ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

    ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ

                     ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ  (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
    (15-12-2013)

«Οὐ­δεὶς τῶν ἀν­δρῶν ἐ­κεί­νων τῶν κε­κλη­μέ­νων γεύ­σε­ταί μου τοῦ δεί­πνου». (Λουκ. ι­δ΄, 24)

Πολ­λές φο­ρές, ἀ­γα­πη­τοί μου Ἀ­δελ­φοί, ἔ­τυ­χε στόν κα­θέ­να μας νά εἴ­μα­στε κα­λε­σμέ­νοι σέ κά­ποι­ο δεῖ­πνο, κά­ποι­ο ἐ­πί­ση­μο τρα­πέ­ζι, ὅ­που, ἀφ᾿ ἑ­νός γί­νε­ται πρός τι­μήν μας, ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου φαί­νε­ται ἡ κα­λο­προ­αί­ρε­τη στά­ση καί ἀ­γά­πη τοῦ κα­λοῦν­τος πρός τό πρό­σω­πό μας.

Κά­τι ἀ­νά­λο­γο φαί­νε­ται καί στό ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κό Ἀ­νά­γνω­σμα. Μό­νο πού ὁ ἄρ­χον­τας πού μᾶς κα­λεῖ εἶ­ναι ὁ Ἴ­δι­ος ὁ Θε­ός. Ἄν καί εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη αὐ­τή ἡ Κυ­ρι­α­κή στούς κα­τά σάρ­κα Προ­πά­το­ρες τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν τού­τοις ὁ Ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ός μας ἀ­να­φέρ­θη­κε στό μέ­γα δεῖ­πνο πού ἑ­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός γι­ά τόν πε­ρι­ού­σι­ο λα­ό Του, πού ἦ­ταν προ­σκε­κλη­μέ­νος ἀρ­χι­κῶς, ἀλ­λά ἡ ἀν­τα­πό­κρι­ση ἦ­ταν μη­δε­νι­κή· ἀ­πέ­φυ­γαν τήν πρό­σκλη­ση μέ δι­ά­φο­ρες προ­φά­σεις.

Ἑρ­μη­νεύ­ον­τας αὐ­τή τήν πα­ρα­βο­λή ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, μᾶς λέ­γει: «Προ­α­να­φω­νεῖ καὶ τὴν ἔκ­πτω­σιν τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καὶ τὴν κλῆ­σιν τῶν Ἐ­θνῶν», δηλ. οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, ὡς πρῶ­τοι προ­σκε­κλη­μέ­νοι στήν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, δέν ἐ­ξε­τί­μη­σαν αὐ­τή τήν με­γά­λη πρό­σκλη­ση καί γι᾿ αὐ­τό ἐ­ξέ­πε­σαν, ἀ­κυ­ρώ­θη­κε ἡ πρό­σκλη­σή τους καί τήν θέ­ση τους τήν πῆ­ραν τά Ἔ­θνη.

Τί μᾶς λέ­γει ὁ Κύ­ρι­ος; Λέ­γει πώς κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἑ­τοί­μα­σε με­γά­λο δεῖ­πνο καί κά­λε­σε πολ­λούς. Ὅ­ταν ἦλ­θε, ὅ­μως, ἡ ὥ­ρα τοῦ τρα­πε­ζι­οῦ, ἔ­στει­λε τόν δοῦ­λο Του νά πῆ στούς κα­λε­σμέ­νους: «Ἐ­λᾶ­τε! Ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα».

Αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ὅ­πως εἴ­πα­με, καί τό με­γά­λο φα­γο­πό­τι εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή εὐ­φρο­σύ­νη καί σω­τη­ρί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Τρά­πε­ζα τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α ἡ ἕ­νω­ση τῶν πι­στῶν μέ τόν Χρι­στό καί με­­τα­ξύ τους, πού ὅ­ταν με­τα­λα­βαί­νουν γί­νον­ται «σύσ­σω­μοι καὶ σύ­ναι­μοι Χρι­στοῦ». Παίρ­νουν μέ­σα τους τό Θεῖ­ο Σῶ­μα καί Αἷ­μα καί γί­νον­ται ἕ­να μέ τόν Χρι­στό. Μᾶς τό λέ­γει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι βρῶ­σις καὶ πό­σις, φα­γη­τό, δη­λα­δή καί πο­τό, ἀλ­λά δι­και­ο­σύ­νη καί χα­ρά καί εἰ­ρή­νη μέ­σα στήν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».

Ἄς δοῦ­με, ὅ­μως, πῶς ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν στό κά­λε­σμα οἱ ἐ­πί­ση­μοι προ­σκε­κλη­μέ­νοι.

Ὁ πρῶ­τος εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να χω­ρά­φι καί ἤ­θε­λε νά τό δῆ. Πα­ρα­κά­λε­σε νά τόν βγά­λουν ἀ­πό τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση. Τό ἴ­δι­ο ἔ­κα­νε καί ὁ δεύ­τε­ρος καί ὁ τρί­τος προ­φα­σι­ζό­με­νοι, ὁ μέν δι­ό­τι εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει πέν­τε ζευ­γά­ρι­α βό­δι­α καί ἤ­θε­λε νά τά δο­κι­μά­ση, ὁ δέ μό­λις εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ. Φαί­νε­ται, ὅ­μως, κα­θα­ρά, πώς ὁ προ­ο­ρι­σμός τοῦ Θε­οῦ δέν δε­σμεύ­ει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ Θε­ός μέ­σα στήν πρό­θε­σή Του κά­λε­σε καί προ­ώ­ρι­σε ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους γι­ά νά σω­θοῦν, μά ὁ κα­θέ­νας εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νά πά­ρη τήν θέ­ση του καί μά­λι­στα ὁ κα­θέ­νας προ­βάλ­λει πολ­λές φο­ρές ψεύ­τι­κες δι­και­ο­λο­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­βαί­νουν στόν νό­μο τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί ἐκ­πί­πτουν στήν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ ψέ­μα­τος.

Ἀλ­λά, ὅ­πως ἀ­να­φέρ­θη­κε, τό θέ­μα τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι ἡ ἔκ­πτω­ση τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καί ἡ κλή­ση τῶν Ἐ­θνῶν. Καί μά­λι­στα, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, στήν πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή του, λέ­γει πώς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δέν κα­τά­λα­βαν τήν ἀ­πο­στο­λή τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί πώς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι στρά­φη­καν πρός τά Ἔ­θνη: «Σέ σᾶς ἦ­ταν νά λα­λη­θῆ πρῶ­τα ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ· ὅ­μως μι­ά κι σεῖς ἀ­πό μό­νοι σας φα­νή­κα­τε ἀ­νά­ξι­οι, ἐ­μεῖς λοι­πόν κά­νου­με στρο­φή πρός τά Ἔ­θνη».

Δέν εἶ­ναι αἴ­τι­ος ὁ Θε­ός γι­ά τήν στά­ση τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που στό κά­λε­σμά Του. Καί γι᾿ αὐ­τό τόν λό­γο ἀ­φή­νει στόν κα­θέ­να νά πρά­ξη σύμ­φω­να μέ τήν θέ­λη­σή του.

Ἀλ­λά ὁ τε­λευ­ταῖ­ος στί­χος πού ἀ­να­φέ­ρει πώς «κα­νέ­νας ἀ­πό τούς κα­λε­σμέ­νους ἐ­κεί­νους ἀν­θρώ­πους δέν θά γευ­θῆ στό τρα­πέ­ζι μου τήν τρο­φή πού προ­σφέ­ρω» εἶ­ναι καί τό ἀ­κρο­τε­λεύ­τι­ο μέ­ρος τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Καί σύμ­φω­να μέ τόν Ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο «τὸ κλη­θῆ­ναι οὐκ ἀ­πὸ τῆς ἀ­ξί­ας γέ­γο­νεν, ἀλλ᾿ ἀ­πὸ τῆς χά­ρι­τος· ἔ­δει τοί­νυν ἀ­μεί­ψα­σθαι τὴν χά­ριν τῷ ὑ­πα­κοῦ­σαι». Δη­λα­δή, ὅ­σοι ἐ­κλή­θη­σαν, στήν ἀρ­χή δέν ἦ­ταν ἀ­πό τήν ἀ­ξί­α τήν δι­κή τους, ἀλ­λά ἀ­πό τήν κα­λω­σύ­νη Ἐ­κεί­νου πού τούς κά­λε­σε. Ἔ­πρε­πε νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν μέ τήν ὑ­πα­κο­ή.

Ἄς γί­νη αὐ­τή ἡ πα­ρα­βο­λή, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἡ αἰ­τί­α, ἐφ᾿ ὅ­σον εἴ­μα­στε ἐ­κλε­κτοί κα­λε­σμέ­νοι τοῦ Θε­οῦ, ἀ­φοῦ λά­βα­με, μέ τό ἱ­ε­ρό Βά­πτι­σμα καί Χρῖ­σμα τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ, νά γί­νου­με καί γνή­σι­οι θα­μῶ­νες, μέ τήν ὑ­πα­κο­ή, τῆς οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας καί ἄς πε­ρι­πα­τοῦ­με «ἀ­ξί­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τῆς κλή­σε­ως ἡ­μῶν». ΑΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου