ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

(23-12-2012) ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

 «Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν».

Ἄγ­γε­λος ἀ­πὸ τὸν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­γα­πη­τοί μου, φέρ­νει τὴν εἴ­δη­ση, τὸ μή­νυ­μα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ στὸν ἄ­κα­κο καὶ δί­και­ο Ἰ­ω­σὴφ καὶ ἀ­μέ­σως οἱ ἀμ­φι­βο­λί­ες του σὰν κα­πνὸς δι­α­λύ­θη­καν. Εἶ­χε γὰρ «λά­θρα βου­λη­θῆ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν». Τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει «τὸ μυ­στή­ρι­ον τὸ ἀ­πο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀ­πὸ τὸν αἰ­ώ­νων καὶ ἀ­πὸ τῶν γε­νε­ῶν» (Κο­λασ. 1, 26). Τοῦ­το τὸ παι­δὶ θὰ «σώ­σει τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν». Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ ὄ­νο­μα ποὺ τοῦ δό­θη­κε πρὶν ἀ­κό­μα γεν­νη­θῆ ἦ­ταν «Ἰ­η­σοῦς», ὄ­νο­μα ἀ­ντι­προ­σω­πευ­τι­κὸ τῆς με­γά­λης ἀ­πο­στο­λῆς Του. Ὄ­νο­μα ποὺ κλεί­νει μέ­σα του τὴν πι­ὸ ἀ­πέ­ρα­ντη ἀ­γά­πη· «Δι­ὸ καὶ ὁ Θε­ὸς αὐ­τὸν ὑ­πε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐ­χα­ρί­σα­το αὐ­τῷ ὄ­νο­μα, τὸ ὑ­πὲρ πᾶν ὄ­νο­μα» (Φι­λιπ. 2-9). «Καὶ ἐν τού­τῳ τῷ ὀ­νό­μα­τι τοῦ Ἰ­η­σοῦ πᾶν γό­νυ κάμ­ψει ἐ­που­ρα­νί­ων καὶ ἐ­πι­γεί­ων καὶ κα­τα­χθο­νί­ων καὶ πᾶ­σα γλῶσ­σα ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ται ὅ­τι Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός» (Φι­λιππ. 2-11).

Ἔρ­χε­ται στὴ γῆ ὁ «Ἰ­η­σοῦς» γι­ὰ νὰ ὑ­ψώ­ση ἐ­μᾶς στὸν οὐ­ρα­νό. Τα­πει­νώ­θη­κε, γι­ὰ νὰ μᾶς δο­ξά­ση. Ἔ­γι­νε πτω­χός, γι­ὰ νὰ μᾶς πλου­τί­σει. Πῆ­ρε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη μορ­φὴ «ἵ­να ἡ­μᾶς συμ­μόρ­φους ποι­ή­σῃ τῆς εἰ­κό­νος τῆς δό­ξης αὐ­τοῦ», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου. Γεν­νᾶ­ται στὸ σκο­τά­δι τοῦ σπη­λαί­ου, γι­ὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­ση στὸ φῶς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Πρὶν νὰ ἐ­ναν­θρω­πή­σει «Θε­ὸν ἰ­δεῖν ἀ­δύ­να­τον». Τώ­ρα ὅ­μως ποὺ ἀγ­γε­λι­κὰ στό­μα­τα με­τα­δί­δουν τὸ χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα: «ἐ­τέ­χθη ὑ­μῖν σή­με­ρον Σω­τὴρ» ἡ εὐ­ω­δί­α τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης κά­νει τὴν γῆ νὰ με­θά­ει ἀ­πὸ χα­ρά. Τὸ ὄ­νο­μα Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι «μύ­ρον ἐκ­κε­νω­θέν» (Ἆ­σμα 1, 3).

Ἀ­δελ­φοί, ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὴ Φά­τνη καὶ κα­τα­λή­γει στὸ Σταυ­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς δὲν εἶ­ναι μό­νο μὲ τὸ Αἷ­μα Του Σω­τή­ρας ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν Γέν­νη­σή Του. Σω­τή­ρας ἀ­να­δεί­χθη­κε ὄ­χι μό­νο στὸ Γολ­γο­θᾶ μὲ τὸν Σταυ­ρό Του ἀλ­λὰ καὶ στὴ Βη­θλε­ὲμ μὲ τὴ Γέν­νη­σή Του. Ὁ Χρι­στὸς γεν­νι­έ­ται μέ­σα στοὺς πι­στοὺς μὲ τὴν πί­στη καὶ σαρ­κώ­νε­ται μὲ τὶς ἀ­ρε­τές. Ὅ­λη ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι ζω­ὴ ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, δη­λα­δὴ γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας καὶ ἀ­να­γεν­νή­σε­ώς μας ἐν Αὐ­τῷ. Καὶ πό­ση ἀ­ξί­α ἔ­χει αὐ­τὸ γι­ὰ τὸν ση­με­ρι­νὸ ἄν­θρω­πο ποὺ κι­νεῖ­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν χυ­μὸ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως, ἀ­φοῦ ὅ­λες του οἱ κι­νή­σεις καὶ συ­ντε­τα­γμέ­νες φα­νε­ρώ­νουν κί­νη­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­άν­θρω­πο στὸν ὑ­πε­ράν­θρω­πο, τὸν ἄν­θρω­πο-Θε­ό, μό­λις ποὺ εἶ­ναι ἀ­νά­γκη νὰ το­νι­σθῆ.

Πα­ναν­θρώ­πι­νη πρέ­πει λοι­πὸν νὰ εἶ­ναι ἡ δο­ξο­λο­γί­α μας πρὸς τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ὸ γι­ὰ τὴν με­γά­λη καὶ ἀ­κα­τά­λη­πτη σάρ­κω­ση τοῦ Λό­γου, μὲ σκο­πὸ τὴν ἐ­πα­να­σύν­δε­ση τῶν σχέ­σε­ων Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­που. Μάρ­τυ­ρες τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶν αὐ­τῶν γι­ὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ κό­σμου γε­γο­νό­των εἶ­ναι οἱ ἁ­πλοῖ ποι­μέ­νες ἀ­πὸ τὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Βη­θλε­ὲμ ποὺ ἐκ­προ­σω­ποῦν ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος· «καὶ ποι­μέ­νες ἦ­σαν εἰς τὴν χώ­ραν…καὶ ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐ­πέ­στη αὐ­τοῖς καὶ δό­ξα Κυ­ρί­ου πε­ρι­έ­λαμ­ψεν αὐ­τοὺς» (Λουκ. 2-8). Ἀλ­λὰ καὶ οἱ μά­γοι ἐ­χά­ρη­σαν χα­ρὰν με­γά­λην. «Καὶ ἰ­δοὺ ὁ ἀ­στήρ, ὃν εἶ­δον ἐν τῇ ἀ­να­το­λῇ προ­ῆ­γεν αὐ­τούς, ἕ­ως ἐλ­θὼν ἔ­στη οὗ ἦν τὸ παι­δί­ον». Ἔ­λαμ­ψε στὸν οὐ­ρα­νὸ ὁ φω­τει­νὸς ἀ­στέ­ρας καὶ στὴ φά­τνη ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν Βα­σι­λέ­ων. Ἡ πί­στη τους δι­και­ώ­θη­κε. Ὁ ἱ­ε­ρὸς πό­θος τους πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σους κό­πους καὶ πο­λυ­ή­με­ρο τα­ξί­δι ἀ­ξι­ώ­νο­νται τῆς τι­μῆς νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὸν «τε­χθέ­ντα Βα­σι­λέ­α» παρ᾿ ὅ­τι στὴ Βη­θλε­ὲμ ὅ­λα ἦ­ταν ἁ­πλᾶ, τα­πει­νά, πτω­χά. «Οὔ­τε ἡ Παρ­θέ­νος ἐ­πί­ση­μος ἦν, οὔ­τε ἡ οἰ­κί­α πε­ρι­φα­νής, οὔ­τε ἄλ­λο τι τῶν ὡ­ρι­σμέ­νων ἱ­κα­νὸν ἐκ­πλῆ­ξαι» μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. Πα­ρὰ ταῦ­τα οἱ σο­φοὶ μά­γοι δὲν ἐ­πη­ρε­ά­σθη­καν. Ἔ­τσι, κά­τω ἀ­πὸ τὴν φτώ­χει­α δι­έ­κρι­ναν τὴν ἀ­ξί­α, κά­τω ἀ­πὸ τὴν τα­πεί­νω­ση τὴν δό­ξα, κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἀ­ση­μό­τη­τα τὴν βα­σι­λι­κὴ με­γα­λο­πρέ­πει­α καὶ δύ­να­μη. Πί­σω ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα τῆς φτώ­χει­ας δι­έ­κρι­ναν τὴν δύ­να­μη, τὴν δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­λή­θει­α. Δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς «ἐ­γεν­νή­θη ἡ­μῖν σο­φί­α ἀ­πὸ Θε­οῦ, δι­και­ο­σύ­νη τε καὶ ἁ­γι­α­σμὸς καὶ ἀ­πο­λύ­τρω­σις» (Α´ Κο­ρινθ. 1-30). Ἂν ἐ­μεῖς τὸ θε­λή­σου­με, ὁ «Ἰ­η­σοῦς» θὰ συ­μπο­ρεύ­ε­ται καὶ θὰ προ­πο­ρεύ­ε­ται, γι­ὰ νὰ μᾶς δεί­χνει τὸ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θει­ας, τῆς χα­ρᾶς, τῆς δι­και­ο­σύ­νης καὶ τὸ ἔ­χει δι­α­κη­ρύ­ξει αὐ­τὸ «ἐ­γὼ εἰ­μὶ ἡ ὁ­δὸς καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α καὶ ζω­ὴ» (Ἰ­ω­άν. 14-16).

Ἀ­δελ­φοί μου, πρέ­πει νὰ ἀ­νέ­βου­με στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ νὰ γί­νου­με πο­λῖ­τες της, γι­ὰ νὰ κα­τα­κτή­σου­με τὸ πνεῦ­μα τῆς Βη­θλε­έμ. Στὴν φτω­χι­κὴ φά­τνη ἡ ψυ­χὴ βρί­σκει ἀ­νά­παυ­ση. Ὁ πρῶ­τος Ἀ­δὰμ ἦλ­θε στὸν κό­σμο τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, ὁ δεύ­τε­ρος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, προ­τί­μη­σε νὰ ἔρ­θη σὰν νή­πι­ο θέ­λο­ντας νὰ μᾶς μά­θη ὅ­τι πρέ­πει νὰ «νη­πι­ά­ζου­με στὴν κα­κί­α». Προ­τί­μη­σε νὰ γεν­νη­θῆ μι­κρὸ παι­δί, γι­ὰ νὰ μᾶς δι­δά­ξει πὼς μπο­ροῦ­με νὰ γί­νου­με «τέ­λει­οι ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ». Φι­λο­ξε­νή­θη­κε στὰ ἄ­χυ­ρα τοῦ σταύ­λου, γι­ὰ νὰ μά­θου­με κά­τι γι­ὰ τὴν ἁ­πλό­τη­τα καὶ τὴν τα­πεί­νω­ση. Ἔ­γι­νε φτω­χὸς «ἵ­να ἡ­μεῖς τῇ Ἐ­κεί­νου πτω­χεί­ᾳ πλου­τή­σω­μεν». Οἱ προ­φη­τεῖ­ες ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν· «Παι­δί­ον ἐ­γεν­νή­θη ἡ­μῖν, υἱ­ὸς καὶ ἐ­δό­θη ἡ­μῖν» (Ἠ­σα­ΐ­α 9-6). Ἦλ­θε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ κα­θα­ρί­ση τὴν μο­λυ­σμέ­νη γῆ μας. «Τὰ σύ­μπα­ντα ὅ­θεν χα­ρᾶς πλη­ροῦ­ται». Οἱ καρ­δι­ὲς γε­μί­ζουν μὲ θεί­α πα­ρου­σί­α. Μι­ὰ ἀ­τε­λεί­ω­τη στρα­τι­ὰ ἀν­θρώ­πων Τὸν δέ­χο­νται, Τὸν πι­στεύ­ουν καὶ γί­νο­νται δι­κοί Του αἰ­χμά­λω­τοι. Αἰ­χμά­λω­τοι σὲ μί­α ἐ­λεύ­θε­ρη αἰ­χμα­λω­σί­α, σὲ μι­ὰ αἰ­χμα­λω­σί­α ποὺ ὄ­χι μό­νο ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀλ­λὰ καὶ σώ­ζει. Ὅ­σοι ἔ­χου­με πρό­θε­ση νὰ γι­ορ­τά­σου­με Χρι­στού­γεν­να μὲ Χρι­στὸ καὶ Τὸν δε­χθοῦ­με στὴν φά­τνη τῆς ψυ­χῆς μας, ἂς γνω­ρί­σου­με ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἀ­σφυ­κτι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς χα­μο­ζω­ῆς, θὰ ἀ­νε­βοῦ­με στοῦ πάμ­φω­του οὐ­ρα­νοῦ τὴ σφαῖ­ρα.

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, οἱ ἡ­μέ­ρες ποὺ δι­ερ­χό­μα­στε λέ­γο­νται καὶ εἶ­ναι «ἅ­γι­ες ἡ­μέ­ρες». Καὶ θὰ εἶ­ναι πρά­γμα­τι ἅ­γι­ες, ἐ­φό­σον θὰ ἀ­να­νε­ώ­σου­με τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α μας νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με τὴν λυ­τρω­τι­κὴ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ στὴν καρ­δι­ά μας. Θὰ εἶ­ναι ἅ­γι­ες πρά­γμα­τι οἱ ἡ­μέ­ρες ποὺ δι­ερ­χό­μα­στε, ἂν δὲν ξε­χά­σου­με πὼς ἡ ἀ­γά­πη μας γι­ὰ τὸ θεῖ­ο βρέ­φος πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση, γι­ὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θῆ ἀ­πὸ τοὺς «ἐν­δε­εῖς» ἀ­δελ­φούς μας.

Ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν κο­ρω­νὶς εἶ­ναι ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Μα­ζὶ μὲ αὐ­τὴν καὶ μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ ἁ­γνό­τη­τα ψυ­χῆς, μὲ πί­στη καὶ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὸν Σω­τῆ­ρα, «δι­έλ­θω­μεν δὴ ἕ­ως Βη­θλε­ὲμ καὶ ἴ­δω­μεν τὸ ρῆ­μα τοῦ­το τὸ γε­γο­νός, ὃ ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­γνώ­ρι­σεν ἡ­μῖν» (Λουκ. 2-15). Ἂς ἠ­χοῦν δι­αρ­κῶς στὰ αὐ­τι­ά μας καὶ σὲ κά­θε βῆ­μα τῆς ζω­ῆς μας τὰ λό­γι­α τοῦ Ἀγ­γέ­λου: «Ἰ­δοὺ εὐ­αγ­γε­λί­ζο­μαι ὑ­μῖν χα­ρὰν με­γά­λην, ἥ­τις ἔ­σται πα­ντὶ τῷ λα­ῷ ὅ­τι ἐ­τέ­χθη ὑ­μῖν σή­με­ρον Σω­τὴρ» (Λουκ. 2-10).

«Χρι­στὸς ἐ­τέ­χθη». «Ἀ­λη­θῶς ἐ­τέ­χθη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου