ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

« ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ »

«΄Ινα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών ; » ( ΜΑΤΘ. 9, 4 ). Ενώ οι απλοί άνθρωποι θαύμασαν, αγαπητοί μου φίλοι, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Χριστό, οι Γραμματείς καλλιεργούσαν πονηρούς λογισμούς. Τυφλωμένοι από τον εγωϊσμό δεν μπορούσαν να κατανοήσουν όσα θαύματα επιτελούσε ο Ιησούς. Από τους Γραμματείς έλειπε η απλότητα, η ταπείνωση και η ψυχική καθαρότητα. Για αυτά μας πληροφορεί το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Το θέμα των πονηρών λογισμών είναι φλέγον για εκείνους που αγωνίζονται πνευματικά. Οι λογισμοί βασανίζουν όλους τους ανθρώπους και γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δύναμη και σύνεση. Τους πονηρούς λογισμούς δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, μπορούμε όμως να τους αποκρούουμε και να απαγορεύουμε την είσοδό τους στην καρδιά μας.
Οι πονηροί λογισμοί προέρχονται είτε από τον πονηρό διάβολο, είτε από την καρδιά μας. Οι πονηροί λογισμοί και πολύ περισσότερο η καλλιέργειά τους από μέρους μας, απομακρύνει τον Θεό από τη ζωή μας και παραδινόμαστε στον πονηρό. Κακία μεγάλη βγαίνει από τη ψυχή των δολίων Γραμματέων. Συκοφαντούν τον Χριστό και τον παρουσιάζουν ως καταλύτη του Νόμου, νεωτεριστή, φάγο και οινοπότη. Ο φθόνος και η υποκρισία ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Γραμματέων. Αν και ήσαν σοφοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν μυστήρια, τα οποία ο απλός λαός κατανοούσε. Η πονηρία είχε σκοτίσει τελείως το μυαλό τους. Όταν καλλιεργήσει ο άνθρωπος πονηρούς λογισμούς σκοτίζεται και δεν μπορεί να κατανοήσει πράγματα που γίνονται γύρω του. Είναι μπερδεμένος και κατευθύνεται από τους πονηρούς λογισμούς του.
Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν με καχύποπτο βλέμμα και την πιο αγαθή συμπεριφορά. Παρεξηγούν κάθε λέξη, παρανοούν κάθε κίνηση, ομιλούν πάντα με υπονοούμενα και βλέπουν σε κάθε τι την πρόκληση. Άλλοι πάλι έχουν την τάση της καταστροφής, της εκδικήσεως και της κακότητας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δυστυχισμένες υπάρξεις, που ζουν μέσα σ’ ένα κόσμο διαστροφής και πλάνης. Από την καρδιά τους εκπορεύονται οι διεστραμμένοι λογισμοί. « Ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά » ( ΜΑΤΘ. 12,36 ). Όταν στην καρδιά του ανθρώπου κυριαρχεί η αμαρτία, τότε κάθε σκέψη είναι πονηρή. Αντίθετα όταν στην καρδιά βασιλεύει ο Θεός, τότε και οι λογισμοί θα είναι καθαροί. Ότι καλλιεργούμε μέσα μας, αυτό φανερώνεται και στις εξωτερικές κινήσεις μας. Ο άνθρωπος του Θεού, που δεν καλλιεργεί τους πονηρούς λογισμούς, φαίνεται από πολύ μακριά.
Λέει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης : « Αίτια δε και των εσωτερικώς και των εξωτερικώς κινουμένων λογισμών είναι τρία. πρώτον μεν οι δαίμονες. ύστερον δε τα πάθη δηλ. οι πληγές που εφθάσαμεν να λάβωμεν καθ’ έξιν εις την καρδίαν προαιρετικώς ή μισούντες κανένα πράγμα ή αγαπώντες αυτό εμπαθώς. και τέλος η διεφθαρμένη κατάστασις της ανθρωπίνης φύσεως ». ( Ο Αόρατος Πόλεμος, σελίδα 121 ). Είναι δυνατόν όμως να αγωνισθούμε εναντίον των πονηρών λογισμών; Είναι δύσκολο αλλά όχι και ακατόρθωτο. Για να καθαρίσουμε την καρδιά και το νου από τους πονηρούς λογισμούς, χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Απαιτείται υπομονή και διάκριση. Θα πρέπει ο πιστός να μη καταλαμβάνεται από άγχος όταν έρχεται κάποιος πονηρός λογισμός, αλλά να τον εκδιώκει ήρεμα και στη θέση του να βάζει αγαθούς και ωφέλιμους λογισμούς. Ένας άλλος τρόπος αποφυγής των πονηρών λογισμών είναι το να λέμε την Ευχή του Ιησού : « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με ».
Ο Γέροντας Παΐσιος για τους πονηρούς λογισμούς έλεγε χαρακτηριστικά : « Σε προσβολές λογισμών η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η περιφρόνηση. Να μην του δώση κανείς σημασία. Η συζήτηση με τον λογισμό είναι επικίνδυνη, γιατί και εκατό δικηγόροι να μαζευτούν δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με ένα μικρό ¨ταγκαλάκι ¨ ». ( Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Ιερομονάχου Ισαάκ, σελίδα 487 ). «Ταγκαλάκι» ο Γέροντας ονόμαζε το διάβολο. Οι Γέροντες και όσοι αγωνίζονται πνευματικά, με την πείρα και τη συνεχή νηπτική εργασία, απομακρύνουν εύκολα τους πονηρούς και εμπαθείς λογισμούς. Η καλλιέργεια των λογισμών είναι αυτή που ρίχνει τον άνθρωπο στην οποιαδήποτε αμαρτία. Όταν αρχίσουμε να συζητάμε με αυτούς, τότε σίγουρα θα πέσουμε στην αμαρτία.
Αγαπητοί μου φίλοι, τα λόγια αυτά περί πνευματικού αγώνα κατά των λογισμών, για τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής μας προκαλούν ειρωνικά σχόλια και γέλια. Οι σημερινοί σαρκικοί άνθρωποι ούτε καν συζητούν για λογισμούς, αφού αυτούς τους πραγματοποιούν χωρίς να κάνουν τον παραμικρό αγώνα. Με τα έντυπα, τη τηλεόραση και το Ίντερνετ έχει γεμίσει η φαντασία μας με κάθε είδους αισχρότητα. Πονηρά ερεθίσματα μας δημιουργούν πονηρούς λογισμούς. Είναι γεγονός ότι έχουμε να παλέψουμε με ισχυρούς εχθρούς. Γι’ αυτό στη θέση των πονηρών λογισμών ας βάζουμε πάντα λογισμούς ιερούς. Ο αγώνας στην αρχή θα είναι σκληρός. Δεν το αμφισβητούμε. Χρειάζεται όμως υπομονή κι ελπίδα. Έτσι μόνο θα απαλλαγούμε από την πονηρή σκέψη και τότε στην καρδιά μας θα ενθρονισθεί ο Θεός.
Με αγάπη Χριστού,
π. Βασίλειος.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Της Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος Χριστού
(Ευαγγέλιο: Ματθ . 17, 1-9-Απόστολος: Β ' Πέτρ . 1, 10-19)
Κήρυγμα και Θεολογία Β'
Γεωργίου Π. Πατρώνου, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, 2003, σελ. 225-234
Εισαγωγικά
Η σημερινή εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες του εορτολογικού κύκλου των Δεσποτικών εορτών, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Παράδοση, γιατί έχει μιαν άμεση αναφορά στην τελείωση και θέωση του ανθρώπου, που είναι και η εσχατολογική προοπτική της θείας Οικονομίας. Όλα τα γεγονότα της ζωής και δράσης του Ι ησού Χριστού αναφέρονται στη λύτρωση και τη σωτηρία του κόσμου. Η μεταμόρφωση, όμως, πέρα από τη χριστολογική σημασία που φανέρωσε σε όλους την επί της γης δόξα του Κυρίου, έχει και μια βαθύτατη ανθρωπολογική σπουδαιότητα αφού δείχνει προς τον σκοπό της πνευματικής πορείας, που είναι η θέωση και η δοξοποίηση του καθενός ανθρώπου.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι άκρως ενδιαφέρουσα για δύο σημαντικούς λόγους: και για τον ιστορικό ρεαλισμό της περιγραφής του γεγονότος της μεταμόρφωσης, αλλά και για το βαθύτατο θεολογικό νόημα που εμπεριέχει και που αναφέρεται στον άνθρωπο και στην προοπτική της ιστορικής του πορείας. Η εορτολογική παράδοση, μάλιστα, εμμένει όχι μόνο στην ιδιάζουσα θεολογική ερμηνεία που προβάλλεται, αλλά και στη συμβολικότητα του γεγονότος με την αναφορά και τη συσχέτιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης με το όρος Θαβώρ. Έτσι το
Θαβώριο όρος παίρνει τη θέση συμβόλου λειτουργικού και επισημαίνει το σημείο αναφοράς στην αγιαστική και θεοποιητική πορεία όλων μας.
Η μεταμόρφωση του Κυρίου και η προοπτική της μεταμόρφωσης του καθενός ανθρώπου βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Έχουμε συνάντηση του θείου και του ανθρώπινου, του κτιστού και του ακτίστου . Η μεταμόρφωση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και η μεταμόρφωση φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Στην θαβώριο μεταμόρφωση μετέχει ο Θεός και ο άνθρωπος. Μετέχει όλη η φύση και η κτίση. Μεταμορφώνεται το πνεύμα αλλά και το σώμα. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του όλου ανθρώπου και της καθόλου δημιουργίας. Έχει, επομένως, η μεταμόρφωση καθολική σημασία. Γι' αυτό και δεν πρέπει να κατανοείται η μεταμόρφωση ως περιπτωσιακό γεγονός και ως αναφερόμενο στα πνευματικά και στα επιμέρους μόνο θέματα του ανθρώπου και της ζωής του. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κατανοείται ως γεγονός που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Υπ' αυτή την έννοια, το σημερινό κήρυγμα, αν και θα αναφερθεί σε τέσσερα μόνο βασικά σημεία, σκοπός μας είναι να επιχειρήσουμε μια σφαιρική προσέγγιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης στην ολότητα του και στην καθολικότητα του, φωτίζοντας θεολογικά αυτό καθαυτό το γεγονός αλλά και τη σημασία του για τη δική μας πνευματική πορεία.
1. Η Μεταμόρφωση ως ιστορικό γεγονός
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ιστορικότητα του γεγονότος της μεταμόρφωσης του Χριστού. Ο Κύριος παραλαμβάνει τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και μεταμορφώνεται «έμπροσθεν αυτών». Η μαρτυρία των τριών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Δεν πρόκειται, επομένως, για θεολογικό μύθο. Βέβαια πρόκειται για μια πνευματική εμπειρία των τριών μαθητών του Ιησού, όμως η εμπειρία αυτή εδράζεται σε ιστορικό γεγονός και συνδέεται με εξωτερικά εύληπτα φαινόμενα. Βλέπουν τον Κύριο στην κορυφή του όρους να λάμπει το πρόσωπο του «ως ο ήλιος» και τα ενδύματα του να γίνονται «λευκά ως το φως». Παρατηρούν δίπλα στον μεταμορφούμενο Διδάσκαλο να παρίστανται ως «μάρτυρες» του γεγονότος δύο σημαντικά πρόσωπα της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής και της εσχατολογικής παράδοσης του Ισραηλιτικού λαού, τον Μωυσή και τον Ηλία. Όλα αυτά φανερώνουν ένα είδος θεοφάνειας μέσα στον μεσσιανολογικό χαρακτήρα του γεγονότος.
Παράλληλα ο λαός είναι συγκεντρωμένος, κατά τη διήγηση της περικοπής, κάτω στους πρόποδες του Όρους, μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές και περιμένουν τον Κύριο να κατέβει από το Θαβώρ, να τους κηρύξει τη νέα πίστη και να θεραπεύσει τους βασανισμένους ασθενείς τους. Όλη η ευαγγελική περικοπή έχει μια θαυμαστή ρεαλιστική προσέγγιση του γεγονότος. Δεν αφήνει περιθώρια για καμιά αμφισβήτηση, ότι εδώ πρόκειται για μια απλή αλλά γεμάτη σαφήνεια περιγραφή ενός πραγματικού ιστορικού συμβάντος. Αυτό το συμβάν πραγματοποιείται «έμπροσθεν» όχι μόνο των μαθητών αλλά και του λαού και επομένως δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Αντίθετα ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός υπόκειται σε ιστορική διερεύνηση και θεολογική ερμηνεία, ώστε να εξαχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα προς ενίσχυση της πίστεως και της οικοδομής των πιστών.
Τα ευαγγελικά ιστορικά γεγονότα δεν πρέπει να απομονώνονται και να τα επενδύουμε με το ένδυμα του θεολογικού μύθου. Είναι μέρος της γενικότερης ιστορίας της ανθρωπότητας, η δε αποκάλυψη τους έχει άμεση σχέση με την παγκόσμια ιστορία και ιδιαίτερα με την ιστορία του σχεδίου της θείας Οικονομίας. Το γεγονός της μεταμορφώσεως, μάλιστα, έχει άμεση σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι και με την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς την τελείωση και τη θέωση .
2. Η θεολογική ερμηνεία του γεγονότος
Στο γεγονός της μεταμόρφωσης έχουμε τα έξης ενδιαφέροντα στοιχεία για μια ουσιαστική θεολογική προσέγγιση. Καταρχήν έχουμε την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία, δύο προσώπων της ιερής ιστορίας του Ισραήλ που συνδέονται άμεσα με την έλευση και την εμφάνιση του Μεσσία. Ο χαρακτήρας του γεγονότος, επομένως, είναι σαφώς μεσσιανολογικός και άρα η όλη ευαγγελική διήγηση είναι καθαρά χριστοκεντρική . Με άλλα λόγια έρχεται να φωτίσει το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού και να δώσει σαφή απάντηση στο ιστορικό ερώτημα «τις γαρ ούτος έστιν ;».
Ο Ιησούς δεν είναι μόνο ιστορικό πρόσωπο, που γεννάται σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας και εν ημέραις Ηρώδου τον Μεγάλου», που γενεαλογείται ως μέλος κάποιας συγκεκριμένης οικογένειας της φυλής και του γένους Δαβίδ, αλλά είναι και ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Χριστός του Κυρίου που θα έρθει για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτή δε η έλευση του θα επιβεβαιωθεί, κατά την παράδοση, από την παρουσία των αποκαλυπτικών προσώπων του Μωϋσή και του Ηλία.
Η παρουσία δε αυτή του Μωϋσή και του Ηλία έχει μια βαθιά παράδοση στην εσχατολογία και τη μεσσιανολογία του Ισραήλ. Όπως και η εμφάνιση, κατά μια άλλη παράλληλη παράδοση, του Μωϋσή και του Ενώχ. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν την εγγύηση και την επιβεβαίωση μιας αληθινής μεσσιανικής παρουσίας αλλά και θεοφάνειας . Και δεν επιβεβαιώνουν μόνο την παρουσία του Μεσσία -Χριστού στο ιστορικό παρόν, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα αυτά υπάρχει παράδοση ότι θα συνοδεύσουν τον Χριστό και κατά τη δευτέρα και ένδοξη εσχατολογική παρουσία. Γι' αυτό ακριβώς και το γεγονός της μεταμόρφωσης αποτελεί πρόγευση και προμήνυμα και της ένδοξης δευτέρας παρουσίας. Έτσι στο γεγονός αυτό έχουμε την ιστορία της μεταμόρφωσης, αλλά και την προοπτική της εσχατολογικής εξέλιξης και πλήρωσης.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της μεταμόρφωσης είναι η εμφάνιση και η παρουσία του ακτίστου φωτός. Το φως της μεταμόρφωσης περιβάλλει κατά κύριο λόγο τον Ιησού Χριστό και κατ' επέκταση τους μαθητές, τον κόσμο όλο και όλη την κτίση. Διερωτάται βέβαια κανείς τι είδους φως είναι αυτό και ποια η σημασία του. Μήπως πρόκειται για μια απλή ανταύγεια ακτίνων του ηλίου που φωτίζουν τα πράγματα και λαμπρύνουν τα αντικείμενα, ή πρόκειται για κάποιο άλλο «φως», άλλης φύσεως και άλλης ποιότητας; Το ερώτημα αυτό που τίθεται από πολλούς απαιτεί όχι μόνο ιστορική προσέγγιση αλλά και θεολογική διερεύνηση.
Η πατερική ερμηνευτική θεολογία κάνει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Ειδικότερα ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του «Εξαήμερος», σχολιάζοντας τα γεγονότα της αρχικής δημιουργίας, ομιλεί σε κάποιο σημείο για ένα πρωταρχικό «φως» της πρώτης ημέρας. Αυτό το «φως» το αποκαλεί «φως καθαρότατον », «ειλικρινές» και « άϋλον ».
Το διακρίνει δε με κάθε σαφήνεια από το γνωστό μας φως του ηλίου και της σελήνης και αφήνει να νοηθεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποιο «άκτιστο» φως που να δηλώνει την παρουσία του δημιουργού Θεού. Πολύ αργότερα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα μιλήσει και αυτός πάλι με μεγάλη σαφήνεια για την ύπαρξη ενός « ακτίστου φωτός» και θα το διακρίνει από κάθε κτιστό και υλικής φύσεως φως. Το κτιστό ανήκει στη δημιουργία και στον κόσμο μας, το άκτιστο ανήκει στο θεό και στην παρουσία του. Το ένα είναι υλικό και θαμπό, το άλλο είναι « άϋλο » και «καθαρότατο». Επομένως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου συναντάται με την ερμηνεία του Μεγάλου Βασιλείου και μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο για μας για την κατανόηση του φωτός της μεταμόρφωσης και του φωτός του κενού τάφου και της ανάστασης. Αυτό το ίδιο φως πληροί την πνευματική μας πορεία και μεταμορφώνει τις υπάρξεις μας. Υπ' αυτή την έννοια το φως της μεταμόρφωσης του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος επιδέχεται βαθιά θεολογική προσέγγιση και δεν μας επιτρέπει μονοσήμαντες και αφελείς ερμηνείες.
3. Η πνευματική προοπτική της Μεταμόρφωσης
Η μεταμόρφωση, πέρα από ιστορικό γεγονός με βαθύτατη θεολογική σημασία, προβάλλεται και ως πρόταση για εμπειρία ζωής. Η εμπειρία αυτή δεν πρέπει να συσχετίζεται μόνο με το πρόσωπο του μεταμορφωθέντος Χριστού, αλλά να αναφέρεται και στην προσωπική ζωή όλων μας. Η θεία εμπειρία αποτελεί τον τύπο και το σταθερό σημείο αναφοράς για μας. Ακριβώς, όπως η εμπειρία αυτή, καθαρά πνευματικής φύσεως, χαρακτήρισε αρχικά τους μαθητές του Κυρίου και στη συνέχεια όλο το λαό που παρίσταται στο θαύμα, ως συνέχεια και επακόλουθο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.
Ο Χριστός με τη μεταμόρφωση έδειξε στον κόσμο το αληθινό του πρόσωπο και το μυστήριο της παρουσίας του. Δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και Θεός. Προσέλαβε την κτισ τή ανθρώπινη φύση. Όμως στη μεταμόρφωση φάνηκε και η άκτιστη θεία λαμπρότητα και δόξα του. Στον κόσμο μας παρουσιάσθηκε ως ανθρώπινη και θεία παρουσία. Η προαιώνια θεία φύση του εισέρχεται στον κόσμο και ενανθρωπίζεται . Το άκτιστο συναντά και προσλαμβάνει τον κτιστό άνθρωπο και τον θεώνει . Αυτό είναι ένα αρχικό αλλά βαθύτατα ουσιαστικό στοιχείο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.
Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος έχουμε και τη συγκλονιστική εμπειρία των μαθητών του Κυρίου. Και η εμπειρία αυτή δεν ήταν τυχαία. Η συγκλονιστική εντύπωση τους και η ελκτικότητα του γεγονότος ήταν τόσο ισχυρή που εκφράζουν αμέσως την επιθυμία τους η εμπειρία αυτή να είναι διαρκείας και να τους συνοδεύσει σε όλη τους τη ζωή. Αυτό ακριβώς εκφράζει η πρόταση τους να φτιάξουν σκηνές και να παραμείνουν στο Θαβώρ, βιώνοντας αδιάκοπα την εμπειρία της μεταμόρφωσης. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς το περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας τους. Ο Ευαγγελιστής δεν μας περιγράφει δυστυχώς τι εσήμαινε για τους μαθητές η κορυφαία εκείνη στιγμή της μεταμόρφωσης του Κυρίου. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι η αρχική συγκλονιστική τους εντύπωση και ότι οι ίδιοι άρχισαν να γεύονται τους εσχατολογικούς καρπούς της μεταμόρφωσης στην προσωπική τους ζωή.
Η μεταμόρφωση, επομένως, στην πνευματική διάσταση δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να κατανοείται ως ατομικό γεγονός, που άφορα μόνο στο πρόσωπο του Ιησού . Και ούτε ακόμη περιοριστικά και επιλεκτικά, ωσάν να αναφέρεται μόνο σε τρεις εκλεκτούς μαθητές και σε δύο
αποκαλυπτικές μορφές του παρελθόντος. Είναι ένα γεγονός καθολικής σημασίας. Αρχικά ξεκινάει από τον Κύριο, συνεπαίρνει στη συνέχεια τους τρεις μαθητές, προεκτείνεται προς τους Δώδεκα και δι' αυτών φτάνει σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κτίση. Έτσι, κατά συνέπεια, δικαιούμαστε να ομιλούμε για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου, της φύσης και της κτίσης, για τη μεταμόρφωση όλης της δημιουργίας, είτε υλικής είτε πνευματικής.
4. Σχέση της Μεταμόρφωσης με το θαύμα
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σχετίζει το γεγονός της μεταμόρφωσης με το θαύμα της θεραπείας ενός υιού που «σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Ενώ οι τρεις μαθητές επιμένουν για μια μόνιμη κατοίκηση στο Θαβώρ και ουσιαστικά για «ιδιοποίηση» του γεγονότος της μεταμόρφωσης, ο μεταμορφωθείς Κύριος τους λέει ότι πρέπει να κατέβουν κάτω στην κοιλάδα, όπου οι υπόλοιποι μαθητές και ο λαός. Εκεί κάτω όλοι αναμένουν όχι μόνο ν' ακούσουν το κήρυγμα από τον Διδάσκαλο, αλλά και να γευθούν τους θαβώριους καρπούς της μεταμόρφωσης.
Γνωρίζουμε από τη σχετική ευαγγελική διήγηση, ότι κατά τη διάρκεια του γεγονότος της μεταμόρφωσης ένας πατέρας έχει μεταφέρει τον άρρωστο γιο του και οι μαθητές προσπαθούν να τον θεραπεύσουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όλοι και όλα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Η πίστη παραμένει ανενεργός, η δύναμη των μαθητών δεν είναι αποτελεσματική και το θαύμα δεν τελεσιουργείται . Και αυτό οφείλεται στο γεγονός της «απουσίας» του Κυρίου, αφού «άνευ αυτού ου δύνασθε ποιήσαι ουδέν». Η μεταμόρφωση δεν είναι μια μαγική λέξη, αλλά ενεργός δύναμη πίστεως που τελεσιουργεί το θαύμα.
Επίλογος
Ένας μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης έχει ζωγραφίσει τον πίνακα της μεταμόρφωσης σε δύο εντυπωσιακά πλάνα. Στο επάνω μέρος με χρώματα ζωηρά και φωτεινά παρουσιάζεται ο κόσμος της μεταμόρφωσης. Στο κάτω πλάνο βρίσκεται η κοιλάδα του κλαυθμώνος , η οδυνηρή και αδιέξοδη ζωή των ανθρώπων. Ένας κόσμος χωρίς φως και ελπίδα. Ο επάνω κόσμος φωτεινός, ο κάτω σκοτεινός. Ο κόσμος του Ιησού και της μεταμόρφωσης από το ένα μέρος και από το άλλο ο κόσμος ο δικός μας, της παραμόρφωσης και της ασθένειας. Οι δύο αυτοί κόσμοι, κατά την ευαγγελική περικοπή, πρέπει να γίνουν ένας. Και κρίκος σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων είναι ο ενανθρωπήσας και μεταμορφωθείς Κύριος. Αυτός ενοποιεί τον Θεό και τον άνθρωπο, τον ουρανό και τη γη. Το θαύμα τελεσιουργείται μόνο κάτω από το φως της μεταμόρφωσης.
Σ' αυτή την προσέγγιση για την κατανόηση της μεταμόρφωσης ως λειτουργίας ζωής και για την πραγματοποίηση του θαύματος στην προσωπική μας πορεία, έχουμε τα εξής πνευματικής φύσεως στοιχεία. Μεταμόρφωση σημαίνει μετάνοια και αλλαγή πορείας. Σημαίνει ανάβαση στο Θαβώρ και κοινωνία μετά του Ιησού. Η μεταμόρφωση συνδέεται άμεσα και ουσιαστικά με την παρουσία του Κυρίου. Το ίδιο συμβαίνει και με το θαύμα, που έρχεται ως επακόλουθο της μεταμόρφωσης. Το θαύμα δεν τελεσιουργείται απόντος του Χριστού. Για να πραγματοποιηθεί το θαύμα ανάγκη είναι το γεγονός της μεταμόρφωσης να μεταφερθεί από το θαβώριο ύφος στην ιστορική πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων. Κατανοείται, έτσι, γιατί ο Κύριος καλεί τους μαθητές να κατέβουν και να πορευθούν προς το λαό, ενώ οι μαθητές επιμένουν να κατασκηνώσουν εκεί ψηλά σε μια εξωιστορική πραγματικότητα. Μόνο όταν εισέλθει στην ιστορία και κοινωνήσει με τους ανθρώπους ο μεταμορφωθείς Χριστός τότε συντελείται το θαύμα.
Το θαύμα επιφέρει την ίαση και τη θεραπεία, στην ουσία όμως είναι γεγονός μεταλλαγής και μεταμόρφωσης. Το θαύμα είναι η αποκατάσταση στο «κατά φύσιν ». Η υγεία και η αρετή είναι το κατά φύσιν του ανθρώπου. Η ασθένεια και η αμαρτία είναι το «παρά φύσιν ». Η φθορά και ο θάνατος είναι έξω από τη φύση της δημιουργίας. Το θαύμα ουσιαστικά συνιστά τη φύση της ζωής. Ζωή κατά κυριολεξία είναι υγεία, μα πάνω από όλα είναι κάλλος και ωραιότητα. Αυτό ακριβώς πραγματοποιείται και με τη μεταμόρφωση. Η μεταμόρφωση είναι λάθος να κατανοείται μόνο ως γεγονός υπερφυσικό και κατ' επέκταση ως ανέφικτο για την παρούσα ιστορική μας ζωή. Η μεταμόρφωση είναι κατ' ουσίαν λειτουργία ζωής και πραγματώνεται διαρκώς στο παρόν και στη ζωή, όπως ακριβώς φανερώθηκε με τη μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (24/07/2011) ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Λέει ο Ιησούς στους γραμματείς:

τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; (Ματθ. 9, 5)

Τι είναι ευκολότερο, να πει κανείς σου έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες σου ή να πει σήκω και περπάτησε; Σ' αυτήν την ερώτηση εύκολα θα έλεγε κανείς πως είναι δυσκολότερο το δεύτερο. Μιας και το θαύμα περιορίζεται μόνο σε ότι βλέπει το μάτι μας. Σε ότι υπερβαίνει μόνον τις φυσικές δυνάμεις. Και βέβαια όταν γίνει, δεν θα μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς και θα επιφέρει τον εντυπωσιασμό.

Κι όμως! Ο Ιησούς μας θυμίζει πως το εξωτερικό θαύμα δεν είναι δύσκολο. Δύσκολο είναι το εσωτερικό θαύμα, η άφεση των αμαρτιών. Το οποίο δεν μπορεί να το δει κανείς για να το εξακριβώσει. Που δεν εντυπωσιάζει, αλλά έχει να κάνει με το αθάνατο μέρος της υπόστασής μας. Την ψυχή. Και η θεραπεία της από τις αμαρτίες γίνεται ορατή μέσα από την συνεχή άσκηση στην πίστη. Και τονίζοντας στους γραμματείς τη σπουδαιότητα του εσωτερικού θαύματος ο Κύριος, μας καλεί να ζητήσουμε το θαύμα μέσα μας. Στο κομμάτι του εαυτού μας που είναι άφθαρτο. Να δείξουμε ανάλογη πίστη με τον παραλυτικό, για να μας αποβάλει το βάρος της αμαρτίας.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


Προς Ρωμαίους Επιστολή του Απ. Πάυλου για την αγάπή
Ερμηνεία π. Ιωήλ Κωστανταρου
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να ζει μόνος του, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να περιμένει ότι από μονωμένος και αποκομμένος από την Χριστιανική κοινότητα, θα μπορέσει να προοδεύσει και να προκόψει στην πνευματική του ζωή, έστω και αν διαθέτει μεγάλα χαρίσματα. Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα θέλει να τονίσει ο Απ. Παύλος, γι’ αυτό και καταγράφει στο ιερό κείμενο με ένα μοναδικό ρυθμό και ουράνιο παλμό, το πώς πρέπει να καταρτίζει ο πιστός τη ζωή του μέσα στη ατμόσφαιρα της στρατευομένης Εκκλησίας.

Οπωσδήποτε ο κάθε Χριστιανός έχει χαρίσματα «κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν» , ανάλογα δηλ. με την χάρη του Αγίου Πνεύματος η οποία μας δόθηκε κατά την ώρα του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Και βέβαια τα χαρίσματα είναι πολλά και διάφορα. Προφητεία, διακονία, διδασκαλία, πνευματικά, διοικητικά, και τόσα άλλα χαρίσματα που καταγράφονται στο ιερό κείμενο, αλλά και που τα γνωρίζουμε να υφίστανται στα πρόσωπα των πιστών εντός της Εκκλησίας μας. Αφού λοιπόν η δωρεά και παροχή των χαρισμάτων δεν εξαρτάται από τον καθένα μας, είναι καθαρώς δωρεά του Θεού, γι’ αυτό και ο πιστός άνθρωπος, πρέπει να επαναπαύεται σε όσα έλαβε και να μη ζητά άλλα, ανώτερα όπως ίσως νομίζει χαρίσματα. Αλλά, αρκούμενος σ’ αυτά ας καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τα ανακαλύψει κατ’ αρχάς και στη συνέχεια να τα καλλιεργήσει εν ταπεινώσει και συστηματικά, ώστε να τα χρησιμοποιήσει κατά το θέλημα του Θεού. Να τα προσφέρει προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, για την ωφέλεια των αδελφών του και βέβαια για το καλό της ψυχής του.
Ο κάθε στίχος της Αποστολικής περικοπής, αποτελεί και ένα πνευματικό διαμάντι που θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι για να αναπτύξει κανείς σε βάθος και πλάτος την όλη τους θεολογική σπουδαιότητα και την Εκκλησιαστική και κοινωνική τους αξία.
Θα σταθούμε όμως στον ένατο στίχο του κειμένου ο οποίος εκφράζει γενική αρχή. Αποτελεί δε θεμέλιο λίθο του όλου Χριστιανικού οικοδομήματος: «Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ» (Ρωμ. ΙΒ΄ 9). Δηλ. Η αγάπη ας είναι ειλικρινής και ελεύθερη από την υποκρισία. Να αποστρέφεσθε με όλη σας την δύναμη το πονηρό και να είστε προσκολλημένοι στο αγαθό.
Αδελφοί μου, ας το βάλουμε καλά μέσα στο νου μας και κυρίως στην καρδιά μας. Όσα χαρίσματα κι αν διαθέτουμε, αν δε βαλθούμε να καλλιεργήσουμε το επιστέγασμα και ακριβώς ειπείν, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπη, την Ευαγγελική Χριστιανική αγάπη, άνευ αντιλογίας ολόκληροι οι κόποι μας πάνε χαμένοι.
Αγάπη λοιπόν Χριστιανική!
Ώστε είναι τόσο εύκολη υπόθεση να κατορθώσει ο πιστός αυτή την κορυφή που ξεπερνά και αυτόν τον ουρανό;
Φίλοι μου, είναι και εύκολο και δύσκολο το κατόρθωμα. Αναλόγως το πώς κανείς τοποθετεί την ύπαρξή του έναντι της αποκαλύψεως που φέρει ο Ιησούς διά του Ευαγγελίου στους ανθρώπους.
Εάν υπάρχει η διάθεση της υπακοής στο πανάγιο και παντοκρατορικό θέλημα του Θεού, εάν ο άνθρωπος που αποδέχεται την πίστη είναι έτοιμος για θυσίες και αγωνίζεται να παραμένει ασυμβίβαστος με το κατεστημένο της πολυκέφαλης αμαρτίας, τότε το πράγμα γίνεται εύκολο. (Εννοείται βέβαια πως θα έχει άμεση επαφή με τους αγωγούς της χάριτος, τα ιερά δηλ. μυστήρια και την αυθεντική Εκκλησιαστική μας ζωή).
Αν εξ’ αντιθέτου ο άνθρωπος έχει νομίσει τον Χριστιανισμό ως μια άνευρη  ηθικιστική ζωή των ξερών τύπων, εάν φρονεί ότι η πίστη είναι απλώς μια πρακτική αντιμετώπιση επιμέρους ηθικών διλημμάτων, καταντώντας το Ευαγγελικό μήνυμα μια ξεπεσμένη καζουϊστική αρχή, τότε δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος περί της αγάπης και μάλιστα της ανυποκρίτου, όπως επιτάσσει το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου.
Θα ήταν όντως η χειρότερη παραποίηση του Αποστολικού κηρύγματος, αν φανταστούμε την Χριστιανική αγάπη ως ένα πλαδαρό συναίσθημα που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αρρωστημένη πνευματική αυτάρκεια και σε μια απαράδεκτη απομόνωση, εγκαταλείποντας ο πιστός τα προβλήματα της Εκκλησιαστικής κοινότητας. Αντιθέτως, με όλη τους την ψυχική δύναμη, οι οπαδοί του Ιησού, και με όλη τη δύναμη της αποστροφής τους, είναι επιτακτική ανάγκη να αντιτίθενται προς κάθε πονηρό πράγμα. Ταυτοχρόνως δε χρειάζεται να είναι επιμόνως στραμμένοι, κυριολεκτικώς προσκολλημένοι στο αγαθό.
Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις και πάνω σ’ αυτή την αρραγή βάση της γνήσιας και υγιούς αγάπης,μπορούμε στη συνέχεια να κάνουμε σοβαρό λόγο  περί «φιλαδελφίας», περί «τιμής» και «ευγενείας» και για όλα αυτά τα πράγματι εξαίρετα χαρίσματα της σπουδής και του ζήλου, της ελπίδας και της προσφοράς στους ανθρώπους της Εκκλησίας και γενικώτερα στον κόσμο.
Μόνο έτσι μπορεί ο πιστός να μη ανταποδίδει κακό, να εκφέρει καλά λόγια και συνάμα να προσεύχεται γι’ αυτούς που τον πληγώνουν, ώστε να τους ελεήσει ο Θεός.
Μόνο μέσα σ’ αυτή την σφαίρα των καλλιεργημένων χαρισμάτων του Πνεύματος και προπαντός της αγάπης, μπορούμε να παραμένουμε ειρηνικοί, διατηρώντας την πνευματική αρχοντιά και ευλογώντας τους διώκοντας ημάς, διότι κυρίως αυτοί έχουν ανάγκη την αγάπη μας.
Αυτός αδελφοί μου είναι ο κατά το δυνατόν τέλειος Χριστιανός, η κορυφή της αρετής και της αγιότητας, ο άνθρωπος της ειλικρινούς αγάπης. Ο φιλόστοργος και φιλάγαθος που είναι πάντοτε πρόθυμος σε κάθε έργο θεάρεστο και ταυτοχρόνως προσεύχεται για τους διώκτες και συκοφάντες του.
Και ας μη λησμονούμε ποτέ: «Οι άνθρωποι αξίζουν την αγάπη μας, όταν αυτοί δεν αξίζουν την αγάπη μας»!
Αμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 
Θάρσει, τέκνον· ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι
 
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θάρρος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακούφιση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά στην ψυχή του ανθρώπου από το να νιώσει ότι η άφεση των αμαρτιών ήλθε και παρέγραψε όλα όσα έχουν στεναχωρήσει τον Θεό.
Ο Θεός έδωσε τους νόμους. Η αθέτηση τους εκ μέρους του ανθρώπου προσβάλλει τον Νομοθέτη. Όπως ακριβώς και στους πολιτικούς νόμους. Το κράτος θέτει νόμους. Όταν ο πολίτης τους καταπατεί, το κράτος τον καταδιώκει αυτεπαγγέλτως. Η κάθε αμαρτία λοιπόν είναι προσβολή και ασέβεια και επανάσταση κατά του Θεού του Νομοθέτη.
Ο Νόμος του Θεού ορίζει να σεβόμαστε και να προστατεύουμε την ζωή του άλλου. Όταν τον κακοποιούμε με οποιονδήποτε τρόπο, πολύ περισσότερο όταν του αφαιρούμε τη ζωή, τότε διαπράττουμε την αμαρτία.
Ο Νόμος του Θεού παραγγέλλει να μην εγγίζουμε την ξένη περιουσία. Όταν κλέπτουμε ή εκμεταλλευόμαστε ή με οποιονδήποτε τρόπο αδικούμε, καταπατούμε τον Νόμο του Θεού. Ο Νόμος του Θεού διατάσσει να σεβόμαστε την υπόληψη, την τιμή και γενικώς την προσωπικότητα του άλλου. Όταν ο άνθρωπος ανοίγει το στόμα του, κατηγορεί τον πλησίον του, τον συκοφαντεί, διατυπώνει χίλια δύο ψεύδη για να τον βλάψει, αμαρτάνει.
Ο Θεός παραγγέλλει στον άνθρωπο να διατηρεί το σώμα του καθαρό και αγνό. Όταν ο άνθρωπος παραδίδει το σώμα του που είναι οΝαός του Αγίου Πνεύματος, στην ατιμία και ανηθικότητα, τότε αμαρτάνει θανάσιμα.
Ο Θεός επίσης θέλει να μη βγαίνουν από το στόμα μας λόγια βλάσφημα, απρεπή, αισχρά, λόγια σάπια και ελεεινά. Θέλει να μην έχουμε φθόνο, θυμό και μίσος προς τους άλλους.
Θέλει να έχουμε αγάπη, να είμαστε ελεήμονες και να συντρέχουμε στον πάσχοντα. Η αδιαφορία, η ασπλαχνία, η αδικία στον μη έχοντα είναι μεγάλη αμαρτία. Ακόμη ο Θεός ορίζει την αργία και τον αγιασμό της Κυριακής. Τον εκκλησιασμό μας και την συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια. Όταν αδιαφορούμε, αμαρτάνουμε. Πολύ περισσότερο όταν περιφρονούμε.
Είναι γεγονός ότι στις συναναστροφές μας στην καθημερινή ζωή, διαπιστώνουμε θυμούς, πείσματα, εγωισμούς, ψέματα, φθόνους, αντιζηλίες, μίση, αισχρότητες και εχθρότητες. Δηλαδή την αμαρτία. Αν κοιτάξουμε επί τον εσωτερικό μας κόσμο, τον νου και την καρδία, τι θα παρατηρήσουμε; Λογισμούς πονηρούς, σκέψεις απρεπείς, αισθήματα βδελυρά και ακάθαρτα, ελατήρια ιδιοτελεί, προθέσεις και σκοπούς απαίσιους. Δηλαδή την αμαρτία. Είμαστε αλλοίμονον βουτηγμένοι στην αμαρτία. Αυτή είναι η ασθένεια. Είμαστε ταλαίπωροι και αμαρτωλοί οι άνθρωποι.
Και ακόμη να προσθέσουμε κάτι το ουσιαστικό. Η αμαρτία δεν είναι απλώς η ηθική παράβαση του Νόμου του Θεού. Η αμαρτία είναι ο χωρισμός μας από τον Θεό. Με την αμαρτία ο άνθρωπος χωρίζει από τον Θεό. Απομακρύνεται από Αυτόν. Τοποθετείται σε χώρο μακράν Αυτού. Και αυτή η διακοπή της συνδέσεως μαζί Του έχει τα καταστροφικά αποτελέσματα του σκότους, του θανάτου και της κόλασης.
Έρχεται λοιπόν ο Χριστός και λέγει το«Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Δίδει την άφεση. Παραγράφει ότι επράξαμε. Αλλά και με την παραγραφή επέρχεται η υγεία. Θεραπεύει. Καθαρίζει την πληγή και την εξυγιαίνει, επανεντάσσεται ο άνθρωπος στον χώρο του Θεού. Στον τόπο του Φωτός και της αθανασίας.
Είναι μέγιστο γεγονός να ελευθερώσουμε το νου μας από την καταδυναστεία της λογικής και των παθών και να τον φωτίσουμε με την Θεία Χάρη.
Η Εκκλησία η οποία συνεχίζει το έργο του Χριστού πάνω στη γη, έχει τη δύναμη της άφεσης των αμαρτιών. Όλοι όσοι πλησιάσουμε με πίστη και μετάνοια σ’ αυτή τη δύναμη της Εκκλησίας, μπορούμε να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες μας. Άνευ συγχωρέσεως δεν υπάρχει σωτηρία.
Ας ζητήσουμε λοιπόν την άφεση από την Εκκλησία όπως την ζητούσαν οι Άγιοι. Όπως το λέγει ο Δαυίδ με πόθο και επίγνωση διότι είναι η μόνη παρηγοριά. «Ἐπὶ  πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με».
Η άφεση είναι η μόνη και πραγματική ελπίδα του ανθρώπου. Είναι να λυπάται κανείς την ψυχή που την υστερείται.
ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (24/7/2011)

Αμαρτία: η πνευματική παραλυσία
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, γίνεται μία σαφής σύνδεση της έννοιας της σωματικής παράλυσης με την αμαρτία. Οδηγούν ενώπιον του Χριστού έναν παραλυτικό και Εκείνος, διαβλέποντας την εσωτερική του πίστη, αντί να τον θεραπεύσει ευθύς εξαρχής, τού συγχωρεί τις αμαρτίες. Και αναρωτιέται κανείς, ποιά σχέση μπορεί να έχει το γεγονός της σωματικής παράλυσης με το γεγονός της αμαρτίας;
Ας δούμε, όμως, τί είναι παράλυση; Είναι μία εσωτερική σωματική διεργασία που καταστρέφει ένα ένα τα μέλη του ανθρώπινου σώματος, διαβρώνει το σώμα σταδιακά, με πολύ πόνο, με πολύ βάσανο, οδηγώντας το, τελικά, στο θάνατο. Η αμαρτία, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είναι μία αντίστοιχη κατάσταση, σε πνευματικό επίπεδο. Και αυτή δρα εσωτερικά και διαβρωτικά. Διαβρώνει, καταρχήν, το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, καθότι η αμαρτία σημαίνει αποκοπή από το θέλημα του Θεού, παραβίαση των εντολών του Θεού. Σε τελική ανάλυση, σημαίνει απομάκρυνση από τον ίδιο το Θεό, καταστροφή της σχέσης αγαπητικής εξάρτησης και πνευματικής επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό είναι η αμαρτία. Και αυτό το πρώτο στάδιο της εσωτερικής διάβρωσης έχει ως συνέπεια ν’ ακολουθήσουν κι άλλα στάδια εσωτερικής αποσύνθεσης, λόγω της αμαρτίας, όπως π.χ. το ηθικό. Η αμαρτία διαβρώνει τον άνθρωπο και ηθικά. Τον κάνει να πιστεύει ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ηθική αναστολή, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη σε πράξεις και λόγους, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο ν’ αναστέλλει την επικυριαρχία των παθών επάνω του. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο των παθών του, κυριαρχείται και κατευθύνεται απ’ αυτά, αντί ο ίδιος να τα κατευθύνει και εξουσιάζει.
Η διαβρωτική εργασία της αμαρτίας δρα και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο άνθρωπος που ζει μη αντιστεκόμενος στο πνεύμα της αμαρτίας, γίνεται και αντικοινωνικός. Απομονώνεται. Έχει μία λανθάνουσα και λανθασμένη εσωστρέφεια. Αδιαφορεί για το τί συμβαίνει γύρω του. Ζει μόνο για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται για τον πόνο, την οδύνη, τα προβλήματα των ανθρώπων της διπλανής, ενδεχομένως, πόρτας. Γίνεται, σταδιακά, απάνθρωπος και βιώνει την μοναξιά στην κακή της εκδοχή, που σημαίνει αντικοινωνικότητα και δε συμβάλει στην απαραίτητη πνευματική εσωστρέφεια.
Απέναντι στην διαβρωτική αυτή εργασία που επιτελεί η αμαρτία στον άνθρωπο, η Εκκλησία κηρύττει, διαχρονικά, το κήρυγμα της μετάνοιας. Κηρύττει πόλεμο απέναντι στην αμαρτία και καλεί σε μετάνοια. Πώς αντιδρά το πνεύμα του κόσμου σ’ αυτή την πρόσκληση, κυρίως στις μέρες μας; Το πνεύμα του κόσμου ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία χρησιμοποιεί την αμαρτία ως φόβητρο, προκειμένου να ποδηγετεί, πνευματικά, τους ανθρώπους, να τους τρομοκρατεί κι έτσι να τους κρατά μαντρωμένους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο ποιμνιοστάσιο. Δηλ. η Εκκλησία εφηύρε, κατασκεύασε, εκ του μη όντος, την έννοια της αμαρτίας, ακριβώς για να μπορεί να κυριαρχεί επί των ανθρώπων, να τους χρησιμοποιεί και να τους εκμεταλλεύεται.
Αυτή είναι η άποψη του κόσμου σήμερα. Τί δείχνει, όμως, αυτή η στάση; Δείχνει μάλλον αδυναμία, παρά δύναμη. Αποκαλύπτει το γεγονός ότι το κοσμικό πνεύμα, που θέλει και τείνει να καταλάβει τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή δε μπορεί ν’ αντισταθεί στην αμαρτία, συμβιβάζεται μ’ αυτήν. Ακριβώς επειδή δε μπορεί να την αντιμετωπίσει, την αμνηστεύει κι έτσι θέλει να πιστεύει ότι είναι εντάξει, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να υπάρχει, όχι ο φόβος της τιμωρίας - όπως το πνεύμα του κόσμου πάλι κατηγορεί την Εκκλησίας ότι χρησιμοποιεί - αλλά ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Και αυτό, ουσιαστικά, οδηγεί στην πνευματική αυτοκτονία.
Το κήρυγμα της μετάνοιας, αγαπητοί μου, για την Εκκλησία είναι κήρυγμα ελευθερίας, αποδέσμευσης του ανθρώπου από τον εύκολο δρόμο της αυταπάτης. Είναι κήρυγμα επανάκτησης του αγαθού της αυτοκυριαρχίας και της αυτογνωσίας. Αυτή η διαδικασία της αυτογνωσίας είναι η μόνη οδός που μπορεί να ελκύσει επάνω μας τη χάρη του Θεού, ενός Θεού, ο Οποίος, όπως τότε, στους παραλυτικούς των Ευαγγελικών περικοπών θα έλθει ξανά, θα μάς προσεγγίσει και πάλι, επειδή εμείς Τον καλέσαμε και, εκτιμώντας το βάθος και την ειλικρίνεια της μετάνοίας μας, θα ξαναπεί στον καθένα μας: Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου1.
ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.__

Κυριακή ΣΤ Ματθαίου:Ο Χριστός, ο ξένος και οικείος

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα άρχισε με την φράση «εμβάς ο Ιησούς εις πλοίον διεπέρασεν και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν», δηλαδή ο Χριστός μπήκε μέσα σε ένα πλοίο και ήλθε στην πόλη Του. Ο Χριστός έζησε με τους ανθρώπους της εποχής Του, χρησιμοποιούσε τα μεταφορικά μέσα της εποχής εκείνης και είχε και την πόλη Του. Έζησε όπως όλοι μας, χωρίς όμως να πράξη κάποια αμαρτία, γιατί ήταν Θεάνθρωπος και τελείως αναμάρτητος.
Σε ποιά πόλη αναφέρεται ο Ευαγγελιστής και ποιά πόλη εθεωρείτο ως «ιδία πόλις» του Χριστού; Πρόκειται για την Καπερναούμ. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι η Βηθλεέμ εγέννησε τον Χριστό, η Ναζαρέτ τον έθρεψε και η Καπερναούμ τον είχε διαρκώς οικούντα. Όμως, παντού ο Χριστός είχε προβλήματα, αφού στην Βηθλεέμ γεννήθηκε μέσα σε έναν σταύλο, στην Ναζαρέτ αντιμετώπισε την μανία των συμπατριωτών του που αποπειράθηκαν να τον γκρεμίσουν από ένα βουνό και στην Καπερναούμ δεν τον δέχθηκαν, καίτοι έκανε πολλά θαύματα εκεί, γι’ αυτό και είπε: «Και συ Καπερναούμ, η έως του ουρανού ανυψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση» (Ματθ. ια , 23).
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, αλλά οι άνθρωποι δεν τον κατάλαβαν και ζούσε ως ξένος πάνω στην γη. Έτσι, είχε πόλη δική Του, αλλά τελικά δεν είχε ούτε σπίτι να μείνη. Η ζωή Του ως ανθρώπου άρχισε στην φάτνη και έφθασε μέχρι το Γολγοθά και το μνημείο το καινό, από όπου αναστήθηκε. Υπάρχει ένα καταπληκτικό τροπάριο το οποίο ψάλλεται κατά την περιφορά του Επιταφίου την Μ. Παρασκευή. Ο ιερός υμνογράφος παρουσιάζει τον Ιωσήφ να πλησιάζη τον Πιλάτο και ζητώντας το σώμα του Χριστού να λέγη: «Δος μου αυτόν τον ξένον, ο οποίος ως ξένος που ήταν ζούσε στον κόσμο ως ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένον τον οποίο οι ομοεθνείς του από μίσος τον θανάτωσαν ως ξένον. Δος μου αυτόν τον ξένον τον οποίον οι Εβραίοι τον θανάτωσαν από φθόνο και τον αποξένωσαν από τον κόσμο. Δος μου αυτόν τον ξένον για να τον κρύψω στον τάφο, γιατί ως ξένος που είναι δεν έχει που να κλίνη την κεφαλή του». Ο Χριστός έζησε ως ξένος στον κόσμο αυτόν, αλλά το έργο Του είναι παγκόσμιο, αφορά ολόκληρο τον κόσμο.
Από αυτό φαίνεται ότι ο Χριστός προσλαμβάνει κάθε ξένον και τον αναπαύει. Είναι γνωστή η περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως, στην οποία θα πη στους δικαίους ανθρώπους: «Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» και το αντίθετο στους μη σεσωσμένους. Πρέπει να βοηθούμε τους ξένους σαν να το κάναμε στον Ίδιο τον Χριστό.
Πέρα από αυτό μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ιδιαίτερη «πόλη» του Χριστού είναι η Εκκλησία Του, μέσα στην οποία κάνει τα θαύματά Του και ενεργεί τις νεκραναστάσεις των ανθρώπων. Η Εκκλησία είναι επίγεια και ορατή, αλλά και ουράνια και αόρατη. Αυτή είναι η πραγματική πόλη του Θεού. Και εμείς ζούμε μέσα στην πόλη του Χριστού, την αγία Του Εκκλησία, με τα μυστήρια και όλη την ζωή της και θα πρέπη να φροντίζουμε να μη περιφρονούμε τον Χριστό, αλλά να τον θεωρούμε οικείο, και να δεχόμαστε την ζωοποιό παρουσία Του.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή ΣΤ' Ματθαίου – Όλα τα γνωρίζει ο Θεός


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Ματθ. θ' 1-8
ΟΛΑ ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ
"Ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών"
Ή σημερινή ευαγγελική περικοπή μάς παρουσιάζει τη θαυματουργική θερα­πεία του παραλυτικού της Καπερνα­ούμ, τον όποιο κατέβασαν από τη στέγη μπροστά στον Κύριο οι τέσσερις άν­θρωποι πού τον μετέφεραν.
Είναι πράγματι θαυμαστό το γεγονός ότι ένας παράλυτος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βαδίζει μεταφέροντας και το κρεβάτι του! Ωστόσο στο ίδιο θαύμα βλέπουμε κάτι επίσης εντυπωσιακό: το ότι ό Κύριος γνωρίζει τα πάντα! Ακόμη και τα βάθη της καρδιάς μας!
Αξίζει λοιπόν να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη αυτή αλήθεια, ότι ό Κύριος γνω­ρίζει το εσωτερικό μας.
ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΜΑΣ
Ό Θεάνθρωπος Κύριος διέκρινε τη θερμή πίστη του παραλυτικού και των ανθρώπων πού τον μετέφεραν, πριν αυτή φανερωθεί στα μάτια όλων των παρευρισκομένων: «Ίδών ό Ιησούς τήν πίστιν αυτών», σημειώνει ό ιερός Ευαγ­γελιστής. Είδε ό Κύριος Ιησούς την πί­στη τους και χωρίς να περιμένει να Τον παρακαλέσουν, απευθύνθηκε στον άρ­ρωστο και του χάρισε αυτό πού ήθελε και πολύ περισσότερα ακόμη. Διότι με τη θεϊκή του δύναμη τον θεράπευσε όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Πρώτα του είπε «άφέωνταί σοι αί άμαρτίαι σου» κι έπειτα «άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου». Έτσι ό παραλυτικός έζησε διπλό το θαύμα. Και πράγματι το άξιζε! Διότι ασφαλώς ούτε αυτός ούτε οι συνοδοί του θα υπο­βάλλονταν σε τόσο μεγάλο κόπο, άν δεν είχαν μέσα τους ακλόνητη την πεποίθη­ση ότι ό Κύριος είχε τη δύναμη να θερα­πεύσει τον ασθενή. Αυτή την ισχυρή πί­στη επιβράβευσε ό Κύριος με το θαύμα και του χάρισε την θεραπεία πριν αυτός να του την ζητήσει!
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη δική μας ζωή. Ό παντεπόπτης Κύριος με το στοργικό του βλέμμα παρακολουθεί τον καθένα από μας ξεχωριστά. Βλέπει τα προβλήματα και τις δυσκολίες μας... Γνωρίζει τούς πόθους και τις επιθυμίες μας... Μετρά κάθε βήμα μας... Συμμετέ­χει στον αγώνα μας και περιμένει να βραβεύσει τούς νικητές!'Άς καλλιεργούμε λοιπόν την πίστη, την υπομονή, την α­γάπη και κάθε αρετή κι ας είμαστε βέ­βαιοι οτι τίποτε δεν πάει χαμένο.
Και ακόμη: Όταν αισθανόμαστε το δί­κιο να μάς πνίγει ή όταν το βάρος από κάποια αδικία ή συκοφαντία συντρίβει την ψυχή μας, ας διατηρούμε τη βεβαιό­τητα ότι ό Θεός γνωρίζει την αλήθεια και Εκείνος θα αποδώσει το δίκαιο.
OXΙ ΣΤΟΥΣ ΕΜΠΑΘΕΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ
Την ίδια όμως ώρα πού ό παντογνώ­στης Κύριος φανέρωνε την πίστη εκεί­νων των ανθρώπων, κάποιοι άλλοι πα­ρουσιάστηκαν με μολυσμένες τις καρ­διές τους από τον φθόνο και την κα­κία. Ήταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι όποιοι μόλις άκουσαν ότι ό Κύ­ριος έδωσε άφεση αμαρτιών στον πα­ραλυτικό, άρχισαν να σκέπτονται μέσα τους: «Ούτος βλασφημεί»... «Κανείς δεν έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτί­ες παρά μόνον ό Θεός». Τότε ήταν πού φανερώθηκε για άλλη μια φορά το μεγα­λείο του παντογνώστου Κυρίου: «Ίδών ό Ιησούς τάς ενθυμήσεις αυτών είπεν-ίνα τί υμείς ενθυμείσθε πονηρά έν ταις καρδίαις υμών;» Γνωρίζοντας ό Κύρι­ος τις πονηρές σκέψεις τους στράφηκε και τούς ρώτησε: Γιατί αφήνετε πονηρές σκέψεις να κυκλοφορούν μέσα σας;... Και αμέσως προχώρησε στο εντυπωσι­ακό θαύμα, πού φανέρωσε τη θεία του δύναμη.
Αξίζει να προσέξουμε ιδιαιτέρως την παραπάνω σκηνή. 'Άν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι άρχοντες έμειναν ασυγκίνη­τοι καθώς ό Κύριος Ιησούς αποκάλυψε τούς βλάσφημους λογισμούς τους, εμείς τουλάχιστον ας φοβηθούμε κι ας πολε­μούμε την αμαρτία ακόμη και όταν έρχε­ται ως σκέψη! Αμαρτία δεν είναι μόνο το να κλέψει κανείς, αλλά και το να επιθυ­μήσει ξένα πράγματα. Κάθε κακή επιθυ­μία ή σκέψη μολύνει την καρδιά- κι άν δεν φροντίσουμε να την απομακρύνου­με, εύκολα θα γίνει και πράξη. Ας αγωνι­ζόμαστε λοιπόν να διώχνουμε κάθε πο­νηρό λογισμό μέσα από την ψυχή μας.
Όλα τα γνωρίζει ό Θεός, ακόμη και τον εσωτερικό μας κόσμο. 'Ας μην προσ­παθούμε να κρυφτούμε. Ακόμη κι άν κα­τορθώσουμε να αποκρύψουμε τις προ­θέσεις μας από τούς ανθρώπους... Ακό­μη κι άν αποφύγουμε επιμελώς να εκτε­θούμε στα μάτια του κόσμου... Ακόμη κι άν κανείς άλλος δεν γνωρίζει τα κίνητρα των ενεργειών μας... Ας μην ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε κάτω από το βλέμμα του Θεού, ό Όποιος γνωρίζει τα πάντα. Γι' αυτό ας Τον παρακαλούμε να μάς χαρίζει αγνή και καθαρή καρδιά, όπου Εκείνος ευαρεστείται να κατοικεί.
«Ο ΣΩΤΗΡ» 15-7-2011
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. Κεφ.  9, 1 - 8.
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικὸν επί κλίνης βεβλημένον· και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ· θάρσει, τέκνον· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». στ. 2
Η Ευαγγελική περικοπή της ΣΤ΄ Κυριακής του Ματθαίου αναφέρεται στο γεγονός της θεραπείας, από τον Ιησού Χριστό, ενός ασθενούς, που έπασχε από τη νόσο της παραλυσίας, καταδεικνύοντας και αποδεικνύοντας τη δύναμη του Ιησού πάνω στην αμαρτία, με αποτέλεσμα να θεραπευθεί ολοκληρωτικά ο ασθενής και να θαυμάσει το πλήθος των παρευρισκομένων, αυτή τη δύναμη του Θεανθρώπου, αλλά να αντιληφθούμε και να πιστέψουμε ότι η παρουσία του «Μονογενούς Υιού» και η αποστολή στον κόσμο έχει ένα και μοναδικό σκοπό:  τη λύτρωση και τη σωτηρία  του πεπτωκότος ανθρώπου, από τα δεινά της αμαρτίας. Το θαύμα, όπως και όλα τα θαύματα του Θεανθρώπου, που σχετίζονται με τη θεραπεία σωματικών ασθενειών, δεν συντελείται επιφανειακά, αλλά εμβαθύνουν σε ολόκληρη την ύπαρξη και υπόσταση του ασθενούς.  Η θεραπεία είναι καθολική και οριστική  και συνεπαίρνει τον  όλον ψυχοσωματικό άνθρωπο.
Συνεπώς με το θαύμα ο Χριστός αναμορφώνει το οντολογικό γεγονός της ανθρώπινης υπό­στασης, σε αντίθεση με τους κοινούς θεραπευτές, που προσπαθούσαν, να θεραπεύ­σουν τις ασθένειες των ανθρώπων με κάθε μέσο, είτε με θεραπευτικά βότανα, είτε με διάφορες πνευματικές ή πνευματιστικές ενέργειες.
Ο Χριστός δεν ενεργεί σαν κοινός ένας θεραπευτής, ίδιος με τους άλλους.  Η παρουσία Του πρέπει να κατανοηθεί στο οντολογικό και ουσιαστικό της μέγεθος, αφού δεν πρόκειται για μια απλή σωματική θερα­πεία, αλλά για θαύμα, που μεταποιείται σε σωτηριολογικό γεγονός, που ανακαινίζει και λυτρώνει τον πεπτωκότα άνθρωπο. Με αυτή την προϋπόθεση και στο συγκεκριμένο θαύμα ο Χριστός λέγει στον παραλυτικό «τέκνον· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και στη συνέχεια του λέγει «εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου.
Η διαφορά ανάμεσα στους κοινούς θεραπευτές και στον Κύριο έγκειται στο γεγονός, ότι ο Χριστός θεραπεύει θαυματουργικά το σώμα και την ψυχή,  ενώ οι θεραπευτές, πιθανόν, να έχουν μόνο τη σωματική θεραπεία, διότι, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα, η επιστήμη της ιατρικής και κατά συνέπεια οι θεράποντες ιατροί, ή οι κάθε είδους θεραπευτές προσπαθούν να θεραπεύσουν το σώμα. Διότι αυτή είναι η αποστολή τους, αυτό σπούδασαν και αυτό χρειάζεται με ευσυνειδησία να κάνουν.
Ο Χριστός, όμως, δεν είναι θεραπευτής, είναι ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής, που ήλθε στον κόσμο, «ίνα σώσει τον κόσμο». Γι’ αυτό θεραπεύει τον άνθρωπο στην ολότη­τά του, γιατί έτσι τον δημιούργησε «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι», δηλαδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, ως ενότητα σώματος και ψυχής και γι’ αυτό ακριβώς το θαύμα δεν λειτουργεί ποτέ μονομερώς, αφού δεν πρόκειται για θεραπευτική τεχνική ή επιστημονική συνδρομή. Ο Χριστός, ως Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου, πραγματώνει το θαύμα, γιατί θέλει τη λύτρωση και την ανακαίνιση όλου του ανθρώπου. Αυτό ακριβώς, που δεν ήθελαν να αποδεχτούν οι εκλεκτοί της ιουδαϊκής κοινωνίας, οι αρχιερείς και οι προύχοντες του λαού.
Δυστυχώς και η σημερινή εποχή δεν ζει μέσα στο χώρο του θαύματος, γιατί κατ’ ουσίαν  υπάρχει υστέρηση πίστεως προς τον Θεό και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν  πιστεύουν στο θαύμα. Η πίστη βιώνεται, ως μια γενική θρησκευτική εμπειρία και άποψη ή μάλλον περισσότερο ως συναισθηματική υπόθεση, παρά οντολογική λειτουργία της ζωής μας. Η πίστη δεν χαρακτηρίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους, αλλά τις σχέσεις μας με τον εαυτό μας και αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό της ποιότητας της πίστεώς μας και της πνευματικότητός μας. Μιλώντας για θαύμα δεν εννοούμε, ότι γίνονται κάποιες θεραπείες αρρώστων γύρω μας, αλλά εννοούμε την αδήριτη ανάγκη  να αλλάξει ο τρόπος ζωής μας και η συμπεριφορά μας, προς τον Θεό και προς τους άλλους. Να αλλάξει, δηλαδή, ο άνθρωπος τα κριτήρια των συγκεκριμένων πνευματικών, κοινωνικών, ιστορικών και γιατί όχι και πολιτικών επιλογών. Να ζητήσουμε επιτέλους την αποθεραπεία μας και όχι μόνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική, γιατί είμαστε ψυχοσωματικές υπάρξεις και πρέπει να φροντίζουμε το όλον και όχι μόνο το μέρος. Αν χωρίσουμε την ψυχή από το σώμα, τότε δεν έχουμε άνθρωπο, ως ζώσα ύπαρξη, αφού «χωριζομένη η ψυχή εκ του σώματος, θάνατος διαδέχεται».
Στο θέμα αυτό συμφωνεί η διδασκαλία της Εκκλησίας με την επιστήμη, καθώς ισχυρίζεται ο τομέας της επιστήμης, ότι η βιολογική φύση του ανθρώπου και η ανθρώπινη συνειδητή σκέψη είναι αδύνατον, να κατανοηθούν επιστημονικά αποσπασμένες από το ειδικό φυσικό περιβάλλον τους. Αυτό το περιβάλλον είναι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Η συνείδηση, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινου ψυχισμού, που συνίσταται στην ιδεατή ψυχική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η προέλευση της οποίας δεν δύναται, να εντοπιστεί στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου, αλλά στην ιστορική γενετήσια πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Με διαφορετική διατύπωση η διδασκαλία της εκκλησίας διδάσκει ότι «ο Θεός, ως Δημιουργός, δημιούργησε τον υλικό και πνευματικό κόσμο και προέβαλλε, ως βασική αρχή τη σωματική και ψυχική ενότητα, έτσι και ο Ιησούς,  ως Κύριος και Σωτήρας, σώζει την όλη φύση και κτίση, και προσλαμβάνει τον όλο άνθρωπο με την ενανθρώπησή Του, σώζοντας έτσι, την ακατάλυτη αυτή ενότητα. Ο άνθρωπος δεν έχει απλώς σώμα και ψυχή, με την έννοια ιστορικής ένδυσης και φανέρωσης, αλλά ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή, με οντολογική έννοια, που εκτείνεται από την πρωτολογία, ως την εσχατολογία. Κάθε διαιρετική τάση φανερώνει προσπάθεια επιβολής στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας, μονοφυσιτικών και μανιχαϊστικών αιρετικών αντιλήψεων», γράφει ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιος Πατρώνος.
Ο δε Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος γράφει, μεταξύ άλλων ότι «ο  σύγχρονος άνθρωπος κουρασμένος και απογοητευμένος από τα διάφορα προβλήματα που τον βασανίζουν ζητά μια ανάπαυση, μια αναψυχή. Ουσιαστικά ζητά θεραπεία της ψυχής του, γιατί εκεί αισθάνεται κυριολεκτικά το πρόβλημα». Βιώνει, δηλαδή, ένα «ψυχοπλάκωμα». Εμβαθύνοντας δε τις σκέψεις του, ο Σεβασμιώτατος, προχωρά στη διαπίστωση ότι «ο Χριστιανισμός και κυρίως η Ορθοδοξία, που διαφύλαξε την ουσία του Χριστιανισμού, διαθέτει πολλή «ψυχοθεραπεία», ή μάλλον η Ορθοδοξία είναι κυρίως θεραπευτική επιστήμη. Όλα τα μέσα που χρησιμοποιεί και αυτός είναι ο σκοπός της, να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει στον Θεό. Γιατί για να φθάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό και για να επιτύχουμε την μακαρία κατάσταση της θεώσεως, πρέπει προηγουμένως, να θεραπευθούμε. Γι’ αυτό, πέρα από κάθε άλλη ερμηνεία, η Ορθοδοξία είναι κυρίως θεραπευτική επιστήμη και αγωγή».
Ανάμεσα, λοιπόν, στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος κάθε εποχής σε σχέση με τον εαυτό του, τους συνανθρώπους του και τον κόσμο ολόκληρο, εξέχουσα θέση κατέχει το πρόβλημα της σωματικής ασθένειας, που αποτελεί μια όντως επώδυνη, και πολλές φορές εξουθενωτική πραγματικότητα, με πόνους, θλίψεις, αγωνία, άγχος, βάσανα. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή του ευδαιμονισμού, του κορεσμού των υλικών αγαθών και του οράματος μιας επίγειας «αθανασίας», η ασθένεια προσλαμβάνει μορφή τραγικότητας.
Η ασθένεια αποτελεί μια φοβερή δοκιμασία για τον άνθρωπο, όχι μόνο ως προς τον πόνο, που του προκαλεί και τον φόβο του θανάτου που του προξενεί, αλλά  επειδή δημιουργήθηκε από τον Θεό υγιής, για την αιωνιότητα, ενδόμυχα αντιδρά στην παρά φύση ύπαρξη της ασθένειας. Όσο υγιής μπορεί να είναι αυτή αντίδραση κινδυνεύει, εξαιτίας του πόνου, να μετατραπεί σε αγανάκτηση, γογγυσμό, σκανδαλισμό κ.ο.κ., αν δεν προσανατολισθεί ο κάθε ασθενής σωστά. Σωστός δε προσανατολισμός, σημαίνει πνευματική αντιμετώπιση της ασθένειας. Και όπως τότε ο παραλυτικός, βρήκε την ψυχοσωματική του θεραπεία στο πρόσωπο του Ιησού, έτσι και σήμερα ο κάθε ασθενής έχει τον Χριστό, ως τον μόνο ιατρό καί θεραπευτή της ψυχής και του σώματος, γιατί ο Χριστός είναι «εγγύς πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθείᾳ». Έτσι, οι θεραπείες που ο Κύριος προσέφερε στους ανθρώπους της εποχής του, αποτελούν το μοναδικό παράδειγμα καί το αλάνθαστο κριτήριο στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η ασθένεια. Προϋπόθεση όλων των θαυματουργικών ιάσεων του Κυρίου, που αναφέρονται στα ιερά Ευαγγέλια, είναι η πίστη του ασθενούς ή ακόμα και του περιβάλλοντός του. Οι Πατέρες ερμηνεύοντας τα συναφή θαύματα, στέκονται ιδιαίτερα στο θέμα της πίστης, θεωρώντας ότι δεν γίνονταν γιατί ο Κύριος είναι Φιλεύσπλαχνος  ή Φιλάνθρωπος, αλλά κυρίως γίνονταν  εξαιτίας της  πίστης των σωζομένων. Είναι χαρακτηριστικό το ερώτημα που θέτει σχεδόν πάντοτε ο Χριστός, όταν του ζητάει κάποιος να τον θεραπεύσει: «πιστεύεις ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;», για να ακουστεί η καταφατική απάντηση των αιτούντων ασθενών «ναι, Κύριε, βοήθα με» και να λάβουν αμέσως την ίαση, ως συνέπεια αυτής της προσωπικής τους πίστης, γι’ αυτό και τους έλεγε ότι  «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν» (Ματ. 9, 27-31).
Είναι γεγονός ότι όλοι οι θεραπευθέντες από τον Ιησού επέδειξαν πίστη.  Για τον παραλυτικό της Βηθεσδά ο Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «επίστευσε πανοικί, και Θεόν ωμολόγει». Για τη Χαναναία ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει, ότι η πίστη της «και μείζονα τούτων ανύσαι δύναται». Για τον τυφλό της Ιεριχούς ο Θεοφύλακτος Αχρίδος σημειώνει, ότι «θερμότης πίστεως ην το ένδοθεν κινούν αυτόν» κ.ο.κ.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οι ασθενείς των Ευαγγελίων, που ιάθηκαν από τον Κύριο, ήσαν όλοι άνθρωποι πίστεως, η οποία υπήρξε, ως προϋπόθεση της υπομονής τους, γιατί διαφορετικά η υπομονή τους θα ήταν μια μοιρολατρική αποδοχή της κατάστασης του πόνου της ασθένειας στην οποία βρίσκονταν. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι η μοιρολατρική υπομονή που φέρνει την υπέρβαση του προβλήματος της ασθένειας, αλλά η εν πίστη αποδοχή του και η με υπομονή και ελπίδα αντιμετώπισή του. Μια τέτοια υπομονή θεωρείται, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, ως μεγάλη άσκηση: «Και αύτη εστίν η μεγάλη άσκησις, το εν ταις νόσοις και πόνοις εγκαρτερείν και υπομένειν, και ευχαριστηρίους ύμνους αναπέμπειν τω Θεώ». Όντως ο σκοπός μιας τέτοιας άσκησης είναι να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα και οι πειραζόμενοι να αναδειχτούν νικητές, τέλειοι και ολοκληρωμένοι: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. 1, 2-4).
Στον αγώνα του κάθε ασθενούς στην υπέρβαση της κόπωσης και στη διατήρηση υπομονής,  σημαντικό ρόλο, εκτός του ασθενούς, διαδραματίζει το συγγενικό και το φιλικό περιβάλλον αυτού. Στην περίπτωση της διήγησης του Ευαγγελίου, ο παραλυτικός είχε μάλλον κουραστεί από την πολυετή ασθένειά του, αλλά τον διέσωσε η δύναμη της θέλησης των φίλων του, οι οποίοι δεν δίστασαν προκειμένου να φτάσουν κοντά στον Χριστό, να χαλάσουν τη στέγη της οικίας, που βρισκόταν ο Κύριος.
Ο παράλυτος, όντως φαίνεται, πως δεν ήταν μόνο άρρωστος σωματικά. Ήταν άρρωστος και πνευματικά, ψυχικά. Είναι ενδεικτικό, ότι δεν αντίκρισε τον Κύριο με ενθουσιασμό. Διακατέχεται, εξαιτίας της χρόνιας πάθησής του, από μια δυσπιστία. Γι' αυτό ο Ιησούς, όπως μας αναφέρει η ευαγγελική περικοπή, δεν προσέβλεψε στη δική του πίστη, αλλά στην πίστη των τεσσάρων φίλων του που τον μετέφεραν. «Ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών» προχωρεί στη θεραπεία του, δια του θαύματος. Η πίστη των τεσσάρων φίλων έγινε αφορμή και αιτία να θεραπεύσει τον πέμπτο.
Συνήθως δεν σκεφτόμαστε αυτή την παράμετρο της πίστεως. Όταν μιλάμε για πίστη, σχεδόν τη συσχετίζουμε με την πίστη κάποιου συγκεκριμένου ανθρώπου. Αναζητάμε μια προσωπική και ατομική πίστη. Ποτέ δεν αναζητάμε την πίστη της κοινότητας, του περιβάλλοντος, όπου κάποιος ανήκει και ζει. Ποτέ δεν αναφερόμαστε στην πίστη των άλλων μελών της οικογένειας ή στην πίστη της κοινωνίας ή της Εκκλησίας, όπου υπάγεται. Ποτέ δεν μας προβληματίζει η εκκλησιολογική διάσταση της πίστεως. Και αυτή είναι μια βασική θεολογική παράμετρος.
Το δράμα δεν είναι ότι υπάρχουν άπιστοι μέσα στον κόσμο. Αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο. Τι να περιμένουμε από ένα αμαρτωλό και πεπτωκότα κόσμο; Ασφαλώς απιστία και άρνηση. Ο παραλυτικός πράγματι, κουβαλούσε επάνω του, μαζί με την πάθηση, την απιστία, εξαιτίας προφανώς της αμαρτωλότητός του. Το δραματικό στοιχείο βρίσκεται στο γεγονός, ότι συνήθως δεν υπάρχουν κάποιοι φίλοι ή κάποιοι συγγενείς ή μια κοινότητα πιστών μιας εκκλησία - ενορίας, που να πιστεύει και να προσεύχεται και να ενεργεί, για τους ασθενείς και ανήμπορους. Μια εκκλησιαστική κοινότητα, που να θέλει το καλό του αδελφού, να πιστεύει για τη σωτηρία του, να μεταφέρει τα ανθρώπινα σωματικά και πνευματικά ράκη κοντά στον Χριστό, για να γίνει το θαύμα, γιατί  η πίστη δεν είναι τόσο ένα προσωπικό ή ατομικό γεγονός, όσο μια κοινοτική και εκκλησιολογική εμπειρία. Μέσα στην Εκκλησία, την πίστη τη ζούμε, όχι γιατί εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, αλλά γιατί μετέχουμε στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή των Αγίων.
Ο Χριστός, αγίαζε «εαυτόν υπέρ αυτών», δηλαδή υπέρ των άλλων. Και oι Άγιοι αγωνίζονται υπέρ της σωτηρίας ημών των ταπεινών και αμαρτωλών. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, αν και εμείς με τη σειρά μας πιστεύαμε και αγιαζόμασταν, για κάποιο φίλο μας, για κάποιο συγγενή μας, για κάποιο γείτονα ή και εχθρό μας ακόμη;
Αλλά θα πρέπει να προβληματισθούμε και για ένα άλλο πολύ σημαντικό και ταυτόχρονα υπαρκτό θέμα εις ό,τι αφορά το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας και ημών των λειτουργών της. Συχνά λέγεται, ότι κάθε μορφή φθοράς στον παρόντα κόσμο, όπως οι αρρώστιες, ο θάνατος, οι πόλεμοι, οι καταστροφές, τα πάθη και η αμαρτία, είναι αποτελέσματα της αρχικής παρακοής και του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτό είναι κατ' αρχάς ορθό. Αλλά ποια είναι η αλήθεια για μας σήμερα; Έχουμε το δικαίωμα να ταυτίζουμε την ασθένεια με την αμαρτία και να θεωρούμε, ότι ένας ασθενής είναι ταυτόχρονα κακός και αμαρτωλός και ένας υγιής είναι καλός και άγιος;
Η κάθε ασθένεια δηλαδή έρχεται εξαιτίας κάποιας συγκεκριμένης αμαρτίας;  Η αρχική αμαρτία, αν και έφερε το κακό στον κόσμο, δηλαδή τη φθορά, την ασθένεια και το θάνατο στον άνθρωπο, δεν πρέπει να συσχετίζεται με τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο που υποφέρει, πάσχει, ασθενεί και τελικά πεθαίνει. Θα δικαιολογούμασταν, πιθανόν, αν κάναμε αυτούς τους συλλογισμούς πριν την έλευση του Χριστού, πριν από τα δικά Του πάθη και το θάνατό Του.  Μετά την ενανθρώπηση και την πρόσληψη της όλης ανθρώπινης πεπτωκυΐας φύσης από το Χριστό, μετά τα θεία του πάθη, το δικό του σταυρό και το θάνατο, αρχίζει μια άλλη λογική κατανόησης της ασθένειας και του πόνου. Ο κάθε άνθρωπος πλέον που πάσχει και υποφέρει είναι μια ιερή μορφή. Ο πόνος είναι μια πραγματικότητα τραγική μεν, αλλά που τελικά εξαγνίζει και εξαγιάζει τον άνθρωπο. Οι πάσχοντες, για την Εκκλησία πρέπει να θεωρούνται μιμητές του Χριστού στην πιο ανθρώπινη έννοια και γι' αυτό πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όλοι με ιερότητα και σεβασμό. Ο πόνος είναι το βαθύτερο αίσθημα της ζωής και λειτουργεί θεραπευτικά και ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή.
Για τον Ιησού Χριστό, ο κάθε άνθρωπος ασθενής ή πάσχων, έστω και αμαρτωλός ήταν μια προσωπικότητα, που ιδιαίτερα τον έλκυε και τον συγκινούσε και η επέμβαση προς αυτόν ήταν πάντοτε αγαπητική, δηλαδή λυτρωτική και σωτηριολογική. Όταν ο Κύριος θεράπευε κάποιον ποτέ δεν τον ρώτησε, ούτε καν αναρωτιόταν, εάν ο ασθενής ήταν ομόθρησκος ή αλλόθρησκος, καλός ή αμαρτωλός.
Είναι καιρός να πάψουμε να συμπεριφερόμαστε αδιάφορα και απάνθρωπα σε όποιον συνάνθρωπό μας, ομοεθνή ή αλλοεθνή, ομόθρησκο ή αλλόθρησκο, όπως οι φονταμενταλιστές, γιατί  ο άνθρωπος και στην πιο αμαρτωλή κατάστασή του συνεχίζει να είναι εικόνα του Θεού και να παραμένει «τέκνον του Θεού». Ο Ιησούς απευθυνόμενος στον παραλυτικό και αμαρτωλό της περικοπής τον αποκαλεί «τέκνον», πριν ακόμη τον θεραπεύσει και τον συγχωρήσει. Ο άσωτος υιός, της σχετικής παραβολής, είναι για το Θεό Πατέρα πιο συμπαθής, ακριβώς γιατί υπέφερε και βασανίστηκε πολύ εξαιτίας της αποστασίας του.
Η σωτηρία του καθενός μας, έχει άμεση σχέση με την ένταξή μας στην κοινότητα του λαού του Θεού, την Εκκλησία. Το θαύμα και η σωτηρία λειτουργούν εντός της κοινότητας των τέκνων του Θεού. Το θαύμα τελεσιουργείται μόνο γιατί υπάρχουν οι τέσσερεις, που μετέφεραν τον παραλυτικό. Το θαύμα εξακολουθεί να συντελείται, γιατί υπάρχει η Εκκλησία, που προσάγει τον κόσμο στην ευχαριστιακή Τράπεζα, στο «Δείπνο της Βασιλείας» του Θεού, που όντως τελεσιουργείται η ζωή. Οι τέσσερεις φίλοι με τη δική τους πίστη έσωσαν τον πέμπτο, τον παραλυτικό. Γιατί όχι κι εμείς να μην είμαστε μεταξύ των σεμνών και ταπεινών μυσταγωγών, που θα προσκομίσουμε, έστω και μία ανθρώπινη ύπαρξη κοντά στο Χριστό, ώστε να τελεσθεί το θαύμα και να έρθει η ίαση και η σωτηρία, όχι μόνο η δική τους, αλλά ταυτόχρονα και η δική μας προσωπική σωτηρία, ώστε να λάβουμε την εντολή «ύπαγε εις τον οίκον σου»!!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθαίου 9, 1-8 (24 Ιουλίου 2011)


Ηλιάνα Κάουρα, θεολόγος
Πρωτότυπο Κείμενο
Και εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ίδιαν πόλιν. Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον∙ και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ∙ θάρσει, τέκνον∙ αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. Και ιδού τινες των γραμματέων είπον εν εαυτοίς∙ ούτος βλασφημεί. Και ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν∙ ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών; Τι γαρ εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και περιπατεί; Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας – τότε λέγει τω παραλυτικώ∙ εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου. Και εγερθείς απήλθεν εις τον οίκον αυτού. Ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν τον δόντα εξουσίαν τοιάυτην τοις ανθρώποις.
Μετάφραση
Ο Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του. Τότε του έφεραν έναν παράλυτο ξαπλωμένον σ’ ένα κρεβάτι. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Έχε θάρρος, παιδί μου, σου συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες σου». Τότε μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Αυτός προσβάλλει το Θεό». Ο Ιησούς όμως, που ήξερε τις σκέψεις τους, είπε: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις; Τι είναι ευκολότερο να πω: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες», ή να πω, «σήκω και περπάτα»; Για να μάθετε λοιπόν πως ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη» -τότε λέει στον παράλυτο: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του. Όταν ο κόσμος το είδε αυτό έμειναν κατάπληκτοι και δοξολόγησαν το Θεό, που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους.
Σχολιασμός
Η ευαγγελική περικοπή μας διηγείται ένα ακόμα θαύμα του Ιησού Χριστού, το θαύμα της θεραπείας του Παραλυτικού από την Καπερναούμ. Εδώ ο ευαγγελιστής μας αναφέρει ότι οι αυτοί που μετέφεραν τον παράλυτο στον Ιησού με πολύ κόπο ήταν άνθρωποι πιστοί και αμέσως βλέπουμε τον Κύριο να συγχωρεί τις αμαρτίες του παραλύτου και μετά να θεραπεύει και τη σωματική του ασθένεια.
  Είναι πολύ σημαντικό ότι ο Ιησούς Χριστός δε θεραπεύει απλά τον παράλυτο μόνο από τη σωματική του παραλυσία, δεν είναι δηλ. ένας απλός θεραπευτής των σωματικών ασθενειών, αλλά θεραπεύει πρώτα τον παράλυτο από τη ψυχική του παραλυσία, τον απάλλαξε από τις αμαρτίες του: «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Στη συνέχεια του θεραπεύει και τη σωματική του παραλυσία με μόνο και πάλι το λόγο του: «εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου». Είναι προφανές ότι μέσα από αυτούς τους λόγους και τις θαυματουργικές πράξεις του Χριστού αποδεικνύεται η θεία εξουσία του και η δύναμή του κατά της αμαρτίας και κατά της ασθένειας. 
      
 Πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις ο Χριστός προέβαινε στην άφεση των αμαρτιών και έπειτα στη θεραπεία της ασθένειας. Οι ευαγγελιστές για να αναφέρουν και το γεγονός της αφέσεως των αμαρτιών των ανθρώπων από το Χριστό, είχαν σκοπό να τονίσουν και μια άλλη σημαντική όψη του έργου του Χριστού και αυτό είχε φανεί και από την αντίδραση των γραμματέων, οι οποίοι αμφισβητούσαν την εξουσία του Χριστού να συγχωρεί αμαρτίες, γιατί αυτό το έργο και αυτή την εξουσία την έχει, όπως έλεγαν, μόνο ο Θεός. Με το γεγονός λοιπόν ότι ο Χριστός συγχωρεί αμαρτίες δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή ο Χριστός είναι βλάσφημος γιατί αυθαίρετα λαμβάνει το έργο του Θεού, όπως αναφέρουν οι γραμματείς ή είναι όντως ο Υιός του Θεού και επομένως έχει την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες.
 Η εξουσία του Χριστού να συγχωρεί τις αμαρτίες αποτελεί ουσιαστικά το επίκεντρο του σωτήριου έργου του επί γης αφού η αμαρτία που μπήκε στη ζωή μας και επηρέασε τη σωτηρία μας. Η αμαρτία είναι κάτι κακό, είτε είναι απαγορευμένη από κάποιο νόμο είτε όχι. Σημαίνει την εγκατάλειψη του ορθού δρόμου, την επιβολή της εγωιστικής συμπεριφοράς του ανθρώπου σε θέματα που ανήκουν αποκλειστικά στην εξουσία του Θεού. Η συμπεριφορά του ανθρώπου φταιει για την αποτυχία παραμονής στον Παράδεισο. Η πτώση των πρωτοπλάστων επήλθε μετά από τη εγωιστική συμπεριφορά. Μπορεί το κακό να έχει την αρχή του στον εωσφορικό εγωισμό, στη συνέχεια όμως ευθύνεται ο άνθρωπος. «Δι’ ανθρώπου γαρ εισήλθεν η αμαρτία εις τον κόσμον».
 Αυτή την εξουσία λοιπόν έχει ο Χριστός. Ως Θεός να συγχωρεί αμαρτίες. Η άφεση βέβαια των αμαρτιών έχει εδώ ένα συνολικό, οντολογικό χαρακτήρα. Δεν περιορίζεται στην άρση της ενοχής, αλλά έχει μια μεταμορφωτική δύναμη, που οδηγεί τον άνθρωπο στην απαλλαγή από την αμαρτία, στον ανακαινισμό της ύπαρξής του μέσα στη χάρη του Θεού. Με την άφεση των αμαρτιών ο Κύριος δίδει την δυνατότητα στον άνθρωπο να κινηθεί από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν, μία πορεία την οποία η ανθρωπότητα εγκατέλειψε με το προπατορικό αμάρτημα και συνεχίζει να κινείται εκτός αυτής με την επανάληψη του σφάλματος των προπατόρων. Ο Κύριος δια του λυτρωτικού έργου επαναφέρει τον άνθρωπο στην πορεία αυτή. Από τη μια έχουμε την κακή χρήση της ελευθερίας από τον άνθρωπο, από την άλλη όμως έχουμε την έκφραση της άπειρης αγάπης του Θεού, ο οποίος ως εξουσίαν έχων θεραπεύει και ανιστά την πεπτωκυία φύση του ανθρώπου.
 Στα ιερά ευαγγέλια συναντούμε και άλλες περιπτώσεις όπου ο Κύριος με εξουσία, με τρόπο μυστηριακό, συγχωρεί τις αμαρτίες εκείνων που προστρέχουν και του ζητούν σωματική θεραπεία. Το γεγονός όμως το οποίο αλλάζει ριζικά και στρέφει άπαξ δια παντός την πορεία του ανθρώπου προς την αμαρτία καθιστώντας την πορεία προς τη σωτηρία είναι ο σταυρικός θάνατος  και η Ανάστασή του. Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο Χριστός με την Ανάστασή του, έδωσε αυτή την εξουσία της θεραπείας στους αποστόλους και στην Εκκλησία, λέγοντας: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς∙ αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Δηλαδή το έργο της «αφέσεως των αμαρτιών» ενεργείται διηνεκώς μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και ειδικότερα μέσα από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
 Η πληροφορία ότι αμέσως μετά το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού από το Χριστό, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, «οι όχλοι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» δεν αναφέρεται μόνο στην εξουσία του Χριστού να συγχωρεί τις αμαρτίες αλλά αναφέρεται και στην εξουσία που έλαβε η Εκκλησία από το Χριστό να θεραπεύει σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Ο Θεός ευδόκησε το δικό του έργο της σωτηρίας και της αφέσεως των αμαρτιών να γίνεται από τους ανθρώπους, τους αποστόλους και τους συνεχιστές τους μέσα στους αιώνες.
   Έτσι λοιπόν κι εμείς, με την ίδια πίστη και τον ίδιο θαυμασμό, πρέπει να προσφεύγουμε προς την Εκκλησία για να λαμβάνουμε την άφεση των αμαρτιών και τη θεραπεία των ψυχικών και σωματικών μας ασθενειών.