ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2007
Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007 Ε ́ Λουκᾶ (Λουκ. 16, 19-31)
«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, στὴν σημερινὴ παραβολὴ πολὺ ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴν μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνώνυμου πλουσίου ποὺ εἶχε μεταβάλει τὸν ἑαυτό του σὲ πρᾶγμα γιὰ χάρη τοῦ πλούτου ποὺ ἦταν γιὰ αὐτὸν πρόσωπο, καὶ τοῦ ἐπώνυμου φτωχοῦ ποὺ παρὰ τὴν φτώχεια του ἦταν πρόσωπο, ἦταν ἐπώνυμος.
Παρουσιάζονται σήμερα δυὸ εἰκόνες τόσο ἀντίθετες μεταξὺ τους μὰ καὶ τόσο συγκλονιστικές. Παρουσιάζονται οἱ μεγάλες ἀντιθέσεις τῆς ζωῆς. Πλούσιοι καὶ φτωχοί. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐποχῶν. Κοινωνικὲς διακρίσεις μὲ μισάνθρωπα ἐπακόλουθα. Χέρια χρυσοστόλιστα ποὺ ὑψώνονται προκλητικὰ καὶ γροθιὲς σφιγμένες ποὺ σηκώνονται ἐπαναστατικά. Πορφυροντυμένοι καὶ γυμνοί. Χορτᾶτοι καὶ πεινασμένοι. Ἀρχοντόσπιτα καὶ καλύβες. Ἄλλοι εὐφραίνονται «καθ ̓ἡμέραν λαμπρῶς» καὶ ἄλλοι ἐπιζητοῦν μερικὰ ψίχουλα. Ἄλλοι ζοῦνε σὲ μία ἐκθαμβωτικὴ πολυτέλεια καὶ ἄλλοι ἀργοπεθαίνουν ξαπλωμένοι στὶς ψάθες. Ἄλλοι πεινοῦν καὶ ἄλλοι μεθοῦν. Ἐκδιπλώνεται ἐπίσης ἀνάγλυφα ἡ σημερινὴ κατάσταση μὲ ζωντάνεμα τοῦ λεγομένου κοινωνικοῦ προβλήματος τῆς κοινωνικῆς-οἰκονομικῆς ἀνισότητος. Πλοῦτος καὶ φτώχεια, ἀρχοντικὴ καλοπέραση καὶ τραγικὴ δυστυχία. Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐκπροσωπεῖ τὴν τάξη ἐκείνη τῶν ἰσχυρῶν τοῦ χρήματος ποὺ δὲν ἔχει αἰσθήματα, ποὺ δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ κακοπέραση καὶ φτώχεια, ποὺ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ προσεγγίση τὴν μάστιγα ποὺ εἶναι ἡ φτώχεια. Ὁ πλούσιος ἐπίσης, δεμένος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικὴ καὶ δαιμονική του ἀτομικότητα δὲν ἔχει μάτια, γιὰ νὰ δῆ γύρω του, δίπλα του, στὴν αὐλή του. Νὰ δῆ συγκεκριμένα τὸ φτωχὸ Λάζαρο ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὶς στρατιὲς τῶν πεινασμένων, τὰ πληγωμένα σώματα, τὶς συντριμμένες καρδιές, τὸ ἐξουθενωμένο φιλότιμο, τὴν πληγωμένη ἀξιοπρέπεια. Αὐτὰ ἀκριβῶς ἐκφράζει ὁ φτωχός, ὁ Λάζαρος, δηλαδὴ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴν γύμνια, τὴν πεῖνα ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία καὶ ὑπομονή. Προσπαθεῖ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Καὶ ὑπομένει. Καὶ ἐλπίζει. Καὶ προσδοκᾶ. Αὐτὰ ὅμως συνθέτουν τὴν πρώτη εἰκόνα.
Διότι ὑπάρχει καὶ ἀποκαλύπτεται σήμερα καὶ ἡ μεταφυσικὴ πραγματικότητα. Κόλαση, φωτιά, δίψα, σκοτάδι εἶναι ἡ συντροφιὰ τοῦ πλουσίου. Ἐνῶ φῶς, δροσιά, χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία εἶναι ὁ μισθὸς τοῦ Λαζάρου. Δυὸ ἀκόμη ὀξύτατες ἀντιθέσεις ποὺ θέτουν ἐνώπιόν μας τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ ἡ μετὰ θάνατον θέση μας στὴν αἰωνιότητα. Καὶ εἶναι λάθος νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν εἰσιτήριο στὴν Βασιλεία Του. Ὄχι. Ἀπόδειξη ὑπάρχει ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ φτωχοῦ ἀλλὰ ἀχάριστου δούλου, ποὺ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ του πρὸς τὸν σύνδουλό του «παρεδόθη τοῖς βασανισταῖς». Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι καταστάσεις ξεχωριστὲς καὶ οὐδέτερες, ποὺ γίνονται ἐπαινετὲς ἢ ἀξιόμεμπτες ἀνάλογα μὲ τὴν χρησιμοποίησή τους. Εἰδικὰ γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔχει γραφῆ «οὔτε πλοῦτος ἐφύσησεν, οὔτε πενία ἐταπείνωσεν ἀκουέτωσαν πλούσιοι, ἀκουέτωσαν πένητες». Οὔτε ὁ πλοῦτος τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, οὔτε ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ τὴν πίστη του. Ὁ πλοῦτος εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἀνάλογα μὲ τὰ χέρια ποὺ τὸν κρατοῦν. Ἀλλοίμονο σὰν πέση σὲ ἀνάξια χέρια. Γίνεται ποτάμι ποὺ πνίγει. Γίνεται ὄλεθρος καὶ ἀπώλεια. «Πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσε τὸ χρυσίον» (Σοφ. Σειρ. 8, 2).
Ἡ δίψα τοῦ πλούτου παρασύρει καὶ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς στήνει μύριες παγίδες θανάτου καὶ τοὺς ἀφαιρεῖ κάθε πνευματικὴ ἰκμάδα. «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμία πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς (Α ́Τιμ. 6, 9). Γι ̓ αὐτὸ ὁ ψαλμωδὸς ὑπενθυμίζει «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχὸς» (ψαλμ. 9, 23). Ἂν τὰ ἀνάξια χέρια, ἀγαπητοί μου, σκορπίζουν ἀπερίσκεπτα καὶ ἀκόλαστα τὸν πλοῦτο ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, τὰ ἄξια καὶ θεοκίνητα χέρια προσφέρουν καὶ διακονοῦν τὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Κλείνουν πληγές, θεραπεύουν τραύματα, ντύνουν γυμνούς, τρέφουν πεινασμένους, προστατεύουν χῆρες καὶ ὀρφανά, οἰκοδομοῦν ἄσυλα ἀγάπης, χτίζουν καὶ στολίζουν ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Σὲ τέτοια χέρια ὁ πλοῦτος γίνεται ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας ποὺ λέγεται καὶ εἶναι φλοθεΐα. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης ξέρει ὅτι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν (Παρ. 19-17). Στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης ὅλοι μποροῦν νὰ προσφέρουν. Κάθε θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ μικρὴ καὶ ἀσήμαντη. Τὴν δέχεται ὅμως μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ διαβεβαιώνει «Ἐφ ̓ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25-40).
Ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν πραγματικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ παρουσιάζει τὶς ἴδιες ἀντιθέσεις ποὺ συμβαίνουν καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Καθὼς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιον ἄλλη θὰ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἄλλη γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμετανόητους γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακία τους. Γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τὸ αἰώνιο μέλλον ἐπιφυλάσσει εὐτυχία οὐράνια, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπίγεια καὶ ὑλικὴ «δῆθεν εὐτυχία». Ἂν στὴν ἐπίγειο ζωὴ ἦταν φτωχοὶ καὶ ἄστεγοι, ἂν περιφρονήθησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἀνάγκες καὶ θλίψεις καὶ ἀσθένειες τοὺς ταλαιπώρησαν, ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ θὰ βροῦν τὴν τέλεια ἀνάπαυση καὶ εὐτυχία. Γιὰ αὐτοὺς εἶναι ἕτοιμο τὸ οὐράνιο δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, «τὴν δυστυχία» ποὺ περιμένει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλοὺς παρουσίασε σήμερα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς. Αὐτός, ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ παρέδωσεν τὴν ψυχήν του, εὑρέθη «ὑπάρχων ἐν βασάνοις». Ζῆ πλέον μέσα στὴν ὀδύνη,
Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007 Ε ́ Λουκᾶ (Λουκ. 16, 19-31)
«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, στὴν σημερινὴ παραβολὴ πολὺ ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴν μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνώνυμου πλουσίου ποὺ εἶχε μεταβάλει τὸν ἑαυτό του σὲ πρᾶγμα γιὰ χάρη τοῦ πλούτου ποὺ ἦταν γιὰ αὐτὸν πρόσωπο, καὶ τοῦ ἐπώνυμου φτωχοῦ ποὺ παρὰ τὴν φτώχεια του ἦταν πρόσωπο, ἦταν ἐπώνυμος.
Παρουσιάζονται σήμερα δυὸ εἰκόνες τόσο ἀντίθετες μεταξὺ τους μὰ καὶ τόσο συγκλονιστικές. Παρουσιάζονται οἱ μεγάλες ἀντιθέσεις τῆς ζωῆς. Πλούσιοι καὶ φτωχοί. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐποχῶν. Κοινωνικὲς διακρίσεις μὲ μισάνθρωπα ἐπακόλουθα. Χέρια χρυσοστόλιστα ποὺ ὑψώνονται προκλητικὰ καὶ γροθιὲς σφιγμένες ποὺ σηκώνονται ἐπαναστατικά. Πορφυροντυμένοι καὶ γυμνοί. Χορτᾶτοι καὶ πεινασμένοι. Ἀρχοντόσπιτα καὶ καλύβες. Ἄλλοι εὐφραίνονται «καθ ̓ἡμέραν λαμπρῶς» καὶ ἄλλοι ἐπιζητοῦν μερικὰ ψίχουλα. Ἄλλοι ζοῦνε σὲ μία ἐκθαμβωτικὴ πολυτέλεια καὶ ἄλλοι ἀργοπεθαίνουν ξαπλωμένοι στὶς ψάθες. Ἄλλοι πεινοῦν καὶ ἄλλοι μεθοῦν. Ἐκδιπλώνεται ἐπίσης ἀνάγλυφα ἡ σημερινὴ κατάσταση μὲ ζωντάνεμα τοῦ λεγομένου κοινωνικοῦ προβλήματος τῆς κοινωνικῆς-οἰκονομικῆς ἀνισότητος. Πλοῦτος καὶ φτώχεια, ἀρχοντικὴ καλοπέραση καὶ τραγικὴ δυστυχία. Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐκπροσωπεῖ τὴν τάξη ἐκείνη τῶν ἰσχυρῶν τοῦ χρήματος ποὺ δὲν ἔχει αἰσθήματα, ποὺ δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ κακοπέραση καὶ φτώχεια, ποὺ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ προσεγγίση τὴν μάστιγα ποὺ εἶναι ἡ φτώχεια. Ὁ πλούσιος ἐπίσης, δεμένος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικὴ καὶ δαιμονική του ἀτομικότητα δὲν ἔχει μάτια, γιὰ νὰ δῆ γύρω του, δίπλα του, στὴν αὐλή του. Νὰ δῆ συγκεκριμένα τὸ φτωχὸ Λάζαρο ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὶς στρατιὲς τῶν πεινασμένων, τὰ πληγωμένα σώματα, τὶς συντριμμένες καρδιές, τὸ ἐξουθενωμένο φιλότιμο, τὴν πληγωμένη ἀξιοπρέπεια. Αὐτὰ ἀκριβῶς ἐκφράζει ὁ φτωχός, ὁ Λάζαρος, δηλαδὴ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴν γύμνια, τὴν πεῖνα ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία καὶ ὑπομονή. Προσπαθεῖ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Καὶ ὑπομένει. Καὶ ἐλπίζει. Καὶ προσδοκᾶ. Αὐτὰ ὅμως συνθέτουν τὴν πρώτη εἰκόνα.
Διότι ὑπάρχει καὶ ἀποκαλύπτεται σήμερα καὶ ἡ μεταφυσικὴ πραγματικότητα. Κόλαση, φωτιά, δίψα, σκοτάδι εἶναι ἡ συντροφιὰ τοῦ πλουσίου. Ἐνῶ φῶς, δροσιά, χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία εἶναι ὁ μισθὸς τοῦ Λαζάρου. Δυὸ ἀκόμη ὀξύτατες ἀντιθέσεις ποὺ θέτουν ἐνώπιόν μας τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ ἡ μετὰ θάνατον θέση μας στὴν αἰωνιότητα. Καὶ εἶναι λάθος νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν εἰσιτήριο στὴν Βασιλεία Του. Ὄχι. Ἀπόδειξη ὑπάρχει ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ φτωχοῦ ἀλλὰ ἀχάριστου δούλου, ποὺ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ του πρὸς τὸν σύνδουλό του «παρεδόθη τοῖς βασανισταῖς». Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι καταστάσεις ξεχωριστὲς καὶ οὐδέτερες, ποὺ γίνονται ἐπαινετὲς ἢ ἀξιόμεμπτες ἀνάλογα μὲ τὴν χρησιμοποίησή τους. Εἰδικὰ γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔχει γραφῆ «οὔτε πλοῦτος ἐφύσησεν, οὔτε πενία ἐταπείνωσεν ἀκουέτωσαν πλούσιοι, ἀκουέτωσαν πένητες». Οὔτε ὁ πλοῦτος τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, οὔτε ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ τὴν πίστη του. Ὁ πλοῦτος εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἀνάλογα μὲ τὰ χέρια ποὺ τὸν κρατοῦν. Ἀλλοίμονο σὰν πέση σὲ ἀνάξια χέρια. Γίνεται ποτάμι ποὺ πνίγει. Γίνεται ὄλεθρος καὶ ἀπώλεια. «Πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσε τὸ χρυσίον» (Σοφ. Σειρ. 8, 2).
Ἡ δίψα τοῦ πλούτου παρασύρει καὶ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς στήνει μύριες παγίδες θανάτου καὶ τοὺς ἀφαιρεῖ κάθε πνευματικὴ ἰκμάδα. «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμία πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς (Α ́Τιμ. 6, 9). Γι ̓ αὐτὸ ὁ ψαλμωδὸς ὑπενθυμίζει «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχὸς» (ψαλμ. 9, 23). Ἂν τὰ ἀνάξια χέρια, ἀγαπητοί μου, σκορπίζουν ἀπερίσκεπτα καὶ ἀκόλαστα τὸν πλοῦτο ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, τὰ ἄξια καὶ θεοκίνητα χέρια προσφέρουν καὶ διακονοῦν τὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Κλείνουν πληγές, θεραπεύουν τραύματα, ντύνουν γυμνούς, τρέφουν πεινασμένους, προστατεύουν χῆρες καὶ ὀρφανά, οἰκοδομοῦν ἄσυλα ἀγάπης, χτίζουν καὶ στολίζουν ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Σὲ τέτοια χέρια ὁ πλοῦτος γίνεται ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας ποὺ λέγεται καὶ εἶναι φλοθεΐα. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης ξέρει ὅτι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν (Παρ. 19-17). Στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης ὅλοι μποροῦν νὰ προσφέρουν. Κάθε θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ μικρὴ καὶ ἀσήμαντη. Τὴν δέχεται ὅμως μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ διαβεβαιώνει «Ἐφ ̓ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25-40).
Ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν πραγματικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ παρουσιάζει τὶς ἴδιες ἀντιθέσεις ποὺ συμβαίνουν καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Καθὼς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιον ἄλλη θὰ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἄλλη γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμετανόητους γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακία τους. Γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τὸ αἰώνιο μέλλον ἐπιφυλάσσει εὐτυχία οὐράνια, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπίγεια καὶ ὑλικὴ «δῆθεν εὐτυχία». Ἂν στὴν ἐπίγειο ζωὴ ἦταν φτωχοὶ καὶ ἄστεγοι, ἂν περιφρονήθησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἀνάγκες καὶ θλίψεις καὶ ἀσθένειες τοὺς ταλαιπώρησαν, ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ θὰ βροῦν τὴν τέλεια ἀνάπαυση καὶ εὐτυχία. Γιὰ αὐτοὺς εἶναι ἕτοιμο τὸ οὐράνιο δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, «τὴν δυστυχία» ποὺ περιμένει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλοὺς παρουσίασε σήμερα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς. Αὐτός, ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ παρέδωσεν τὴν ψυχήν του, εὑρέθη «ὑπάρχων ἐν βασάνοις». Ζῆ πλέον μέσα στὴν ὀδύνη,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου