ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λκ. 18, 10-14)
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικὴ γιὰ ὅλους μας, διότι δείχνει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθανθεῖ τὰ σφάλματά του καὶ μετανοήσει, δικαιώνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν θεωρήσει τὸν ἑαυτό του δίκαιο, ἀναμάρτητο καὶ κριτὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ Τελῶνες, ὡς φοροεισπράκτορες καὶ ὡς ὄργανα τῶν Ρωμαίων, ἦταν πρόσωπα ἰδιαίτερα μισητὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων προέβαιναν σὲ αὐθαιρεσίες, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν ἁπλὸ λαό. Ἐξοῦ καὶ ὁ χαρακτηρισμός τους ὡς μεγάλων ἁμαρτωλῶν. Ὁ Τελώνης, ὅμως, τῆς σημερινῆς παραβολῆς φαίνεται ὅτι εἶχε συναίσθηση τῶν ἀδικιῶν του, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ μετανοημένος ἐπικαλέστηκε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στὸν Ναό, ὅμως, ἀνέβηκε καὶ ὁ Φαρισαῖος, ὁ εὐηπόληπτος στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, ὁ δίκαιος, ὁ ἄμεμπτος καὶ ἀναντίρρητα πιστὸς τηρητὴς τοῦ Νόμου. Φτάνοντας πάντως στὸν Ναὸ δὲν προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν δοξολογήσει καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸ ἔλεός του. Ἀντιθέτως, ἀφοῦ στάθηκε ἐπιδεικτικὰ σὲ μία περίοπτη καὶ διακεκριμένη θέση τοῦ Ναοῦ, ἄρχισε μεγαλοφώνως νὰ αὐτοεγκωμιάζεται, νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν δικαιώνει, νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς καλές του πράξεις: «νηστεύω», ἔλεγε, «δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι», καὶ νὰ κατακρίνει ὅλους τους ἄλλους. Εὐχαριστοῦσε μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀναμαρτησία του καὶ διακρίνοντας αὐτάρεσκα τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους καὶ βέβαια καὶ ἀπὸ τὸν Τελώνη, ἔλεγε: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων... ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Οὐσιαστικὰ δηλαδή, ὁ Φαρισαῖος ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ καὶ νὰ προβληθεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ὡς ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἁμαρτωλοί, φαῦλοι, διεφθαρμένοι, «ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Διαφημίζοντας τὴν ἐκ μέρους του τήρηση τοῦ Νόμου, δηλαδὴ τῆς δικαιοσύνης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, ἀποδεικνύεται ἕνας ἐπιφανειακὸς ἄνθρωπος, γεμάτος ἐγωισμὸ καὶ φιλαρέσκεια. Στὴν προκειμένη περίπτωση, ἡ τήρηση τοῦ Νόμου, ἂν καὶ ἀναγκαία ὡς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐντούτοις ἀποδεικνύεται ἀνώφελη, μάταια καὶ καταλήγει νὰ εἶναι μία ἁπλὴ ἐφαρμογὴ κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων. Ἡ οὐσία, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο καὶ στὴν συναίσθηση τῆς ἀνεπάρκειάς μας, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐν τέλει κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν αὐτοδικαίωση τοῦ Φαρισαίου, ὁ Τελώνης ἐπιδεικνύει ἀληθινὴ μετάνοια. Συναισθανόμενος τὰ μεγάλα σφάλματά του, καθὼς καὶ τὶς πάμπολλες ἀδικίες ποὺ ἔκανε, ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του. Στέκεται κάπου ἀπόμερα καὶ μὲ τὸ βλέμμα κάτω λυπᾶται, μετανοεῖ πραγματικὰ καὶ ζητᾶ μὲ συντριβὴ καὶ αὐτοεξουδένωση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», λέει. Καὶ ὄντως, ὁ Τελώνης ἐπιτυγχάνει τὸ ζητούμενο. Ἡ προσευχή του εἰσακούεται καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ δικαίωση καὶ τὴν υἱοθεσία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ μετράει στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ μικρὴ ἢ ἡ μεγάλη ἁμαρτία κάποιου ἢ καὶ ἡ ἐνδεχόμενη ἀναμαρτησία του, ἀλλὰ ἡ μετάνοια ποὺ θὰ ἐπιδειχθεῖ. Αὐτὴ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς ξεκινῶντας τὸ κήρυγμά του δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀναμαρτησία, ἀλλὰ τὴ μετάνοιά τους καὶ τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἔτσι ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, ἐνῶ ἡ αὐτοδικαίωση τὸν ἀπομακρύνει. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, στὸ τέλος τῆς παραβολῆς, δηλώνει μὲ ἔμφαση ὅτι «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
(Λκ. 18, 10-14)
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικὴ γιὰ ὅλους μας, διότι δείχνει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθανθεῖ τὰ σφάλματά του καὶ μετανοήσει, δικαιώνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν θεωρήσει τὸν ἑαυτό του δίκαιο, ἀναμάρτητο καὶ κριτὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ Τελῶνες, ὡς φοροεισπράκτορες καὶ ὡς ὄργανα τῶν Ρωμαίων, ἦταν πρόσωπα ἰδιαίτερα μισητὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων προέβαιναν σὲ αὐθαιρεσίες, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν ἁπλὸ λαό. Ἐξοῦ καὶ ὁ χαρακτηρισμός τους ὡς μεγάλων ἁμαρτωλῶν. Ὁ Τελώνης, ὅμως, τῆς σημερινῆς παραβολῆς φαίνεται ὅτι εἶχε συναίσθηση τῶν ἀδικιῶν του, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ μετανοημένος ἐπικαλέστηκε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στὸν Ναό, ὅμως, ἀνέβηκε καὶ ὁ Φαρισαῖος, ὁ εὐηπόληπτος στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, ὁ δίκαιος, ὁ ἄμεμπτος καὶ ἀναντίρρητα πιστὸς τηρητὴς τοῦ Νόμου. Φτάνοντας πάντως στὸν Ναὸ δὲν προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν δοξολογήσει καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸ ἔλεός του. Ἀντιθέτως, ἀφοῦ στάθηκε ἐπιδεικτικὰ σὲ μία περίοπτη καὶ διακεκριμένη θέση τοῦ Ναοῦ, ἄρχισε μεγαλοφώνως νὰ αὐτοεγκωμιάζεται, νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν δικαιώνει, νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς καλές του πράξεις: «νηστεύω», ἔλεγε, «δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι», καὶ νὰ κατακρίνει ὅλους τους ἄλλους. Εὐχαριστοῦσε μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀναμαρτησία του καὶ διακρίνοντας αὐτάρεσκα τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους καὶ βέβαια καὶ ἀπὸ τὸν Τελώνη, ἔλεγε: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων... ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Οὐσιαστικὰ δηλαδή, ὁ Φαρισαῖος ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ καὶ νὰ προβληθεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ὡς ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἁμαρτωλοί, φαῦλοι, διεφθαρμένοι, «ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Διαφημίζοντας τὴν ἐκ μέρους του τήρηση τοῦ Νόμου, δηλαδὴ τῆς δικαιοσύνης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, ἀποδεικνύεται ἕνας ἐπιφανειακὸς ἄνθρωπος, γεμάτος ἐγωισμὸ καὶ φιλαρέσκεια. Στὴν προκειμένη περίπτωση, ἡ τήρηση τοῦ Νόμου, ἂν καὶ ἀναγκαία ὡς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐντούτοις ἀποδεικνύεται ἀνώφελη, μάταια καὶ καταλήγει νὰ εἶναι μία ἁπλὴ ἐφαρμογὴ κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων. Ἡ οὐσία, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο καὶ στὴν συναίσθηση τῆς ἀνεπάρκειάς μας, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐν τέλει κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν αὐτοδικαίωση τοῦ Φαρισαίου, ὁ Τελώνης ἐπιδεικνύει ἀληθινὴ μετάνοια. Συναισθανόμενος τὰ μεγάλα σφάλματά του, καθὼς καὶ τὶς πάμπολλες ἀδικίες ποὺ ἔκανε, ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του. Στέκεται κάπου ἀπόμερα καὶ μὲ τὸ βλέμμα κάτω λυπᾶται, μετανοεῖ πραγματικὰ καὶ ζητᾶ μὲ συντριβὴ καὶ αὐτοεξουδένωση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», λέει. Καὶ ὄντως, ὁ Τελώνης ἐπιτυγχάνει τὸ ζητούμενο. Ἡ προσευχή του εἰσακούεται καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ δικαίωση καὶ τὴν υἱοθεσία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ μετράει στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ μικρὴ ἢ ἡ μεγάλη ἁμαρτία κάποιου ἢ καὶ ἡ ἐνδεχόμενη ἀναμαρτησία του, ἀλλὰ ἡ μετάνοια ποὺ θὰ ἐπιδειχθεῖ. Αὐτὴ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς ξεκινῶντας τὸ κήρυγμά του δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀναμαρτησία, ἀλλὰ τὴ μετάνοιά τους καὶ τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἔτσι ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, ἐνῶ ἡ αὐτοδικαίωση τὸν ἀπομακρύνει. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, στὸ τέλος τῆς παραβολῆς, δηλώνει μὲ ἔμφαση ὅτι «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου