Κυριακή του Αντίπασχα (του Θωμά)
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιω 20,29).
Ο Κύριός μας αργά το απόγευμα της ημέρας της Αναστάσεώς του συνάντησε τους μαθητές, που ήταν μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», και τους έδωσε την ειρήνη του· «εἰρήνη ὑμῖν». Αμέσως μετά, ως λαμπρά στοιχεία της ταυτότητάς του τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια και την λογχισμένη πλευρά. Και εκείνοι κατάλαβαν και πί-στεψαν ότι ήταν ο αναστημένος Διδάσκα-λός τους και χάρηκαν.
Στη συνέχεια ο Χρι-στός φύσησε και τους έδωσε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας· «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρ-τίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»· δηλαδή αν κάποιων αφήνε-ται, συγχωρείτε τις αμαρτίες, συγχωρού-νται και αν κάποιων τις κρατάτε, μένουν και στον ουρανό κρατημένες και ασυγχώ-ρητες.
Έτσι και με τα λόγια αυτά θεμελιώθη-κε, ιδρύθηκε το μυστήριο της ιεράς Εξομο-λογήσεως, δόθηκε στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους επισκόπους και στους εκπροσώπους των τελευταίων Εξο-μολόγους κληρικούς, το δικαίωμα, η χάρη να συγχωρούν αμαρτίες.
Πόσο μεγάλη ευεργεσία! Διότι όλοι μας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότε-ρο, αμαρτάνουμε και με τις αμαρτίες μας λερώνουμε την καθαρότητα του αγίου Βαπτίσματος που πήραμε στη μικρή μας ηλικία. Πώς δε θα καθαριστούμε δεδομέ-νου ότι το Βάπτισμα είναι ένα και δεν ε-παναλαμβάνεται; Πώς θα θεραπευθούμε από τα πάθη και θα ζούμε όλο και περισ-σότερο τη ζωή του Χριστού για να φθά-σουμε στον αγιασμό χωρίς τον οποίο «οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» δηλαδή δεν θα σωθεί;
Να ο τρόπος. Το δεύτερο Βάπτισμα, το μυστήριο της μετανοίας και ιεράς Εξομο-λογήσεως. Πόσο δε αδικούμε τον εαυτό μας όταν μένουμε μακριά από αυτό! Διότι είναι σαν να έχουμε κάποια σοβαρή σω-ματική αρρώστια και να αναβάλουμε τη θεραπεία της. Οπότε η αρρώστια προχωρεί και όσο προχωρεί τόσο πιο δύσκολα θερα-πεύεται μέχρι που να γίνει αθεράπευτη και να μας καταβάλει.
Βέβαια το θέμα της ι. Εξομολογήσεως και το πώς πρέπει να γίνεται είναι μεγάλο και δεν μπορούμε τώρα να το εξαντλή-σουμε. Απλώς τώρα ας τονίσουμε κάτι το οποίο θεωρούμε βασικό και πολύ σημα-ντικό. Ο χαρακτήρας του μυστηρίου αυτού δεν είναι νομικός αλλά θεραπευτικός. Δη-λαδή σκοπός του δεν είναι, όπως λανθα-σμένα πιστεύουν οι Προτεστάντες, μια απλή διακήρυξη απαλλαγής από την ενο-χή των αμαρτιών μας αλλά είναι το να θε-ραπευτεί η ψυχή μας. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι, ενώ οι ιερείς των Ιουδαίων είχαν την εξουσία μόνο να δια-πιστώνουν την θεραπεία της σωματικής λέπρας όχι όμως και να την θεραπεύουν, οι ιερείς της Εκκλησίας πήραν την εξουσία να απαλλάσσουν εντελώς την ψυχή από την ακαθαρσία της.
Όταν εμείς αμαρτάνουμε απομακρυ-νόμαστε από το Θεό και αυτός, εφ’ όσον δεν τον θέλουμε, αποσύρει τη χάρη του. Όταν όμως με ειλικρινή μετάνοια επι-στρέφουμε σε αυτόν, και ο Θεός αφήνει, παραβλέπει τις αμαρτίες μας και συν-χωρεί, χωρεί, προχωρεί προς εμάς, ξαναδί-νοντάς μας τη χάρη του για να έχουμε την ολοκληρωμένη μετάνοια, την μετάνοια ως καρπό του Αγίου Πνεύματος, την ζωή του Χριστού.
Εάν λοιπόν οι πνευματικές μας αρρώ-στιες τακτοποιούνται, όπως και οι σωματι-κές, όχι με παραθεώρηση ή παραγραφή αλλά με τη θεραπεία τους, είναι φανερό, ότι όταν πηγαίνουμε στην Εξομολόγηση πρέπει να λέμε πρωτίστως και κυρίως τα αμαρτήματά μας· απλά με ειλικρίνεια και πόνο. Δεν μας συμφέρει να τα κρύβουμε ή να τα δικαιολογούμε ή να λέμε τα βάσανά μας ή το τι μας έκαναν οι άλλοι. Την Εξο-μολόγηση πρέπει να τη βλέπουμε όχι ως τυπικό καθήκον πριν τις μεγάλες γιορτές, αλλά ως ουσιαστική θεραπευτική αγωγή χωρίς την οποία δεν μπορούμε να σωθού-με.
Αλλά ας προχωρήσουμε στην ευαγγε-λική διήγηση.
Ο Θωμάς έλειπε κατά την εμφάνιση εκείνη του αναστημένου Χριστού, και ό-ταν οι άλλοι μαθητές του είπαν «είδαμε τον Κύριο», αυτός εξέφρασε την επιφυλα-κτικότητά του λέγοντας· «δεν θα πιστέψω, αν δεν δω και δεν ψηλαφήσω στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βά-λω το χέρι μου στη λογχισμένη του πλευ-ρά». Και ο Χριστός, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του μαθητού του, ξαναπα-ρουσιάστηκε «μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ», αυτή τη φορά παρόντος και του Θωμά, τον οποίο και προέτρεψε· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Και εκείνος, βλέποντας τον Αναστάντα, αλλά και «ψηλαφήσας» κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αναφώνησε· «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Όμως ο Χριστός σχολίασε και του είπε· «πίστεψες διότι με είδες. Μα-κάριοι είναι εκείνοι που πίστεψαν χωρίς να δουν». Δηλαδή Θωμά δέχθηκες την Ανάστασή μου στηριζόμενος σε αυτό που είδες και ψηλάφησες, δηλαδή στηριζόμε-νος στον εαυτό σου. Μακάριοι όμως πραγ-ματικά είναι εκείνοι που δεν βασίζονται στον αδύναμο εαυτό τους αλλά εμπιστεύ-ονται στον λόγο μου, βασίζονται στον άξιο κάθε εμπιστοσύνης Θεό.
Και σήμερα υπάρχουν ολιγόπιστοι και άπιστοι. Είναι αυτοί που δεν πιστεύουν ή νομίζουν ότι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Είναι και οι αιρετικοί που δεν δέχονται τη θεότητα του Χριστού ή του Α-γίου Πνεύματος. Είναι και άλλοι που δη-λώνουν ορθόδοξοι αλλά δεν δέχονται όλα τα δόγματα και την εν γένει διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς μπορεί δε κάποιος να βοηθηθεί στην αποδοχή του Θεού;
Πρώτον με τη βοήθεια των γνωστών μας αισθήσεων, γι' αυτό και πολλοί ζη-τούν να δούν θαύματα.
Δεύτερον με τη λογική. Μέχρι ένα ορι-σμένο σημείο μπορεί να βοηθήσει και αυ-τή.
Όμως τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση τα αποτελέσματα εί-ναι πτωχά. Εκείνο που χρειάζεται είναι η πίστη. Να ταπεινωθεί ο άνθρωπος, να δει την αδυναμία του, να θεωρήσει αξιόπιστο το λόγο του Θεού και έτσι να τον αποδε-χθεί πλήρως· «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Και αυτό, η αποδοχή του λόγου του Θεού ως αξιόπιστου δεν είναι μια αφελής ευπιστία αλλά επιμαρτυρείται από τη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας. Οι καλοπροαίρετοι βλέπουν ότι «ὅσοι… ἔλαβον αὐτόν (τον Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ».
Και εμείς ας προσπαθούμε «ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς». Να μη στηριζόμασε στους εαυτούς μας αλλά στον παντοδύναμο Θεό. Και αυτή μεν είναι η ανθρώπινη πίστη, η συγκατάθεση της ψυ-χής στις αλήθειες του Ευαγγελίου, η δογ-ματική πίστη όπως την λέει ο άγ. Κυριλλος Ιεροσολύμων. Όταν όμως αγωνιζόμαστε στην καθημερινότητα αυτή την πίστη να την ενεργοποιούμε «δι’ αγάπης», αξιωνό-μαστε, αξιοποιώντας το λίγο να πάρουμε το πολύ. Να πάρουμε την πίστη που είναι κατ’ εξοχήν δώρο του Αγίου Πνεύματος, την πίστη την κατά τον άγ. Κυριλλο ενερ-γητική «τῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον» · την θαυ-ματουργή, την πίστη που μετακινεί βουνά, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το της α-μαρτίας, το οποίο είθε να μετακινηθεί από, ή μάλλον να μεταμορφωθεί στις καρδιές μας, σε πανύψηλο όρος αγιότητος, με τις πρεσβείες του τον Αναστάντα κηρύξαντος αποστόλου Θωμά και όλων των αγίων. Αμήν.
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιω 20,29).
Ο Κύριός μας αργά το απόγευμα της ημέρας της Αναστάσεώς του συνάντησε τους μαθητές, που ήταν μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», και τους έδωσε την ειρήνη του· «εἰρήνη ὑμῖν». Αμέσως μετά, ως λαμπρά στοιχεία της ταυτότητάς του τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια και την λογχισμένη πλευρά. Και εκείνοι κατάλαβαν και πί-στεψαν ότι ήταν ο αναστημένος Διδάσκα-λός τους και χάρηκαν.
Στη συνέχεια ο Χρι-στός φύσησε και τους έδωσε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας· «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρ-τίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»· δηλαδή αν κάποιων αφήνε-ται, συγχωρείτε τις αμαρτίες, συγχωρού-νται και αν κάποιων τις κρατάτε, μένουν και στον ουρανό κρατημένες και ασυγχώ-ρητες.
Έτσι και με τα λόγια αυτά θεμελιώθη-κε, ιδρύθηκε το μυστήριο της ιεράς Εξομο-λογήσεως, δόθηκε στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους επισκόπους και στους εκπροσώπους των τελευταίων Εξο-μολόγους κληρικούς, το δικαίωμα, η χάρη να συγχωρούν αμαρτίες.
Πόσο μεγάλη ευεργεσία! Διότι όλοι μας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότε-ρο, αμαρτάνουμε και με τις αμαρτίες μας λερώνουμε την καθαρότητα του αγίου Βαπτίσματος που πήραμε στη μικρή μας ηλικία. Πώς δε θα καθαριστούμε δεδομέ-νου ότι το Βάπτισμα είναι ένα και δεν ε-παναλαμβάνεται; Πώς θα θεραπευθούμε από τα πάθη και θα ζούμε όλο και περισ-σότερο τη ζωή του Χριστού για να φθά-σουμε στον αγιασμό χωρίς τον οποίο «οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» δηλαδή δεν θα σωθεί;
Να ο τρόπος. Το δεύτερο Βάπτισμα, το μυστήριο της μετανοίας και ιεράς Εξομο-λογήσεως. Πόσο δε αδικούμε τον εαυτό μας όταν μένουμε μακριά από αυτό! Διότι είναι σαν να έχουμε κάποια σοβαρή σω-ματική αρρώστια και να αναβάλουμε τη θεραπεία της. Οπότε η αρρώστια προχωρεί και όσο προχωρεί τόσο πιο δύσκολα θερα-πεύεται μέχρι που να γίνει αθεράπευτη και να μας καταβάλει.
Βέβαια το θέμα της ι. Εξομολογήσεως και το πώς πρέπει να γίνεται είναι μεγάλο και δεν μπορούμε τώρα να το εξαντλή-σουμε. Απλώς τώρα ας τονίσουμε κάτι το οποίο θεωρούμε βασικό και πολύ σημα-ντικό. Ο χαρακτήρας του μυστηρίου αυτού δεν είναι νομικός αλλά θεραπευτικός. Δη-λαδή σκοπός του δεν είναι, όπως λανθα-σμένα πιστεύουν οι Προτεστάντες, μια απλή διακήρυξη απαλλαγής από την ενο-χή των αμαρτιών μας αλλά είναι το να θε-ραπευτεί η ψυχή μας. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι, ενώ οι ιερείς των Ιουδαίων είχαν την εξουσία μόνο να δια-πιστώνουν την θεραπεία της σωματικής λέπρας όχι όμως και να την θεραπεύουν, οι ιερείς της Εκκλησίας πήραν την εξουσία να απαλλάσσουν εντελώς την ψυχή από την ακαθαρσία της.
Όταν εμείς αμαρτάνουμε απομακρυ-νόμαστε από το Θεό και αυτός, εφ’ όσον δεν τον θέλουμε, αποσύρει τη χάρη του. Όταν όμως με ειλικρινή μετάνοια επι-στρέφουμε σε αυτόν, και ο Θεός αφήνει, παραβλέπει τις αμαρτίες μας και συν-χωρεί, χωρεί, προχωρεί προς εμάς, ξαναδί-νοντάς μας τη χάρη του για να έχουμε την ολοκληρωμένη μετάνοια, την μετάνοια ως καρπό του Αγίου Πνεύματος, την ζωή του Χριστού.
Εάν λοιπόν οι πνευματικές μας αρρώ-στιες τακτοποιούνται, όπως και οι σωματι-κές, όχι με παραθεώρηση ή παραγραφή αλλά με τη θεραπεία τους, είναι φανερό, ότι όταν πηγαίνουμε στην Εξομολόγηση πρέπει να λέμε πρωτίστως και κυρίως τα αμαρτήματά μας· απλά με ειλικρίνεια και πόνο. Δεν μας συμφέρει να τα κρύβουμε ή να τα δικαιολογούμε ή να λέμε τα βάσανά μας ή το τι μας έκαναν οι άλλοι. Την Εξο-μολόγηση πρέπει να τη βλέπουμε όχι ως τυπικό καθήκον πριν τις μεγάλες γιορτές, αλλά ως ουσιαστική θεραπευτική αγωγή χωρίς την οποία δεν μπορούμε να σωθού-με.
Αλλά ας προχωρήσουμε στην ευαγγε-λική διήγηση.
Ο Θωμάς έλειπε κατά την εμφάνιση εκείνη του αναστημένου Χριστού, και ό-ταν οι άλλοι μαθητές του είπαν «είδαμε τον Κύριο», αυτός εξέφρασε την επιφυλα-κτικότητά του λέγοντας· «δεν θα πιστέψω, αν δεν δω και δεν ψηλαφήσω στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βά-λω το χέρι μου στη λογχισμένη του πλευ-ρά». Και ο Χριστός, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του μαθητού του, ξαναπα-ρουσιάστηκε «μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ», αυτή τη φορά παρόντος και του Θωμά, τον οποίο και προέτρεψε· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Και εκείνος, βλέποντας τον Αναστάντα, αλλά και «ψηλαφήσας» κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αναφώνησε· «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Όμως ο Χριστός σχολίασε και του είπε· «πίστεψες διότι με είδες. Μα-κάριοι είναι εκείνοι που πίστεψαν χωρίς να δουν». Δηλαδή Θωμά δέχθηκες την Ανάστασή μου στηριζόμενος σε αυτό που είδες και ψηλάφησες, δηλαδή στηριζόμε-νος στον εαυτό σου. Μακάριοι όμως πραγ-ματικά είναι εκείνοι που δεν βασίζονται στον αδύναμο εαυτό τους αλλά εμπιστεύ-ονται στον λόγο μου, βασίζονται στον άξιο κάθε εμπιστοσύνης Θεό.
Και σήμερα υπάρχουν ολιγόπιστοι και άπιστοι. Είναι αυτοί που δεν πιστεύουν ή νομίζουν ότι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Είναι και οι αιρετικοί που δεν δέχονται τη θεότητα του Χριστού ή του Α-γίου Πνεύματος. Είναι και άλλοι που δη-λώνουν ορθόδοξοι αλλά δεν δέχονται όλα τα δόγματα και την εν γένει διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς μπορεί δε κάποιος να βοηθηθεί στην αποδοχή του Θεού;
Πρώτον με τη βοήθεια των γνωστών μας αισθήσεων, γι' αυτό και πολλοί ζη-τούν να δούν θαύματα.
Δεύτερον με τη λογική. Μέχρι ένα ορι-σμένο σημείο μπορεί να βοηθήσει και αυ-τή.
Όμως τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση τα αποτελέσματα εί-ναι πτωχά. Εκείνο που χρειάζεται είναι η πίστη. Να ταπεινωθεί ο άνθρωπος, να δει την αδυναμία του, να θεωρήσει αξιόπιστο το λόγο του Θεού και έτσι να τον αποδε-χθεί πλήρως· «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Και αυτό, η αποδοχή του λόγου του Θεού ως αξιόπιστου δεν είναι μια αφελής ευπιστία αλλά επιμαρτυρείται από τη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας. Οι καλοπροαίρετοι βλέπουν ότι «ὅσοι… ἔλαβον αὐτόν (τον Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ».
Και εμείς ας προσπαθούμε «ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς». Να μη στηριζόμασε στους εαυτούς μας αλλά στον παντοδύναμο Θεό. Και αυτή μεν είναι η ανθρώπινη πίστη, η συγκατάθεση της ψυ-χής στις αλήθειες του Ευαγγελίου, η δογ-ματική πίστη όπως την λέει ο άγ. Κυριλλος Ιεροσολύμων. Όταν όμως αγωνιζόμαστε στην καθημερινότητα αυτή την πίστη να την ενεργοποιούμε «δι’ αγάπης», αξιωνό-μαστε, αξιοποιώντας το λίγο να πάρουμε το πολύ. Να πάρουμε την πίστη που είναι κατ’ εξοχήν δώρο του Αγίου Πνεύματος, την πίστη την κατά τον άγ. Κυριλλο ενερ-γητική «τῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον» · την θαυ-ματουργή, την πίστη που μετακινεί βουνά, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το της α-μαρτίας, το οποίο είθε να μετακινηθεί από, ή μάλλον να μεταμορφωθεί στις καρδιές μας, σε πανύψηλο όρος αγιότητος, με τις πρεσβείες του τον Αναστάντα κηρύξαντος αποστόλου Θωμά και όλων των αγίων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου