ΙΑ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
(Λουκᾶ ἲδ΄ 16-24)
Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Ἔχουμε σκεφθεῖ ποτὲ ὅτι σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προσβλητικὴ ἀπέναντι στὸ Θεό; Ὑπερβολικὸς ὁ λόγος ἴσως πεῖ κάποιος. Καὶ ὅμως, εἶναι δυστυχῶς πραγματικότητα.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν τραγική, ἀπὸ κάθε ἄποψη πραγματικότητα, τὴν βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου ποὺ ἀναπτύσσει αὔριο τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Θεὸς ποὺ δὲν εἶναι προσωπολήπτης, ἐκάλεσε κοντὰ τοῦ πολλούς. Ἐκάλεσε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τῶν προσκεκλημένων ὑπῆρξε περιφρονητικὴ καὶ παράδοξη. Καὶ ἀπὸ δικαιολογίες; Ὅσες θέλει βρίσκει κανεὶς «ἀγρὸν ἠγόρασα», «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα», «γυναίκα ἔγημα», καὶ τόσες καὶ τόσες δικαιολογίες ποὺ μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν προσωπική μας συνάντηση μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα στὸ Μεγάλο Δεῖπνο.
Φυσικά, αὐτὸς ποὺ «χάνει» δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν προσκεκλημένων, ὄχι, αὐτοὶ ποὺ χάνουν εἶναι ὅσοι μὲ ἀνόητες δικαιολογίες, ἀπορρίπτουν τὸ κάλεσμα τοῦ... Θεοῦ. Καὶ ἑπόμενο εἶναι στὴν συνέχεια νὰ λειτουργήσουν οἱ πνευματικοὶ νόμοι ποὺ ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Παντοκράτορας Κύριος, καὶ ἡ πρόσκληση νὰ μεταστραφεῖ σὲ ὀργή. «Τότε ὀργισθεῖς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλω αὐτοῦ. Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς, εἰσάγαγε ὧδε» (Λούκ. ἲδ΄ 21).
Εἶναι συγκλονιστικὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς τὸ φοβερὸ ἀποτέλεσμα.
Τελικὰ νὰ μπαίνουν μέσα στὴν οἰκία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ Μέγα Δεῖπνο, ἄλλοι, ποὺ οὔτε καν φαντάζονταν, καὶ ἄνθρωποι ποὺ προσκλήθηκαν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεχθοῦν μὲ χαρὰ τὴν πρόσκληση, ἑκουσίως νὰ μένουν ἔξω καὶ νὰ δέχονται μὲ τὴν δική τους προσωπικὴ ἐπιλογή, τὴν ὀργὴ τοῦ Οἰκοδεσπότου.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι ἡ πρόσκληση αὐτὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου, στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴν μεγάλη αὐτὴ πραγματικότητα ἢ συνηθισμένοι στὴν ἐπιπολαιότητα ποῦ μεταφράζεται ὡς ἄρνηση, δεχόμαστε τελικὰ ἀντὶ εὐλογίας τὴν ὀργή;
Καὶ πόσοι, ἀλήθεια, ἀφήνουμε τὶς εὐκαιρίες αὐτὲς νὰ φεύγουν μέσα ἀπὸ τὴν ζωή μας! Περνοῦν οἱ μέρες καὶ οἱ καιροί. Ἡ μία ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη, ἔρχονται τώρα τὰ Χριστούγεννα, καὶ δυστυχῶς θὰ βρεθοῦν καὶ πάλι ἀρκετοὶ ἐκ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀποδεχθοῦν τὴν πρόσκληση γιὰ τὸ Μεγάλο Δεῖπνο…
Ἀλλὰ ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι ἀπολαμβάνει τὸ ἡλιακὸ φῶς, ἐνῶ κρατᾶ κλειστὰ τὰ μάτια, ἔτσι καὶ περισσότερο, δὲν εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ πιστεύει ὅτι ἀπολαμβάνει τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ἀποφεύγοντας τὸ ποτήριον τῆς Ζωῆς, δήλ. τὴ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ναὶ μέν, εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ νὰ ἀδικεῖ κανεὶς τὸν ἄλλον, τοῦτο εἶναι μεγάλο κακό, πλὴν ὅμως, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀδικεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του, κυρίως σὲ αὐτὰ τὰ καθαρῶς πνευματικὰ θέματα.
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας. Εἶναι ἡ τροφὴ καὶ τὸ μάννα τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι τὸ «φάρμακον ἀθανασίας», τὸ «ἀντιδοτόν του μὴ ἀποθανεῖν». Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἡ ὁδὸς πρὸς κατάκτησιν τῆς αἰωνίου ζωῆς. Καὶ ὅπως ἔχει τὸ σῶμα μᾶς ἀνάγκη τῆς τροφῆς, γιὰ τοῦτο καὶ καθημερινῶς γευόμαστε τῆς ὑλικῆς τροφῆς, ἔτσι καὶ ἔτι πλέον, ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς της, πνευματικῆς τροφῆς καὶ ἡ ψυχή μας.
Ἀναμφιβόλως ἡ βασικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς μᾶς εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διὰ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καλεῖ στὸ Μέγα Δεῖπνο.
Εἶναι ἑπομένως ἀτυχεῖς καὶ δύσμοιροι ἡ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τὸ ποτήριον τῆς ἀθανασίας, τὸ ποτήριον τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ αἵματος τοῦ Λυτρωτοῦ.
Ἀτυχεῖς καὶ ταλαίπωροι καὶ ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι ἀναξίως προσέρχονται στὴν πανάσπιλη καὶ πανίερη Τράπεζα. Ἐκεῖνοι μάλιστα οἱ ὁποῖοι προσέρχονται μὲ γεμάτη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά τους ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους κατὰ τοῦ πλησίον τους. Ἀτυχεῖς ἐπίσης εἶναι καὶ ὅσοι προτιμοῦν τὴν προδοσία τοῦ Ἰσκαριώτου, ἀσεβοῦντες πρὸς τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὴν ὁρατὴ παρουσία του στὸν κόσμο. Ὁρατὴ δὲ παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν κόσμο, εἶναι ἡ μητέρα μᾶς Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία μας Ὀρθοδοξία.
Ἀδελφοί μου! Μὴ περιφρονοῦμε τὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ ὅλους μας. Οὔτε περιφρόνηση, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπροετοίμαστοι νὰ προσερχόμαστε. Ἂς προσέλθουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης».
Ἂς προσερχόμαστε τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς, ἔχοντες πάντοτε στὸν νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐὰν τὶς φάγει ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα. Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὂν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστίν, ἢν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰωάννου στ’ 51). Ἀμήν.
(Λουκᾶ ἲδ΄ 16-24)
Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Ἔχουμε σκεφθεῖ ποτὲ ὅτι σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προσβλητικὴ ἀπέναντι στὸ Θεό; Ὑπερβολικὸς ὁ λόγος ἴσως πεῖ κάποιος. Καὶ ὅμως, εἶναι δυστυχῶς πραγματικότητα.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν τραγική, ἀπὸ κάθε ἄποψη πραγματικότητα, τὴν βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου ποὺ ἀναπτύσσει αὔριο τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Θεὸς ποὺ δὲν εἶναι προσωπολήπτης, ἐκάλεσε κοντὰ τοῦ πολλούς. Ἐκάλεσε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τῶν προσκεκλημένων ὑπῆρξε περιφρονητικὴ καὶ παράδοξη. Καὶ ἀπὸ δικαιολογίες; Ὅσες θέλει βρίσκει κανεὶς «ἀγρὸν ἠγόρασα», «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα», «γυναίκα ἔγημα», καὶ τόσες καὶ τόσες δικαιολογίες ποὺ μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν προσωπική μας συνάντηση μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα στὸ Μεγάλο Δεῖπνο.
Φυσικά, αὐτὸς ποὺ «χάνει» δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν προσκεκλημένων, ὄχι, αὐτοὶ ποὺ χάνουν εἶναι ὅσοι μὲ ἀνόητες δικαιολογίες, ἀπορρίπτουν τὸ κάλεσμα τοῦ... Θεοῦ. Καὶ ἑπόμενο εἶναι στὴν συνέχεια νὰ λειτουργήσουν οἱ πνευματικοὶ νόμοι ποὺ ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Παντοκράτορας Κύριος, καὶ ἡ πρόσκληση νὰ μεταστραφεῖ σὲ ὀργή. «Τότε ὀργισθεῖς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλω αὐτοῦ. Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς, εἰσάγαγε ὧδε» (Λούκ. ἲδ΄ 21).
Εἶναι συγκλονιστικὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς τὸ φοβερὸ ἀποτέλεσμα.
Τελικὰ νὰ μπαίνουν μέσα στὴν οἰκία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ Μέγα Δεῖπνο, ἄλλοι, ποὺ οὔτε καν φαντάζονταν, καὶ ἄνθρωποι ποὺ προσκλήθηκαν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεχθοῦν μὲ χαρὰ τὴν πρόσκληση, ἑκουσίως νὰ μένουν ἔξω καὶ νὰ δέχονται μὲ τὴν δική τους προσωπικὴ ἐπιλογή, τὴν ὀργὴ τοῦ Οἰκοδεσπότου.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι ἡ πρόσκληση αὐτὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου, στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴν μεγάλη αὐτὴ πραγματικότητα ἢ συνηθισμένοι στὴν ἐπιπολαιότητα ποῦ μεταφράζεται ὡς ἄρνηση, δεχόμαστε τελικὰ ἀντὶ εὐλογίας τὴν ὀργή;
Καὶ πόσοι, ἀλήθεια, ἀφήνουμε τὶς εὐκαιρίες αὐτὲς νὰ φεύγουν μέσα ἀπὸ τὴν ζωή μας! Περνοῦν οἱ μέρες καὶ οἱ καιροί. Ἡ μία ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη, ἔρχονται τώρα τὰ Χριστούγεννα, καὶ δυστυχῶς θὰ βρεθοῦν καὶ πάλι ἀρκετοὶ ἐκ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀποδεχθοῦν τὴν πρόσκληση γιὰ τὸ Μεγάλο Δεῖπνο…
Ἀλλὰ ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι ἀπολαμβάνει τὸ ἡλιακὸ φῶς, ἐνῶ κρατᾶ κλειστὰ τὰ μάτια, ἔτσι καὶ περισσότερο, δὲν εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ πιστεύει ὅτι ἀπολαμβάνει τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ἀποφεύγοντας τὸ ποτήριον τῆς Ζωῆς, δήλ. τὴ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ναὶ μέν, εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ νὰ ἀδικεῖ κανεὶς τὸν ἄλλον, τοῦτο εἶναι μεγάλο κακό, πλὴν ὅμως, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀδικεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του, κυρίως σὲ αὐτὰ τὰ καθαρῶς πνευματικὰ θέματα.
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας. Εἶναι ἡ τροφὴ καὶ τὸ μάννα τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι τὸ «φάρμακον ἀθανασίας», τὸ «ἀντιδοτόν του μὴ ἀποθανεῖν». Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἡ ὁδὸς πρὸς κατάκτησιν τῆς αἰωνίου ζωῆς. Καὶ ὅπως ἔχει τὸ σῶμα μᾶς ἀνάγκη τῆς τροφῆς, γιὰ τοῦτο καὶ καθημερινῶς γευόμαστε τῆς ὑλικῆς τροφῆς, ἔτσι καὶ ἔτι πλέον, ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς της, πνευματικῆς τροφῆς καὶ ἡ ψυχή μας.
Ἀναμφιβόλως ἡ βασικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς μᾶς εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διὰ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καλεῖ στὸ Μέγα Δεῖπνο.
Εἶναι ἑπομένως ἀτυχεῖς καὶ δύσμοιροι ἡ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τὸ ποτήριον τῆς ἀθανασίας, τὸ ποτήριον τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ αἵματος τοῦ Λυτρωτοῦ.
Ἀτυχεῖς καὶ ταλαίπωροι καὶ ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι ἀναξίως προσέρχονται στὴν πανάσπιλη καὶ πανίερη Τράπεζα. Ἐκεῖνοι μάλιστα οἱ ὁποῖοι προσέρχονται μὲ γεμάτη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά τους ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους κατὰ τοῦ πλησίον τους. Ἀτυχεῖς ἐπίσης εἶναι καὶ ὅσοι προτιμοῦν τὴν προδοσία τοῦ Ἰσκαριώτου, ἀσεβοῦντες πρὸς τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὴν ὁρατὴ παρουσία του στὸν κόσμο. Ὁρατὴ δὲ παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν κόσμο, εἶναι ἡ μητέρα μᾶς Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία μας Ὀρθοδοξία.
Ἀδελφοί μου! Μὴ περιφρονοῦμε τὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ ὅλους μας. Οὔτε περιφρόνηση, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπροετοίμαστοι νὰ προσερχόμαστε. Ἂς προσέλθουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης».
Ἂς προσερχόμαστε τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς, ἔχοντες πάντοτε στὸν νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐὰν τὶς φάγει ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα. Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὂν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστίν, ἢν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰωάννου στ’ 51). Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου