ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013


ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ ΓΕΝ­ΝΗ­ΣΕ­ΩΣ

21 Δε­κεμ­βρί­ου 1997

Ὁ γε­νε­α­λο­γι­κός κα­τά­λο­γος, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, πού μᾶς πα­ρέ­θε­σε σή­με­ρα ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ματ­θαῖ­ος, εἶ­ναι ὁ κα­τά­λο­γος τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, δηλ. τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως καί κα­τα­γω­γῆς τοῦ χρι­στοῦ. Σκο­πός τῆς ἐκ­θέ­σε­ως αὐ­τοῦ εἶ­ναι νά φα­νεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος πού γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τήν Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α «ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου« εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἡ πα­ρά­θε­ση τῶν ὀ­νο­μά­των ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ καί κα­τα­λή­γει στόν Ἰ­η­σοῦ. Ἐν­δι­ά­με­σα δέ ἀ­να­φέ­ρο­νται δε­κά­δες ὀ­νό­μα­τα προ­γό­νων, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους προ­ῆλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Γε­νε­ές πολ­λές μνη­μο­νεύ­ο­νται, καί μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἔμ­με­σα στρέ­φε­ται ἡ προ­σο­χή τοῦ ἀ­να­γνώ­στη στούς προ­γό­νους τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, πρός τούς ὁ­ποί­ους ἀ­νή­κει αἰ­ώ­νι­α τι­μή, γι­α­τί ἔ­γι­ναν ἡ ἁ­λι­συ­δω­τή γέ­φυ­ρα, στήν ὁ­ποί­α βά­δι­σε ἡ Δι­α­θή­κη τοῦ Θε­οῦ πού δό­θη­κε στόν Ἀ­βρα­άμ καί πρα­γμα­τώ­θη­κε στήν Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α.

Ἱ­ε­ρό κα­θῆ­κον ἔ­χει κά­θε ἄν­θρω­πος νά τι­μᾶ τούς γεν­νή­το­ρες, ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους προ­ῆλ­θε καί χά­ριν τῶν ὁ­ποί­ων ὑ­πάρ­χει στή ζω­ή. Ἡ ἐ­ντο­λή τοῦ θεί­ου Νό­μου εἶ­ναι ρη­τή: «Τί­μα τόν πα­τέ­ρα σου καί τήν μη­τέ­ρα σου». Ἐ­κεῖ­νοι εἶ­ναι οἱ ρί­ζες τῆς ζω­ῆς μας καί ἐ­άν τούς σε­βό­μα­στε τι­μᾶ­με τόν ἑ­αυ­τό μας. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἔ­χει ἀ­να­τρα­πεῖ ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α καί στό θέ­μα αὐ­τό. Ἡ πα­λι­ά πα­τρι­αρ­χι­κή οἰ­κο­γέ­νει­α, ὅ­που ὁ πα­τέ­ρας ἦ­ταν ἡ κε­φα­λή δέν ὑ­πάρ­χει πι­ά. Ὁ πο­λι­τι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος τῆς «προ­ο­δευ­μέ­νης» ἐ­πο­χῆς μας δέν χρει­ά­ζε­ται τόν παπ­ποῦ καί τή γι­α­γι­ά. Τούς θε­ω­ρεῖ πα­ρά­σι­τα καί ἐ­μπό­δι­α της ζω­ῆς του, γι᾿ αὐ­τό τούς ἀ­πο­μο­νώ­νει στό πε­ρι­θώ­ρι­ο καί τούς κα­τα­δι­κά­ζει στόν μα­ρα­σμό καί στό ἀ­στα­μά­τη­το κλά­μα τῆς πί­κρας. Ἀ­ντι­γε­ρο­ντι­κή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἡ ἐ­πο­χή μας. Πα­λι­ά ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α ἦ­ταν ἕ­να, ὁ παπ­ποῦς, ἡ γι­α­γι­ά, τά παι­δι­ά καί τά ἐγ­γό­νι­α. Σή­με­ρα οἱ γέ­ρο­ντες ζοῦν τό δρά­μα τῆς πε­ρι­φρο­νή­σε­ως, ἔ­στω κι ἄν δέν ἔ­φτα­σαν τά παι­δι­ά τους μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου νά τούς κλεί­σουν στό Γη­ρο­κο­μεῖ­ο. Πα­ρα­με­ρι­σμέ­νοι στή γω­νι­ά, ἀ­μί­λη­τοι, χω­ρίς στορ­γή, ἐ­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νοι βυ­θί­ζο­νται σέ με­λαγ­χο­λι­κές σκέ­ψεις. Μπο­ρεῖ νά μήν τούς λεί­πει τί­πο­τα ὑ­λι­κό. Τούς λεί­πει ὅ­μως ἡ ἀ­γά­πη.

Ἀ­λή­θει­α, πό­σοι γο­νεῖς ζοῦν μ᾿ αὐ­τό τό πα­ρά­πο­νο, ὅ­τι τούς ξέ­χα­σαν τά παι­δι­ά τους! Ἐ­κεῖ­νοι δέν εἶ­ναι πού στε­ρή­θη­καν τά πά­ντα γι­ά νά τούς μορ­φώ­σουν; Πό­σα ξε­νύ­χτι­α στό προ­σκε­φά­λι τους, πό­σες ἀ­γω­νί­ες στίς δύ­σκο­λες στι­γμές τῆς ζω­ῆς τους, πό­σα πα­ρα­κά­λι­α γι­ά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­σή τους, καί τώ­ρα τό­ση πί­κρα, ἀ­ντί γι­ά τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη, πε­ρι­φρό­νη­ση. Εἶ­ναι νά μήν πι­κραί­νο­νται οἱ γέ­ρο­ντες γο­νεῖς;

Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α παι­δι­ά πού ἐ­κτι­μοῦν καί σέ­βο­νται τούς γο­νεῖς τους. Αἰ­σθά­νο­νται εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἀ­πέ­να­ντί τους γι­ά ὅ­σα ὑ­πέ­φε­ραν γι᾿ αὐ­τά καί ἀ­ντα­πο­δί­δουν μέ τήν ἀ­γά­πη τους τά πρέ­πο­ντα. «Ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θη ἡ ὥ­ρα τοῦ γά­μου καί μπεῖ στό σπί­τι ἡ νύ­φη ἤ ὁ γα­μπρός, ἀρ­χί­ζει ὁ πό­λε­μος καί τό ἄγ­χος. Τί νά κά­νουν τό­τε τά παι­δι­ά; Νά δι­α­λύ­σουν τό σπί­τι τους; Νά πά­ρουν τό μέ­ρος τοῦ συ­ζύ­γου ἤ τοῦ πα­τέ­ρα; Πῶς νά δώ­σουν λύ­ση στίς προ­στρι­βές γα­μπροῦ καί πε­θε­ρᾶς;

Πρίν κά­θε ἐ­νέρ­γει­α, πρέ­πει νά σκε­φθοῦν τά παι­δι­ά τά δι­κά τους γε­ρά­μα­τα καί τήν ἀ­γα­νά­κτη­ση τῶν ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στων γε­ρό­ντων γο­νέ­ων τους. Ἡ βα­ρυ­γκό­μι­α τῶν γο­νέ­ων γί­νε­ται πρό­ξε­νος με­γά­λης συμ­φο­ρᾶς.

Ἔ­χου­με χρέ­ος νά τι­μοῦ­με τούς γο­νεῖς μας, ὄ­χι μό­νο ὅ­ταν μᾶς δί­νουν, ἀλ­λά καί ὅ­ταν χρει­ά­ζο­νται νά τούς δώ­σου­με.

Εἶ­ναι χρή­σι­μοι οἱ γέ­ρο­ντες. Ἔ­χουν τήν πεῖ­ρα τῆς ζω­ῆς. Ἡ γε­ρο­ντι­κή ἡ­λι­κί­α εἶ­ναι ἡ ἡ­λι­κί­α τοῦ θε­ρι­σμοῦ καί τῆς συ­γκο­μι­δῆς. Εὐ­τυ­χής εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει γέ­ρο­ντα σύμ­βου­λο καί συ­μπα­ρα­στά­τη τῆς ζω­ῆς του.  Δέν πρό­κει­ται νά ἀ­στο­χή­σει πο­τέ.

Ση­μα­ντι­κή καί δι­δα­κτι­κή εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Αἰ­νεί­α­α, πού ἀ­να­φέ­ρει ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἀ­πό δε­κά­χρο­νη πο­λι­ορ­κί­α ἔ­πε­σε ἡ Τροί­α στά χέ­ρι­α τῶν Ἑλ­λή­νων, πρίν κα­τα­σκά­ψουν τήν πό­λη, ἐ­πέ­τρε­ψαν στούς κα­τοί­κους νά πά­ρει ὁ κα­θέ­νας ἕ­να ἀ­πό τά πο­λυ­τι­μώ­τε­ρα ἀ­ντι­κεί­με­να τοῦ σπι­τι­οῦ του καί νά φύ­γει. Ὁ Αἰ­νεί­ας ἐ­γκα­τέ­λει­ψε τα­ά πά­ντα καί βγῆ­κε ἀ­πό τήν πό­λη κρα­τώ­ντας στά χέ­ρι­α του ἕ­να ἄ­γαλ­μα τοῦ Θε­οῦ πού εἶ­χε στό σπί­τι, δεί­χνο­ντας ἔ­τσι τήν εὐ­λά­βει­ά του. Οἱ Ἕλ­λη­νες ὅ­ταν τόν εἶ­δαν, εὐ­χα­ρι­στή­θη­καν γι­ά τήν εὐ­λά­βει­ά του πρός τούς θε­ούς καί τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νά πά­ρει κι ἕ­να δεύ­τε­ρο πο­λύ­τι­μο ἀ­ντι­κεί­με­νο ἀ­πό τό σπί­τι του. Τό­τε ὁ Αἰ­νεί­ας γύ­ρι­σε σπί­ι­ι καί πῆ­ρε στούς ὤ­μους του τόν τυ­φλό καί ἄρ­ρω­στο γέ­ρο­ντα πα­τέ­ρα του, ἀ­δι­α­φο­ρώ­ντας γι­ά τά ἄλ­λα πο­λύ­τι­μα ἀ­ντι­κεί­με­να πού ἔ­χα­νε γι­ά πά­ντα. Συ­γκι­νή­θη­καν οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό τήν ἀ­ρε­τή του καί τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νά πά­ρει ὅ­λα τά ἀ­ντι­κεί­με­να τοῦ σπι­τι­οῦ του.

Ἀ­δελ­φοί μου! Με­τά τόν Θε­ό πρέ­πει νά τι­μοῦ­με τούς γο­νεῖς μας. Ἄς πα­ρα­με­ρί­σου­με κά­θε ἰ­δι­ο­τρο­πί­α τους, ἄς ξε­χά­σου­με κά­θε πα­ρε­ξή­γη­ση κι ὅ­σο ἀ­κό­μα τούς ἔ­χου­με στή ζω­ή, ἄς τούς χα­ρί­σου­με ἀ­γά­πη. Στόν κα­θέ­να μας ἀ­πευ­θύ­νε­ται ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ πού λέ­ει: «Τέ­κνον, ἀ­ντι­λα­βοῦ ἐν γή­ρᾳ πα­τρός σου καὶ μὴ λυ­πή­σῃς αὐ­τὸν ἐν τῇ ζω­ῇ αὐ­τοῦ. Κἄν ἀ­πο­λεί­πῃ σύ­νε­σιν, συγ­γνώ­μην ἔ­χε καὶ μὴ ἀ­τι­μά­σῃς αὐ­τόν» (Σοφ. Σει­ράχ γ΄ 12).

Ἄς κά­νου­με τά Χρι­στού­γεν­να χα­ρού­με­να, ὄ­χι μό­νο γι­ά τά παι­δι­ά, ἀλ­λά καί γι­ά τά ξε­χα­σμέ­να γη­ρα­τει­ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου