ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ - ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ -
(Λκ. ιη΄ 10-14)
Ἀρχίζει σήμερα, ἀγαπητοί χριστιανοί, τό Τριώδιο. Εἶναι ἡ περίοδος ἀπό σήμερα μέχρι τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς εἶναι καιρός προσευχῆς, μετάνοιας καί ἄσκησης. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει κατάλληλα γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε τά μεγάλα γεγονότα τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ἀρχίζει λοιπόν τό Τριώδιο, ὅπως ὅρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. «Ἀνέβηκαν δύο ἄνθρωποι στό ἱερό νά προσευχηθοῦν…». Ἡ προσευχή εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Εἶναι τό ὀξυγόνο πού ζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐπικοινωνία μέ τό δημιουργό του. Ἔτσι χαριτώνεται, προσελκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προστατεύεται ἀπό τό κακό, ζεῖ μέσα στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα.
Ὁ Χριστός στήν παραβολή του μᾶς παρουσιάζει δύο διαφορετικούς τύπους ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, ἕναν τελώνη καί ἕναν φαρισαῖο. Ὁ φαρισαῖος ἀνήκει στήν ἀνώτερη κοινωνική τάξη τῶν Ἰουδαίων. Εἶναι ὁ διδάσκαλος τοῦ νόμου, ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, εἶναι ὁ δίκαιος, ὁ ἄμεμπτος. Ἔτσι πιστεύει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ κατά γράμμα ἀλλά τό κάνει πρός τό «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Δηλαδή ὁ φαρισαῖος εἶναι ἕνας ὑποκριτής, ἕνας θεατρίνος.
Ὁ τελώνης ἀπό τό ἄλλο μέρος εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικός τύπος τοῦ ἄδικου καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Οἱ τελῶνες ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων ἀδικοῦν, κλέβουν, ἐκβιάζουν, καταπιέζουν τό λαό. Δικαιολογημένα ἴσως ὁ λαός τούς μισεῖ καί δέν τούς συγχωρεῖ. Ὁ Χριστός ὅμως, ὅπως φαίνεται καθαρά στά Εὐαγγέλια, πλησιάζει τούς τελῶνες καί κάθεται μαζί τους στό ἴδιο τραπέζι. Γι’ αὐτό καί οἱ φαρισαῖοι τόν κατηγοροῦν πώς συναναστρέφεται μέ τούς ἁμαρτωλούς. Κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ ὅτι ἀνάγκη ἀπό γιατρό ἔχουν οἱ ἄρρωστοι καί ὄχι οἱ ὑγιεῖς. Ἐξάλλου καλεῖ στόν κύκλο τῶν μαθητῶν του καί ἕναν τελώνη, τό Ματθαῖο, καί τόν κάνει ἀπόστολο καί εὐαγγελιστή.
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα πῶς προσευχήθηκαν ὁ φαρισαῖος καί ὁ τελώνης.
Ὁ φαρισαῖος, στή μέση του ναοῦ, μέ ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία, εὐχαριστεῖ τό Θεό γιατί δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι καί μοιχοί. Ἀπαριθμεῖ τά γνωστά ἁμαρτήματα ἀλλά δέν κάνει καμία ἀναφορά στά ἐσωτερικά, τήν ὑπερηφάνεια, τήν πονηρία, τό φθόνο, τήν ὑποκρισία. Ἴσως αὐτά νά εἶναι χειρότερα γιατί δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά μετάνοια. Σκοτώνουν καί νεκρώνουν τήν ψυχή. Σβήνουν τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Στρέφεται λοιπόν ὁ φαρισαῖος ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, τούς ὁποίους καταδικάζει. Διαχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους καί προβάλλει τίς ἀρετές του. «Νηστεύω δύο μέρες τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπό
τά εἰσοδήματά μου». Ἡ νηστεία του δηλαδή, ἡ προσευχή του καί ἡ δικαιοσύνη του εἶναι μέσα προβολῆς. Ἀντί νά στραφεῖ στό Θεό μᾶλλον προσεύχεται στόν ἑαυτό του. Ἀντί νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ προσφέρει τίς ἀρετές του καί δικαιώνει τόν ἑαυτό του. Τέτοια ὅμως προσευχή δέν τή δέχεται ὁ Θεός.
Ἀντίθετα ὁ τελώνης μπαίνει στό ναό, ἀλλά δέν τολμᾶ νά προχωρήσει στό ἐσωτερικό του. Στέκεται σέ μία γωνιά καί δέ σηκώνει τά μάτια στόν οὐρανό. Χτυπάει τό στῆθος γιατί συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι τόν ἀπορρίπτει ὁ Θεός καί οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως ἀποδέχεται τήν ἀπόρριψη χωρίς νά δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του καί χωρίς νά ἐπιρρίπτει εὐθύνες στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Ἕνα βουβό κλάμα καί ἕνας στεναγμός βγαίνει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. «Ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλῶ», λέει. Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀκούει καί τοῦ ζητάει τό ἔλεος καί τή συγχώρησή του. Εἶναι ἡ μόνη του ἐλπίδα.
Ὁ Χριστός κλείνει τήν παραβολή του μέ τά ἑξῆς λόγια: «Σᾶς λέγω πώς ὁ τελώνης κατέβηκε στό σπίτι συγχωρεμένος παρά ὁ φαρισαῖος. Γιατί ὅποιος περηφανεύεται θά ταπεινωθεῖ καί ὅποιος ταπεινώνεται θά ὑψωθεῖ». Εἶναι φανερό πώς ὁ θεῖος διδάσκαλος εἶπε τήν παραβολή πρῶτα γιά νά καταδικάσει τήν ὑπερηφάνεια καί ὕστερα νά μᾶς διδάξει τήν ταπεινοφροσύνη. Νά πῶς τό ἀποδίδει ὁ ὑμνογράφος αὐτό στό δοξαστικό τῶν αἴνων πού ἀκούσαμε σήμερα στόν ὄρθρο. «Κατέκρινας Κύριε τό φαρισαῖο, πού
δικαίωσε τόν ἑαυτό του, γιά τά ἔργα πού πρόβαλε μέ ὑπερηφάνεια. Καί δικαίωσες τόν τελώνη πού ἦταν ταπεινός καί ζήτησε μέ στεναγμούς τό ἔλεός σου. Δέν ἀποδέχεσαι, Κύριε, τους ὑπερήφανους λογισμούς καί δέν ἀπορρίπτεις τίς συντετριμμένες καρδιές».
Ὅλοι ἐμεῖς, ἀγαπητοί χριστιανοί, πού εἴμαστε τώρα συγκεντρωμένοι στό ναό καί τελοῦμε τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ἄς ἀναρωτηθοῦμε. Ἔχουμε τήν ταπείνωση καί τή συντριβή τοῦ τελώνη; Μήπως μᾶς κατακλύζει ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ αὐτοδικαίωση τοῦ φαρισαίου; Ἄς γνωρίζουμε ὅτι «ὁ φαρισαῖος καυχησάμενος ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δέ τελώνης μή φθεγξάμενος ἠξιώθη τῶν δωρεῶν», ὅπως τονίζει σέ ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων ὁ ὑμνογράφος.
Τώρα λοιπόν στήν πορεία μας πρός τό Πάσχα γιά νά μή στερηθοῦμε κι ἐμεῖς τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί γιά νά ἀξιωθοῦμε τῶν δωρεῶν Του καλούμαστε νά πάρουμε ὡς ὅπλο τήν ταπεινοφροσύνη, πού εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
(Λκ. ιη΄ 10-14)
Ἀρχίζει σήμερα, ἀγαπητοί χριστιανοί, τό Τριώδιο. Εἶναι ἡ περίοδος ἀπό σήμερα μέχρι τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς εἶναι καιρός προσευχῆς, μετάνοιας καί ἄσκησης. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει κατάλληλα γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε τά μεγάλα γεγονότα τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ἀρχίζει λοιπόν τό Τριώδιο, ὅπως ὅρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. «Ἀνέβηκαν δύο ἄνθρωποι στό ἱερό νά προσευχηθοῦν…». Ἡ προσευχή εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Εἶναι τό ὀξυγόνο πού ζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐπικοινωνία μέ τό δημιουργό του. Ἔτσι χαριτώνεται, προσελκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προστατεύεται ἀπό τό κακό, ζεῖ μέσα στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα.
Ὁ Χριστός στήν παραβολή του μᾶς παρουσιάζει δύο διαφορετικούς τύπους ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, ἕναν τελώνη καί ἕναν φαρισαῖο. Ὁ φαρισαῖος ἀνήκει στήν ἀνώτερη κοινωνική τάξη τῶν Ἰουδαίων. Εἶναι ὁ διδάσκαλος τοῦ νόμου, ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, εἶναι ὁ δίκαιος, ὁ ἄμεμπτος. Ἔτσι πιστεύει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ κατά γράμμα ἀλλά τό κάνει πρός τό «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Δηλαδή ὁ φαρισαῖος εἶναι ἕνας ὑποκριτής, ἕνας θεατρίνος.
Ὁ τελώνης ἀπό τό ἄλλο μέρος εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικός τύπος τοῦ ἄδικου καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Οἱ τελῶνες ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων ἀδικοῦν, κλέβουν, ἐκβιάζουν, καταπιέζουν τό λαό. Δικαιολογημένα ἴσως ὁ λαός τούς μισεῖ καί δέν τούς συγχωρεῖ. Ὁ Χριστός ὅμως, ὅπως φαίνεται καθαρά στά Εὐαγγέλια, πλησιάζει τούς τελῶνες καί κάθεται μαζί τους στό ἴδιο τραπέζι. Γι’ αὐτό καί οἱ φαρισαῖοι τόν κατηγοροῦν πώς συναναστρέφεται μέ τούς ἁμαρτωλούς. Κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ ὅτι ἀνάγκη ἀπό γιατρό ἔχουν οἱ ἄρρωστοι καί ὄχι οἱ ὑγιεῖς. Ἐξάλλου καλεῖ στόν κύκλο τῶν μαθητῶν του καί ἕναν τελώνη, τό Ματθαῖο, καί τόν κάνει ἀπόστολο καί εὐαγγελιστή.
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα πῶς προσευχήθηκαν ὁ φαρισαῖος καί ὁ τελώνης.
Ὁ φαρισαῖος, στή μέση του ναοῦ, μέ ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία, εὐχαριστεῖ τό Θεό γιατί δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι καί μοιχοί. Ἀπαριθμεῖ τά γνωστά ἁμαρτήματα ἀλλά δέν κάνει καμία ἀναφορά στά ἐσωτερικά, τήν ὑπερηφάνεια, τήν πονηρία, τό φθόνο, τήν ὑποκρισία. Ἴσως αὐτά νά εἶναι χειρότερα γιατί δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά μετάνοια. Σκοτώνουν καί νεκρώνουν τήν ψυχή. Σβήνουν τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Στρέφεται λοιπόν ὁ φαρισαῖος ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, τούς ὁποίους καταδικάζει. Διαχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους καί προβάλλει τίς ἀρετές του. «Νηστεύω δύο μέρες τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπό
τά εἰσοδήματά μου». Ἡ νηστεία του δηλαδή, ἡ προσευχή του καί ἡ δικαιοσύνη του εἶναι μέσα προβολῆς. Ἀντί νά στραφεῖ στό Θεό μᾶλλον προσεύχεται στόν ἑαυτό του. Ἀντί νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ προσφέρει τίς ἀρετές του καί δικαιώνει τόν ἑαυτό του. Τέτοια ὅμως προσευχή δέν τή δέχεται ὁ Θεός.
Ἀντίθετα ὁ τελώνης μπαίνει στό ναό, ἀλλά δέν τολμᾶ νά προχωρήσει στό ἐσωτερικό του. Στέκεται σέ μία γωνιά καί δέ σηκώνει τά μάτια στόν οὐρανό. Χτυπάει τό στῆθος γιατί συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι τόν ἀπορρίπτει ὁ Θεός καί οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως ἀποδέχεται τήν ἀπόρριψη χωρίς νά δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του καί χωρίς νά ἐπιρρίπτει εὐθύνες στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Ἕνα βουβό κλάμα καί ἕνας στεναγμός βγαίνει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. «Ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλῶ», λέει. Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀκούει καί τοῦ ζητάει τό ἔλεος καί τή συγχώρησή του. Εἶναι ἡ μόνη του ἐλπίδα.
Ὁ Χριστός κλείνει τήν παραβολή του μέ τά ἑξῆς λόγια: «Σᾶς λέγω πώς ὁ τελώνης κατέβηκε στό σπίτι συγχωρεμένος παρά ὁ φαρισαῖος. Γιατί ὅποιος περηφανεύεται θά ταπεινωθεῖ καί ὅποιος ταπεινώνεται θά ὑψωθεῖ». Εἶναι φανερό πώς ὁ θεῖος διδάσκαλος εἶπε τήν παραβολή πρῶτα γιά νά καταδικάσει τήν ὑπερηφάνεια καί ὕστερα νά μᾶς διδάξει τήν ταπεινοφροσύνη. Νά πῶς τό ἀποδίδει ὁ ὑμνογράφος αὐτό στό δοξαστικό τῶν αἴνων πού ἀκούσαμε σήμερα στόν ὄρθρο. «Κατέκρινας Κύριε τό φαρισαῖο, πού
δικαίωσε τόν ἑαυτό του, γιά τά ἔργα πού πρόβαλε μέ ὑπερηφάνεια. Καί δικαίωσες τόν τελώνη πού ἦταν ταπεινός καί ζήτησε μέ στεναγμούς τό ἔλεός σου. Δέν ἀποδέχεσαι, Κύριε, τους ὑπερήφανους λογισμούς καί δέν ἀπορρίπτεις τίς συντετριμμένες καρδιές».
Ὅλοι ἐμεῖς, ἀγαπητοί χριστιανοί, πού εἴμαστε τώρα συγκεντρωμένοι στό ναό καί τελοῦμε τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ἄς ἀναρωτηθοῦμε. Ἔχουμε τήν ταπείνωση καί τή συντριβή τοῦ τελώνη; Μήπως μᾶς κατακλύζει ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ αὐτοδικαίωση τοῦ φαρισαίου; Ἄς γνωρίζουμε ὅτι «ὁ φαρισαῖος καυχησάμενος ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δέ τελώνης μή φθεγξάμενος ἠξιώθη τῶν δωρεῶν», ὅπως τονίζει σέ ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων ὁ ὑμνογράφος.
Τώρα λοιπόν στήν πορεία μας πρός τό Πάσχα γιά νά μή στερηθοῦμε κι ἐμεῖς τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί γιά νά ἀξιωθοῦμε τῶν δωρεῶν Του καλούμαστε νά πάρουμε ὡς ὅπλο τήν ταπεινοφροσύνη, πού εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου