ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ (25-4-2004)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα πού ἀρχίζει ἀπό σήμερα εἶναι ἀφιερωμένη στίς Μυροφόρες γυναῖκες καί στούς δυό Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ τόν εὐσχήμονα Βουλευτή Ἰωσήφ καί τό νυκτερινό κρυφό μαθητή Νικόδημο, οἱ ὁποῖοι μέ περισσή ἀγάπη ἀπέδωσαν τίς τελευταῖες τιμές στό Διδάσκαλό τους, γενόμενοι οἱ δυό ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς ταφῆς. Τό ἱερό συναξάρι τῆς ἡμέρας, πού ἀρχίζει μέ τό δίστιχο «Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα. Ἐγώ δέ ταύταις ὕμνον ὡς μύρον φέρω» μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τῶν Μυροφόρων, καί περιγράφει τή γνήσια εὐλάβειά τους πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ μ᾿ αὐτά τά λόγια:
«Αὗται διαπύρως ἀγάπην ἔχουσαι πρός Χριστόν, ὡς μαθήτριαι, μύρα πολυτελῆ ὠνησάμεναι, νυκτὸς παρεγένοντο... ὀρθριώτερον κλαῦσαι καὶ μυρίσαι αὐτό...». Μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης περιφρόνησαν τό φόβο τῆς κουστωδίας κι ἔσπευσαν στόν τάφο νά λατρέψουν τό Σωτήρα τους. Κι ἐκεῖ πρῶτες ἀπό τούς Ἀγγέλους πληροφορήθηκαν τήν ἔγερση τοῦ Ἰησοῦ.
Νίκη τῆς πίστεως μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τήν προηγούμενη Κυριακή κατά τήν ὁποία ὁ «ἄπιστος» Θωμᾶς διακήρυξε καί ὠμολόγησε τόν Κύριο καί Θεό του. Γιά τή σωτηρία μας ὅμως δέν φτάνει μόνο ἡ πίστη. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἁγία ζωή. Δέν ἀρκεῖ νά πιστεύει καί νά ὁμολογεῖ ὁ πιστός τό Χριστό. Πρέπει νά ζεῖ τήν πίστη του, νά βιώνει τήν εὐσέβειά του. Ἡ σημερινή Κυριακὴ αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ὑπογραμμίζει. Οἱ Μυροφόρες μᾶς περιγράφουν τά γνωρίσματα τῆς γνήσιας θρησκευτικότητας, πού εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ὑποταγὴ στό θέλημά Του. Ἀπό γνήσια ἀγάπη ὑπερνικοῦν ὅλα τά ἐμπόδια, τόν ἐσωτερικό τους φόβο, τήν κουστωδία, τό λίθο τοῦ μνήματος καί φτάνουν στό κενό μνημεῖο, ὅπου ἀμείβονται μέ τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἐμφάνιση τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου Χριστοῦ. Ὑποτάσσουν ὅλες τίς αἰσθήσεις τους στή δύναμη τῆς ἀγάπης. Μέ μύρα καί δάκρυα ραίνουν τόν ζωοδόχο τάφο. Μπροστά τους βλέπουν μόνο τό ἀγαπημένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦν τό Σταυρό Του. Συμμετέχουν στό θάνατό Του. Συμπάσχουν μέ τό πάθος Του. Ἀπό τό Γολγοθᾶ περνοῦν στήν Ἀνάσταση. Ἀπό τά δάκρυα στή χαρά. Ἀπό τό θρῆνο καί τόν ὀδυρμό, στό πανηγύρι. Ἀπό τόν τρόμο στήν ἔκσταση. Ἀπό τό «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ» στὸ «Ἀνέστη ὁ Κύριος». Ἔτσι ἀναγορεύονται πρῶτες εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως καί ὑποδειγματικές διδάσκαλοι τῆς ὀρθοδόξου καί γνησίας εὐσέβειας.
Στήν πράξη ἡ θρησκευτικότητα τοῦ πιστοῦ ἐκδηλώνεται μέ τήν εὐσέβεια, ἡ ἔννοια τῆς ὁποίας περιλαμβάνει ὅλα τά ἐσωτερικά κι ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς βαθιᾶς καί γνησίας θρησκευτικότητας. Ἡ γνήσια εὐσέβεια, ἡ εὐλάβεια βιώνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία ὁ πιστός συναντᾶ κι ἑνώνεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ἐπί τῆς γῆς ἔργο τοῦ Ἰησοῦ καί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ὁλοκληρώνεται ἡ θεία Οἰκονομία. Μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιεῖται ὁ ἁγιασμός κάθε πιστοῦ καί ἀποκαλύπτεται ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς εὐσεβείας. Ἡ εὐλάβεια δέν ἀποκτᾶται ὕστερα ἀπὸ μία ὁρισμένη ἐκπαίδευση, οὔτε περιορίζεται στό δόγμα ἤ στήν ἠθική. Εἶναι ζωή, στήν ὁποία τότε μόνο μποροῦμε νά συμμετάσχουμε, ἄν γεννηθοῦμε ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ εὐσέβεια δέν εἶναι σύνολο γνώσεων, οὔτε ἐκτέλεση ἠθικῶν παραγγελμάτων καί κανόνων· Εἶναι ζωή «ἐν Χριστῷ» ὅπως παραδίδεται καί διδάσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία. 'Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει εὐσέβεια, γιατί ἡ εὐσέβεια δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, δηλαδή ἔξω ἀπό τή μυστηριακή μέ Αὐτόν κοινωνία. Εὐσεβής εἶναι ἐκεῖνος, πού ζεῖ καθημερινά τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταστη τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού σβύνει τά πάθη τῆς ψυχῆς του μέ τή δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἐκεῖνος, πού ζώντας τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διακηρύττει: «Ἡ ζωὴ ἐφανερώθη καί ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν».
Ἡ γνήσια εὐσέβεια ὑπάρχει στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, στήν κοινή Ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ παράδοση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς παγκόσμιας φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ παράδοση αὐτή οὔτε γράφεται, οὔτε φυλάσσεται ἀπό μερικά πρόσωπα, ἀπό ὡρισμένους Ἐπισκόπους ἤ θεολόγους, ἀλλά ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία. Καί ἀκόμη ἡ εὐσέβεια δέν διδάσκεται σέ κανένα σχολεῖο, ἀλλά μέσα στό Ναό, ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καί λατρεύεται νύχτα καί μέρα ὁ Θεός. Ἐκεῖ γίνεται ἐμπειρική καί συγκεκριμένη.
Στίς λέξεις «μύρα καί δάκρυα» πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὑμνολογία γιά νά περιγράψει τήν εὐσέβεια τῶν Μυροφόρων ἀνακεφαλαιώνονται τά βιώματα τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας. Μύρα εἶναι τά ἀγαθά ἔργα, οἱ πράξεις τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Δάκρυα εἶναι ἡ καθημερινή συναίσθηση τῆς ταπεινότητας καί τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Οἱ Μυροφόρες «ἔρραναν μύρα μετὰ δακρύων καὶ ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα αὐτῶν ἐν τῷ λέγειν Ἀνέστη ὁ Κύριος».
Τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί ἡ εὐωδία τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης εἶναι τά κύρια γνωρίσματα τῆς γνήσιας εὐσέβειας σ᾿ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μέ τήν ὁποία ἔρχεται στήν ψυχή ἡ χαρά τῆς ἐλπίδας καί ἡ ἀγαλλίαση τῆς Ἀναστάσεως. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου