ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(Λκ. 15, 11-32)
Ἐπειδὴ οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ πλησίαζαν τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του, ἡ ἄρχουσα θρησκευτικὴ τάξη τῶν Ἰουδαίων ἀντιδροῦσε: «καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς». Οἱ τότε διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραὴλ τηροῦσαν τὴν ἀρχὴ ποὺ ἔλεγε: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου». Πλησίον ἦταν οἱ ὁμοεθνεῖς, οἱ ὁμόπιστοι, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι, ἐνῶ μὴ πλησίον καὶ ἄρα ἐχθροὶ ἦταν οἱ ἀλλοεθνεῖς καὶ οἱ ἀλλόπιστοι, οἱ Σαμαρεῖτες, οἱ τελῶνες, οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Συνεπῶς, κατὰ τοὺς Φαρισαίους, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀπέφευγε τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Κύριος τότε γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει τὴ στάση του καὶ νὰ διδάξει τοὺς Φαρισαίους γιὰ τὴν καινούργια πραγματικότητα ποὺ ἔφερνε στὸν κόσμο, διηγεῖται τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ περιγράφει τὴ συμπαθῆ καὶ φιλάνθρωπη στάση τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐπιστρέφοντας ἁμαρτωλοὺς καὶ ταυτόχρονα καλεῖ καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς θεωρούμενους δίκαιους, νὰ συγχαροῦν μὲ τὴ μετάνοια τοῦ κάθε ἀσώτου.
Ἡ ἀπαίτηση τοῦ νεώτερου υἱοῦ νὰ λάβει τὸ μέρος τῆς πατρικῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε, δὲν ἦταν κάτι τὸ μεμπτό. Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Δευτερονομίου, ὅλα τὰ ἄρρενα τέκνα εἶχαν δικαίωμα, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ πατέρας τους, νὰ μοιραστοῦν τὴν οἰκογενειακὴ περιουσία. Ὁ πρωτότοκος υἱὸς ἐλάμβανε τὰ 2/3 τῆς περιουσίας καὶ τὸ ὑπόλοιπο 1/3 διαμοιραζόταν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἄρρενων τέκνων. Ἐκ τῶν πραγμάτων αὐτὸ τὸ μερίδιο ἦταν κατὰ κανόνα μικρό, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν μὴ πρωτότοκων τέκνων ἀναγκαζόταν νὰ ξενιτευτεῖ, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἔτσι καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς, ἀφοῦ ἔλαβε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Τὸ σφάλμα τοῦ υἱοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διασκορπίζει τὴν περιουσία του μὲ ἀσωτεῖες καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή.
Ἡ ἐξαθλίωση ὅμως ποὺ ἀκολούθησε τὶς ἀσωτεῖες του τὸν ὁδήγησε σὲ συναίσθηση τῆς τραγικῆς του θέσης. Ἔτσι παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ στὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας του βλέποντάς τον ἀπὸ μακρυὰ σπεύδει νὰ τὸν ἀγκαλιάσει. Δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ υἱοῦ του, ἀλλὰ χαίρεται γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή του. Αὐτὸς ὁ πατέρας μοιάζει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συμπεριφορά του ἀποκαλύπτει τὴ νέα πραγματικότητα ποὺ ἐγκαινιάζει ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Κατ᾽ αὐτὴν ὁ Θεὸς δὲν οἰκτίρει μόνο τοὺς θεωρούμενους δίκαιους γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, ἀλλὰ ἅπαντας τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ πατέρας πλησιάζοντας τὸν υἱό του «ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀσωτεία ἦταν ἰσοδύναμη μὲ ἀνάσταση ἐκ τῶν νεκρῶν. Γι᾽ αὐτὸ συγκινημένος καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ἐντέλλεται στοὺς δούλους του α) νὰ ἐνδύσουν τὸν υἱό του μὲ πολυτελῆ ροῦχα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἀπόδοση μεγάλης τιμῆς, β) νὰ βάλουν δακτυλίδι στὸ χέρι του. Τὸ δακτυλίδι, ὡς σύμβολο ἐξουσίας σημαίνει τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀσώτου στὴν προτέρα θέση τοῦ υἱοῦ, γ) νὰ τοῦ φορέσουν ὑποδήματα. Καὶ τὰ ὑποδήματα μαρτυροῦν τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ υἱοῦ στὴν προτέρα του θέση, δεδομένου ὅτι μόνο οἱ δοῦλοι ἦταν ἀνυπόδητοι καὶ δ) νὰ σφάξουν «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ὥστε νὰ ἑορταστεῖ μὲ κάθε λαμπρότητα ἡ νεκρανάσταση τοῦ υἱοῦ.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ καὶ ἡ ὅλη ἀντίδρασή του παραπέμπουν στὸν γογγυσμὸ τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ὁ πατέρας προσφέρει στὸν ἀδελφό του καὶ ἀναφέρεται στὴ δική του συμπεριφορά, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἄμεμπτη. Οὐσιαστικὰ αὐτὸς νομίζει τὸν ἑαυτό του ἀναμάρτητο. Ἔχει πεποίθηση στὴν ἀρετή του καὶ ἀναμένει δικαιωματικὰ τὴν ἀναγνώρισή της. Ὁ ἀγαθὸς πατέρας ἀναγνωρίζει μὲν τὶς ὑπηρεσίες τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, ὅμως τοῦ λέει ὅτι στὴν προκειμένη περίπτωση ἔπρεπε νὰ χαρεῖ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του: «εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος ἀπευθύνεται σὲ ἀνθρώπους, ποὺ μοιάζουν μὲ τὸν πρεσβύτερο υἱό, γιὰ νὰ διδάξει ὅτι ὅσοι θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους δίκαιους καὶ ἐνάρετους καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται νὰ συμμετάσχουν στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἁμαρτωλῶν, δὲν ἔχουν κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα. Τελικά, σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἔχει μόνο αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ εὐσπλαχνία ὄχι μόνο πρὸς τοὺς θεωρούμενους δίκαιους καὶ ἀναμάρτητους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ.
(Λκ. 15, 11-32)
Ἐπειδὴ οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ πλησίαζαν τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του, ἡ ἄρχουσα θρησκευτικὴ τάξη τῶν Ἰουδαίων ἀντιδροῦσε: «καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς». Οἱ τότε διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραὴλ τηροῦσαν τὴν ἀρχὴ ποὺ ἔλεγε: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου». Πλησίον ἦταν οἱ ὁμοεθνεῖς, οἱ ὁμόπιστοι, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι, ἐνῶ μὴ πλησίον καὶ ἄρα ἐχθροὶ ἦταν οἱ ἀλλοεθνεῖς καὶ οἱ ἀλλόπιστοι, οἱ Σαμαρεῖτες, οἱ τελῶνες, οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Συνεπῶς, κατὰ τοὺς Φαρισαίους, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀπέφευγε τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Κύριος τότε γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει τὴ στάση του καὶ νὰ διδάξει τοὺς Φαρισαίους γιὰ τὴν καινούργια πραγματικότητα ποὺ ἔφερνε στὸν κόσμο, διηγεῖται τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ περιγράφει τὴ συμπαθῆ καὶ φιλάνθρωπη στάση τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐπιστρέφοντας ἁμαρτωλοὺς καὶ ταυτόχρονα καλεῖ καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς θεωρούμενους δίκαιους, νὰ συγχαροῦν μὲ τὴ μετάνοια τοῦ κάθε ἀσώτου.
Ἡ ἀπαίτηση τοῦ νεώτερου υἱοῦ νὰ λάβει τὸ μέρος τῆς πατρικῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε, δὲν ἦταν κάτι τὸ μεμπτό. Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Δευτερονομίου, ὅλα τὰ ἄρρενα τέκνα εἶχαν δικαίωμα, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ πατέρας τους, νὰ μοιραστοῦν τὴν οἰκογενειακὴ περιουσία. Ὁ πρωτότοκος υἱὸς ἐλάμβανε τὰ 2/3 τῆς περιουσίας καὶ τὸ ὑπόλοιπο 1/3 διαμοιραζόταν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἄρρενων τέκνων. Ἐκ τῶν πραγμάτων αὐτὸ τὸ μερίδιο ἦταν κατὰ κανόνα μικρό, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν μὴ πρωτότοκων τέκνων ἀναγκαζόταν νὰ ξενιτευτεῖ, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἔτσι καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς, ἀφοῦ ἔλαβε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Τὸ σφάλμα τοῦ υἱοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διασκορπίζει τὴν περιουσία του μὲ ἀσωτεῖες καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή.
Ἡ ἐξαθλίωση ὅμως ποὺ ἀκολούθησε τὶς ἀσωτεῖες του τὸν ὁδήγησε σὲ συναίσθηση τῆς τραγικῆς του θέσης. Ἔτσι παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ στὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας του βλέποντάς τον ἀπὸ μακρυὰ σπεύδει νὰ τὸν ἀγκαλιάσει. Δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ υἱοῦ του, ἀλλὰ χαίρεται γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή του. Αὐτὸς ὁ πατέρας μοιάζει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συμπεριφορά του ἀποκαλύπτει τὴ νέα πραγματικότητα ποὺ ἐγκαινιάζει ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Κατ᾽ αὐτὴν ὁ Θεὸς δὲν οἰκτίρει μόνο τοὺς θεωρούμενους δίκαιους γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, ἀλλὰ ἅπαντας τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ πατέρας πλησιάζοντας τὸν υἱό του «ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀσωτεία ἦταν ἰσοδύναμη μὲ ἀνάσταση ἐκ τῶν νεκρῶν. Γι᾽ αὐτὸ συγκινημένος καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ἐντέλλεται στοὺς δούλους του α) νὰ ἐνδύσουν τὸν υἱό του μὲ πολυτελῆ ροῦχα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἀπόδοση μεγάλης τιμῆς, β) νὰ βάλουν δακτυλίδι στὸ χέρι του. Τὸ δακτυλίδι, ὡς σύμβολο ἐξουσίας σημαίνει τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀσώτου στὴν προτέρα θέση τοῦ υἱοῦ, γ) νὰ τοῦ φορέσουν ὑποδήματα. Καὶ τὰ ὑποδήματα μαρτυροῦν τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ υἱοῦ στὴν προτέρα του θέση, δεδομένου ὅτι μόνο οἱ δοῦλοι ἦταν ἀνυπόδητοι καὶ δ) νὰ σφάξουν «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ὥστε νὰ ἑορταστεῖ μὲ κάθε λαμπρότητα ἡ νεκρανάσταση τοῦ υἱοῦ.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ καὶ ἡ ὅλη ἀντίδρασή του παραπέμπουν στὸν γογγυσμὸ τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ὁ πατέρας προσφέρει στὸν ἀδελφό του καὶ ἀναφέρεται στὴ δική του συμπεριφορά, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἄμεμπτη. Οὐσιαστικὰ αὐτὸς νομίζει τὸν ἑαυτό του ἀναμάρτητο. Ἔχει πεποίθηση στὴν ἀρετή του καὶ ἀναμένει δικαιωματικὰ τὴν ἀναγνώρισή της. Ὁ ἀγαθὸς πατέρας ἀναγνωρίζει μὲν τὶς ὑπηρεσίες τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, ὅμως τοῦ λέει ὅτι στὴν προκειμένη περίπτωση ἔπρεπε νὰ χαρεῖ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του: «εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος ἀπευθύνεται σὲ ἀνθρώπους, ποὺ μοιάζουν μὲ τὸν πρεσβύτερο υἱό, γιὰ νὰ διδάξει ὅτι ὅσοι θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους δίκαιους καὶ ἐνάρετους καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται νὰ συμμετάσχουν στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἁμαρτωλῶν, δὲν ἔχουν κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα. Τελικά, σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἔχει μόνο αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ εὐσπλαχνία ὄχι μόνο πρὸς τοὺς θεωρούμενους δίκαιους καὶ ἀναμάρτητους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου