέθηκε στον παράδεισο, στη συντροφιά αγγέλων και αγίων, ενώ ο πολύ γνωστός πλούσιος στη γη, βρέθηκε στην κόλαση να είναι απομονωμένος. Ο Θεός δεν κρίνει επομένως με την κοσμική λογική, αλλά βλέπει τα εσώψυχα των ανθρώπων και το ‘γιατί’ στις πράξεις τους.
Και στον άδη, όταν σήκωσε τους οφθαλμούς του ενώ βασανιζόταν, βλέπει από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του. Η συνείδηση επομένως, η κρίση, η λογική και οι αισθήσεις, δεν χάνονται μετά θάνατον, ούτε και η ελεύθερη βούληση. Και βγάζοντας φωνή μεγάλη, αυτός που ένοιωθε κάποτε παντοδύναμος, είπε: «Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα». Αφενός, και λανθασμένα, νομίζει ο πλούσιος ότι είναι παιδί του Αβραάμ επειδή και μόνο είναι Ιουδαίος, αφετέρου η σκληρή του νοοτροπία δεν άλλαξε ούτε και μετά το θάνατό του, αφού θεωρεί ακόμη τον φτωχό Λάζαρο υπηρέτη του. Μάλιστα φαίνεται ξεκάθαρα η οδύνη της κολάσεως και ότι είναι τόπος βασάνων. Του είπε τότε ο Αβραάμ: «Παιδί μου, μην ξεχνάς ότι εσύ είχες απολαύσει όσο ζούσες τα καλά και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά. Τώρα όμως αυτός παρηγορείται εδώ, ενώ εσύ υποφέρεις». Βλέπουμε ότι η κατάσταση μετά θάνατον αλλάζει ριζικά και πολλές φορές τα φαινόμενα που παρατηρούμε όσο ζούμε, απατούν. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν στην άλλη ζωή τις συνέπειες των πράξεών τους, όσες εν σώματι εποίησαν. Εννοείται ότι η πραγματική μετάνοια και ταπεινή εξομολόγηση, όσο ο άνθρωπος ζει, και μόνο, στην επίγεια ζωή του, οδηγεί τον άνθρωπο και πάλι στην αγκαλιά του Θεού, από την οποία οικειοθελώς απομακρύνθηκε.
«Και πέρα απ’ όλα αυτά, συνεχίζει να του λέει ο πατριάρχης, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο χάσμα, ώστε να μην μπορούν να περάσουν όσοι θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε και οι από εκεί να περνούν προς εμάς». Είναι τελεσίδικες επομένως και αδιαπέραστες οι δύο καταστάσεις και τρόποι ζωής, παραδείσου και κολάσεως, αναψυχής και οδύνης. Η Εκκλησία μας δέχεται βέβαια ότι τα μνημόσυνα ωφελούν τις ψυχές και η λειτουργική προσευχή προς το Θεό, καθώς και η ελεημοσύνη, μπορεί να κάνει θαύματα σε ορισμένες περιπτώσεις, αφού η αγάπη και το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Είπε ο πλούσιος: «Σου ζητώ λοιπόν πάτερ, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδελφούς. Και έτσι θα τους δώσει την μαρτυρία του, για να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτόν τον τόπο των βασάνων». Λέγει σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς». Και αυτός είπε: «Όχι πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν» Είπε τότε σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούνε, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν». Δεν επικοινωνούν επομένως οι ψυχές μεταξύ τους, οι νεκροί με τους ζωντανούς, παρά μόνο δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπου ενώνονται οι πιστοί εν ζωή, δηλαδή η στρατευόμενη Εκκλησία, με τον Χριστό, τους αγίους και τους αγγέλους, δηλαδή με την θριαμβεύουσα Εκκλησία εν ουρανοίς. Κάθε άλλη προσπάθεια επικοινωνίας με τους κοιμηθέντες, μέσω των μάγων, με τις χαρτορίχτρες και τα μέντιουμ, είναι πλάνη κατακριτέα και αντιχριστιανική.
«ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ. ΑΣ ΑΚΟΥΣΟΥΝ ΑΥΤΟΥΣ», απάντησε στον πρώην πλούσιο ο γενάρχης Αβραάμ. Θα λέγαμε σήμερα: Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μένει κάποιος στην αθεΐα του, θεωρητική και πρακτική, παρά μόνο αν με τη θέλησή του και για λόγους ιδιοτελείς το επιζητεί. Ο Ιησούς δίδαξε, έκανε πλήθος θαυμάτων, ανέστησε νεκρούς, μίλησε για τη βασιλεία του Θεού και την αιώνια ζωή. Είναι καταγραμμένες οι αλήθειες της πίστεως στην ιερή μας Παράδοση, την Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι απόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα. Οι μάρτυρες της πίστεως ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Τα θαύματα των αγίων μέσα στην ιστορία είναι αμέτρητα. Τα λείψανα πολλών αγίων ευωδιάζουν, θαυματουργούν και μένουν ως “σημείον” πίστεως άφθορα. Ο ερευνών βρίσκει και, σε εκείνον που ανιδιοτελώς αναζητεί, ο Χριστός τού απαντά καρδιακά και αληθινά. “Τι ποιήσω λοιπόν ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;”, αναρωτιέται ο σύγχρονος άνθρωπος! Τίποτε άλλο δεν ζητά από εμάς ο Θεός, παρά το να θελήσουμε να ενταχθούμε εν ταπεινώσει στην εκκλησιαστική κοινωνία των αγίων, απαρνούμενοι τις διχόνοιες, την υπερηφάνεια και την ανελευθερία της αμετανοησίας. Διότι η αμετανοησία και ο άκρατος ατομισμός οδήγησαν και τον σκληρό πλούσιο στην φυλακή του εγωισμού του, δηλαδή στην κόλασή του. Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο πλούσιος της σημερινής παραβολής δεν κατακρίθηκε γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί ήταν ανελεήμων. Και ότι ο φτωχός Λάζαρος σώθηκε, όχι γιατί ήταν φτωχός, αλλά γιατί ήταν ταπεινός και είχε την ελπίδα του στο Θεό.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
“Κήρυγμα και Θεολογία”, Γεωργίου Πατρώνου, τ. Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 2003
“Κυριακοδρόμιο”, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθ. 2011
“Λόγος και Ύπαρξη”, Κων/νου Γρηγοριάδη, τ. Α΄, έκδ. Β΄, έκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής, 2001
“Ορθόδοξα Μηνύματα”, Σταύρου Φωτίου, εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου