ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

 Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου

Ιερομόναχος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός

Τῇ ΙΕ΄ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου μνήμη τῆς πανσέπτου Μεταστάσεως[1] τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.

Όταν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αποφάσισε να πάρει κοντά Του στη Βασιλεία των Ουρανών την παναγία Μητέρα Του, με άγγελο,[2] τρεις μέρες νωρίτερα, της γνωστοποίησε τη μετάστασή της. Παρουσιάστηκε λοιπόν σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Είναι καιρός, λέει ο Υιός σου, να παραλάβω πλησίον Μου την μητέρα Μου. Δέξου με χαρά και ευφροσύνη αυτό το λόγο και μη ταραχθείς καθόλου διότι πρόκειται να μεταβείς προς την αθάνατη ζωή».

Τότε εκείνη πλημμυρισμένη από τη χαρά της μεταστάσεως προς τον Υιό της ανέβηκε βιαστικά στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, ήταν άλλωστε κάτι που το έκανε πολύ συχνά. Συνέβη όμως (αυτή τη φορά) να γίνει κάτι παράδοξο. Τα διάφορα φυτά του όρους, σαν να ήταν άνθρωποι υπηρέτες, της έκαναν υπόκλιση όπου περνούσε και απέδιδαν τον προσήκοντα σεβασμό στη Μητέρα του Θεού.

Μετά την προσευχή της στο όρος των Ελαιών η Παρθένος Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της· αμέσως τότε το οικοδόμημα σείσθηκε ολόκληρο. Έκαμε μεγάλη φωτοχυσία και ευχαρίστησε το Θεό με θερμές προσευχές, ενώ συγχρόνως, κάλεσε κοντά της τους συγγενείς και τους γείτονες. Σάρωσε και τακτοποίησε όλο το σπίτι της και επιπλέον ετοίμασε το νεκρικό κρεβάτι της και όλα τα σχετικά με την ταφή. Στη συνέχεια γνωστοποίησε στους συγγενείς και στους γείτονες όσα της είπε ο άγγελος για την μετάστασή της στους ουρανούς. Για να κάνει πιο αξιόπιστα τα λόγια της τους έδειξε το νικητήριο σύμβολο που της έδωσε ο άγγελος, το οποίο ήταν ένα κλαδί από φοίνικα. Οι γυναίκες που συγκεντρώθηκαν όταν άκουσαν αυτά πνίγηκαν στο κλάμα και θρηνούσαν με φωνές σπαρακτικές. Σε κάποια στιγμή σταμάτησαν το θρήνο και παρακαλούσαν την Παρθένο να μην τις αφήσει ορφανές. Αυτή τις διαβεβαίωνε ότι έπειτα από τη μετάστασή της θα επιβλέπει και θα προστατεύει όχι μόνο αυτές, αλλά και όλο τον κόσμο. Έτσι με τα παρηγορητικά της λόγια μετρίαζε την υπερβολική τους λύπη. Έπειτα άφησε παραγγελία για τους δύο χιτώνες της. Έδωσε, δηλαδή, εντολή να πάρουν από έναν οι δύο φτωχές χήρες που ήταν γνωστές και βρίσκονταν συνέχεια κοντά της ενώ η ίδια φρόντιζε για την καθημερινή διατροφή τους.

Καθώς, λοιπόν, αυτή τακτοποιούσε όσα αναφέραμε και έδινε τις σχετικές εντολές ακούστηκε ξαφνικά ένας ήχος δυνατής βροντής. Συγκεντρώθηκαν πολλά σύννεφα και έφεραν τους μαθητές του Χριστού δια μιας στο σπίτι της θεομήτορος αρπάζοντάς τους από τα πέρατα του κόσμου όπου ο καθένας κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Μαζί μ’ αυτούς ήταν και οι θεόσοφοι ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Ιερόθεος και ο Απόστολος Τιμόθεος. Αυτοί, λοιπόν, όταν έμαθαν την αιτία της απρόσμενης παρουσίας τους απευθύνθηκαν προς τη Θεοτόκο και της είπαν: «Δέσποινα, όσο ήσουνα μαζί μας στον κόσμο, σε βλέπαμε και αντλούσαμε παρηγοριά, γιατί ήταν σα να βλέπαμε το Δεσπότη και διδάσκαλό μας. Τώρα πώς θα υπομείνουμε αυτή τη στέρηση και την αναχώρηση από την παρούσα ζωή; Βέβαια χαιρόμαστε για τη μετάστασή σου με το θέλημα του Υιού και Θεού Σου και για όσα ευχάριστα γίνονται σ’ εσένα». Και λέγοντας αυτά κυλούσαν δάκρυα ασταμάτητα απ’ τα μάτια τους. Κι αυτή τους απάντησε: «Αγαπημένοι μαθητές του παιδιού μου και Θεού, μη, σας παρακαλώ, μη μετατρέψετε σε πένθος τη χαρά μου· ενταφιάστε με, σας παρακαλώ, το σώμα μου όμως θα το τακτοποιήσω εγώ στο νεκρικό κρεβάτι».

Όταν η Παναγία Μητέρα του Θεού τελείωσε τα λόγια αυτά, έφθασε και ο θεσπέσιος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, ο οποίος έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος και προσκύνησε και άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να την εγκωμιάζει λέγοντας: «Χαίρε μητέρα της ζωής, εσύ που είσαι το αντικείμενο του κηρύγματός μου. Διότι παρότι δεν είδα το Χριστό, βλέποντας εσένα νόμιζα πως έβλεπα Εκείνον».

Έπειτα η Παρθένος τους κάλεσε όλους και τους αποχαιρέτησε. Ξάπλωσε στη συνέχεια στην κλίνη της και τακτοποίησε το πανάχραντο σώμα της όπως ακριβώς ήθελε. Στη συνέχεια έκαμε προσευχές και δεήσεις για τη στήριξη και την ειρήνη όλου του κόσμου, ευλόγησε τους παρισταμένους και αφού έκαμε όλα αυτά άφησε το πνεύμα της στα χέρια του Υιού και Θεού της.

Τότε ο Πέτρος άρχισε πρώτος να ψάλλει τους επικήδειους ύμνους. Οι υπόλοιποι απόστολοι σήκωσαν το νεκρικό κρεβάτι κι άλλοι μεν προπορεύονταν με λαμπάδες και ψαλμωδίες άλλοι δε ακολουθούσαν το θεοδόχο εκείνο σώμα οδηγώντας το προς το μνήμα. Κατά την ώρα της ιερής εκείνης πομπής προς τον ετοιμασμένο τόπο της ταφής ακούγονταν άγγελοι που υμνούσαν και οι εξαίσιες υμνωδίες τους γέμιζαν τον αέρα.

Οι άρχοντες όμως των Ιουδαίων δεν ανέχονταν να βλέπουν και ν’ ακούνε όλα αυτά τα εξαίσια και γι’ αυτό ξεσήκωσαν μερικούς μέσα από τον όχλο και τους έπεισαν να προσπαθήσουν να ρίξουν από τα χέρια των αποστόλων το φέρετρο πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί το ζωαρχικό σώμα και να το πετάξουν κάτω στη γη. Όμως όλους αυτούς που τόλμησαν κάτι τέτοιο τους πρόφθασε η θεία δίκη και τους τιμώρησε με τύφλωση των ματιών τους κι έτσι δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τον ανόσιο σκοπό τους. Έναν μάλιστα απ’ αυτούς, που ρίχτηκε πιο ορμητικά απ’ όλους κι ακούμπησε την ιερή εκείνη κλίνη του έκοψε και τα χέρια. Αυτός, λοιπόν, έμεινε θέαμα ελεεινό και άξιο για λύπηση απ’ όλους, γιατί τα αυθάδη χέρια του τα έκοψε η θεία δίκη και έμειναν κρεμασμένα πάνω στο φέρετρο μέχρι που πίστεψε μ’ όλη του την ψυχή οπότε επήλθε και η θεραπεία του. Το ίδιο συνέβη και με όσους τυφλώθηκαν. Αυτοί από τη στιγμή που πίστεψαν και δέχτηκαν επάνω τους ένα τεμάχιο από το σάβανο του νεκρικού εκείνου κρεβατιού απόκτησαν την υγεία τους.

Οι απόστολοι όταν έφτασαν στην τοποθεσία που λέγεται Γεθσημανή τοποθέτησαν στο μνήμα το ζωαρχικό εκείνο σώμα κι έμειναν εκεί για τρεις μέρες ακούγοντας αγγελικές φωνές που έψαλλαν ακατάπαυστα.

Κατά θεία οικονομία ένας από τους αποστόλους δεν ήταν παρών στην κηδεία του ζωαρχικού σώματος.[3] Έφθασε την τρίτη μέρα κι όταν έμαθε όλα τα σχετικά ήταν καταστεναχωρημένος διότι δεν αξιώθηκε κι αυτός να παρευρεθεί και να συμμετάσχει σ’ όλα όπως οι άλλοι απόστολοι. Τότε με κοινή απόφαση συμφώνησαν όλοι να ανοίξουν τον πανάγιο εκείνο τάφο για να προσκυνήσει κι εκείνος το πανάμωμο σκήνωμα της Θεοτόκου. Τον άνοιξαν κι έμειναν όλοι έκπληκτοι, διότι βρήκαν τον τάφο αδειανό παρότι ήταν παρόντες εκεί, ως φύλακες και τις τρεις ημέρες. Στον τάφο είχε μείνει μόνο η σινδόνη (το σάβανο) ως παρηγοριά για όλους τους πιστούς, αλλά και ως αψευδής μαρτυρία για τη μετάθεση αυτή.

Αυτός ο τάφος που ήταν λαξευμένος μέσα στην πέτρα, έτσι φαίνεται και προσκυνείται μέχρι σήμερα στη Γεθσημανή κενός από το σώμα, για να τιμάται και να δοξάζεται η Υπερευλογημένη Δέσποινά μας Μαρία, η Θεοτόκος και Αειπάρθενος.

Ἧς ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

[1] Στην Καινή Διαθήκη δεν έχουμε καμία μαρτυρία περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το εορτολογικό περιεχόμενο της παρούσης εορτής αντλήθηκε από την απόκρυφη γραμματεία. Μάλιστα σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές φαίνεται ότι προέρχεται μεν από ένα κείμενο του 5ου αι. το «De Transitu beatae Mariae Virginis», αλλά και το κείμενο αυτό είναι σύνοψη απολεσθέντων παλαιοτέρων σχετικών κειμένων εκ των οποίων μερικά ίσως να ανάγονται και στον 2ο αιώνα. Ο εορτασμός στα μέσα του Δεκαπενταυγούστου (13-15) μαρτυρείται στα Ιεροσόλυμα κυρίως μετά από το κτίσιμο του ναού προς τιμήν της Θεοτὀκου στη Γεθσημανή από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (450-457). Αυτή την υπάρχουσα Ιεροσολυμιτική εορτή ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602) καθόρισε με αυτοκρατορικό διάταγμα να εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Στη Ρώμη η εορτή φαίνεται ότι καθιερώθηκε ουσιαστικά επί του πάπα Σεργίου Α΄ (687-701), ο οποίος ήταν Σύρος στην καταγωγή και είχε δεχτεί όπως όλη η συριακή εκκλησία την επίδραση της ιεροσολυμιτικής. Από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας πολλοί κάνουν αναφορές στα έργα τους στο περιεχόμενο της εορτής όπως οι Μόδεστος Ιεροσολύμων, Ανδρέας Κρήτης, Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Ιωάννης Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Γερμανός Α΄ Κων/πόλεως, Θεόδωρος Στουδίτης κ.α. (βλέπε περισσότερα στο Γ. Φίλια, ε.α. σελ. 120 κ.ε.)

[2] Λέγεται ότι ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ.

[3] Λέγεται ότι ήταν ο απόστολος Θωμάς.


Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κ. Δελημάρης,. Τι γιορτάζουμε στις γιορτές του Χριστού και της Παναγίας: Τα συναξάρια των δεσποτικών και των θεομητορικών εορτών της Εκκλησίας σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Ναύπακτος, Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου