Κυριακὴ των Μυροφόρων. Ἡ ἀπαρχὴ τοῦ καινούργιου κόσμου
«Κατὰ τὸ δειλινό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε ποὺ ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. Ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ, τὸν τύλιξε μ' αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ' ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν.
Ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν' ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ 'κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της.
Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο: “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες» (Μάρκ. 15, 43-16,8).
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου ἀφηγεῖται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ (15, 43-47) καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸν ἄδειο τάφο (16, 1-8). Ὁ ἐνταφιασμὸς εἶναι ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τοῦ σταυροῦ, μὲ τὴν ὁποία κλείνει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαρχὴ ἑνὸς καινούργιου κόσμου ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους.
Πρὶν ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ δεύτερη διήγηση, ἂς στρέψουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση («ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου») καὶ ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν μὲ κρυφὴ ἐλπίδα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν παράλληλη διήγησή του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὅτι ἦταν «μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κρυφὸς ὅμως, γιατί φοβόταν τοὺς Ἰουδαίους» (19, 38), προσθέτει δὲ ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ συνήργησε καὶ ὁ Νικόδημος, ἕνας ἄλλος ἀφανὴς μαθητής. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ γνωστοὶ μαθητές, τρομοκρατημένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ διδασκάλου τους, εἶναι κλεισμένοι σ’ ἕνα σπίτι, ὁ Ἰωσὴφ «τ ό λ μ η σ ε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποδώσει τὴν ὕστατη τιμὴ στὸ νεκρὸ διδάσκαλο, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὑπηρετήσει ζωντανό. Ὁ σταυρός, ἀντὶ νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ὅπλισε μὲ τόλμη, τὸν ἔκανε νὰ ἀφυπνιστεῖ καὶ νὰ λάβει θέση ἔναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὑπάρχουν συνταρακτικὲς στιγμὲς ποὺ φέρουν τὸν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν συγκλονίζουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὶς μεγάλες ἀποφάσεις. Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ νιώθει κανεὶς νὰ τὸν ἐγγίζει κατάβαθα τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ σὰν παρουσία ἀγάπης. Ὁ Ἰωσὴφ συγκλονισμένος ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ξεπέρασε τοὺς ὑποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε τὸ χρέος του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο διοικητὴ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες φροντίδες στὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοποθετώντας το στὸν τάφο μὲ ὅλη τὴ σχετικὴ διαδικασία.
Ὁ τάφος ὅμως, «ποὺ ἦταν λαξεμένος σὲ βράχο» καὶ κλεισμένος μὲ λίθο στὴν εἴσοδό του, δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ κρατήσει μέσα του τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς «οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς. Στὴ συνέχεια τοῦ ἀναγνώσματος, στὴ δεύτερη διήγηση, ἀναζητοῦν οἱ μυροφόρες γυναῖκες τὸ νεκρὸ Ἰησοῦ στὸν τάφο γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα, κατὰ τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς. Ἐνῶ πηγαίνουν γιὰ νὰ ἀποδώσουν μία τελευταία τιμή, βρίσκονται ἔκθαμβες μπροστὰ στὴν ἀρχὴ μίας νέας δωρεᾶς ποὺ ἀκόμα δὲν συνέλαβαν τὸ νόημα καὶ τὴν ἔκτασή της. Μὲ πολλὴ λιτότητα ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῶν γυναικῶν: «Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες». Ἡ φράση τοῦ ἀγγέλου «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει» δημιουργεῖ δέος καὶ ἔκσταση, καὶ ἀφαιρεῖ τὴ λαλιά τους.
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσο κι ἂν ἠχοῦν τὰ λόγια τους «σὰν φλυαρία» στοὺς μαθητὲς στοὺς ὁποίους διηγοῦνται τὸ γεγονὸς τοῦ κενοῦ τάφου, ἀποτελοῦν μία πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦν ἐν συνεχείᾳ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεται ὕστερα ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς γιὰ νὰ κραταιώσει τὴν πίστη τους καὶ νὰ τοὺς στείλει μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του «ὥς τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8)· σ’ αὐτοὺς καὶ ὄχι στὸν Ἰωσὴφ ποὺ ὁ σταυρὸς τὸν ἔκανε νὰ λάβει φανερὴ θέση ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου ἀσφαλῶς ἐν συνεχείᾳ θὰ ἐπίστευσε τὴν ἀνάσταση, ἂν καὶ δὲν ἔχουμε σχετικὴ πληροφορία τῶν εὐαγγελίων περὶ αὐτοῦ.
Τὸ α' μέρος τοῦ ἀναγνώσματος δείχνει - ἐκτὸς τῶν ὅσων εἴπαμε γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσὴφ - καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφιβάλει. Τὸ β' μέρος μᾶς παριστᾶ τὴν ἀνάσταση σὰν πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐντάσσεται ὅμως στὰ ἐκτυλισσόμενα ἐντός τῆς νομοτέλειας τοῦ παρόντος κόσμου γεγονότα, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ βάση τῆς πίστεως. Ἕνας ἄπιστος καὶ κακόβουλος δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πεισθεῖ λογικὰ γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως καὶ θὰ ὁμιλήσει εἴτε γιὰ κλοπὴ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, εἴτε γιὰ φαντασιώσεις τῶν εὔπιστων μαθητῶν, ὅπως ἔκαναν οἱ διάφοροι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὀρθολογιστές. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πείθει εἶναι τὸ βίωμα τῶν μαθητῶν καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τους γιὰ τὴν διακήρυξη τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βιώματος αὐτοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν πείθει λογικὰ ἀλλὰ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβει θέση ἀπέναντί της. Ἡ οὐδετερότητα εἶναι ἀδιανόητη. Ἡ ἀρνητικὴ καὶ ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί της σημαίνει τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ὑπάρξεως στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ τρόμος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ μηδενός· ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ θετικὴ τοποθέτηση, ἡ ἐν πίστει ἀποδοχὴ τῆς Ἀναστάσεως, σημαίνει τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας, ὅπου τὸ φράγμα τοῦ θανάτου διασπᾶται ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατί ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κορ. 15,20).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου