ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ
Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
«Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται»
(Γαλ. ϛ´ 12)
. α. Στοὺς Γαλάτες ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέχονταν “ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς ἰουδαιοχριστιανούς, τοὺς “ψευδαδέλφους” δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει ὡς κατάσκοποι ἀνάμεσά τους διακηρύσσοντας ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀποτελεῖ μία βελτιωμένη ἁπλῶς ἔκδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ συνεπῶς διέστρεφαν τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μὲ τὰ λεγόμενά του ὁ ἀπόστολος ἀποκαλύπτει τὸ “παιχνίδι” τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν: ὄχι μόνο ὁ χριστιανισμός τους ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ ἰουδαϊσμός τους δὲν ἦταν γνήσιος. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δική τους ἄνεση, ἡ κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. Πιὸ σαφὴς λόγος ἀπὸ τὸν παραπάνω τοῦ ἀποστόλου δὲν θὰ ὑπῆρχε: “Ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν καλὴ φήμη στοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς ὑποχρεώνουν νὰ περιτέμνεσθε, μὲ μόνο στόχο νὰ μὴν καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐξ αἰτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
. β. 1. Ὁ ἀπόστολος λοιπὸν εἶναι σαφής: διαπιστώνει τὸ ἔργο τῶν ἐχθρῶν της χριστιανικῆς πίστης, φανερώνει τὴ σκοπιμότητα τῶν ἐνεργειῶν τους καὶ προπάντων ἀποκαλύπτει τὸ βαθύτερο σκεπτικό τους.
. Ποιό τὸ ἔργο κατὰ πρῶτον τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων καὶ προσωπικῶν τοῦ ἀποστόλου διωκτῶν; Ὅπως τὸ λέει ὁ ἀπόστολος: νὰ κάνουν ἱεραποστολὴ ὑπὲρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας μάλιστα ἕνα εἶδος βίας πρὸς τοῦτο. «Ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι». Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν καλύτερα: δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐρχομὸ Ἐκείνου. «Ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες γιὰ Ἐμένα τὸ ἔγραψαν». Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνῶ ἀναγνωρίζει τὴ συμβολὴ τῶν Πατριαρχῶν τοῦ Ἰσραὴλ «γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου» – Ἐκεῖνος ἄλλωστε τοὺς κάλεσε – “τοὺς ξεπερνᾶ”.
. Ἀλλὰ τί λέει ὁ ἀπόστολος; Ὅτι κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἱεραποστολὴ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁριστικὰ καὶ τοὺς κατεδίκασε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος τὸ 48/49 μ.Χ. – ἦταν κίβδηλη, διότι δὲν ἦταν καρπὸς τῆς πιστεύουσας καρδιᾶς τους. Στὴν καρδιά τους αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἄνεσής τους καὶ ἡ ἀπολαβὴ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου: “μὴ καταδιωχθοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸ κήρυγμα ποὺ ἀναφέρεται στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἐγείρει διωγμοὺς ὡς τὸ “ἀγκάθι στὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων. «Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν». Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καὶ χριστομάχοι, ἀφοῦ τελικῶς δὲν πίστευαν στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἂν θεωρητικῶς σ᾽ ἕναν βαθμὸ προσποιοῦνταν ὅτι Τὸν ἀποδέχονται. «Ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν».
. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος ὡς ἰατρὸς χειρουργὸς προβαίνει στὴν ἀνατομία τῆς πίστης τῶν ψευδαδέλφων: τοὺς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ καλὴ φήμη τους, τὸ καλὸ ὄνομά τους στὸν κόσμο, προκειμένου νὰ μὴν ὑποστοῦν κανένα διωγμό. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τοὺς βολεμένους ποὺ ἡ βολή τους μετράει πάνω ἀπὸ ὅλα. Δὲν πιστεύουν πουθενὰ τελικῶς, οὔτε στὸν Χριστὸ οὔτε κὰν στὸν ἰουδαϊσμό. Θεὸς τους φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός τους: ἡ καλοπέρασή τους, καὶ προκειμένου νὰ διακρατήσουν τὴν καλοπέραση αὐτή, δὲν πρέπει νὰ προκαλοῦν ἐκείνους ποὺ ἐνοχλοῦνται, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους. “Νὰ τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ ὅλους, γιὰ νὰ καλοπερνᾶμε” εἶναι τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς τους.
. 2. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς “ἀθέους” ἰουδαιοχριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐμᾶς – ἢ ἴσως κυρίως γιὰ ἐμᾶς; – τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὅ,τι μετράει περισσότερο καὶ σὲ ἐμᾶς εἶναι τὸ “τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι, τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος”, τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ κτίσουμε μία καλὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ μὴν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμὸ φανερό, ἀλλὰ ἕναν ἄλλου τύπου: τῆς εἰρωνείας, τῆς ἀπόρριψης, τῆς “φιλίας” κάποιων “σπουδαίων”. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς τὸν Χριστὸ Τὸν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπὸ τὴ ζωή μας – ἡ πρακτικὴ ἀθεΐα εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἀθεΐας – ἀφ᾽ ἑτέρου φανερώνουμε ὅτι ἐν τέλει Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. “Δὲν χρειάζονται, ἔτσι, ἄλλοι ἐχθροί τῆς πίστης μας ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς”. Ἐμεῖς “ροκανίζουμε” μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πίστη κι ἂς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ.
. Ἡ ταύτισή μας μὲ τοὺς Ἰουδαιοχριστιανοὺς – μὲ τοὺς ὁποίους ἀνήκουμε στὴν ἴδια ὁμάδα τῶν “καλοπερασάκηδων” – ἀποκορυφώνεται, ὅταν κι ἐμεῖς “δὲν διστάζουμε” μπροστὰ στὴ βολή μας καὶ τὴ “φήμη” μας νὰ γινόμαστε σκληροὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, παίζοντας τὸ παιχνίδι ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπιζητοῦμε τὴν καλὴ γνώμη. Δὲν διστάζουμε γιὰ παράδειγμα οἱ γονεῖς πολλὲς φορὲς νὰ καταπιέζουμε τὰ ἔφηβα παιδιά μας γιὰ νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἀλλὰ γιὰ τὸ καλὸ ὄνομα ποὺ θέλουμε νὰ ἔχουμε στὸ χριστιανικὸ περιβάλλον μας. Τὸ διακύβευμα ἐν προκειμένῳ, ἀντίστοιχο μὲ αὐτὸ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, εἶναι ἡ εὐπροσώπησή μας ἐν σαρκί, ἡ καλὴ φήμη μας στὸν κόσμο, κι ὄχι ἡ γνησιότητα τῆς πίστης μας, τὸ πῶς θὰ ἀρέσουμε στὸν Θεό μας. Ἄλλωστε ἂν ἦταν γνήσια ἡ πίστη αὐτή, θὰ λειτουργοῦσε μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν μας, σὰν τοῦ Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου.
. Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοὶ ἐργάτες κι ἴσως καὶ κληρικοὶ νὰ ἀσκοῦμε πολλὲς φορὲς ἱεραποστολικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, ὄχι γιὰ νὰ ἀρέσουμε πρωτίστως στὸν Κύριο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μας, ἀλλὰ στὸν ἐπίσκοπό μας ἢ γιὰ νὰ εἰσπράττουμε τὸ “μπράβο” ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες μας. “Ἡ καλὴ εἰκόνα” μας ἀποτελεῖ στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν προτεραιότητά μας καὶ ὄχι, καθὼς εἴπαμε, ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν καρδιά μας. Θὰ ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅσο σκληρὸ κι ἂν ἀκούγεται τοῦτο, ὅτι ὅσο πιὸ θορυβῶδες εἶναι τὸ ἔργο μας, ὅσο πιὸ πολὺ διαφημίζουμε τὴν ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορά μας, μὲ ἐπιθέσεις σκληρὲς κάποιες φορὲς πρὸς τοὺς “ἀντιπάλους” τῆς πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε ὅτι ἔχουμε πέσει στὴν παγίδα αὐτὴ τῆς κενοδοξίας τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ ζητᾶ τὴν ἐπευφημία τῶν ἀνθρώπων.
. 3. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅμως δὲν ἀφήνει τέτοια περιθώρια. «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι», φωνάζει. Γιατί; Διότι σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ κυριαρχούμενο στὸ μεγαλύτερο ποσοστό του ἀπὸ τὸν ἄρχοντά του, τὸν διάβολο, ὁ χριστιανὸς θὰ συναντήσει τὴν ἐχθρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου – τὸ μαρτύριο ἀποτελεῖ “δομικό” στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ρυθμιστικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο μανιωδῶς πολεμάει ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του. Ἔτσι φιλία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. «Ὃς ἂν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται», βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίοις δουλεύειν». Τὸ πνευματικὸ ἀλλοιθώρισμα ὡς ταυτόχρονη προσπάθεια σύζευξης καὶ τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει σταθερὴ πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι διαρκῶς «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὀδοῖς αὐτοῦ».
. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ “χριστιανὸς” κινεῖται πάντοτε μὲ βάση τὸν λόγο τῶν ἁγίων ἀποστόλων ποὺ ἐπιτάσσει «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νὰ εὐαρεστοῦμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ συντηρητὴς τῆς ζωῆς μας, ἡ τελικὴ ἀναφορά μας καὶ ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δὲ ἡ εὐχαριστία Του αὐτὴ προϋποθέτει τὴ συμμετοχὴ στὸ κατ᾽ ἐξοχὴν γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τὴν Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Τὸ “γενηθήτω τὸ θέλημά Σου” ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐπωδὸς τῆς κάθε ἐνέργειας τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ.
. γ. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε, δηλαδὴ σὲ ποιόν τελικῶς δίνουμε λογαριασμό; Ὁ ἀγώνας μας εἶναι ὄντως “εὐπροσωπῆσαι”, νὰ ἀποκτήσουμε καλὴ φήμη, χωρὶς ὅμως τὸ “ἐν σαρκί, δηλαδὴ χωρὶς τὴν ἀναφορά μας στὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. “Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ”: αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ προοπτική. Νὰ ἀρέσουμε στὸν Χριστό, «δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν Αὐτῷ».
ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»
Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
«Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται»
(Γαλ. ϛ´ 12)
. α. Στοὺς Γαλάτες ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέχονταν “ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς ἰουδαιοχριστιανούς, τοὺς “ψευδαδέλφους” δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει ὡς κατάσκοποι ἀνάμεσά τους διακηρύσσοντας ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀποτελεῖ μία βελτιωμένη ἁπλῶς ἔκδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ συνεπῶς διέστρεφαν τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μὲ τὰ λεγόμενά του ὁ ἀπόστολος ἀποκαλύπτει τὸ “παιχνίδι” τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν: ὄχι μόνο ὁ χριστιανισμός τους ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ ἰουδαϊσμός τους δὲν ἦταν γνήσιος. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δική τους ἄνεση, ἡ κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. Πιὸ σαφὴς λόγος ἀπὸ τὸν παραπάνω τοῦ ἀποστόλου δὲν θὰ ὑπῆρχε: “Ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν καλὴ φήμη στοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς ὑποχρεώνουν νὰ περιτέμνεσθε, μὲ μόνο στόχο νὰ μὴν καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐξ αἰτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
. β. 1. Ὁ ἀπόστολος λοιπὸν εἶναι σαφής: διαπιστώνει τὸ ἔργο τῶν ἐχθρῶν της χριστιανικῆς πίστης, φανερώνει τὴ σκοπιμότητα τῶν ἐνεργειῶν τους καὶ προπάντων ἀποκαλύπτει τὸ βαθύτερο σκεπτικό τους.
. Ποιό τὸ ἔργο κατὰ πρῶτον τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων καὶ προσωπικῶν τοῦ ἀποστόλου διωκτῶν; Ὅπως τὸ λέει ὁ ἀπόστολος: νὰ κάνουν ἱεραποστολὴ ὑπὲρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας μάλιστα ἕνα εἶδος βίας πρὸς τοῦτο. «Ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι». Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν καλύτερα: δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐρχομὸ Ἐκείνου. «Ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες γιὰ Ἐμένα τὸ ἔγραψαν». Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνῶ ἀναγνωρίζει τὴ συμβολὴ τῶν Πατριαρχῶν τοῦ Ἰσραὴλ «γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου» – Ἐκεῖνος ἄλλωστε τοὺς κάλεσε – “τοὺς ξεπερνᾶ”.
. Ἀλλὰ τί λέει ὁ ἀπόστολος; Ὅτι κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἱεραποστολὴ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁριστικὰ καὶ τοὺς κατεδίκασε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος τὸ 48/49 μ.Χ. – ἦταν κίβδηλη, διότι δὲν ἦταν καρπὸς τῆς πιστεύουσας καρδιᾶς τους. Στὴν καρδιά τους αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἄνεσής τους καὶ ἡ ἀπολαβὴ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου: “μὴ καταδιωχθοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸ κήρυγμα ποὺ ἀναφέρεται στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἐγείρει διωγμοὺς ὡς τὸ “ἀγκάθι στὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων. «Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν». Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καὶ χριστομάχοι, ἀφοῦ τελικῶς δὲν πίστευαν στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἂν θεωρητικῶς σ᾽ ἕναν βαθμὸ προσποιοῦνταν ὅτι Τὸν ἀποδέχονται. «Ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν».
. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος ὡς ἰατρὸς χειρουργὸς προβαίνει στὴν ἀνατομία τῆς πίστης τῶν ψευδαδέλφων: τοὺς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ καλὴ φήμη τους, τὸ καλὸ ὄνομά τους στὸν κόσμο, προκειμένου νὰ μὴν ὑποστοῦν κανένα διωγμό. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τοὺς βολεμένους ποὺ ἡ βολή τους μετράει πάνω ἀπὸ ὅλα. Δὲν πιστεύουν πουθενὰ τελικῶς, οὔτε στὸν Χριστὸ οὔτε κὰν στὸν ἰουδαϊσμό. Θεὸς τους φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός τους: ἡ καλοπέρασή τους, καὶ προκειμένου νὰ διακρατήσουν τὴν καλοπέραση αὐτή, δὲν πρέπει νὰ προκαλοῦν ἐκείνους ποὺ ἐνοχλοῦνται, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους. “Νὰ τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ ὅλους, γιὰ νὰ καλοπερνᾶμε” εἶναι τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς τους.
. 2. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς “ἀθέους” ἰουδαιοχριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐμᾶς – ἢ ἴσως κυρίως γιὰ ἐμᾶς; – τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὅ,τι μετράει περισσότερο καὶ σὲ ἐμᾶς εἶναι τὸ “τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι, τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος”, τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ κτίσουμε μία καλὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ μὴν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμὸ φανερό, ἀλλὰ ἕναν ἄλλου τύπου: τῆς εἰρωνείας, τῆς ἀπόρριψης, τῆς “φιλίας” κάποιων “σπουδαίων”. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς τὸν Χριστὸ Τὸν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπὸ τὴ ζωή μας – ἡ πρακτικὴ ἀθεΐα εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἀθεΐας – ἀφ᾽ ἑτέρου φανερώνουμε ὅτι ἐν τέλει Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. “Δὲν χρειάζονται, ἔτσι, ἄλλοι ἐχθροί τῆς πίστης μας ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς”. Ἐμεῖς “ροκανίζουμε” μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πίστη κι ἂς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ.
. Ἡ ταύτισή μας μὲ τοὺς Ἰουδαιοχριστιανοὺς – μὲ τοὺς ὁποίους ἀνήκουμε στὴν ἴδια ὁμάδα τῶν “καλοπερασάκηδων” – ἀποκορυφώνεται, ὅταν κι ἐμεῖς “δὲν διστάζουμε” μπροστὰ στὴ βολή μας καὶ τὴ “φήμη” μας νὰ γινόμαστε σκληροὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, παίζοντας τὸ παιχνίδι ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπιζητοῦμε τὴν καλὴ γνώμη. Δὲν διστάζουμε γιὰ παράδειγμα οἱ γονεῖς πολλὲς φορὲς νὰ καταπιέζουμε τὰ ἔφηβα παιδιά μας γιὰ νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἀλλὰ γιὰ τὸ καλὸ ὄνομα ποὺ θέλουμε νὰ ἔχουμε στὸ χριστιανικὸ περιβάλλον μας. Τὸ διακύβευμα ἐν προκειμένῳ, ἀντίστοιχο μὲ αὐτὸ τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, εἶναι ἡ εὐπροσώπησή μας ἐν σαρκί, ἡ καλὴ φήμη μας στὸν κόσμο, κι ὄχι ἡ γνησιότητα τῆς πίστης μας, τὸ πῶς θὰ ἀρέσουμε στὸν Θεό μας. Ἄλλωστε ἂν ἦταν γνήσια ἡ πίστη αὐτή, θὰ λειτουργοῦσε μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν μας, σὰν τοῦ Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου.
. Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοὶ ἐργάτες κι ἴσως καὶ κληρικοὶ νὰ ἀσκοῦμε πολλὲς φορὲς ἱεραποστολικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, ὄχι γιὰ νὰ ἀρέσουμε πρωτίστως στὸν Κύριο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μας, ἀλλὰ στὸν ἐπίσκοπό μας ἢ γιὰ νὰ εἰσπράττουμε τὸ “μπράβο” ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες μας. “Ἡ καλὴ εἰκόνα” μας ἀποτελεῖ στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν προτεραιότητά μας καὶ ὄχι, καθὼς εἴπαμε, ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν καρδιά μας. Θὰ ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅσο σκληρὸ κι ἂν ἀκούγεται τοῦτο, ὅτι ὅσο πιὸ θορυβῶδες εἶναι τὸ ἔργο μας, ὅσο πιὸ πολὺ διαφημίζουμε τὴν ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορά μας, μὲ ἐπιθέσεις σκληρὲς κάποιες φορὲς πρὸς τοὺς “ἀντιπάλους” τῆς πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε ὅτι ἔχουμε πέσει στὴν παγίδα αὐτὴ τῆς κενοδοξίας τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ ζητᾶ τὴν ἐπευφημία τῶν ἀνθρώπων.
. 3. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅμως δὲν ἀφήνει τέτοια περιθώρια. «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι», φωνάζει. Γιατί; Διότι σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ κυριαρχούμενο στὸ μεγαλύτερο ποσοστό του ἀπὸ τὸν ἄρχοντά του, τὸν διάβολο, ὁ χριστιανὸς θὰ συναντήσει τὴν ἐχθρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου – τὸ μαρτύριο ἀποτελεῖ “δομικό” στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ρυθμιστικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο μανιωδῶς πολεμάει ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του. Ἔτσι φιλία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. «Ὃς ἂν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται», βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίοις δουλεύειν». Τὸ πνευματικὸ ἀλλοιθώρισμα ὡς ταυτόχρονη προσπάθεια σύζευξης καὶ τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει σταθερὴ πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι διαρκῶς «ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὀδοῖς αὐτοῦ».
. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ “χριστιανὸς” κινεῖται πάντοτε μὲ βάση τὸν λόγο τῶν ἁγίων ἀποστόλων ποὺ ἐπιτάσσει «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νὰ εὐαρεστοῦμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ συντηρητὴς τῆς ζωῆς μας, ἡ τελικὴ ἀναφορά μας καὶ ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δὲ ἡ εὐχαριστία Του αὐτὴ προϋποθέτει τὴ συμμετοχὴ στὸ κατ᾽ ἐξοχὴν γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τὴν Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Τὸ “γενηθήτω τὸ θέλημά Σου” ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐπωδὸς τῆς κάθε ἐνέργειας τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ.
. γ. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε, δηλαδὴ σὲ ποιόν τελικῶς δίνουμε λογαριασμό; Ὁ ἀγώνας μας εἶναι ὄντως “εὐπροσωπῆσαι”, νὰ ἀποκτήσουμε καλὴ φήμη, χωρὶς ὅμως τὸ “ἐν σαρκί, δηλαδὴ χωρὶς τὴν ἀναφορά μας στὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. “Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ”: αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ προοπτική. Νὰ ἀρέσουμε στὸν Χριστό, «δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν Αὐτῷ».
ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου