(30-12-2012)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον… μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό».
Πρόσφυγες στὴν Αἴγυπτο, ἀδελφοί μου, ἡ Θεοτόκος, ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὸ θεῖο βρέφος. Ταλαιπωρίες, κόπος, ἀγωνίες, θλίψεις, κίνδυνοι συνοδεύουν τὸν ἐρχομὸ στὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ. Πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Τιμόθεος, πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια, γεμᾶτος δέος μπροστὰ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ νέα συγκατάβαση τοῦ Ἐμμανουὴλ ἀναφωνεῖ: «Τὶς μὴ θαυμάσῃ τὴν τοῦ Κυρίου συγκατάβασιν; Ἄνω ἐλεύθερος, κάτω ἐναπόγραφος καὶ πρόσφυγας. Ἄνω Υἱὸς καὶ κάτω δοῦλος. Ἄνω βασιλεὺς καὶ κάτω μισθωτός. Ἄνω πλούσιος καὶ κάτω ἐνδεής. Ἄνω προσκυνούμενος καὶ κάτω φορολογούμενος. Ἄνω θεϊκὸς θρόνος καὶ κάτω ἀγροικικὸν σπήλαιον. Ἄνω ὁ πατρῷος καὶ ἀκατάληπτος κόλπος καὶ κάτω ἀλογοτροφεῖον μικρὸν καὶ φάτνιον. Τὶς μὴ θαυμάσῃ μεγάλα ἄνω πράγματα καὶ μικρὰ κάτω σπάργανα». Ἀλλὰ ἐπειδὴ «λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ» τὸ παιδίον Ἰησοῦς «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6, 2). Παρ᾿ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν», γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια ἐμεῖς οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, ἐντούτοις ὁ Ἡρώδης ἀναζητεῖ τὸ παιδίον, τὸν Μεγάλο Ἐπισκέπτη, «τοῦ ἀπολέσαι αὐτό». Ἡ γέννησή Του κατατρόμαξε ἕνα βασιλιά. Ἡ φιλοδοξία του τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ μισῆ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θέλη τὸ θάνατό Του. Φοβᾶται μήπως τοῦ πάρει τὴν ἐξουσία. Εἶναι πραγματικὰ ἀνόητος καὶ μικρός, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὴν στοιχειώδη λογικὴ νὰ καταλάβη τὴ μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ ξαφνικοῦ θανάτου. Ζητεῖ ἀσφάλεια καὶ προχωρεῖ σὲ σφαγές, γιὰ νὰ ἐξαφανίση τὴν ἀνασφάλειά του. Βέβαια γρήγορα «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Ὁ Ἰησοῦς Βασιλεὺς εἰς τοὺς αἰῶνας ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπεδίωξαν τὸν θάνατό Του πέθαναν οἱ ἴδιοι. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸ θάνατο Ἐκείνου ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς, ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς στὸν οὐρανό, Ἐκείνου ποὺ φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, γιὰ νὰ ἐνδυθοῦμε ἐμεῖς τὴν θεότητά Του. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸν θάνατο Ἐκείνου ποὺ καταδέχθηκε νὰ γίνη «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνου ποὺ κατέβηκε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου οὔτε ποτάμια παγώνουν οὔτε ἄνεμοι φυσᾶνε οὔτε τὰ ἄνθη μαραίνονται, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ κανεὶς δὲν ἀρρωσταίνει, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅπου δὲν ὑπάρχουν νεκροταφεῖα, γιατί κανεὶς ἐκεῖ δὲν πεθαίνει. Ζητεῖ «ἀπολέσαι τὸ παιδίον Ἰησοῦ» «ποὺ ζῇ ἐν πτωχείᾳ, ἀνατρέφεται ἐν ἁπλότητι». Ἐκεῖνον ποὺ δωδεκαετὴς θὰ ἀποστομώση τοὺς διδασκάλους τοῦ Νόμου «γράμματα μὴ μεμαθηκὼς» (Ἰωάν. 7, 15). Θέλει νὰ στερήση ἀπὸ τὸν κόσμο Αὐτὸν ποὺ μὲ μόνο τὸν Λόγο Του θὰ ἐπιβάλλεται στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, θὰ βαδίζη ἐπὶ τῶν κυμάτων, θὰ θεραπεύη τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς φάρμακα καὶ ἀμοιβή. Ἐκείνου πού, ἐνῶ ποτὲ δὲν συνεκρότησε στράτευμα οὔτε ἐξαπέλυσε στρατιῶτες, ὅμως ἔχει πλῆθος ἐθελοντῶν ποὺ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἐβουλήθη νὰ ἀπολέση Ἐκεῖνον ποὺ τελικὰ οὔτε αὐτὸς μπόρεσε νὰ βλάψη οὔτε ὁ σατανᾶς νὰ Τὸν πλησιάση οὔτε ὁ θάνατος νὰ Τὸν καταστρέψη οὔτε ὁ τάφος νὰ Τὸν κρατήση.
Ἃς παρακολουθήσουμε, ἀδελφοί, πῶς ὁ Ἰωσὴφ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀγγέλου καὶ ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ διακριτικὴ ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση πὼς στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος τοῦ Ἰωσήφ. Ἀναδεικνύεται ἔτσι ἡ συμβολὴ τῆς σιωπῆς στὴ διακονία τοῦ Λόγου. Τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκουσθῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ κατάσταση σιωπῆς καὶ ἡσυχίας; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἐποχὴ δράσεως καὶ κινήσεως ποὺ στοχεύει στὴν ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ εὐημερία δῆθεν. Σιωπὴ καὶ ἡσυχία μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἀλλοτρίωσή μας, ποὺ ἔχει γίνει γιατὶ «σκοτώσαμε μέσα μας τὸν Χριστό». Μέσα σὲ ἕνα κλῖμα ἡσυχίας, σιωπῆς καὶ ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται καὶ τότε ἡ δράση του εἶναι ὑγιής. Τὸ παιδίον Ἰησοῦς, ἔτσι ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτήρια σκέψη ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητοῦμε τὸν Χριστὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως Ἐκεῖνος κυοφορήθηκε στὴν μήτρα τῆς Παναγίας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει στὴν μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν μυστηριακὴ ζωή, νὰ ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά, νὰ κυκλοφορῆ στὶς φλέβες μας Χριστός, νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν ὄντως ζωή. Νὰ λεγόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Ἀδελφοί, τρεῖς στάσεις καὶ συμπεριφορὲς ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν Χριστό. Ἄλλοι σὰν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ὑπηρετοῦν μὲ διάκριση, ὑπακοή, ἡσυχία καὶ σιωπή. Ἄλλοι σὰν τὴν Θεοτόκο, Τὸν γεννοῦν, ἀφοῦ ἀφήνουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά τους νὰ κυοφορεῖται Ἐκεῖνος, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Καὶ ἄλλοι σὰν τὸν Ἡρώδη ζητοῦν τὸ θάνατό Του. Ἐμεῖς ἀδελφοί, ποιὰ στάση παίρνουμε;
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον… μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό».
Πρόσφυγες στὴν Αἴγυπτο, ἀδελφοί μου, ἡ Θεοτόκος, ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὸ θεῖο βρέφος. Ταλαιπωρίες, κόπος, ἀγωνίες, θλίψεις, κίνδυνοι συνοδεύουν τὸν ἐρχομὸ στὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ. Πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Τιμόθεος, πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια, γεμᾶτος δέος μπροστὰ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ νέα συγκατάβαση τοῦ Ἐμμανουὴλ ἀναφωνεῖ: «Τὶς μὴ θαυμάσῃ τὴν τοῦ Κυρίου συγκατάβασιν; Ἄνω ἐλεύθερος, κάτω ἐναπόγραφος καὶ πρόσφυγας. Ἄνω Υἱὸς καὶ κάτω δοῦλος. Ἄνω βασιλεὺς καὶ κάτω μισθωτός. Ἄνω πλούσιος καὶ κάτω ἐνδεής. Ἄνω προσκυνούμενος καὶ κάτω φορολογούμενος. Ἄνω θεϊκὸς θρόνος καὶ κάτω ἀγροικικὸν σπήλαιον. Ἄνω ὁ πατρῷος καὶ ἀκατάληπτος κόλπος καὶ κάτω ἀλογοτροφεῖον μικρὸν καὶ φάτνιον. Τὶς μὴ θαυμάσῃ μεγάλα ἄνω πράγματα καὶ μικρὰ κάτω σπάργανα». Ἀλλὰ ἐπειδὴ «λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ» τὸ παιδίον Ἰησοῦς «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6, 2). Παρ᾿ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν», γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια ἐμεῖς οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, ἐντούτοις ὁ Ἡρώδης ἀναζητεῖ τὸ παιδίον, τὸν Μεγάλο Ἐπισκέπτη, «τοῦ ἀπολέσαι αὐτό». Ἡ γέννησή Του κατατρόμαξε ἕνα βασιλιά. Ἡ φιλοδοξία του τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ μισῆ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θέλη τὸ θάνατό Του. Φοβᾶται μήπως τοῦ πάρει τὴν ἐξουσία. Εἶναι πραγματικὰ ἀνόητος καὶ μικρός, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὴν στοιχειώδη λογικὴ νὰ καταλάβη τὴ μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ ξαφνικοῦ θανάτου. Ζητεῖ ἀσφάλεια καὶ προχωρεῖ σὲ σφαγές, γιὰ νὰ ἐξαφανίση τὴν ἀνασφάλειά του. Βέβαια γρήγορα «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Ὁ Ἰησοῦς Βασιλεὺς εἰς τοὺς αἰῶνας ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπεδίωξαν τὸν θάνατό Του πέθαναν οἱ ἴδιοι. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸ θάνατο Ἐκείνου ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς, ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς στὸν οὐρανό, Ἐκείνου ποὺ φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, γιὰ νὰ ἐνδυθοῦμε ἐμεῖς τὴν θεότητά Του. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸν θάνατο Ἐκείνου ποὺ καταδέχθηκε νὰ γίνη «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνου ποὺ κατέβηκε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου οὔτε ποτάμια παγώνουν οὔτε ἄνεμοι φυσᾶνε οὔτε τὰ ἄνθη μαραίνονται, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ κανεὶς δὲν ἀρρωσταίνει, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅπου δὲν ὑπάρχουν νεκροταφεῖα, γιατί κανεὶς ἐκεῖ δὲν πεθαίνει. Ζητεῖ «ἀπολέσαι τὸ παιδίον Ἰησοῦ» «ποὺ ζῇ ἐν πτωχείᾳ, ἀνατρέφεται ἐν ἁπλότητι». Ἐκεῖνον ποὺ δωδεκαετὴς θὰ ἀποστομώση τοὺς διδασκάλους τοῦ Νόμου «γράμματα μὴ μεμαθηκὼς» (Ἰωάν. 7, 15). Θέλει νὰ στερήση ἀπὸ τὸν κόσμο Αὐτὸν ποὺ μὲ μόνο τὸν Λόγο Του θὰ ἐπιβάλλεται στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, θὰ βαδίζη ἐπὶ τῶν κυμάτων, θὰ θεραπεύη τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς φάρμακα καὶ ἀμοιβή. Ἐκείνου πού, ἐνῶ ποτὲ δὲν συνεκρότησε στράτευμα οὔτε ἐξαπέλυσε στρατιῶτες, ὅμως ἔχει πλῆθος ἐθελοντῶν ποὺ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἐβουλήθη νὰ ἀπολέση Ἐκεῖνον ποὺ τελικὰ οὔτε αὐτὸς μπόρεσε νὰ βλάψη οὔτε ὁ σατανᾶς νὰ Τὸν πλησιάση οὔτε ὁ θάνατος νὰ Τὸν καταστρέψη οὔτε ὁ τάφος νὰ Τὸν κρατήση.
Ἃς παρακολουθήσουμε, ἀδελφοί, πῶς ὁ Ἰωσὴφ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀγγέλου καὶ ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ διακριτικὴ ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση πὼς στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος τοῦ Ἰωσήφ. Ἀναδεικνύεται ἔτσι ἡ συμβολὴ τῆς σιωπῆς στὴ διακονία τοῦ Λόγου. Τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκουσθῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ κατάσταση σιωπῆς καὶ ἡσυχίας; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἐποχὴ δράσεως καὶ κινήσεως ποὺ στοχεύει στὴν ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ εὐημερία δῆθεν. Σιωπὴ καὶ ἡσυχία μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἀλλοτρίωσή μας, ποὺ ἔχει γίνει γιατὶ «σκοτώσαμε μέσα μας τὸν Χριστό». Μέσα σὲ ἕνα κλῖμα ἡσυχίας, σιωπῆς καὶ ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται καὶ τότε ἡ δράση του εἶναι ὑγιής. Τὸ παιδίον Ἰησοῦς, ἔτσι ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτήρια σκέψη ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητοῦμε τὸν Χριστὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως Ἐκεῖνος κυοφορήθηκε στὴν μήτρα τῆς Παναγίας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει στὴν μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν μυστηριακὴ ζωή, νὰ ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά, νὰ κυκλοφορῆ στὶς φλέβες μας Χριστός, νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν ὄντως ζωή. Νὰ λεγόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Ἀδελφοί, τρεῖς στάσεις καὶ συμπεριφορὲς ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν Χριστό. Ἄλλοι σὰν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ὑπηρετοῦν μὲ διάκριση, ὑπακοή, ἡσυχία καὶ σιωπή. Ἄλλοι σὰν τὴν Θεοτόκο, Τὸν γεννοῦν, ἀφοῦ ἀφήνουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά τους νὰ κυοφορεῖται Ἐκεῖνος, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Καὶ ἄλλοι σὰν τὸν Ἡρώδη ζητοῦν τὸ θάνατό Του. Ἐμεῖς ἀδελφοί, ποιὰ στάση παίρνουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου