ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΑΣΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΣΜΕΝΟΣ Του Ηλία Λιαμή
Καλέ μου φίλε,
Καλή μου φίλη,
Την Κυριακή που μας έρχεται, ένα παιδί αποφασίζει ν’ ανοίξει τα
φτερά του και εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι. Αισθάνεται παντοδύναμο.
Αντιρρήσεις απ’ τον πατέρα του δεν αντιμετωπίζει. Στη μακρινή χώρα
που βρέθηκε, μόνον δαπανά. Δεν τροφοδοτείται. Όταν τα υπάρχοντα
τελειώσουν, πρέπει να φροντίσει να αναπληρώσει όσα ξόδεψε. Δεν
βρίσκει όμως πηγή τροφοδοσίας. Το καλομαθημένο του στομάχι πρέπει να
συνηθίσει πια τα ξυλοκέρατα. Αυτά δεν είναι μόνον άνοστα. Κρύβουν και
μια παγίδα: Όπως λένε γιατροί και διαιτολόγοι, είμαστε ό,τι τρώμε. Και ο
μικρότερος γιος καταλαβαίνει, πως αν συνεχίσει έτσι, θα μεταβληθεί
σιγά-σιγά σε ον που αρκείται σε ξυλοκέρατα. Δεν θέλει όμως να γίνει
γουρούνι. Γιατί είναι από σπίτι αρχοντικό και ξέρει πως πλάστηκε για
άλλη ζωή. Αυτή η ανάμνηση τον σώζει. Γιατί τα ξυλοκέρατα γίνονται
συνήθεια. Είναι αυτές οι μικρές και φτηνές απολαύσεις, που πριν καλά-
καλά προλάβει ο άνθρωπος να τις ψηλαφίσει, θρυμματίζονται στην
παλάμη του. Δεν είναι μόνο οι φτηνές και ρηχές απολαύσεις που
παρηγορούν τη φθορά μας. Είναι κι αυτά τα μικρά και έξυπνα δολώματα,
που με τόση μαστοριά, αιώνες τώρα ο κόσμος-ή, γιατί όχι, ο διάβολος-
γνωρίζει να χρησιμοποιεί, πρώτα για να σβήνει από την καρδιά τον πόθο
για τα πολλά και τα μεγάλα, μετά, για να μαθαίνει τον άνθρωπο να
αρκείται στα λίγα και φτηνά και τέλος για να τον μεταμορφώνει σαν άλλη
Κίρκη σε ένα ζωντανό.
Ο σημερινός μας ήρωας όμως δεν ξεχνάει. Η ιστορία του αποτελεί
τον δεύτερο σταθμό στην πορεία του Τριωδίου. Τώρα, που το σκέφτομαι,
εύκολα θα μπορούσαν, η προηγούμενη και αυτή, να χαρακτηριστούν ως
Κυριακές των αποτυχημένων. Ένας Τελώνης, άρπαγας και τοκογλύφος,
και ένας αυθάδης και αχάριστος γιος γίνονται πρότυπα μετάνοιας και νέας
αρχής για κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Αποτυχημένοι στα μάτια του
κόσμου, δικαιωμένοι στα μάτια του Θεού. Άλλωστε, τι άλλο υπήρξε και ο
ίδιος ο Κύριος για τα μάτια του κόσμου, παρά ένας αποτυχημένος
επαναστάτης, ένας αφελής ονειροπόλος, αδύναμος μπροστά στο νόμο και
την τάξη των ισχυρών. Αλλά και μέχρι σήμερα, τι διαφορετικό ακούει η
χριστιανική πίστη, από χλευασμούς και ειρωνείες για παθητικότητα,
μοιρολατρία και αδυναμία να παρέμβει στις ιστορικές εξελίξεις;
Νομίζω, πως πρέπει, ο καθένας με τον τρόπο του, να ενημερώνει
τους νεαρούς ακροατές του, πως έρχονται στιγμές, όπου αποκαλύπτεται σε
όλες τις διαστάσεις της η άβυσσος που χωρίζει την κρίση του κόσμου από
την κρίση του Θεού. Την περασμένη εβδομάδα, ένας περιφρονημένος από
τον κόσμο Τελώνης κατέβηκε από τον Ναό δικαιωμένος από τον Θεό.
Σήμερα, ένας επαναστατημένος γιος αφήνει το πατρικό του σπίτι και
τρέχει να γευτεί ό,τι έχει να του δώσει η ζωή αυτή. Θα συντριβεί, αλλά
δεν θα ξεχάσει. Όταν γυρίσει πίσω, τον περιμένει αναλλοίωτη η πατρική
αγάπη, αλλά και άτεγκτη η αδελφική κρίση.
Θυμήσου πόσο ωραία περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι αυτή την
διαφορετική ματιά κόσμου και Θεού στον μονόλογο ενός περιφρονημένου
ήρωά του στο «Έγκλημα και τιμωρία»:
«Και τότε ο Χριστός θα μας πει, ελάτε και εσείς. Όλοι εσείς, εσείς οι
μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι εσείς οι ακόλαστοι!... και θα μας πει:
Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε τη
σφραγίδα του στο μέτωπό σας... Ελάτε όμως και σεις.
Και τότε οι δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορήσουν:
Μα, Κύριε, πως τους δέχεσαι;
Και ο Χριστός θα πει: αν τους δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, αν τους δέχομαι,
κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν έκρινε ποτέ
τον εαυτό του άξιο.
Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει την αγκαλιά Του και
εμείς θα πέσουμε στα πόδια Του και θα τα καταλάβουμε όλα.
Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε όλα... Ω Κύριε, ελθέτω η βασιλεία σου...».
Αυτή είναι η παραβολή του ασώτου γιου. Αιώνες τώρα θεωρείται
ως η πιο περιεκτική παραβολή. Τόσο, που για πολλούς αποτελεί την
ανακεφαλαίωση όλης της ανθρώπινης περιπέτειας και όλου του σχεδίου
του Θεού για την ανθρώπινη σωτηρία. Λίγες φορές όμως έχει αναφερθεί,
πως η παραβολή έχει πρωταγωνιστή, όχι τον μικρότερο, αλλά τον
μεγαλύτερο γιο. Δεν λέχθηκε από τον Κύριο με αφορμή τους άσωτους της
εποχής, αλλά τους ευσεβείς και άτεγκτους, που προστατεύουν με
φανατισμό την καθαρότητα χώρων και ιδεών από εκείνους που …τολμούν
να επιστρέψουν. Τους ευσεβείς, που δεν αποστάτησαν ποτέ, άλλα έμειναν
πάντα ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Αυτοί λοιπόν είναι η αφορμή.
Θες απόδειξη;
Αν πας στην αρχή αυτού του 15ου κεφαλαίου, οι δύο πρώτοι στίχοι
τα εξηγούν όλα:
Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες
οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς
λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς
προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς.
1 Τον πλησίαζαν λοιπόν συνεχώς όλοι
οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να
τον ακούνε. 2 Και οι Φαρισαίοι και οι
γραμματείς γκρίνιαζαν πολύ,
λέγοντας ότι αυτός δέχεται κοντά του
αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους.
Στα παράπονα αυτά, ο Ιησούς απαντάει με τρεις παραβολές:
Εκείνην του χαμένου προβάτου, του χαμένου νομίσματος και του άσωτου
γιου. Στις δύο μιλάει για την χαρά του Θεού, όταν ένας άνθρωπος
επιστρέψει. Στην Τρίτη όμως, εκτός από τη χαρά της επιστροφής, γίνεται
αναφορά και στον θυμό του ευσεβούς, όταν δει να γίνεται αποδεκτός ένας
αμαρτωλός, που μετανόησε. Αυτός είναι που απεικονίζεται στην
συμπεριφορά του μεγαλύτερου γιου. Και αυτός είναι ουσιαστικά ο άσωτος.
Η λέξη «άσωτος» υποδηλώνει τον μη σωσμένο. Δεν είναι η λέξη
που ταιριάζει στον μικρότερο γιο. Εκείνος είναι, που νόμιζε πως άφησε
μια φυλακή αλλά, με την επιστροφή του, βρήκε την αληθινή του πατρίδα.
Αντίθετα, ο μεγαλύτερος γιος δεν έπαψε ποτέ να θεώρει φυλακή το σπίτι
του και τον πατέρα του ένα δεσμοφύλακα. Η παραβολή τελειώνει και δε
μαθαίνουμε ποτέ, αν αποφάσισε να μπει στο χώρο της αγάπης και της
συγγνώμης. Σ’ αυτόν απευθύνεται ο χαρακτηρισμός «άσωτος» λοιπόν.
Ένας παλαιός καθηγητής στη Θεολογική Σχολή, ο μακαριστός Ηλίας
Βουλγαράκης, έλεγε, πως θα νιώθαμε μεγάλη έκπληξη, αν ξέραμε, πόσοι
άνθρωποι τα βάζουν με την τύχη τους, που γεννήθηκαν χριστιανοί.
Ακριβώς επειδή η πίστη τους δεν αποτελεί επιλογή, αλλά
προαποφασισμένη από άλλους ιδιότητα, η σχέση τους με τον Θεό δεν
στηρίζεται στην ελευθερία, αλλά στον εξαναγκασμό των εντολών. Χωρίς η
καρδιά να έχει αποδεχτεί μια ερωτική σχέση με τον Θεό, ο άνθρωπος ζει
διαρκώς σε μια αβάσταχτη πίεση εφαρμογής ενός νόμου, προκειμένου να
δικαιώσει την ανατροφή του ή να καταπνίξει την δειλία του να
αποτινάξει από πάνω του έναν ουράνιο ζυγό. Και τα δύο αυτά τα είχε
ενεργοποιήσει στον μεγαλύτερο άσωτο-μη σωσμένο γιο, η φυγή του
μικρότερου σωσμένου. Γιατί αυτός, φεύγοντας, απαρνείται την ανατροφή
του, απαρνείται την πατρική παρουσία και συγχρόνως βρίσκει το θάρρος
να αποκτήσει την ελευθερία του, γλυκιά, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά
πικρή στη συνέχεια. Τις δύο αυτές εμπειρίες, ο μεγαλύτερος δεν τολμά να
τις γευτεί και αυτό τον ταράζει. Εκείνο όμως που τον κάνει έξαλλο, είναι
η αποδοχή της επιστροφής εκ μέρους του πατέρα του. Και έχει δίκιο! Η
ανθρώπινη δικαιοσύνη απαιτεί πρόστιμο, απαιτεί επίπληξη, απαιτεί
περίοδο απομόνωσης και αναμονής στον χώρο των μισθίων, των
υπηρετών δηλαδή. Όπως ο Φαρισαίος την προηγούμενη Κυριακή, που
καταμετρά τα κατορθώματά του, έτσι και ο μεγάλος γιος, όταν
εξανίσταται διαμαρτυρόμενος, πως ο αδελφός του (αν και δεν τον αναφέρει
ποτέ αδελφό του) κατασπατάλησε την περιουσία με τις πόρνες, έχουν
απόλυτο δίκιο. Και οι δύο αγαπούν τον νόμο και με νόμο μετρούν. Όποιος
όμως αγαπά τον Θεό, αγαπά και τη δικαιοσύνη τη δική Του και με
αυτήν μετρά.
Η ζωή γύρω μας είναι ανεκπλήρωτες φυγές και ανεκπλήρωτες
επιστροφές. Πολλοί απ’ όσους γεννήθηκαν μέσα στο σπίτι, βασανίζονται
πολλές φορές από την προπατορική τάση της αποστασίας. Αλλά δεν
τολμούν. Μένουν, λίγο από ανάγκη, λίγο από δειλία, σπίτι τους. Αλλά δεν
το εκτιμούν. Τελικά δεν ανήκουν πουθενά. Διότι ο άνθρωπος εκτιμά
μόνον ό,τι χάνει. Και φαίνεται, πως η απόσταση πατέρα-παιδιού συχνά,
αν όχι πάντα, είναι λυτρωτική. Πολλές φορές, οι αδυναμίες και τα λάθη
μας αναγκάζουν τον Θεό να μας οδηγήσει σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Ο
μικρότερος έπρεπε να φύγει για να εκτιμήσει. Ο Δαυίδ έπρεπε να
εξευτελιστεί εντελώς για να αναφωνήσει:
«Αγαπήσω Σε, Κύριε η ισχύς μου, Κύριος στερέωμά μου και
καταφυγή μου και ρύστης μου… βοηθός μου… υπερασπιστής μου…
αντιλήπτωρ μου».
Οι Άγιοι γνωρίζουν, πως μέρος της διαδρομής προς την τελειότητα
προβλέπει να υποστούν, όχι την δική τους απομάκρυνση, αλλά την
εγκατάλειψη εκ μέρους του Θεού. Όπως λέει και ο γέρων Σωφρόνιος του
Έσσεξ στο βιβλίο του για τον Άγιο Σιλουανό, «μετά από ένα δείγμα ή
μερικά δείγματα της χάριτος του Θεού στη ζωή μας, ο Θεός αποσύρεται.
Ο χριστιανός Τον αποζητά και προσπαθεί να Τον φέρει πίσω, ώστε να
νιώσει ξανά την ευφορία της παρουσίας Του. Προσεύχεται, αγρυπνά,
νηστεύει, θρηνεί, όμως ο Θεός φαίνεται να κωφεύει. Ό,τι κι αν κάνει ο
άνθρωπος, ακόμη κι αν αγωνίζεται χρόνια, αισθάνεται πνευματικά
ξηρός. Και ξαφνικά ο Θεός, όταν θέλει, επανέρχεται και ίσως δεν
ξαναφεύγει ποτέ».
Τότε είναι οι στιγμές, που οι Άγιοι, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, ακούν τον Θεό να μιλά, όπως αναφέρει σε ομιλία του στο
κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο:
«Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ
ρούχο, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις
ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ᾖλθα νὰ ὑπηρετήσω,
ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ
καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ μείνεις φίλος μου.
Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σένα· ἔγινα καὶ ζητιάνος διὰ σένα· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς
τὸν Σταυρὸν διὰ σένα· ἐνταφιάστηκα διὰ σένα· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ
παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν στάλθηκα ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς6
μεσολαβητὴς διὰ σένα. Ὅλα για μὲνα εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ
συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις;»
Την ώρα όμως της επιστροφής, κάποιος περιμένει να δικάσει
και να κλείσει μια πόρτα. Δυστυχώς δεν είναι όλοι τόσο επίμονοι και
αποφασισμένοι, όπως ο σημερινός μικρότερος γιος της παραβολής, να
επιμένουν μέχρι να μπουν. Υπάρχουν φορές, που ένας καταρρακωμένος
άνθρωπος θα φτάσει έξω από την πόρτα και θα την χτυπήσει για μια και
μοναδική φορά. Και ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Πατέρας έχει αφήσει εμάς ν’
ανοίξουμε και να τον υποδεχτούμε. Αν είμαστε οι άνθρωποι της
αναγκαστικής υπακοής, αυτός που επέστρεψε, θα διαβάσει στο βλέμμα
και στις κινήσεις μας την καχυποψία και την απόρριψη. Και αυτή την
εικόνα θα σχηματίσει και για τον άρχοντα του σπιτιού. Και δεν θα
ξανατολμήσει να χτυπήσει, γιατί δεν αντέχει άλλες πληγές. Με υπέροχο
τρόπο, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας περιγράφει την επιστροφή εκείνου,
που δεν τολμά να χτυπήσει την πόρτα του πατρικού του σπιτιού:
Επιστροφή
Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.
-με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου.
Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.
Κ’ ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω...
Ποτέ δε θα μάθουμε τι θα αποφάσιζε τελικά ο μικρότερος γιος,
αν δεν είχε τρέξει ο Πατέρας προς εκείνον. Θα χτύπαγε τελικά; Ή
κρατώντας τη βαριά καρδιά του, απέξω θα καθόταν και θα έκλαιγε;
Πολύ φοβάμαι λοιπόν, πως δεν αρκεί ν’ ανοίξουμε μια πόρτα, έστω
χαμογελαστοί. Ο κόσμος χρειάζεται να τρέξουμε προς εκείνον. Η
προϋπόθεση όμως είναι να έχουμε νιώσει προηγουμένως αυτή την
εμπειρία της αποδοχής και της δικής μας επιστροφής. Για να τη
νιώσουμε όμως, πρέπει να αποδεχτούμε πως ζούμε «εις χώραν
μακράν», είτε με τον τρόπο ζωής μας, είτε με ένα διχασμένο
θέλημα, ανάμεσα στον ουρανό και τον κόσμο, είτε ακόμη και με τη
φαντασία μας, χωρίς να έχουμε απομακρυνθεί σωματικά, ούτε
μέτρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, κάθε στιγμή, χρειαζόμαστε μια
επιστροφή. Και προϋπόθεση της είναι η αποστροφή για τα
ξυλοκέρατα της χλιαρής πίστης, της αναγκαστικής προσευχής, της
υποχρεωτικής φιλανθρωπίας, της περιστασιακής αγάπης, με τα
οποία μάθαμε να χορταίνουμε την πεινασμένη ψυχή μας.
Ας διαβάσουμε τώρα και την περικοπή μας, από 15ο κεφάλαιο
του Λουκά:
Η παραβολή του άσωτου γιου
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο
υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι
τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας.
καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ
μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας
συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος
υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν
οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν
ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ
αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς
ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην,
καὶ αὐτὸς ἤρξατο
ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς
11 Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος είχε
δύο γιους. 12 Και ο νεότερος από
αυτούς είπε στον πατέρα του:
“Πατέρα, δώσε μου το μέρος της
περιουσίας που μου ανήκει”. Εκείνος
διαίρεσε σ’ αυτούς την
περιουσία. 13 Και μετά από λίγες
ημέρες, αφού τα σύναξε όλα ο
νεότερος γιος, αποδήμησε σε χώρα
μακρινή και εκεί διασκόρπισε την
περιουσία του ζώντας άσωτα. 14 Και
όταν αυτός τα δαπάνησε όλα, έγινε
ισχυρός λιμός στη χώρα εκείνη, και
αυτός άρχισε να στερείται. 15 Και
τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε 8
ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς
χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν
αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ
βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει
γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ
τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ
χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου
αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν
εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός
μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ
λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς
πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου
καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος
κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς
ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ
ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα
αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν
ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ
ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε
δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους
αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν
τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν,
καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα
αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς
πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν
μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο
εὐφραίνεσθαι. 25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς
αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ
ἤκουσε συμφωνίας καὶ
έναν από τους πολίτες εκείνης της
χώρας, και τον έστειλε στους αγρούς
του να βόσκει χοίρους. 16 Και αυτός
επιθυμούσε να χορτάσει από τα
ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι,
και κανείς δεν του έδινε. 17 Τότε
συνήλθε και είπε: “Σε πόσους
μισθωτούς του πατέρα μου
περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ εγώ
χάνομαι από λιμό. 18 Αφού σηκωθώ,
θα πορευτώ προς τον πατέρα μου και
θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον
ουρανό και μπροστά σου, 19 δεν είμαι
άξιος πια να ονομαστώ γιος σου. κάνε
με όπως έναν από τους μισθωτούς
σου”. 20 Και σηκώθηκε και ήρθε προς
τον δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν
αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον είδε
ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε
και, αφού έτρεξε, έπεσε πάνω στον
τράχηλό του και τον
καταφίλησε. 21 Του είπε τότε ο γιος:
“Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και
μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια να
ονομαστώ γιος σου”. 22 Είπε όμως ο
πατέρας προς τους δούλους του:
“Γρήγορα, φέρτε έξω την πρώτη
στολή και ντύστε τον, και δώστε
δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα
στα πόδια, 23 και φέρτε το
καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το,
και να φάμε να
ευφρανθούμε, 24 γιατί αυτός ο γιος
μου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν
χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν
να ευφραίνονται. 25 Ο γιος του ο
πρεσβύτερος ήταν τότε στον αγρό.
Και καθώς ερχόταν και πλησίασε
στην οικία, άκουσε συμφωνίες
οργάνων και χορούς 26 και, αφού
προσκάλεσε έναν από τους δούλους,
ζητούσε να μάθει τι σήμαιναν 9
χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί
εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι
ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ
πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν
ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ
αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει
αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ
πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω
σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου
παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε
ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν
φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ
ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών
σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν,
ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·
τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ,
καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά
ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου
οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
αυτά. 27 Εκείνος του είπε: “Ο
αδελφός σου έχει έρθει, και έσφαξε ο
πατέρας σου το μοσχάρι το
καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε πίσω
υγιή”. 28 Αυτός τότε οργίστηκε και
δεν ήθελε να εισέλθει, αλλά ο
πατέρας του εξήλθε και τον
παρακαλούσε να μπει
μέσα. 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε
στον πατέρα του: “Ιδού, τόσα έτη σε
υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ δεν
παράβηκα εντολή σου, αλλά σ’ εμένα
ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να
ευφρανθώ μαζί με τους φίλους
μου. 30 Όταν όμως αυτός ο γιος σου
ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος μαζί
με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το
καλοθρεμμένο μοσχάρι”! 31 Εκείνος
του είπε: “Παιδί μου, εσύ πάντοτε
είσαι μαζί μου, και όλα τα δικά μου
είναι δικά σου. 32 Έπρεπε όμως να
ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί
αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και
έζησε, και χαμένος και βρέθηκε”».
Θα σου πρότεινα εξ αρχής να πεις στα παιδιά που έχεις μπροστά
σου, πως η παραβολή αυτή κατέχει κεντρική θέση στην πίστη μας.
Μέσα σε μια μόνο περικοπή, παρουσιάζεται
η αγαπητική στάση του Θεού απέναντι στον άνθρωπο, δύο
κίνδυνοι της πνευματικής ζωής
η αποστασία και η ευσεβίστικη τυπολατρία,
καθώς και η οδός της μετανοίας, που πάντα αναμένεται από τον
ουράνιο Πατέρα με λαχτάρα.
Επειδή πρόκειται για μια πολυδιάστατη εξιστόρηση, θα σου
πρότεινα να μην υποκύψεις στον πειρασμό μιας ψυχολογικού τύπου
συζήτησης. Και πρόκειται όντως περί πειρασμού, διότι με σαφή και λιτό 10
τρόπο αναδύονται θέματα σχέσεως γονέων και παιδιών, σχέσεις αδελφών
και ψυχολογικές καταστάσεις μεγάλης έντασης, όπως εκείνη του
μικρότερου αδελφού, που φτάνει στα όριά του και αποφασίζει να αλλάξει
υπαρξιακή προοπτική. Αν όλα αυτά δεν αναφερθούν με μέτρο και μόνον
ως δευτερεύοντα στοιχεία, το μόνο βέβαιο είναι, πως ο χρόνος απλώς δεν
θα επαρκέσει, γεγονός, που μπορώ να στο βεβαιώσω εκ πείρας.
Τα παιδιά είναι αρκετό να έχουν μια σαφή εικόνα για
- έναν μεγαλύτερο γιο, που παραμένει στο πλαίσιο της ανατροφής του
και ενώ εξωτερικά δεν δίνει κανένα δικαίωμα να κατηγορηθεί για
ασέβεια ή αποστασία, εσωτερικά, ένας δεύτερος εαυτός ζει μια
παράλληλη ζωή, γεμάτη οργή και πίεση
- έναν μικρότερο γιο, ο οποίος κάνει την επανάστασή του, αλλά
καταφέρνει να μετατρέψει τον δυναμισμό του, από παράγοντα τήξης
σε δύναμη αλλαγής και μετάνοιας
- και ένα πατέρα, που με μεγαλοψυχία αποχαιρετά, με μεγαλοψυχία
υποδέχεται, με μεγαλοψυχία αποκαθιστά, με μεγαλοψυχία
αγωνίζεται να συμφιλιώσει. Γρήγορα όμως πρέπει τα πρόσωπα να
ταυτιστούν με εκείνους, που αντιπροσωπεύουν.
- Θα έλεγα παιδιά να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα: Για ποιο λόγο
λέει ο Χριστός αυτή την παραβολή; Ποιο είναι το βασικό της
μήνυμα; Σε ποιους απευθύνεται;
- Σε κάποιους, που αισθάνονται, πως η μετάνοιά τους, ίσως δεν γίνει
δεκτή… σε κάποιους, που έχουν την εντύπωση, πως ο Θεός
εκφράζει μόνον τον νόμο και την ποινή… σε κάποιους, που
δυσανασχετούν, όταν η δικαιοσύνη τους προσκρούει στην δικαιοσύνη
του Θεού… σε κάποιους που αφιερώνουν όλη την ενέργειά τους σε
μια καθωσπρέπει συμπεριφορά, αμελώντας τον διάλογο με τον
αληθινό εαυτό τους και αφήνοντάς τον να πιέζεται και να μισεί.
- Κάθε μια από αυτές τις απαντήσεις είναι σωστή. Πρέπει όμως να
ξέρετε, πως μόλις έχει προηγηθεί από την διήγηση αυτή, η οργή
των Φαρισαίων, για την επιλογή του Ιησού να συντρώγει με 11
αμαρτωλούς και τελώνες. Μην ξεχνάτε, πως πολλοί από αυτούς
άλλαξαν πορεία ζωής μετά την συνάντηση με τον Χριστό. Αυτούς
αντιπροσωπεύει και ο μικρότερος γιος. Φαρισαίους όμως να
μετανοήσουν δεν έχουμε, παρά ελάχιστους. Κι ας παρουσιάζονται ως
αυθεντίες στη μελέτη των Γραφών, στο ήθος και στην φιλανθρωπία.
Νομίζουν, πως ανήκουν στην οικογένεια, όπως νόμιζε και ο
μεγαλύτερος γιος. Αλλά για πέστε μου, μια και το αναφέραμε:
έχετε παρατηρήσει, πως πουθενά στην περικοπή δεν βγαίνει από
τα χείλη του μεγαλύτερου γιου, ούτε η λέξη «αδελφός», ούτε η λέξη
«πατέρας». Ο μεγαλύτερος γιος αισθάνεται μόνος και ορφανός. Γιατί;
Εδώ, μπορείς να παρατηρήσεις, πως αν και δεν έφυγε από το
σπίτι, η καρδιά του βρίσκεται αλλού. Αντίθετα, ο μικρότερος γιος, αν και
βρίσκεται μακριά, η καρδιά του είναι στο σπίτι.
- Αν σας έλεγα, πως το σπίτι αντιπροσωπεύει την εκκλησία,
μπορείτε να εντοπίσετε κάποια χαρακτηριστικά του;
- Το σπίτι έχει πλούτο.
- Δηλαδή;
- Αγάπη, χαρίσματα, χαρά…
- Και τι άλλο, αν υπολογίσετε, πως, για όποιον ήθελε να φύγει, η
πόρτα ήταν ανοιχτή;
- Ελευθερία!
- Φανταστείτε κάτι: όποιος φύγει από την Εκκλησία και διαλέξει άλλο
πλαίσιο ζωής, παίρνει μαζί του αυτόν τον πλούτο. Για σκεφτείτε:
Ακόμη και μακριά, τη χαρά την έδινε ο πλούτος του σπιτιού. Ακόμη
και για όποιον θελήσει να ζήσει μακριά, οι δωρεές της Εκκλησίας θα
του δίνουν αληθινή χαρά. Μόνο που…
- Μόνο που κάποτε τελειώνουν. Διότι δεν υπάρχει τροφοδοσία.12
Όντως, δεν έχει τελειωμό η άντληση σωτήριων συμπερασμάτων
απ’ αυτήν την περικοπή. Ιδού μερικά ακόμη, που μπορεί να τα
επεξεργαστείς με το δικό σου τρόπο:
- Τι αντιπροσωπεύουν τα ξυλοκέρατα;
- Ο μικρός γιος έχει ετοιμάσει τον λόγο της μετανοίας του. Δεν τον
ολοκληρώνει όμως. Ο πατέρας δεν το επιτρέπει. Δεν τον θέλει
εξουθενωμένο. Άλλωστε, η επιστροφή του μιλάει από μόνη της.
- Τι συνδέει τον Φαρισαίο της περασμένης Κυριακής με τον
μεγαλύτερο γιο της σημερινής παραβολής;
Και πόσα ακόμη!
Με ένα θα ήθελα να τελειώσω:
- Αν σας έλεγα παιδιά, πως «άσωτος» σημαίνει αυτός που δεν
σώζεται, σε ποιον θα δίνατε αυτόν τον χαρακτηρισμό; Ποιον
βλέπετε τελικά να βρίσκεται έξω από τη χαρά του σπιτιού, έξω από
τη χαρά της Εκκλησίας;
Να η απάντηση από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό:
-Χίλιας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς,
ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν δια τον Χριστό μας, και δεν
έχομεν αυτάς τα δύο αγάπας, αλλά έχομεν το μίσος και την έχθραν εις
τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά όπου εκάμαμεν είναι του
διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, λέγετε, εκεί με
εκείνην την έχθραν την ολίγην όπου έχομεν εις τους αδελφούς μας,
έχοντες τόσα καλά καμωμένα, εις την κόλασιν πηγαίνουμεν; Ναι,
αδελφοί μου, διότι εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου και
καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει
τόσην δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και
η έχθρα, όλα εκείνα, τα καλά όπου εκάμαμεν τα γυρίζει και τα κάνει
φαρμάκι του διαβόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου