ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

(14-12-2008)

ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

   Ἡ ση­με­ρι­νή Κυ­ρι­α­κή τῶν Ἁ­γί­ων Προ­πα­τό­ρων μᾶς το­πο­θε­τεῖ στήν τε­λι­κή εὐ­θεῖ­α τῆς ὑ­πο­δο­χῆς τῆς με­γά­λης Ἑ­ορ­τῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, σή­με­ρα, τι­μᾶ καί γε­ραί­ρει τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἱ­στο­ρί­ας, τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, πού δέ­χθη­καν τήν κλή­ση τοῦ Θε­οῦ, γι­ά νά γί­νουν συ­νερ­γοί στό μυ­στή­ρι­ο τῆς ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­ας ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα πού ἀ­κού­σα­με μᾶς πα­ρα­πέ­μπει στήν φα­νέ­ρω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, «τῆς ζω­ῆς ἡ­μῶν». Ὁ Χρι­στός τώ­ρα βρί­σκε­ται μέ­σα στόν «νέ­ον ἄν­θρω­πο», «πού ἀ­να­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χῶς, σύμ­φω­να μέ τήν εἰ­κό­να τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ Του, ὥ­στε νά φθά­ση στήν τέ­λει­α γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ». Ἀλ­λά καί τό πρα­κτι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς πε­ρι­κο­πῆς ται­ρι­ά­ζει ἄ­ρι­στα μέ τούς στό­χους τῆς προ­ε­όρ­τι­ας αὐ­τῆς πε­ρι­ό­δου, τήν πνευ­μα­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σί­α, δη­λα­δή, τῶν πι­στῶν γι­ά τήν ἐρ­χό­με­νη με­γά­λη Ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων.

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­γει: «Ὅ­ταν θά φα­νε­ρω­θῆ ὁ Χρι­στός, πού αὐ­τός εἶ­ναι ἡ ζω­ή μας, τό­τε καί σεῖς θά φα­νε­ρω­θῆ­τε μα­ζί μ᾿ Αὐ­τόν δο­ξα­σμέ­νοι». Ἡ και­νούρ­γι­α ζω­ή κά­θε Χρι­στι­α­νοῦ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό ἕ­να συ­γκλο­νι­στι­κό γε­γο­νός, τή συμ­με­το­χή στό θά­να­το καί στήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό τό γε­γο­νός πού ζῆ μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ὁ κά­θε ἀ­να­γεν­νη­μέ­νος πι­στός ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς και­νούρ­γι­ας ζω­ῆς. Αὐ­τή ἡ ζω­ή ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ξε­κι­νᾶ μέ τό Βά­πτι­σμα καί εἶ­ναι ζω­ή κρυμ­μέ­νη ἀ­πό τά μά­τι­α τοῦ κό­σμου καί ὁ­ρα­τή μό­νο σ᾿ ἐ­κεί­νους πού ζοῦν μέ τήν δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως. Ὅ­μως στήν πλη­ρό­τη­τα καί ὅ­λο τό με­γα­λεῖ­ο της ἡ ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ θά βι­ω­θῆ ὄ­χι στόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ἀλ­λά στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ κα­τά τήν Δευ­τέ­ρα καί ἔν­δο­ξη Πα­ρου­σί­α Του.

Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ ζω­ή τῶν πι­στῶν. Ἡ ἑ­νό­τη­τα καί κοι­νω­νί­α τοῦ πι­στοῦ μέ τόν Χρι­στό εἶ­ναι ἡ ἐγ­γύ­η­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς, ἀ­φοῦ, ὅ­πως ὁ Ἴ­δι­ος δι­ε­κή­ρυ­ξε, ἦρ­θε στόν κό­σμο «ἵ­να ζω­ὴν ἔ­χω­μεν». Ὁ Χρι­στός κα­λεῖ τόν ἄν­θρω­πο νά ἀ­πο­δε­χθῆ τήν ἀ­γά­πη Του καί τήν δω­ρε­ά τῆς ἀ­φθάρ­του καί αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Σ᾿ αὐ­τή τήν πρό­σκλη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πά­ντη­σε ἐ­ντε­λῶς ἄ­στο­χα μέ τήν ἀ­νυ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μά Του καί τήν δι­ά­πρα­ξη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἡ δι­ά­σπα­ση τῆς σχέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό.

Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­ξο­πλι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό μέ τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, μέ τό αὐ­τε­ξού­σι­ο, ὥ­στε μέ τή σω­στή ἤ μή λει­τουρ­γί­α του νά μπο­ρῆ νά ἀ­νυ­ψω­θῆ στό ἐ­πί­πε­δο τοῦ Θε­οῦ ἤ καί ἀ­ντι­θέ­τως νά πέ­ση στό ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­νο­ή­των κτη­νῶν καί νά ὁ­μοι­ω­θῆ μέ αὐ­τά. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μορ­φώ­νει ὅ­λα τά ἱ­ε­ρά του φρο­νή­μα­τα σέ γή­ϊ­να φρο­νή­μα­τα τῆς σαρ­κός καί κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀ­πό τόν ἐ­γω­ϊ­σμό, τήν φι­λαυ­τί­α, τό μῖ­σος, τήν κα­τα­στρο­φή καί τήν φι­λη­δο­νί­α.

Τό θε­με­λι­ῶ­δες γνώ­ρι­σμα τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ νέ­κρω­ση τῶν δι­α­φό­ρων πα­θῶν, ἀ­φοῦ, πα­ρά τήν ἀ­να­γέν­νη­σή μας μέ τό Βά­πτι­σμα, βρι­σκό­μα­στε πολ­λές φο­ρές ὑ­πό τήν ἐ­πή­ρει­α τοῦ πο­νη­ροῦ καί τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου.

Γι᾿ αὐ­τό ὁ Παῦ­λος μᾶς λέ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά νε­κρώ­σου­με τό γή­ϊ­νο φρό­νη­μα τῆς σάρ­κας, πού ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στή πορ­νεί­α, τήν ἀ­κα­θαρ­σί­α, τό πά­θος, τήν κα­κή ἐ­πι­θυ­μί­α, τήν πλε­ο­νε­ξί­α, τήν ὀρ­γή, τόν θυ­μό, τήν κα­κί­α, τήν βλα­σφη­μί­α, τήν αἰ­σχρο­λο­γί­α, τό ψεῦ­δος. Ὅ­λες αὐ­τές οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μᾶς ρί­χνουν στό χῶ­ρο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Μέ τήν πλε­ο­νε­ξί­α ὁ ἄν­θρω­πος το­πο­θε­τεῖ στή θέ­ση τοῦ ἀ­που­σι­ά­ζο­ντος Θε­οῦ τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά καί τά λα­τρεύ­ει. Μέ τά σαρ­κι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα ἔ­χου­με τήν θε­ο­ποί­η­ση τῆς σάρ­κας, πού ἔ­χει εὐ­τε­λί­σει καί ἔ­χει ὑ­πο­βι­βά­σει τόν ἄν­θρω­πο στό ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­λό­γων ζώ­ων.

Ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει νά πε­θά­νη. Νά πε­θά­νη γι­ά τήν ἁ­μαρ­τί­α. Νά νε­κρώ­ση τό φρό­νη­μα τῆς σάρ­κας. Νά σκο­τώ­ση τά πά­θη πού φω­λι­ά­ζουν στήν καρ­δι­ά του. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος κα­λεῖ τόν ἄν­θρω­πο νά ἐ­γκα­τα­λεί­ψη τίς ἀ­πα­ρά­δε­κτες πρά­ξεις καί ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ πα­λαι­οῦ ἀν­θρώ­που, νά ἀ­πεκ­δυ­θῆ, δη­λα­δή, τήν ἁ­μαρ­τί­α καί νά ἐν­δυ­θῆ τόν νέ­ο ἄν­θρω­πο, ἐ­κεῖ­νον πού δι­αρ­κῶς ἀ­να­νε­ώ­νε­ται ἐν Χρι­στῷ.

Ὅ­λη αὐ­τή ἡ πρα­γμα­τι­κό­τη­τα γι­ά τήν ἔν­δυ­ση τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που μέ τόν Χρι­στό πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται στόν λει­τουρ­γι­κό χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­που ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι «ὁ προ­σφέ­ρων καὶ προ­σφε­ρό­με­νος, ὁ προσ­δε­χό­με­νος καὶ δι­α­δι­δό­με­νος». Μέ τήν με­το­χή του ὁ ἄν­θρω­πος στά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρι­α καί συ­γκε­κρι­μέ­να μέ τό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, μπο­ρεῖ νά φθά­ση στήν ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­λή­μα­τός Του καί νά γί­νη ἔ­τσι ζω­ντα­νό μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­που «τὰ πά­ντα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στός».

Ἀ­δελ­φοί μου, ὁ ὕ­ψι­στος σκο­πός τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας εἶ­ναι νά ζή­σου­με τήν και­νούρ­γι­α ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Γι­ά νά γί­νη ὅ­μως αὐ­τό, πρέ­πει νά νε­κρω­θοῦ­με. Ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­να­στή­θη­κε, ἀ­φοῦ πρῶ­τα πέ­θα­νε πά­νω στό Σταυ­ρό. Κι ἐ­μεῖς, γι­ά νά γί­νου­με μέ­το­χοι τῆς αἰ­ώ­νι­ας ζω­ῆς καί κλη­ρο­νό­μοι τῆς ἄρ­ρη­της δό­ξας Του, εἶ­ναι ἀ­νά­γκη πρῶ­τα νά συμ­με­τά­σχου­με στό Πά­θος καί τόν θά­να­τό Του, πε­θαί­νο­ντας γι­ά τήν ἁ­μαρ­τί­α.

Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κός δρό­μος, γι­ά νά φα­νε­ρω­θῆ ὁ κα­θέ­νας μας «σὺν τῷ Χρι­στῷ ἐν δό­ξῃ». Α­ΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου