ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

 Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμηση της Θεομήτορος, Β΄

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

1. Άνθρωπος κανείς δε θα μπορέση ποτέ, άξια τη μετάσταση την ιερή να υμνήσει της Θεομήτορος, μακάρι μύριες νάχε γλώσσες και μύρια στόματα· μ’ ακόμα κι αν όλες των σκόρπιων ανθρώπων οι γλώσσες μαζεύονταν ποτέ, δε θα φτιάναν τα επάξια εγκώμια. Γιατί εκείνη βρίσκεται ψηλότερα από κάθε μέτρο δοξολογικό. Και λόγω που αγαπά ο Θεός το κατά δύναμη, όταν μ’ αγάπη του δωρίζεται και ζήλο και με προαίρεση αγαθή, κι αφού κι η μάνα του Θεού αγαπά όσα στο Γιο είναι αρεστά κι ευχάριστα, ας ξαναρχίσουμε τα εγκώμια με υποταγή στις διαταγές σας, άριστοι μες στους ποιμενάρχες κι αγαπημένοι του Θεού, αφού πρώτα το Λόγο, που από κείνην σαρκώθηκε, βοηθό μας γυρέψουμε, που κάθε στόμα οπού σ’ αυτόν ανοίγεται γεμίζει, κι οπού για κείνην μοναχό στολίδι και δοξαστικό τραγούδι Εκείνος φύτρωσε· κι αφού καλά το ξέρουμε, πως χρέος ξεπληρώνουμε αρχίζοντας τα εγκώμια κι όταν το ξεπληρώσουμε πάλι σε χρέος μπαίνουμε, για να κρατά παντοτινά το χρέος, όλο αρχίζοντας και τέλος να μην έχη.

Κι ας γίνη σπλαχνική σε μας εκείνη που ανυμνούμε, η πέρα απ’ όσα πλάστηκαν, κυρία σ’ όλη την πλάση, σα μάνα πούναι του Θεού, του κτίστη και δημιουργού και πάνω σ’ όλα αφέντη. Σχωράτε ελόγου σας και σεις, που απ’ αγάπη τα θεία ν’ ακούσετε λόγια συνάζεστε· την πρόθεση την αγαθήν αποδεχθείτε, τον πόθο χαρείτε, μα πονέστε μαζί μας και σεις για τη φτώχεια του λόγου.

Γιατί να, πέστε πως κάποιος έρχεται στον αυτοκράτορα, που στα χέρια του μέσα ο Θεός το πηδάλιο του λαού εμπιστεύτη, που όλα τάχει στο τραπέζι του πλούσια και περισσεύουν φαγητά κάθε λογής, και μύρου μοσκοβόλημα πολύτιμου ευωδιάζει το παλάτι, και του κομίζει εκτός καιρού ή μενεξέ στο χρώμα της στολής του, ή ρόδο που βλασταίνει ευωδιαστό πάνω στ’ αγκάθι, με πράσινους τους κάλυκες απ’ όπου δίχρωμο προβάλλει και λίγο – λίγο φτάνει στη φλογάτη του ομορφιά, και ζουμερό καρπό στο γλυκό χρώμα του μελιού· κι εκείνος δίνει προσοχή στα παράξενα δώρα και θαυμάζει που βρέθηκαν, δεν τόνε νοιάζει αν είναι φτωχικά, γιατί ξέρει να κρίνη και κατέχει τα πράγματα, και με άφθονα κι όμορφα δώρα τον αγρότη θ’ αμείψη· έτσι και μεις μακάρι όλο και πιότερο ν’ αποδειχτεί, πως φέρνουμε των λόγων τα λουλούδια μες στο χειμώνα στη βασίλισσα, και πως οπλίζουμε τις μεταχειρισμένες λέξεις να πάρουν μέρος στον αγώνα για τα εγκώμια, κι ακόμα πως προσφέρουμε σε σας, που ακρόαμα και λόγον αγαπάτε, κάποιο αμυδρό σπινθήρα από την προστριβή του πόθου μας πάνω στο νου, όπως σε σίδερο λιθάρι, κι απ’ το ξεζούμισμα σαν αγουρίδας του μυαλού, τις ιστορίες που γεννά, το καταστάλαγμα του λόγου.

Γιατί τι άλλο από λόγο να χαρίσουμε στη μάνα του Λόγου; Αφού με τα όμοια χαίρονται τα όμοια και μάλιστα τ’ αγαπητά. Τώρα λοιπόν που ανοίξαμε τη στρόφιγγα των λόγων, και λίγο ξαμολύσαμε τα γκέμια, να τρέξη λεύτερα ας αφήσουμε το λόγο, σαν άτι που στο δρόμο τ΄ οδηγήσαμε. Όμως εσύ, Λόγε Θεού, γίνε βοηθός και γέμισε με λόγο εσύ τη σκέψη μου την άλογη, και κάνε με το λόγο σου βατό το μονοπάτι μου, κι οδήγησε το δρόμο μου στην ευαρέστησή σου εκεί, που ο κάθε λόγος του σοφού κι η σκέψη κατευθύνεται.

2. Στην υπερκόσμια σήμερα και στην ουράνια εκκλησιά η άγια και μοναδική παρθένα οδηγιέται, αυτή που τόσο πολύ την παρθενία πόθησε, που λες κι έγινε καθαρώτερη φωτιά και τη μετάλλαξε. Γιατί βέβαια η κάθε κόρη που γεννά, παρθένα πια δεν είναι, όμως παρθένα μένει αυτή πριν κι ύστερα απ’ τη γέννα ως και την ώρα που γεννά.

Σήμερα, η ζώσα κιβωτός του ζώντος Θεού η αγία, που στην κοιλιά της κράτησε μέσα τον τεχνουργό της, σ’ αχειροποίητη εκκλησιά σχολάζει του Κυρίου. Χορεύει από χαρά ο Δαβίδ, που είν’ απ’ τη γενιά του και κείνη κι ο θεάνθρωπος, κι οι άγγελοι αντάμα του χορεύουνε, οι αρχάγγελοι χειροκροτούν, δοξάζουν οι δυνάμεις μαζί κι οι αρχές αγάλλονται, οι εξουσίες ευφραίνονται κι οι κυριότητες χαίρουν, θρόνοι πανηγυρίζουνε, τα χερουβίμ υμνούνε, δοξολογούν τα σεραφίμ· γιατί καθώς δοξάζουνε της δόξας τη μητέρα, πιότερο αυτοί δοξάζονται.

Σήμερα, η περιστέρα η πιο ιερή, η ακέρια κι άκακη ψυχή, η αγιασμένη από το Θείο Πνεύμα, φτερούγισε απ’ την κιβωτό, λέω απ’ το σώμα που Θεό δέχτηκε κι έγινε η αρχή για τη ζωή, κι ανάπαψε τα πόδια της εκεί στον κόσμο το νοητό που πέταξε και τη σκηνή της έστησε στη γη την άσπιλη της θείας κληρονομίας.

Σήμερα δέχεται η Εδέμ του νέου Αδάμ το λογικό παράδεισο, που μες σ’ αυτόν η τιμωρία χαρίστηκε, το δέντρο της ζωής φυτεύτηκε κι η γύμνωσή μας πήρε τέλος. Γιατί γυμνοί δεν είμαστε πια τώρα κι ούτε ανέντυτοι, με δίχως τη λαμπρότητα της θεϊκιάς εικόνας κι έρημοι απ’ την πλούσια του Πνεύματος τη χάρη, κι ούτε, την παλιά γύμνωση κλαίγοντας, θε να πούμε· «Έβγαλα το χιτώνα μου και πώς θα τον φορέσω;» Γιατί, σε τούτον τον παράδεισο δεν τρύπωσε το φίδι, που για να πεθυμήσουμε την ψεύτικιά του θέωση, κατάντησε να μοιάσουμε στα ζώα τα δίχως γνώση. Γιατί ο ίδιος του Θεού ο Γιός ο μονογεννημένος, πούναι Θεός έχοντας την ίδια ουσία του Πατέρα, άνθρωπον επλαστούργησε ο ίδιος τον εαυτό του από τούτη την καθαρή και την παρθένα γη. Κι ο άνθρωπος εγώ θεώθηκα, αθανατίστηκα ο θνητός, κι έβγαλα τους δερμάτινους χιτώνες. Γιατί ξεντύθηκα το ντύμα της φθοράς, και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχτηκα την αλουργίδα της θεότητας.

Σήμερα η παρθένα η άχραντη, που καμιά με τα πάθη της γης δεν είχε συγγένεια, αλλά με ουράνια εθράφη νοήματα, δεν εγύρισε πίσω στο χώμα της γης, μα καθώς ουρανός ζωντανός είχε γίνει, στ’ ουρανού πια τα δώματα κατοικεί. Γιατί ποιός, που θα την πη ουρανό, αληθινός δε θάναι, εκτός και μιλήση κανείς που τη γνώση κατέχει καλά, και την ύψωση ασύγκριτα ψηλότερ’ απ’ τους ουρανούς; Γιατί εκείνος πούφτιαξε και συγκρατεί τους ουρανούς, πούναι ο τεχνίτης κάθε πλάσματος εγκόσμιου κι υπερκόσμιου, βλεπόμενου κι αόρατου, που τόπος δεν είναι γι’ αυτόν κανείς στους τόπους όλους -αν καθορίζουμε σαν τόπο για τα πράγματα αυτό που τα περιέχει-, μέσα σ’ αυτήν χωρίς σπορά τον εαυτό του βρέφος έπλασε, και την απόδειξε κατοικία ευρύχωρη για τη θεότητά του, που γεμίζει τα πάντα και που μένει μονάχη αυτή απερίγραφτη, ολόκληρος μικραίνοντας για να χωρέσει μέσα της, χωρίς ν’ αλλοιωθή, και μένοντας έξω απ’ αυτήν ολόκληρος, κι έχοντας τόπο του τον αχώρητο σε όλα εαυτό του.

Σήμερα ο πλούτος της ζωής κι η άβυσσος της χάρης -πώς να τολμήσω μ’ άτρεμα να το προφέρω χείλη- κρύβεται μες σε θάνατο από ζωή γιομάτο, και τον πλησιάζει ατρόμητη, που στην κοιλιά της κράτησε τον εξολοθρευτή του, αν είναι μπορετό να πούμε θάνατο τ’ όλο ζωή κι όλο αγιοσύνη ξόδι της.

Γιατί, εκείνη που την αληθινή για όλα ανάβρυσε ζωή πώς γίνεται στο θάνατο υποταχτική να γένη; Αλλά στου σπλάχνου της το νόμο υπακούει, κι ως θυγατέρα του παμπάλαιου Αδάμ το πατρικό της χρέος ξεπληρώνει, αφού κι ο Γιός της, η ζωή η ίδια, δεν τ’ αρνήθηκε· μα ως γενάμενη του ζωντανού Θεού μητέρα, καθώς πρέπει, κοντά του μεταφέρεται. Γιατί αφού λέει ο Θεός· «Μήπως κι απλώση χέρι» ο άνθρωπος ο πρωτόπλαστος «κι από το δέντρο πάρη της ζωής και το γευτεί και αιώνια ζήση», πώς να μη ζήσει στον αιώνα τον απέραντο, κείνη που εδέχτη τη ζωή την άναρχη κι ατέλειωτη, που όρια δεν την κυβερνούν της αρχής και του τέλους;

3. Παλιά λοιπόν, Κύριος ο Θεός, κείνους που κάναν την αρχή στο γένος των θνητών, κι ήπιαν και γέμισαν απ’ της παρακοής το κρασί το άκρατο, κι ενύσταξε το βλέμμα της ψυχής μέσα στη μέθη απ’ το ξεστράτισμα, κι ύπνο κοιμήθηκαν θανατερό, σα βάρυναν του πνεύματος τα μάτια τους μες στην ακολασία της αμαρτίας, τους έβγαλε έξω απ’ τον εδεμικό παράδεισο, να πορευτούν εξόριστοι. Και τώρα τούτην που αποτίναξε του πάθους κάθε επίθεση κι αύξησε το φυντάνι της υπακοής στο Θεό και Πατέρα, κι έκανε αρχή για τη ζωή σ’ ολόκληρο το γένος, γίνεται να μην την δεχτή παράδεισος; να μην ανοίξη διάπλατα τις πύλες του απ’ τη χαρά του ο ουρανός; Το δίχως άλλο. Αφού η Εύα, του φιδιού το μήνυμα ν’ ακούσει που έστερξε και που τη συμβουλή του όχτρού εδέχτη, κι η αίσθηση μαγεύτηκε απ’ τ’ άγγιγμα της ψεύτικης κι απατηλής χαράς, κέρδισε την απόφαση του πόνου και της θλίψης, γεννά μ’ ωδίνες τα παιδιά, και καταδίκη παίρνει εις θάνατον μαζί με τον Αδάμ, και μες στους κόλπους του άδη κατοικεί. Κι αυτήν εδώ, που αλήθεια είναι μακαριστή, που έκλινε μ’ υποταγή το αυτί στο λόγο του Θεού, κι απ’ τις ενέργειες γέμισε του Πνεύματος, και στην κοιλιά της κράτησε με τη φωνή του αγγέλου εκείνον που είναι η ευδοκία του Πατρός, αυτήν που δίχως ηδονή κι ανέγγιχτη από άνδρα συνέλαβε του Θεού Λόγου την υπόσταση που γεμίζει τα πάντα, και δίχως πόνους γέννησε ως έπρεπε, κι ενώθηκε με τον Θεόν ολάκερη, πώς να την καταπιή ο θάνατος; πώς να την πάρη μέσα του ο άδης; πώς η φθορά θα τόλμαγε ν’ αγγίξει το σώμα που εδέχτη εντός του τη ζωή; Ολωσδιόλου τούτα ξένα και παράδοξα για την ψυχή και για το σώμα που βάσταξαν το Θεό.

Και μόνο να τη βλέπη ο θάνατος φοβήθηκε. Γιατί και με το Γιό της τάβαλε, κι έμαθε αφού έπαθε, κι η πείρα του τον δίδαξε κι εσωφρονίστη. Κι έτσι γι’ αυτήν αδιάβατες οι σκοτεινές κατηφοριές του άδη, μα ο δρόμος για τον ουρανό ίσιος κι ομαλός κι εύκολος για κείνην ετοιμάστη. Γιατί αφού λέει ο Χριστός πούναι η αλήθεια κι η ζωή «Όπου είμαι εγώ, εκεί κι ο υπηρέτης ο δικός μου θάναι», πόσο μάλλον αυτή πούναι μητέρα του κοντά του να μη μείνη; Πριν να πονέση γέννησε και δίχως πόνους ήταν κι η θανή της. «Κακό το ξόδι των αμαρτωλών»· πώς λοιπόν να τηνε πούμε αυτήν που μέσα της νεκρώθηκε η αμαρτία, του θανάτου το κεντρί, πώς αλλιώς από αρχή ζωής, ατέλειωτης και πιο καλής; «Τίμιος» αλήθεια «ο θάνατος των οσίων» Κυρίου, του Θεού των δυνάμεων· και της μητέρας του Θεού η μετάσταση απάνω κι από τίμια.

Τώρα, «οι ουρανοί ας ευφραίνονται», κι οι άγγελοι ας χειροκροτούν· τώρα «ας αγάλλεται η γη» κι οι άνθρωποι ας χορεύουν· τώρα τραγούδια ας αντηχή μες στη χαρά του ο αγέρας, κι ας βγάλη η νύχτα η άφεγγη το αγέλαστο το σκότος, το θλιβερό, κι ας μιμηθή γιορταστικά της μέρας τη λαμπρότη με τις μαρμαίρουσες φωτιές. Γιατί, του Θεού η πόλη η ζωντανή, του Κύριου των δυνάμεων, πάνω απ’ τη γην υψώνεται, κι απ’ του Κυρίου το ναό της ξακουστής Σιών, προς την ελεύθερη Ιερουσαλήμ την άνω, βασιλιάδες οι απόστολοι, που άρχοντες γίνανε για το Χριστό πάνω σ’ όλη τη γη, τη μάνα τους φέρνουνε, δώρο πολύτιμο, την παντοτινή παρθένα και μητέρα του Θεού.

4. Κι ούτε που διόλου το θαρρώ παράκαιρο, να περιγράψω με λόγια κι όσο δύναμαι και να εικονίσω και σχηματικά να δείξω, όλα όσα τελέστηκαν θαύματα, πάνω σ’ αυτή την άγια μάνα του Θεού, κείνα που μέτρια και πολύ συνοπτικά, κατά πώς λέμε, από πατέρα σε παιδί κι απ’ την αρχή τα παραλάβαμε.

Γιατί θαρρώ πως τούτη, μες στους αγίους πιο άγια, κι οσιώτερη στους όσιους, του μάννα η στάμνα η γλυκιά, κι αληθινά καλύτερα να πούμε η πηγή του, έγειρε σ’ ένα ανάκλιντρο μέσα στην πόλη του Δαβίδ την ξακουσμένη και θεϊκιά, μες στην περίβλεφτη Σιών την πολυδοξασμένη, που μέσα της ήρθε το πλήρωμα του κατά γράμμα νόμου, κι αναγορεύτηκε ο νόμος ο πνευματικός· που μέσα της, ο νομοθέτης ο Χριστός στο τυπικό το πάσχα έβαλε τέλος και της παλιάς και της καινούργιας διαθήκης ο Θεός το αληθινό το πάσχα μάς παράδωσε· στην πόλη αυτή το μυστικό το δείπνο εμυσταγώγησε στους μαθητές του ο αμνός του Θεού, που πήρε απάνω του την αμαρτία του κόσμου, και τον εαυτό του πρόσφερε για χάρη τους σα μόσχο σιτευτό, και της αληθινής κληματαριάς πάτησε μες στο πατητήρι το ζουμερό καρπό· στην πόλη αυτή, στους αποστόλους φανερώνεται ο Χριστός, απ’ τους νεκρούς ως ανασταίνεται και το Θωμά στην πίστην οδηγάει και διαμέσου αυτού της γης τα πέρατα, πως είναι αυτός Θεός και Κύριος, δυο φύσεις φέροντας κι ύστερ’ απ’ την ανάσταση, και τις δυο αντίστοιχες σ’ αυτές ενέργειες, κι αυτεξούσια θελήματα, που στον αιώνα τον απέραντο διαμένουν. Αυτή είναι των εκκλησιών το φρούριο· των μαθητών η διαμονή· μέσα σ’ αυτήν η επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, μ’ άπειρες γλώσσες κι ήχους και μορφές φωτιάς, στους αποστόλους χύθηκε· μέσα σ’ αυτήν ο μαθητής ο θεολόγος τη Θεοτόκο που μαζί του την παρέλαβε, φρόντιζε σ’ ό,τι χρειάζονταν· αυτή, η μάνα των εκκλησιών όλης της οικουμένης, κατοικητήριο έγινε της μάνας του Θεού, ύστερ’ από την εκ νεκρών επιστροφή του Γιου της στους ανθρώπους. Σ’ αυτή την πολιτεία λοιπόν, μακάρια η παρθένα, σ’ ένα κλινάρι κείτονταν, το τρισευτυχισμένο.

5. Αλλά σ’ ετούτο ως έφτασα το σύνορο του λόγου, για να μπορέσω να εκφραστώ το δυνατό μου πάθος, κι ενώ από θέρμη καίγομαι κι από την κοχλαστή φωτιά του πόθου, με συνεπαίρνουν δάκρυα χαράς και κάποιο ρίγος, λες κι αγκαλιάζω τ’ όλβιο και ποθεινό κλινάρι, το ξέχειλο από θαύματα, που δέχτηκε το ζωαρχικό το σώμα και τον αγιασμό μοιράστηκε απ’ τη γειτονιά του, αυτό το ίδιο το άγιο, πανάγιο, κι άξιο του Θεού σκήνωμα, μ’ ετούτα δω τα χέρια μου θαρρούσα πως αγκάλιαζα. Μάτια, χείλη και μέτωπα ως άγγιζαν τα μέλη μου, τα μάγουλα και το λαιμό, την αίσθηση είχα της αφής, λες και το σώμα ήταν όλο ένα παρόν, κι ωστόσο εστάθη αδύνατο, μ’ όλον πολύ που επάσχισα, κείνο που επόθουν με τα μάτια μου να δω. Γιατί πώς θάταν μπορετό να δω ό,τι αρπάχτηκε ψηλά, στου ουρανού τα ιερά; Κι έτσι έχουνε τα τωρινά.

6. Όμως ποιες έκανε τότε γι’ αυτήν τιμές, κείνος που όρισε να τιμάμε τους γεννήτορες;

Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ’ όλο το πρόσωπο της γης, για να ψαρεύουν με του Πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ, τους ανθρώπους απ’ της πλάνης το βυθό, και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του μυστικού δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς για τους πνευματικούς τ’ ουράνιου νυμφίου γάμους, που ο Πατέρας για του Γιου τη χάρη του ομοούσιου κι ισοδύναμου λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει, σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβιάζει και μαζεύει αϊτούς, από της γης τις άκριες στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα, τους φέρνει. «Όπου είν’ το σώμα» είπεν η αλήθεια, ο Χριστός, εκεί κι οι αϊτοί θα μαζευτούνε. Και μ’ όλο που το είπε αυτό προφητικά, για τη μεγάλη, δεύτερη, δική του παρουσία, τη μεγαλοπρεπή, κι από τον ουρανό τον ερχομό του, κι εδώ ωστόσο άσχημα δεν πάει, το λόγο να ομορφήνουμε. Φτάσαν λοιπόν αυτοί, το Λόγο που είδανε και που τον υπηρέτησαν, για να φροντίσουν και τη μάνα του ως ώφειλαν, και πλούσιο και πολύτιμο μεράδι την ευλογία απ’ αυτήν ν’ αντλήσουνε. Γιατί ποιος αμφιβάλλει, πως είναι αυτή της ευλογίας η πηγή, κι όλων των αγαθών το κεφαλάρι; Κι ήταν μαζί τους οι οπαδοί τους κι οι διάδοχοι, να πάρουν μέρος στη φροντίδα και στην ευλογία. Γιατί όσοι μαζί κοπιάζουνε, ανάλογα και τον καρπό του κόπου τους κερδίζουν. Κι ήταν ακόμα εκεί όλη των εκλεκτών του Θεού η κοινότητα που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.

Αλλά κι από τους δίκαιους, παλιούς προφήτες, έπρεπε οι σπουδαιότεροι να δώσουν το παρόν, να πάρουν μέρος στην ιερή ακολουθία, όσοι δηλαδή προφητέψανε, πως θα γεννιόταν απ’ αυτήν για χάρη μας, και σάρκα θα φορούσε απ’ αγάπη στους ανθρώπους, ο Λόγος του Θεού.

Μα ούτε κι οι άγγελοι έπρεπε να λείπουν απ’ τη σύναξη. Γιατί όπως στη γνώμη στάθηκαν του βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιώθηκαν, έτσι και τη μητέρα του την κατά σάρκα έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονη κι αληθινά μακαριστή, που απ’ όλες τις γενιές κι όλη την κτίση είναι ψηλότερα. Όλοι σ’ εκείνηνε σιμά σταθήκανε, που έλαμπε απ’ τη φωτιά του Πνεύματος και με λαμπρές μαρμαρυγές εφώτιζε, όσους με σεβασμό και φόβο και με πόθο σταθερό, το καθαρό του νου τους βλέμμα της απέθεταν.

Γιατί καμιά δεν είναι ύπαρξη που έτσι να μην έκανε ή το πολύ νάναι μία· γιατί κανείς όσο ψηλά κι αν στέκη τα προσφερόμενα δεν τα καταφρονεί· κι ούτε που γίνεται, μια και προς όλα συγκατέβη κι αυτόν που πράττει και την προσφορά να μη δεχτή.

7. Εδώ, λόγοι εμπνευσμένοι απ’ το Θεό, που ο Θεός τους λέει. Εδώ κάποια ποιήματα που στο Θεό ταιριάζουνε φτιαγμένα για το ξόδι. Γιατί να υμνήσουν έπρεπε μ’ αυτή την ευκαιρία, του Θεού την αγαθότητα, την πάνω κι από άπειρη και τη μεγαλωσύνη, που κάθε μέτρο ξεπερνά, τη δύναμη, που όλα αυτή τα δύναται, και τη δική του καταδεχτικότητα σε μας, που από κάθε ύψος και μέτρο πέρα βρίσκεται, και της ακατανόητης καλωσύνης του τον πλούτο τον υπέρπλουτο, και της αγάπης του το χάος το αγέμιστο· πώς δίχως ν’ αποχωριστή το μεγαλείο του, κατέβηκε ως την κένωση όπου τον ύψωσε, καθώς μαζί μ’ αυτόν το θέλησε ο Πατέρας και το Πνεύμα· πώς ο υπερούσιος ουσία γίνεται από κοιλιά γυναίκας με τρόπο υπερούσιο· πώς είναι και θεός, κι άνθρωπος έγινε, και μένει, και συνάμα υπάρχει και τα δυό· πώς ούτε την ουσίαν αφήκε της θεότητας, και «όμοια, κοινή» με μας «έλαβε σάρκα κι αίμα»· πώς, ο που τα σύμπαντα πληροί κι υπάρχει πάνω απ’ όλα και συγκρατεί τους κόσμους με το λόγο των χειλιών του, κατοίκησε τόπο στενό· πώς το φθαρτό και χορταρένιο σώμα εκείνης της πανένδοξης γυναίκας, δέχτηκε τη θεοτική φωτιά την καταλύτρα, και σαν χρυσάφι καθαρό ακατάλυτον εδείχτη. Με του Θεού τη θέληση γένηκαν όλα τούτα· γιατί όλα είναι δυνατά, όταν ο Θεός το θέλη, κι αδύνατο να γίνουνε εκείνος σα δε θέλη.

Πάνω σε τούτα, βάλθηκαν οι λόγοι να φιλονικούν και ν’ αναμετριούνται, όχι πως πιο ψηλά θα φτάσουνε ο ένας απ’ τον άλλο -αυτό θα ταίριαζε σ’ ένα μυαλό ματαιόδοξο και μακριά πολύ από ό,τι το Θεό ευχαριστεί- μα πώς λειψοί να μην φανούν σε δύναμη και ζήλο, και στου Θεού την ύμνηση και στης μητέρας του Θεού το σέβας.

8. Τότε λοιπόν, τότε ο Αδάμ κι η Εύα, του γένους οι προπάτορες, με χείλη οπού ’σταζαν χαρά φωνάζανε και λέγαν· κόρη μακαριστή, εσύ μας ελευθέρωσες απ’ της απείθειας την ποινή. Σώμα φθαρτό εμείς για σε κληρονομιάν αφήσαμε, και συ για μας μες στην κοιλιά σου ετοίμασες της αφθαρσίας το ρούχο. Την ύπαρξη εσύ πήρες απ’ τη σάρκα μας κι αντίδωρο ευδαιμονία μας χάρισες· τις λύπες τις κατάργησες, τα σάβανα έσκισες που μας τυλίγαν του θανάτου· την πρώτη κατοικία για μας την εξανάφτιαξες. Εμείς κλείσαμε τον παράδεισο, εσύ το δρόμο προς το δέντρο της ζωής πλατύ μας άνοιξες. Αιτία εμείς που απ’ τα καλά προκύψανε τα θλιβερά, χάρη σε σε απ’ τα θλιβερά μας ήρθαν τα καλύτερα. Και πώς εσύ η αμόλευτη το θάνατο να τον γευτείς; Γιοφύρι εσύ προς τη ζωή, κι ο θάνατος σου θα γενή σκάλα που πάει στους ουρανούς, μικρό καράβι που περνάει προς την αθανασία. Αληθινά μακαριστή εσύ ’σαι τρισμακάριστη. Γιατί ποιος θα προσφέρονταν, ο Λόγος αν δεν ήτανε, να πάθη αυτό που ανάλαβε να πράξη;

Κι η σύναξη των προφητών εσυμφωνούσεν όλη. Εσύ τις προφητείες μας έκανες ν’ αληθέψουν. Εσύ την που προσμέναμε μας έφερες χαρά. Γιατί λευτερωθήκαμε απ’ του θανάτου τα δεσμά για χάρην εδική σου. Έλα κοντά μας, θησαυρέ θεϊκέ, ζωή που φέρνεις, έλα σε μας τους διψασμένους, συ που προσκόμισες του πόθου μας το πλήρωμα.

Αλλά κι απ’ τη μεριά την άλλη πλήθος άγιοι, τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθώς σωματικά γυροστεκόντανε. Μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας, λέγανε, μοναδικό στη γη κουράγιο μας· μη μας αφήσεις ορφανούς, μητέρα, που για του Γιου σου την αγάπη κινδυνεύουμε. Άσε να σ’ έχουμε στους κόπους μας ανάπαυλα και στους ιδρώτες μας δροσιά. Εσύ, κι αν θες να μείνης το μπορείς, κι αν βιάζεσαι να φύγης εμπόδιο δε θα βρης. Αν εσύ φύγης, του Θεού η κατοικία, και μεις μακάρι αντάμα σου να φύγουμε, που για το Γιό σου εμείς λαός σου είμαστε. Μονάχα εσύ μας έμεινες να σ’ έχουμε πάνω στη γη παρηγοριά. Ευτυχισμένοι θάμαστε αν ζης ζώντας μαζί σου, κι αν πεθάνης πεθαίνοντας. Μα τι θα πει αν πεθάνης; Αφού για σε κι ο θάνατος ζωή, και πιο καλή ζωή, κι απ’ την ζωήν ετούτην ασύγκριτα υπέρτερη· αλλά για μας τι ζωή θάναι τούτη να τη ζούμε, όταν εσέ μαζί μας δε θα σ’ έχουμε;

9. Έτσι θαρρώ απάνω – κάτω οι απόστολοι, μ’ όλη μαζί της εκκλησίας τη σύναξη στην όλβια παρθένα θα μιλούσανε. Αλλά επειδή βλέπαν τη Θεομήτορα ανυπόμονα την εκδημία της να ορέγεται, ύμνους αρχίσαν κατευόδιους, καταγεμάτοι από τη θεία χάρη, το στόμα τους δανείζοντας στο Πνεύμα, απ’ το κορμί τους σ’ έκσταση και με βαθιάν αποθυμιά να την ακολουθήσουν στο ταξίδι της τη μάνα του Θεού, φεύγοντας απ’ τον κόσμο πριν την ώρα τους αν ήταν μπορετό κατά τη δύναμη του πόθου τους. Κι έπειτα όλοι, όταν τον πόθο και το χρέος ξεπληρώσανε, και πολυλούλουδο πολύχρωμο με τα ιερά τραγούδια τους στεφάνι πλέξανε, την ευλογία ως θησαυρό ελάβαιναν θεόσταλτο, καθώς και τα στερνά της λόγια που όπως έφευγε τους έλεγε. Κι απ’ όσο ξέρω ήταν για τη ζωήν ετούτη που κυλά και χάνεται, και φανερώναν τα κρυμμένα μυστήρια των αγαθών των μελλούμενων.

10. Κι ύστερα κοντά με τούτα και συνέχεια κι άλλα γίνανε, να, κάπως έτσι, όπως εγώ θαρρώ· ο ερχομός του βασιλιά σ’ αυτήν που τον εγέννα, για να δεχτή στα θεϊκά κι άχραντα χέρια του την ιερή της την ψυχή, την καθαρή κι αμόλευτη. Και δίχως άλλο έτσι αυτή του μίλησε. Στα χέρια σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίνω. Δέξου την π’ αγαπάς ψυχή μου, που άψογην εκράτησες. Σε σένανε, κι όχι στη γη, το σώμα μου τ’ αφήνω· το κατοικιά σου πούκαμες άβλαβο φύλαξέ το, παρθενικό που εκράτησες κι απ’ όταν εγεννήθης. Κοντά σου πάρε με, μαζί με σε να κατοικήσω κι εγώ, όπου θα είσαι εσύ, των σπλάχνων μου η φύτρα· σε σένα βιάζομαι να ρθω πούρθες και μ’ επισκέφτης, δίχως να χωριστής απ’ τον Πατέρα. Συ στα παιδιά μου π’ αγαπώ, κι αδέρφια σου να τα ονομάσεις δέχτηκες, γίνε παρηγοριά για το ταξίδι μου· καθώς τα χέρια μου πάνω τους θ’ ακουμπήσω, βάνε ευλογία πάνω στην ευλογία τους. Ύστερα, καθώς να φανταστή κανείς μπορεί, τα χέρια της υψώνοντας τους συναγμένους βλόγησε, αφού λόγια ως ετούτα είπε, κι ως άκουσε: «Έλα ευλογημένη» μου μητέρα, «να ξεκουραστής». «Σήκω, γειτόνισσά μου, έλα» μες στις γυναίκες «η ομορφότερη», «γιατί, να, διάβηκε ο χειμώνας, ήρθεν η ώρα για να κόψουμε κλαδιά»· «γειτόνισσά μου όμορφη, κι ούτε πούχεις ψεγάδι»· «η ευωδιά των μύρων σου πάνω απ’ τ’ αρώματα όλα».

Ετούτα δω ως άκουσε, η Παναγιά, το πνεύμα της στου Γιου τα χέρια αφήνει.

11. Και τώρα τι γίνεται; Κίνηση των στοιχείων θαρρώ, κι αλλαγή και φωνές και πάταγοι κι επάξιες υμνωδίες αγγέλων που συνοδεύουν, προπορεύονται, ακολουθούν· κι άλλοι μπαίνουνε στην ακολουθία της πανάγιας κι αψεγάδιαστης ψυχής, και στα ουράνια ως ανεβαίνει ανεβαίνουνε μαζί της, ώσπου στο θρόνο το βασιλικόν έφεραν τη βασίλισσα, κι άλλοι το θείο κι ιερό κυκλώνουν σώμα το άγιο, και με τραγούδια που σ’ αγγέλους πρέπουνε τη μάνα του Θεού υμνούνε. Και τι να κάναν όσοι στο πανάγιο και στο πανίερο σώμα παραστέκονταν; Με σεβασμό και πόθο και δάκρυα καυτής χαράς, κυκλώνοντας το άγιο και τρισευτυχισμένο σκήνωμα, το αγκάλιαζαν, το ασπάζονταν, κι όλα τα μέλη τους φέρναν κοντά στο σώμα, γιομίζοντας απ’ τ’ άγγιγμα αγιωσύνη κι ευλογία. Τότε οι αρρώστιες χάνονταν, κοπαδιαστά δαιμόνια φεύγαν τρέχοντας, συμμαζωμένα από παντού, μόνο προς τα βασίλεια του άδη· αγέρι, αιθέρας κι ουρανός αγιάζονταν το πνεύμα όπως ανέβαινε, καθώς και η γη, το σώμα ως της απόθεσαν. Αλλά κι η φύση των νερών μεράδι δε στερήθηκεν από την ευλογία· γιατί με καθαρό νερό τη λούζουν, που αντίς να δώση καθαρμό, αυτό από κείνη αγνίζεται. Εδώ οι κουφοί βρίσκουν ξανά ακέρια την ακοή τους, για τους κουτσούς στεργιώνονται οι βάσεις των ποδιών τους, καινούργιο φως χαρίζεται και στους τυφλούς, τα χρέη σκίζονται των αμαρτωλών με πίστη που πλησιάζουν. Ύστερα τι άλλο; Το καθάριο σώμα το τυλίγουν σε καθαρά σεντόνια εντός, και πάλι στο κλινάρι αποθέτουν τη βασίλισσα. Κατόπι μύρα και κεριά, κι άσματα κατευόδια, καθώς οι άγγελοι ψαλμωδούν στις εδικές τους γλώσσες τον ύμνο τον καλύτερο, κι ως τραγουδούν οι απόστολοι κι οι θεοφόροι πατέρες ωδές που ευφραίνουν το Θεό και που εμπνέει το Πνεύμα.

12.  Τότε λοιπόν, τότε Κυρίου η κιβωτός, τ’ όρος αφήνοντας της Σιών, φερμένη στους ονομαστούς ώμους των αποστόλων, μες απ’ τον τάφο στ’ ουρανού την εκκλησιά περνάει. Και πρώτα την περνούν μέσα απ’ την πόλη, σα νύφη απειρόκαλλη, του Πνεύματος την άφθαστη τη λάμψη στολισμένη, κι έτσι τη φέρνουν στο ιερώτατο χωριό Γεθσημανή, καθώς αγγέλοι τρέχουν μπρος κι άλλοι πιο πίσω ακολουθούν και με τις φτερούγες όλην τηνε σκεπάζουν, κι όλο μαζί της πάει της εκκλησίας το πλήρωμα.

Κι όπως εκάλεσε ο βασιλιάς ο Σολομών, σαν ήτανε ν’ αναπαυτεί η κιβωτός μες στου Κυρίου την Εκκλησιά, που ο ίδιος είχε χτίσει, «τους γέροντες του Ισραήλ όλους να ’ρθούνε στη Σιών, κι από την πόλη του Δαβίδ να φέρουνε την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου (που αυτή είναι η Σιών)· και σήκωσαν οι ιερείς την κιβωτό και τη σκηνή του μαρτυρίου και τ’ ανέβασαν οι λευΐτες κι οι ιερείς· κι ήταν μπροστά στην κιβωτό ο βασιλιάς κι ο λαός όλος, βόδια θυσιάζοντας αμέτρητα και πρόβατα· και φέρνουν μέσα οι ιερείς την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, στον τόπο της και στο δαβίρ της εκκλησιάς, στ’ άγια των αγίων, κάτω απ’ τις φτερούγες των χερουβίμ»· έτσι και τώρα το λοιπόν, σαν ήτανε ν’ αναπαυτεί η κιβωτός η νοητή, όχι της διαθήκης του Κυρίου, αλλά της ίδιας της υπόστασης του Λόγου και Θεού, ο ίδιος ο νέος Σολομών πούν’ της ειρήνης ο άρχοντας κι όλου του κόσμου ο τεχνουργός, σήμερα κάλεσε στην Ιερουσαλήμ όλες τις τάξεις των πνευμάτων τ’ ουρανού τις υπερκόσμιες και τους εξέχοντες της νέας διαθήκης, δηλαδή τους απόστολους, μαζί μ’ ολάκερο το λαό των μαθητών. Και την ψυχή μ’ αγγέλους του τη φέρνει και την οδηγεί μες των αγίων τ’ άγια, τ’ αρχέτυπα κι αληθινά κι ουράνια, πάνω στις φτερούγες των ζώων των τετράμορφων, και την εκάθισε κοντά στο θρόνο του, μέσα απ’ το καταπέτασμα, που πρώτος και σωματικά ο ίδιος έχει μπη ο Χριστός, κι ως για το σώμα, μεταφέρεται στα χέρια των απόστολων, καθώς ο βασιλιάς των βασιλέων το συγκαλύπτει κάτω απ’ τη λάμψη της αόρατης θεότητας, και μ’ όλη των πιστών τη σύναξη να τρέχει εμπρός, κραυγές αφήνοντας ιερές, κι «αἰνέσεως θυσίαν» θυσιάζοντας, ώσπου στον τάφο, σαν σε κάμαρη νυφιάτικη, το απόθεσαν, κι απ’ αυτόν μέσα στης Εδέμ τη χαρμονή και στα ουράνια δώματα.

13. Μπορεί ακόμα κι απ’ τους Ιουδαίους να βρέθηκαν, όσοι δεν ήτανε παραπολύ αχάριστοι. και δεν θάναι παράκαιρο, καθώς στο πιάτο το γαρνίρισμα, αν μες στο λόγο κάτι ανακατέψουμε που σε πολλά χείλη κυκλοφορεί. Γιατί λεν, πως καθώς κατηφόριζαν την πλαγιά κείνοι που το μακάριο σώμα σήκωναν της μάνας του Θεού, ένας Εβραίος, της αμαρτίας δούλος και της πλάνης οπαδός, κάνοντας όπως έκανε ο δούλος του Καϊάφα (που το θεϊκό, δεσποτικό του Χριστού και Θεού μας πρόσωπο ράπισε) και του διαβόλου όργανο γενάμενος, μες στην ορμή του θράσους την αλόγιστη, σπρωγμένος από δαίμονα κακόν ερρίχτηκε σ’ εκείνο το θείο σκήνωμα, που τρέμοντας το πλησιάζουν οι άγγελοι, και το κλινάρι με τα δυο του χέρια μανικά και ξέφρενα αρπάζοντας το τραβούσε να το ρίξη στη γης· αποτέλεσμα φθόνου του αρχεκάκου διαβόλου και τούτο το πήδημα· μα ο καρπός τον κόπο πρόλαβε, και τρύγησε πικρό σταφύλι, αντάξιο εκείνου που βουλήθηκε. Γιατί λεν πως του λείψανε τα χέρια. και μπόρειες να τον δεις κείνον που τ’ άπρεπο τόλμησε με τα ίδια του τα χέρια, ολομεμιάς να εμφανιστή κουλός, ώσπου τη γνώμη του άλλαξε κι εστράφη προς την πίστη και μετάνοιωσε. Γιατί εκείνοι που σηκώνανε την κλίνη ευθύς εστάθηκαν, κι όπως τα χέρια του ακούμπησε ο δύστυχος στο σκήνωμα το ζωαρχικό που γέννησε τα θαύματα, πάλι γερός από κουλός ξανάγινε. Γιατί γνωρίζει η δύσκολη ώρα πως πολλές, σοφές απόφασες και σωστικές να γεννάη. Αλλά στην ιστορία μας ας ξανάρθουμε.

14. Από δω προς την ιερώτατη Γεθσημανή τη φέρνουν· πάλι ασπασμοί, αγκαλιάσματα, και παινέματα, ύμνοι ιεροί, χαιρετισμοί και δάκρυα και ποταμοί να τρέχουν οι ίδρωτες και της αγωνίας και του πόθου. Κι ήταν να βλέπης ίδρωτες και δάκρυα ν’ ανταγωνίζονται στους ποταμούς που έφτιαχναν. Κι έτσι το σώμα το πανάγιο αποτίθεται στο δοξασμένο και στο θαυμαστό του μνήμα, κι από κει τρεις μέρες μετά, ψηλά στα ουράνια ανυψώνεται.

Γιατί ετούτη η κατοικία η αντάξια του Θεού, η πηγή η άσκαφτη του νερού της συγγνώμης, η γη η ανόργωτη του ψωμιού του ουράνιου, τ’ αμπέλι τ’ απότιστο πούδωσε της αθανασίας το σταφύλι, η πάντα πράσινη με τους ωραίους καρπούς ελιά της ευσπλαχνίας του πατέρα, δεν γίνονταν μέσα στης γης τα χάη να κλειστή· αλλά καθώς το σώμα που απ’ αυτήν ο Θεός Λόγος ένωσε με την υπόστασή του, το άγιο κι αμόλευτο, την τρίτη μέρα ανέστη από το μνήμα, έτσι και τούτη έπρεπε από τον τάφο ν’ αρπαχτή και νάβρη άλλο λιμάνι, κοντά στο Γιο η μητέρα· κι όπως αυτός σ’ εκείνηνε κατέβηκε, έτσι κι εκείνη προς αυτόν έπρεπε ν’ ανέβει, προς «το ναό το μεγαλύτερο και τελειότερο, στον ουρανό τον ίδιο».

Έπρεπε εκείνη που το Λόγο και Θεό μες στην κοιλιά της φιλοξένησε, να κατοικήση μες στου Γιου της τις θείες σκηνές· κι όπως είπεν ο Κύριος πως έπρεπε στην κατοικία του Πατέρα του να βρίσκεται, έτσι κι η μάνα έπρεπε μες στο βασίλειο του Γιου να κατοική, «στο σπίτι του Κυρίου» και «στις αυλές του Θεού μας». Γιατί αν βρίσκεται σ’ αυτόν «όλων που χαίρονται η κατοικία» άραγε πού να κατοικήση θα μπορούσε η αιτία της χαράς;

Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία και μες στη γέννα απείραχτη, αδιάφθορο το σώμα της να φυλαχτή κι από το θάνατο ύστερα.

Έπρεπε αυτή που στην αγκάλη της βρέφος τον κτίστη εκράτησε στα θεϊκά να κατοική σκηνώματα.

Έπρεπε η νύφη που ο Πατέρας διάλεξε, στους νυφικούς θαλάμους τ’ ουρανού να μένη.

Έπρεπε αυτή που στο σταυρό το Γιο τον εδικό της αναγνώρισε, και δέχτηκε μες στην καρδιά τη μαχαιριά του πόνου, που απόφυγε στη γέννα της, να τον θεωρεί με τον Πατέρα του μαζί να κάθεται.

Έπρεπε η μάνα του Θεού όλα τα πράγματα του Γιου και κείνη να κατέχη, κι απ’ όλη να προσκυνηθή την κτίση ως μάνα του Θεού και δούλη του. Γιατί πάντα η κληρονομιά κατέρχεται απ’ τους γονιούς στα τέκνα. Μα τώρα, ως είπε ένας σοφός, πάνω οι πηγές των ποταμών των ιερών ανεβαίνουν. Γιατί ο Γιος υπόταξε στη μάνα όλη τη χτίση.

15. Ελάτε γι’ αυτό και μεις σήμερα την εξόδια γιορτή της μητέρας του Θεού να γιορτάσουμε, χωρίς σουραύλια και ντελίρια, και όργια ομαδικά της μάνας, όπως λένε, των ψευτοθεών, που οι ανόητοι στη φαντασία τους την πλάθουνε πολύτεκνη, ενώ ο λόγος της αλήθειας τη δείχνει άτεκνη. Τέτοιες της φαντασίας σκιές είναι οι θεοί αυτοί, χυδαία που υποκρίνονται πως είναι ό,τι ποτέ δεν ήτανε, έχοντας για βοήθεια την ανοησία αυτών που βρίσκονται στην πλάνη. Πώς μπορεί να γεννήση με σύζευξη το ασώματο; και με ποιό τρόπο θα ενωθή; και πώς μπορεί νάναι θεός κείνο που, μη όντας πρώτα, έγινε με τη γέννηση; Γιατί το γένος των θεών πως είναι ασώματο είναι ολοφάνερο ακόμα και σ’ αυτούς πούναι τυφλοί στο πνεύμα. Γιατί είπε κάπου μες στα λόγια του ο Όμηρος μιλώντας για την κατάσταση των θεών που τιμούσε:

Ψωμί δεν τρώνε και πυρρό δεν πίνουνε κρασί

για τούτο αίμα δεν έχουνε κι αθάνατους τους λένε.

Λέει πως δεν τρώνε ψωμί κι ούτε κρασί θερμαντικό πως πίνουν, για τούτο είναι αναίμονες, δηλαδή χωρίς αίμα και τους λένε αθάνατους. Τόπε πολύ σωστά ότι «τους λένε». Γιατί τους λένε αθάνατους· μα ό,τι τους λεν δεν είναι· γιατί πεθάναν της κακίας το θάνατο.

Όμως εμείς που είναι Θεός αληθινός εκείνο που λατρεύουμε, Θεός, που δεν ήρθε στην ύπαρξη απ’ την ανυπαρξία, μα αιώνιος απ’ τον αιώνιο, πέρα από κάθε αιτία και λογική και νόημα του χρόνου και της φύσης, τη μάνα του Θεού τιμούμε και σεβόμαστε, χωρίς να λέμε πως αυτή τούδωσε της θεότητας τη γέννηση την άχρονη -γιατί του Θεού Λόγου η γέννηση και άχρονη είναι κι αιώνια μαζί με του Πατέρα-, μα δεύτερην ομολογούμε γέννηση, με την εκούσια σάρκωση, που την αιτία της καλά γνωρίζουμε και λέμε. Γιατί εκείνος που είναι αιώνια ασώματος, σαρκώνεται για χάρη μας, για το δικό μας το σωσμό, για να μπορέση τ’ όμοιο με τ’ όμοιο να το σώση· και σαρκωμένος, απ’ αυτήν την ιερή παρθένα, γεννιέται δίχως σύζευξη, και μένει ολάκερος Θεός κι ακέριος γίνεται άνθρωπος, ο ίδιος Θεός ολόκληρος μαζί με το κορμί του, κι άνθρωπος είν’ ολόκληρος με τη θεότητά του την πάνω απ’ τις θεότητες. Έτσι, αναγνωρίζοντας την κόρη αυτή για μάνα του Θεού, την κοίμησή της την πανηγυρίζουμε χωρίς θεά και να τη λέμε· προς θεού· τα παρόμοια παραμύθια ταιριάζουνε στην αγυρτεία την ελληνική· αφού και τη θανή της την κηρύττουμε· αλλά αφού ο Θεός σαρκώθηκε την ξέρουμε για μάνα του Θεού.

16. Εκείνην μ’ άσματα ιερά σήμερα ας την υμνήσουμε, εμείς που μας χαρίστηκεν ο πλούτος νάμαστε λαός Χριστού και να λεγόμαστε. Εκείνην ας τιμήσουμε με προσευχές ολονύχτιες· εκείνην ας ευφράνουμε με την αγνότητα του σώματος και της ψυχής, γιατί είναι αγνή αληθινά, ύστερα απ’ το Θεό απάνω απ’ όλους· γιατί έτσι ασφαλώς αρμόζει: στους όμοιους τα όμοια να υποσχόμαστε. Αυτήν ας υπηρετήσουμε βοηθώντας και συμπάσχοντας μ’ αυτούς πόχουν ανάγκη. Γιατί αν στου Θεού τη δούλεψη, τίποτα ως η αγάπη, ποιος θα πει πως με τα όμοια κι η μάνα δε θ’ αγάλλεται; Αυτή στ’ αληθινά την ανείπωτη άβυσσο της αγάπης του Θεού εχάρισε σε όλους.

Χάρη σ’ αυτήν ο πόλεμος που κάναμε ο πολύχρονος ενάντια στο δημιουργό σταμάτησε. Χάρη σ’ αυτήν κηρύχτηκε συμφιλίωση ανάμεσα σε μας και κείνον, μας δωρίστηκε η χάρη κι η ειρήνεψη, κι οι άνθρωποι χορεύουνε μαζί με τους αγγέλους, και γίναμε τέκνα Θεού οι καταφρονεμένοι. Kαι το σταφύλι της ζωής τρυγήσαμε από τούτη, της αφθαρσίας το βλαστό τον κόψαμε από τούτη. Αυτή έγινε μεσίτρια για τ’ αγαθά μας όλα. Μέσα της ο Θεός έγινε άνθρωπος και σε Θεό ο άνθρωπος υψώθη.

Τι πιο παράδοξο απ’ αυτό; και τι ευδαιμονικώτερο; Ζαλίζομαι απ’ τον τρόμο μου, φοβάμαι για ό,τι λέω. Ελάτε να χορέψουμε, εσείς νεανικές ψυχές, με την προφήτιδα Μαριάμ στον ήχο των τύμπανων, νεκρώνοντας «τα μέλη μας που βρίσκονται πάνω στη γη»· γιατί αυτό είν’ το μυστικό νόημα του τυμπάνου· με της ψυχής μας την κραυγή μπρος στου Κυρίου και Θεού την κιβωτό ας φωνάξουμε, και της Ιεριχώς ευθύς θα γκρεμιστούν τα τείχη, λέω τα εχθρικά οχυρά του κράτους του διαβόλου. Πνευματικά ας χορέψουμε με το Δαβίδ αντάμα· γιατί ανεπαύτη σήμερα η κιβωτός Κυρίου. Ας πούμε με τον άγγελο Γαβριήλ τον πρωτοστάτη· «Χαίρε, γιομάτη χάρη εσύ, ο Κύριος μαζί σου». Χαίρε, της χαρμονής εσύ, το πέλαγος τ’ αξόδευτο. Χαίρε, τη λύπη μόνο εσύ μπορείς κι εξουθενώνης. Χαίρε, γιατρειάς το βάλσαμο σε κάθε καρδιάς πόνο. Χαίρε, που φεύγει ο θάνατος κι η ζωή μπαίνει εντός μας.

17. Και συ, πούσαι ο πιο ιερός μέσα στους τάφους τους ιερούς, ύστερ’ απ’ το ζωαρχικό τον τάφο του Κυρίου, εκείνον πούγινε πηγή κι ανάβρυσε η ανάσταση, -θα σου μιλήσω ως νάσουνα ύπαρξη ζωντανή-, πούν’ ο χρυσός ο καθαρός όπου τα χέρια μέσα σου κρύψαν των αποστόλων; πούναι τ’ αξόδευτα αγαθά; πούν’ το κειμήλιο που Θεόν εδέχτη; πούν’ το ζωντανό τραπέζι, το νέο κι άκοπο πού βρίσκεται βιβλίο, που δίχως χέρι εγράφτηκεν άρρητα ο Θεός Λόγος; πούναι της χάρης η άβυσσος; το πέλαο της γιατρειάς; πούν’ η πηγή που τη ζωή γέννησε; πούν’ το σώμα της Θεομάνας τ’ ακριβό και πολυαγαπημένο;

Στον τάφο τι ζητάτε αυτήν που πέταξε στα ουράνια δώματα; Σαν νάμουν φρουρός τι μου ζητάς ευθύνες; Ν’ αντισταθώ δεν δύναμαι στις διαταγές τις θείες. Το σώμα τ’ άγιο κι ιερό, αφού το σάβανο άφησε και μούδωσε τον αγιασμό, καθώς με γέμισε ευωδίες και μύρα κι ιερό ναό μ’ έκανε, σα να τ’ άρπαξαν έφυγε, με τη συνοδεία αγγέλων κι αρχαγγέλων κι όλων των επουράνιων δυνάμεων. Τριγύρω μου τώρα φτερουγίζουνε άγγελοι. Τώρα μέσα μου η θεία χάρη κατοικεί. Εγώ για τους αρρώστους έγινα γιατρικό, μακριά τους πόνους τους που διώχνει· εγώ πηγή ιαματική παντοτινή· σκορπίζω εγώ τους δαίμονες μακριά. Έγινα εγώ η πόλη που δίνει καταφύγιο για τους κατατρεγμένους. Με πίστη ελάτε, οι λαοί, ν’ αντλήσετε χαρίσματα ποτάμι. Με την πίστη σας ακλόνητη πλησιάστε. «Όσοι διψάτε στο νερό πηγαίνετε» προστάζει ο Ησαΐας, «κι από σας όσοι λεφτά δεν έχουν, πάτε και δίχως πληρωμή αγοράστε». Εγώ σ’ όλους κατά το ευαγγέλιο φώναξα.

Απ’ τις αρρώστιες όποιος διψά τη γιατρειά, απ’ της ψυχής τα πάθη τη λύτρωση, οι αμαρτίες να χαθούν, να νεκρωθούν οι επιδρομές οι διάφορες, της βασιλείας των ουρανών την τέρψη ν’ απολαύση, με πίστη ας έρχεται κοντά μου απ’ τα νερά της χάρης ν’ αντλήση που πολλά μπορούν και σ’ όλα χρησιμεύουν. Γιατί καθώς η ενέργεια του νερού πούναι μία κι απλή, όπως της γης κι όπως του αέρα και του ήλιου του λαμπερού, κι ωστόσο αλλάζει ανάλογα μ’ εκείνου τη φύση που τη δέχεται, στο κλίμα γίνεται κρασί και στο λιόδεντρο λάδι· έτσι κι η χάρη, ενώ είναι απλή και μία, διάφορα δίνει δώρα σ’ όσους μετέχουνε, ανάλογα με τη χρεία του καθενός. Δεν είναι από τη φύση μου τη χάρη που κατέχω· γιατί ο κάθε τάφος ξέχειλος βρωμιά, τη θλίψη φέρνει, τη χαρά τη μάχεται. Δέχτηκα μύρο ατίμητο, πήρα απ’ την ευωδιά του, κι έτσι το μύρο ευωδιαστό και δυνατόν εστάθη, που για το λίγο οπού ’μεινε παντοτινή ν’ αφήσει τη μυρωδιά «γιατί ποτέ» στ’ αλήθεια «δεν παίρνει πίσω ο Θεός κείνο πούχει χαρίσει»· στης ευφροσύνης την πηγή έδωσα κατοικία, κι ο πλούτος μου χαρίστηκε να την πηγάζω αιώνια.

18. Βλέπετε αγαπητοί πατέρες κι αδελφοί, με τι λόγια μας απαντά ο πολυδοξασμένος τάφος· και πως αυτά είν’ αληθινά το μαρτυρούν όσα στην ιστορία την Ευθυμιακή, στον τρίτο λόγο, τεσσαρακοστό κεφάλαιο έτσι αυτολεξεί είναι γραμμένα.

Είπαμε πριν πως στην Κωνσταντινούπολη πολλές έχτισεν εκκλησιές για το Χριστό η αγία Πουλχερία. Μία απ’ αυτές κι εκείνη, που στις Βλαχέρνες χτίστηκε όταν πρωτοβασίλεψε ο Μαρκιανός, που βρήκε θείο θάνατο. Αυτοί λοιπόν σαν έχτισαν εκεί ναό σεβάσμιο για την πολυτραγουδισμένη και παναγία, Θεοτόκο Μαρία την παρθένα την παντοτινή, και μ’ όλα τα στολίδια τον στολίσανε το σώμα της ζητούσαν το πανάγιο που εδέχτη το Θεό· στείλαν λοιπόν και κάλεσαν τον Ιουβενάλη, στα Ιεροσόλυμα επίσκοπο, και τους επίσκοπους της Παλαιστίνης, που στη βασιλεύουσα βρισκόταν, τότε για τη σύνοδο της Χαλκηδόνας κείνον τον καιρό, και τους λένε· Μάθαμε στην Ιερουσαλήμ πως βρίσκεται της παναγιάς η πρώτη κι εξαιρετική εκκλησιά της Θεοτόκου κι αειπάρθενης Μαρίας, σ’ ένα χωριό, Γεσθημανή το λένε, όπου το σώμα της που εκράτει τη ζωή, σε φέρετρο τ’ απόθεσαν. Λοιπόν αυτό το λείψανο θέλουμε να το φέρουμε εδώ για να φυλάει αυτή την πόλη την πρωτεύουσα.

Πήρε το λόγο ο Ιουβενάλης κι αποκρίθη· Μες στη θεόπνευστη Γραφή και την αγία, δεν αναφέρεται τίποτα για το θάνατο της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας· όμως από παράδοση αρχαία κι αληθινή πολύ, μάθαμε ότι τον καιρό που ένδοξα κοιμήθηκε, όλοι οι άγιοι απόστολοι που πάνω-κάτω τρέχανε στην οικουμένη ολόκληρη τα έθνη για να σώσουνε, σε μια στιγμή μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, πετώντας πάνωθε απ’ τη γη, κι όπως κοντά της έφτασαν όραμα αγγελικό τους φανερώνεται, και ψαλμωδία θεϊκιά ακούγονταν απ’ τις καλύτερες δυνάμεις κι έτσι με δόξα θεϊκή κι ουράνια παράθεσε μες στου Θεού τα χέρια την άγια της ψυχή με τρόπον άρρητο. Κι ως για το σώμα της που εδέχθη το Θεό με υμνωδία αγγελική κομίσθη κι αποστολική, το κήδεψαν και τόθεσαν στον τάφο στη Γεθσημανή· όπου τρεις μέρες δε σταμάτησαν οι υμνωδίες των αγγελικών χορών. Κι από την τρίτη μέρα κι ύστερα, η υμνωδία όταν σταμάτησε η αγγελική, οι απόστολοι πούταν εκεί ανοίξανε το φέρετρο, να προσκυνήση το θεοδόχο σώμα ως το θέλησε, κι ένας ακόμα, που έλειπε κι ήρθε μετά την τρίτη μέρα. Κι ούτε που διόλου μπόρεσαν να βρουν το σώμα της το πολυδοξασμένο, κι αφού τα σάβανά της βρήκανε που κείτονταν μονάχα και γέμισαν απ’ την ευωδιά που χύναν την ανείπωτη, το φέρετρο ξανάκλεισαν. Κι έκπληχτοι μπρος στο θαυμαστό μυστήριο μονάχα ετούτο να σκεφτούν μπορούσαν ότι αυτός που ευδόκησε να σαρκωθή προσωπικά κι άνθρωπος να γενή απ’ αυτήν και με σάρκα να γεννηθή Θεός Λόγος και Κύριος της δόξας, αυτός που φύλαξε άβλαβη την παρθενία της και μετά τη γέννα, αυτός εδέχτη το άχραντο κι αμόλευτό της σώμα, αφού απ’ τον κόσμο τούτον έφυγε, να το τιμήση κάνοντάς το άφθαρτο και μεταθέτοντάς το πριν απ’ την ανάσταση που κοινή θάναι για όλους.

Και βρέθηκαν εκεί με τους απόστολους τότε κι ο τιμιώτατος Τιμόθεος ο απόστολος και πρώτος μες στην Εκκλησία των Εφεσίων επίσκοπος, κι ο αρεοπαγίτης Διονύσιος, καθώς το μαρτυρεί ο ίδιος Διονύσιος ο μέγας μες στους λόγους του πούγραψε στον απόστολο Τιμόθεο, εκείνον που αναφέραμε, με θέμα του τον Ιερόθεο το μακάριο, που κι αυτός τότε ήταν εκεί, μ’ αυτά εδώ τα λόγια:

«Το ίδιο και μεις κοντά στους θεοφώτιστους ιεράρχες μας, όπως κι εσύ το ξέρεις κι αυτός και πολλοί απ’ τους αγίους μας αδερφούς, συμμαζευτήκαμε το ζωαρχικό και θεοδόχο να δούμε σώμα· κι ήταν μπροστά κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος, κι ο Πέτρος, ο κορυφαίος και γηραιότατος μέσα στους θεολόγους. Ύστερα αποφασίσαμε, αφού το σώμα είδαμε, οι ιεράρχες όλοι ν’ ανυμνήσουμε, όπως μπορούσε ο καθείς, την καλωσύνη με τη δύναμη την άπειρη της θεαρχικής αδυναμίας. Μετά τους θεολόγους, όπως ξέρεις, όλους τους άλλους ιερομύστες ξεπερνούσε, σαν κάπου αλλού να βρίσκονταν ολόκληρος, ολόκληρος σ’ έκσταση απ’ τον εαυτό του, πάσχοντας απ’ τη σχέση του μ’ εκείνα που ανυμνούσε, κι όλοι εκεί που τον άκουγαν, τον έβλεπαν, τον γνώριζαν και δεν τον γνώριζαν, τον κρίναν για θεοφώτιστο και ιερό υμνολόγο. Αλλά γιατί να σου μιλώ για όσα εκεί θεολογικά ειπωθήκανε; Γιατί, εκτός και μ’ απατά η μνήμη μου, ξέρω πως από σένα πολλές φορές άκουσα κάποια κομμάτια από τις εμπνευσμένες κείνες υμνωδίες».

Κι οι βασιλιάδες αφού τούτα τάκουσαν, γύρεψαν απ’ τον ίδιον αρχιεπίσκοπο Ιουβενάλη εκείνο τ’ άγιο φέρετρο μ’ όσα είχε μέσα ρούχα και σεντόνια της Μαρίας, της δοξασμένης παναγίας Θεοτόκου, να τους το στείλει βουλωμένο μ’ ασφάλεια· κι όταν το λάβαν τ’ αποθέσανε στο σεβαστό ναό που στις Βλαχέρνες χτίστηκε της παναγίας Θεοτόκου. Κι όσο γι’ αυτά έτσι έγιναν.

19. Όμως εμείς στον τάφο τι θ’ αποκριθούμε; Μπορεί νάναι η χάρη σου παντοτινή κι αδιάκοπη, ωστόσο η θεία δύναμη δεν κλείνεται σε τόπους, κι ούτε της μάνας του Θεού οι ευεργεσίες κατοικούν μόνο μέσα στο μνήμα· γιατί αν στον τάφο μόνο περιορίζονταν, λίγοι τη θεία δωρεά θα λάβαιναν· μα τώρα ως τα πέρατα όλα του κόσμου άφθονα έχουν μοιραστή.

Λοιπόν στη Μάνα του Θεού τη μνήμη μας ας φτιάξουμε για κατοικία. Πώς τάχα; Παρθένα η ίδια ήταν και την παρθενίαν αγάπαε· αγνή ήταν κι η ίδια και αγάπαε την αγνότητα. Όταν λοιπόν αγνίσουμε τη μνήμη με το σώμα μας μαζί, θα την κατέχουμε τη χάρη της να κατοική παντοτινά μαζί μας. Γιατί το βούρκο κάθε λογής τον αποφεύγει, και τ’ ακόλαστα τα πάθη τ’ αποστρέφεται, τη βουλιμία απεχθάνεται, την πορνεία τη μάχεται· τους λόγους τους αισχρούς αηδιάζει· τους βρώμικους τους λογισμούς τους αποφεύγει, σαν όχεντρας γεννήματα· μισεί του θυμού τα πρηξίματα· δεν πλησιάζει όπου είν’ απανθρωπιά και φθόνος κι όπου μάχονται· τη ματαιοδοξία που κοπιάζει άδικα αποστρέφεται· τον όγκο της υπερηφάνειας σαν οχτρός αντιμάχεται· τη μνησικακία μισεί που στη σωτηρία είν’ αντίθετη· κάθε κακία θανατερό φαρμάκι λογαριάζει και χαίρεται στ’ αντίθετα απ’ αυτά. Γιατί στ’ αντίθετα, τ’ αντίθετα είναι γιατρικά. Με τη νηστεία ευφραίνεται και την εγκράτεια και με τραγούδια ψαλμικά· με την αγνότητα, την παρθενία και τη σωφροσύνη αγάλλεται, ειρηνικά περνά μαζί τους πάντοτε και τις φιλεί μ’ αγάπη. Το ειρηνικό και πράο φρόνημα φιλεί· την αγάπη, τη σπλαχνιά, την ταπεινότητα, τις αγκαλιάζει ως νάταν παραμάνες της. Και με δυο λόγια στις κακίες όλες θλίβεται και στενοχωριέται, και σ’ όλες τις αρετές, σαν για δικό της χάρισμα ευφραίνεται.

Λοιπόν απ’ τις παλιές κακίες αν φύγουμε ολόψυχα, και μ’ όλη μας τη δύναμη τις αρετές ποθήσουμε, και συνοδεία τις έχουμε, συχνά στους υπηρέτες της θε νάρχεται, μαζί της φέρνοντας κι όλη τη σύναξη των αγαθών, και το Χριστό το Γιο της και των όλων βασιλέα και κύριο μαζί της θα τον φέρη στις καρδιές μας να κατοική· που δόξα και τιμή του πρέπει, δύναμη και μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα, και πάντα και στων αιώνων τους αιώνες. Αληθινά.


Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Η Θεοτόκος: Τέσσερις Θεομητορικές Ομιλίες, Γ΄ εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου