ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ (ΤΟΥ ΘΩΜΑ)
(Ἰω. 20, 19-31)
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δέκα ἐκ τῶν ἕντεκα Ἀποστόλων, βρισκόντουσαν, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», φοβούμενοι δηλαδὴ μὴ συλληφθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ καταδικαστοῦν ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους, κλειδαμπαρωμένοι σὲ κάποιο σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος, ὁ νικητὴς τοῦ παμφάγου Ἅδου, ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν», δείχνοντάς τους ταυτόχρονα τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὄντως ὁ ἴδιος. Στὴ θέα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου οἱ παρόντες Ἀπόστολοι ἐπλήσθησαν χαρᾶς.
Τὴ μέρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀποστόλους, ὅμως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε, πρᾶγμα ποὺ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ Θωμᾶς ἦταν παρών, δὲν θὰ ἀμφισβητοῦσε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἐὰν δὲν ἀμφέβαλλε δὲν θὰ τοῦ ζητεῖτο νὰ ψηλαφήσει γιὰ νὰ πεισθεῖ. Ἐὰν πάλι δὲν ψηλάφιζε δὲν θὰ πίστευε. Καὶ ἐὰν δὲν πίστευε κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν θὰ μᾶς δίδασκε νὰ πιστεύουμε χωρὶς νὰ ζητοῦμε ἀποδείξεις.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε ὁ Θωμᾶς, οἱ δέκα Ἀπόστολοι τοῦ εἶπαν ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο ἀναστημένο. Τοῦ θύμησαν αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ, ὅτι δηλαδή: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καθὼς καὶ αὐτὸ ποὺ εἶχε διακηρύξει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι εἶδαν τὸν εἰπόντα: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν». Τοῦ μίλησαν γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, τὴν ἔκπληξη ποὺ τοὺς κατέβαλε ὅταν εἶδαν τὴν παράδοξη τούτη εἴσοδο στὸν χῶρο ποὺ βρισκόντουσαν. Τοῦ εἶπαν πὼς εἶδαν τὶς πληγὲς τῶν χεριῶν καὶ τῆς πλευρᾶς του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἐξουσία καὶ δύναμη νὰ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες. Τοῦ εἶπαν ἀκόμα ὅτι ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια καὶ ὁ φόβος ποὺ τοὺς κατεῖχε μετατράπηκαν σὲ γαλήνη καὶ εὐφροσύνη μετὰ τὸν θεϊκὸ χαιρετισμὸ ποὺ τοὺς ἀπηύθυνε: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Ὁ Θωμᾶς, ὅμως, ἔμεινε διστακτικὸς καὶ δυσκολευόταν νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶπε: ὅπως ἐσεῖς δὲν θὰ πιστεύατε ἐὰν δὲν τὸν βλέπατε, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἐὰν δὲν τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ στὴν πληγὴ τῆς πλευρᾶς του, δὲν πρόκειται νὰ πιστέψω. Τότε ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε πεῖ: «ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσετε ὑμῖν», συγκαταβαίνει στὸ αἴτημα τοῦ Θωμᾶ. Μετὰ ἀπὸ παρέλευση ὀκτὼ ἡμερῶν, δηλαδὴ τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἔρχεται στὸν ἴδιο τόπο, μπαίνει στὸν κλειστὸ χῶρο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπου ἦταν καὶ πάλι συνηγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἀποδεικνύει λοιπὸν καὶ στὸν Θωμᾶ, τόσο μὲ τὴ θαυμαστὴ εἴσοδό του στὴν οἰκία, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐπίδειξη τῶν σημαδιῶν ἀπὸ τὶς πληγές του, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασής του. Ἀφοῦ στράφηκε στὸν Θωμᾶ τοῦ εἶπε: «Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέρια μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνου πιστός». Καὶ ὁ Θωμᾶς βλέποντας πιστεύει καὶ πιστεύοντας ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ ἡ ὁμολογία του, ἀποτελοῦν πλέον κρηπίδα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξαιτίας τῆς στάσης τοῦ Θωμᾶ ὁ Κύριος μακάρισε ὅσους, ἀργότερα, στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ δοῦν τὸν Κύριο σωματικῶς, ὅμως, θὰ πιστέψουν διὰ τοῦ κηρύγματος, σὲ αὐτὸν καὶ στὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεανθρώπου.
(Ἰω. 20, 19-31)
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δέκα ἐκ τῶν ἕντεκα Ἀποστόλων, βρισκόντουσαν, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», φοβούμενοι δηλαδὴ μὴ συλληφθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ καταδικαστοῦν ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους, κλειδαμπαρωμένοι σὲ κάποιο σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος, ὁ νικητὴς τοῦ παμφάγου Ἅδου, ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν», δείχνοντάς τους ταυτόχρονα τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὄντως ὁ ἴδιος. Στὴ θέα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου οἱ παρόντες Ἀπόστολοι ἐπλήσθησαν χαρᾶς.
Τὴ μέρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀποστόλους, ὅμως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε, πρᾶγμα ποὺ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ Θωμᾶς ἦταν παρών, δὲν θὰ ἀμφισβητοῦσε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἐὰν δὲν ἀμφέβαλλε δὲν θὰ τοῦ ζητεῖτο νὰ ψηλαφήσει γιὰ νὰ πεισθεῖ. Ἐὰν πάλι δὲν ψηλάφιζε δὲν θὰ πίστευε. Καὶ ἐὰν δὲν πίστευε κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν θὰ μᾶς δίδασκε νὰ πιστεύουμε χωρὶς νὰ ζητοῦμε ἀποδείξεις.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε ὁ Θωμᾶς, οἱ δέκα Ἀπόστολοι τοῦ εἶπαν ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο ἀναστημένο. Τοῦ θύμησαν αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ, ὅτι δηλαδή: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καθὼς καὶ αὐτὸ ποὺ εἶχε διακηρύξει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι εἶδαν τὸν εἰπόντα: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν». Τοῦ μίλησαν γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, τὴν ἔκπληξη ποὺ τοὺς κατέβαλε ὅταν εἶδαν τὴν παράδοξη τούτη εἴσοδο στὸν χῶρο ποὺ βρισκόντουσαν. Τοῦ εἶπαν πὼς εἶδαν τὶς πληγὲς τῶν χεριῶν καὶ τῆς πλευρᾶς του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἐξουσία καὶ δύναμη νὰ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες. Τοῦ εἶπαν ἀκόμα ὅτι ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια καὶ ὁ φόβος ποὺ τοὺς κατεῖχε μετατράπηκαν σὲ γαλήνη καὶ εὐφροσύνη μετὰ τὸν θεϊκὸ χαιρετισμὸ ποὺ τοὺς ἀπηύθυνε: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Ὁ Θωμᾶς, ὅμως, ἔμεινε διστακτικὸς καὶ δυσκολευόταν νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶπε: ὅπως ἐσεῖς δὲν θὰ πιστεύατε ἐὰν δὲν τὸν βλέπατε, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἐὰν δὲν τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ στὴν πληγὴ τῆς πλευρᾶς του, δὲν πρόκειται νὰ πιστέψω. Τότε ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε πεῖ: «ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσετε ὑμῖν», συγκαταβαίνει στὸ αἴτημα τοῦ Θωμᾶ. Μετὰ ἀπὸ παρέλευση ὀκτὼ ἡμερῶν, δηλαδὴ τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἔρχεται στὸν ἴδιο τόπο, μπαίνει στὸν κλειστὸ χῶρο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπου ἦταν καὶ πάλι συνηγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἀποδεικνύει λοιπὸν καὶ στὸν Θωμᾶ, τόσο μὲ τὴ θαυμαστὴ εἴσοδό του στὴν οἰκία, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐπίδειξη τῶν σημαδιῶν ἀπὸ τὶς πληγές του, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασής του. Ἀφοῦ στράφηκε στὸν Θωμᾶ τοῦ εἶπε: «Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέρια μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνου πιστός». Καὶ ὁ Θωμᾶς βλέποντας πιστεύει καὶ πιστεύοντας ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ ἡ ὁμολογία του, ἀποτελοῦν πλέον κρηπίδα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξαιτίας τῆς στάσης τοῦ Θωμᾶ ὁ Κύριος μακάρισε ὅσους, ἀργότερα, στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ δοῦν τὸν Κύριο σωματικῶς, ὅμως, θὰ πιστέψουν διὰ τοῦ κηρύγματος, σὲ αὐτὸν καὶ στὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου