ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

(16-12-2012)

ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
                     
Στὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­κού­σα­με τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ με­γά­λου δεί­πνου ποὺ ἐκ­φρά­ζει «τὴν οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Σω­τῆ­ρος»· εἶ­ναι «τὸ συ­μ­πό­σι­ον τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν», ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν «ἐν Χρι­στῷ πα­νή­γυ­ριν καὶ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στον ἀ­πό­λαυ­σιν τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ».

Εὑ­ρι­σκό­με­νος ὁ Κύ­ρι­ος σὲ κά­ποι­ο δεῖ­πνο, ἕ­νας ἐκ τῶν συν­δαι­τυ­μό­νων (ἐ­πει­δὴ προ­φα­νῶς ἤ­θε­λε καὶ ἄλ­λους λό­γους καὶ συμ­βου­λὲς νὰ ἀ­κού­ση ἀ­πὸ Αὐ­τόν) τοῦ εἶ­πε· «Μα­κά­ρι­ος ὃς φά­γε­ται ἄρ­τον ἐν τῇ Βα­σι­λεί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ» (Λουκ. 14-15), δη­λα­δὴ εἶ­ναι εὐ­τυ­χής, μα­κά­ρι­ος, ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ ἀ­ξι­ω­θῆ νὰ κα­θί­ση μα­ζὶ μὲ τὸν Μεσ­σί­α, τοὺς Πα­τρι­άρ­χες καὶ τοὺς προ­φῆ­τες στὴν τρά­πε­ζα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ θὰ ἔ­χη με­το­χὴ στὴν οὐ­ρά­νι­α χα­ρὰ καὶ εὐ­φρο­σύ­νη. Ποι­οὶ ὅ­μως θὰ ἀ­πο­λαύ­σουν αὐ­τὴ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα καὶ εὐ­τυ­χί­α; Μή­πως, ἐ­νῶ ὅ­λοι προ­σκα­λοῦ­νται, ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀρ­νοῦ­νται τὴν συμ­με­το­χή τους καὶ χά­νουν τὸν οὐ­ρά­νι­ο θη­σαυ­ρό; Μή­πως ὁ οὐ­ρά­νι­ος οἰ­κο­δε­σπό­της γνω­στο­ποι­εῖ σὲ ὅ­λους τὴν πρό­σκλη­ση, ἀλ­λὰ οἱ προ­σκα­λού­με­νοι στρέ­φουν τὰ νῶ­τα καὶ παίρ­νουν ἄλ­λες κα­τευ­θύν­σεις; Ἐ­κεῖ­νος (ὁ οὐ­ρά­νι­ος δη­λα­δὴ οἰ­κο­δε­σπό­της) προ­σκα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο συ­νε­χῶς, ἀλ­λὰ τὴν οὐ­ρά­νι­α πρό­σκλη­ση ἐ­μεῖς τὴν πε­ρι­βάλ­λου­με μὲ μί­α θα­νά­σι­μη ἄρ­νη­ση. Εἴ­μα­στε ἀρ­νη­τὲς τῆς με­γά­λης κλή­σε­ως. Δὲν ἐ­πι­λέ­γου­με τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν προ­πτω­τι­κὴ κα­τά­στα­ση, τὴν συμ­με­το­χή μας στὴν θεί­α καὶ ζω­ο­ποι­ὸ χά­ρη, δὲν θέ­λου­με νὰ χορ­τά­σου­με ἀ­πὸ τὸν «ἄρ­το τῆς ζω­ῆς», γι᾿ αὐ­τὸ καὶ μέ­νου­με νη­στι­κοὶ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ πει­να­σμέ­νοι. Τοῦ­το τὸ δεῖ­πνο μᾶς προ­σφέ­ρει «οὐ­χὶ κοι­νὸν ἄρ­τον οὐ­δὲ κοι­νὸν πο­τὸν» ἀλ­λὰ «Σῶ­μα καὶ Αἷ­μα Χρι­στοῦ εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον». Σὲ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες ὁ Κύ­ρι­ος κα­τέ­τα­ξε ὅ­σους ἀρ­νοῦ­νται νὰ γευ­θοῦν τῶν ἀ­γα­θῶν τοῦ δεί­πνου Του. Πρῶ­τον εἶ­ναι οἱ δοῦ­λοι τῶν αἰ­σθη­τῶν. «Ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα καὶ ἔ­χω ἀ­νά­γκην ἐ­ξελ­θεῖν καὶ ἰ­δεῖν αὐ­τόν». Ἐ­δῶ ἀ­νή­κουν οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀρ­νοῦ­νται νὰ θε­ω­θοῦν δι­ὰ τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ποὺ ἀρ­νοῦ­νται νὰ ἐκ­κλη­σι­α­σθοῦν καὶ ἐκ­κλη­σι­ο­ποι­η­θοῦν, γι­α­τί εἶ­ναι δοῦ­λοι τῶν αἰ­σθη­τῶν, ὑ­πο­δου­λω­μέ­νοι στὴν ὕ­λη. Δὲν τὴν βλέ­πουν σὰν δῶ­ρο Θε­οῦ καὶ δὲν τὴν ἀ­να­φέ­ρουν σὲ Αὐ­τόν. Τί κά­νου­με στὴν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Προ­σφέ­ρου­με τοὺς καρ­πούς μας στὸν Θε­ὸ ποὺ τοὺς ἁ­γι­ά­ζει καὶ στὴν συ­νέ­χει­α ἁ­γι­α­ζό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς ἀ­πὸ αὐ­τούς. Ὅ­ταν δὲν ζοῦ­με «εὐ­χα­ρι­στι­α­κά», ὅ­ταν δὲν θε­ω­ροῦ­με τὰ ἀ­γα­θά μας ὡς δῶ­ρο Θε­οῦ, τό­τε ὑ­πη­ρε­τοῦ­με δου­λι­κὰ τὴ γῆ, ἀ­φή­νο­ντας ἔ­ρη­μη τὴν καρ­δι­ά μας, πει­να­σμέ­νη τὴν ψυ­χή μας. Δεύ­τε­ρη ὁ­μά­δα ἀρ­νη­τῶν καὶ πνευ­μα­τι­κῶς πει­να­σμέ­νων εἶ­ναι οἱ δοῦ­λοι τῆς ἐρ­γα­σί­ας. «Ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέ­ντε καὶ πο­ρεύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά». Ὁ­μά­δα ἀν­θρώ­πων μὲ νοῦ καὶ καρ­δι­ὰ προ­ση­λω­μέ­να στὰ γή­ι­να, στὴ δου­λει­ὰ ποὺ γί­νε­ται ἔ­τσι δου­λεί­α, γι­α­τί ὑ­πο­χρε­ώ­νει αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ εἶ­ναι ὑ­πο­τα­γμέ­νοι στὸ χρό­νο, νὰ με­τρᾶ­νε τὴ ζω­ή τους μὲ ὀ­χτά­ω­ρα καὶ ἐρ­γά­σι­μες μέ­ρες, νὰ δυ­σκο­λεύ­ο­νται νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι ἐρ­γά­ζο­νται γι­ὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄ­χι ὅ­τι ζοῦν γι­ὰ νὰ ἐρ­γά­ζο­νται. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ Χρι­στός, ἀ­δελ­φοί μου, δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴν τί­μι­α ἐρ­γα­σί­α, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἀ­πο­λυ­το­ποι­εῖ. Τὴν θε­ω­ρεῖ σὰν ἐρ­γό­χει­ρο στὴ ζω­ή μας. Ἔ­τσι κέ­ντρο καὶ στό­χος τῶν ἐ­πι­δι­ώ­ξε­ών μας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, ἡ ἀ­πο­δε­σμευ­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν δου­λεί­α τοῦ χρό­νου, ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δοῦ­ναι-λα­βεῖν, τοῦ ἰ­σο­λο­γι­σμοῦ, τοῦ κέρ­δους.

Κα­τὰ ἕ­να πε­ρί­ερ­γο τρό­πο ἡ τρί­τη ὁ­μά­δα ἀρ­νη­τῶν καὶ πει­να­σμέ­νων προ­βάλ­λει σὰν δι­και­ο­λο­γί­α τῆς ἀρ­νή­σε­ώς τους τὴν οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ ζω­ή. «Γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα καὶ δι­ὰ τοῦ­το οὐ δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν». Ὁ γά­μος ἔ­γι­νε ἐ­μπό­δι­ο καὶ δὲν ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὸ με­γά­λο δεῖ­πνο. Συμ­βαί­νει καὶ σή­με­ρα αὐ­τό. Ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς θε­ω­ροῦν τὸ γά­μο καὶ τὰ οἰ­κο­γε­νει­α­κὰ βά­ρη σὰν ἐ­μπό­δι­ο, γι­ὰ νὰ ἐκ­κλη­σι­α­στοῦν καὶ νὰ ἐκ­κλη­σι­ο­ποι­η­θοῦν. Ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ Χρι­στὸς εὐ­λο­γεῖ τὴν συ­ζυ­γί­α καὶ τὴν οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ ζω­ή, τὴν ἕ­νω­ση ἀν­δρὸς καὶ γυ­ναι­κὸς ποὺ παύ­ει νὰ εἶ­ναι βι­ο­λο­γι­κὴ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ σύ­να­ψη καὶ γί­νε­ται μυ­στη­ρι­α­κὴ ἑ­νό­τη­τα. Δὲν εἶ­ναι ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος γά­μος ἐ­μπό­δι­ο γι­ὰ τὸν ἐκ­κλη­σι­α­σμό μας, γι­ὰ νὰ κοι­νω­νή­σου­με. Οὔ­τε τὸ βά­ρος τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας εἶ­ναι ἀ­φορ­μή, γι­ὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γου­με τὸν ἐκ­κλη­σι­α­σμὸ καὶ τὴν με­τά­λη­ψη, τὴν Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ἀ­ντί­θε­τα ἐ­λα­φρώ­νει τὸ βά­ρος καὶ ἀ­φή­νει ἄ­νοι­γμα, γι­ὰ νὰ πε­ρά­ση ὁ Θε­ὸς στὴ ζω­ή μας καὶ νὰ τὴν ἀ­να­και­νί­ση, ἀ­δελ­φοί.

Ἡ πρώ­τη ὁ­μά­δα, ποὺ ἀρ­νοῦ­νται τὴ συμ­με­το­χὴ τους στὸ Με­γά­λο Δεῖ­πνο δε­μέ­νοι μὲ τὸν ἀ­γρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀ­πο­κη­ρύσ­σουν τὴν πρό­σκλη­ση γι­ὰ σω­τη­ρί­α. Ἄρ­νη­ση ὅ­μως τῆς σω­τη­ρί­ας ση­μαί­νει ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ θα­νά­του. Ἡ δεύ­τε­ρη ὁ­μά­δα εἶ­ναι φορ­τω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν κό­πο καὶ τὴν φρο­ντί­δα γι­ὰ τὰ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κά. Γι᾿ αὐ­τὸ μὲ πεῖ­σμα φρο­ντί­ζουν οἱ ἀ­νή­κο­ντες στὴν ὁ­μά­δα αὐ­τὴ πά­ρα πο­λὺ γι­ὰ τὶς ἐρ­γα­σί­ες τους καὶ ὄ­χι γι­ὰ τὴν σω­τη­ρί­α τους. Ἀ­δι­α­φο­ρί­α ὅ­μως γι­ὰ τὴν σω­τη­ρί­α ση­μαί­νει θά­να­το. Ἡ τρί­τη ὁ­μά­δα ἀ­νό­η­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς δὲν συμ­βι­βά­ζε­ται οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ ζω­ὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα.

Ξε­χνοῦν τὸν Θε­ό, ἀρ­νοῦ­νται τὸν ἐκ­κλη­σι­α­σμό, ἀ­πο­φεύ­γουν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­νε­φο­δι­α­σμό, ἀ­δι­α­φο­ροῦν γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α, ἐ­πι­λέ­γουν τὸν θά­να­το. Κο­ντο­λο­γῆς «οὐ­δεὶς τῶν ἀν­δρῶν ἐ­κεί­νων τῶν κε­κλη­μέ­νων γεύ­σε­ται» τοῦ οὐ­ρα­νί­ου δεί­πνου, δη­λα­δὴ τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­γνά­τι­ος ὁ Θε­ο­φό­ρος ὀ­νο­μά­ζει «Φάρ­μα­κον Ἀ­θα­να­σί­ας, ἀ­ντί­δο­τον τοῦ μὴ ἀ­πο­θα­νεῖν». Θαρ­ρῶ, ἀ­δελ­φοί, πὼς ὅ­λοι ἔ­χου­με ἀ­ντι­λη­φθῆ ὅ­τι ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ πε­ρὶ τοῦ Με­γά­λου Δεί­πνου καὶ τῶν προ­σκε­κλη­μέ­νων ἀ­φο­ρᾶ στὸ Με­γά­λο Δεῖ­πνο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ὅ­που προ­σφέ­ρε­ται «ὁ Ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βὰς» (Ἰ­ω­άν. 6-51), ποὺ με­ταγ­γί­ζει Ζω­ὴ καὶ Ἀ­νά­στα­ση, κα­θὼς καὶ τὴν συ­μπε­ρι­φο­ρά μας ὡς χρι­στι­α­νῶν, ὡς με­λῶν τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ὑ­πο­φέ­ρου­με ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο ἁ­μάρ­τη­μα τῆς αὐ­το­νο­μί­ας. Ὅ­λα σή­με­ρα αὐ­το­νο­μοῦ­νται· ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ἐρ­γα­σί­α, οἰ­κο­γέ­νει­α, δε­ξι­ό­τη­τες, ἱ­κα­νό­τη­τες, ὅ­λα χω­ρί­ζο­νται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­τσι, ὁ ἄν­θρω­πος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ἀλ­λο­τρι­ώ­νε­ται. Γί­νε­ται δοῦ­λος τοῦ χρό­νου καὶ τῆς φθο­ρᾶς. Ἡ ἐ­ναν­θρώ­πη­ση ὅ­μως τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴν δου­λεί­α τοῦ χρό­νου. Αὐ­τὴ τὴν προ­ο­πτι­κή, αὐ­τὴ τὴ δι­ά­στα­ση τὴ ζοῦ­με μό­νο στὴ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, γι­α­τί ἐ­κεῖ ὅ­λα καὶ ὅ­λοι με­τα­μορ­φώ­νο­νται, ὅ­λα ἀλ­λά­ζουν. Τό­τε τὸ κά­θε πα­ρὸν γί­νε­ται αἰ­ώ­νι­ο καὶ τὸ αἰ­ώ­νι­ο προ­έ­κτα­ση τοῦ πα­ρό­ντος καὶ ἐ­μεῖς μὲ τὴν χά­ρι τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ πρί­γκη­πες καὶ κλη­ρο­νό­μοι τῆς οὐ­ρά­νι­ας Βα­σι­λεί­ας Του, συν­δαι­τυ­μό­νες στὸ οὐ­ρά­νι­ο, με­γά­λο δεῖ­πνο Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου