ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»
τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
. α. Ἡ ἑορτὴ τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καὶ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχθηκε τὸ ἀνάγνωσμα στὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξὺ ἄλλων μιλάει γιὰ τὴν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπισήμως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου μ.Χ. αἰ. καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς θεώρησαν ὡς ἐκτὸς πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), αἱρετικοί. Κι αὐτὸ διότι οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων – ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι - σημαίνει στὸ βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφὴ τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν νεστοριανισμό. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως γιὰ χριστολογικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τὴν πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ καταπολεμηθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν της κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τὴν ὀρθὴ στάση ἔναντι αὐτῶν: αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ.
β. 1. Ποιὸς θεωρεῖται αἱρετικὸς ὅμως γιὰ τὴν Ἐκκλησία;
(1) Αὐτὸς ποῦ, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τὴν ὀρθὴ πίστη της, τὴν πίστη δηλαδὴ ποὺ ἔφερε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γι᾽ αὐτὸ προσφέρει ἕναν Χριστὸ ὄχι ἀληθινό, ὄχι τὴν εἰκόνα ποὺ Ἐκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλὰ ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο ποὺ ἁπλῶς τὸ ντύνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα αἱροῦμαι ποὺ σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικὸς κάνει ἐπιλογή: ἀπὸ τὸ ὅλο τῆς ἀληθείας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τὸ ὁποῖο κομμάτι τὸ ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας τὸ ὡς τὸ ὅλο. Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι τελικῶς τὴν ἀλήθεια τὴν διαστρεβλώνει. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικὸς μπορεῖ νὰ τὸν παρουσιάζει μόνον Θεὸ ἢ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιὰ ἕναν αἱρετικό; Ὄχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ κρίση ἡ δική του. Τὴν δική του λογικὴ ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτὴν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καὶ μὲ βάση αὐτὴν κρίνει καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καὶ πρέπει ὅλοι νὰ ὑποταχθοῦν σὲ αὐτόν. Κατὰ συνέπεια δὲν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπὸ τὴν αἵρεση.
(2) Ἀλλὰ αἱρετικὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι καὶ κάποιος ἄλλος: ἐκεῖνος ποὺ ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστη της, ἀλλὰ καὶ τὸ ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μένει μόνον στὸ ἐπίπεδο μιᾶς θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρὶς ἡ πίστη αὐτὴ νὰ ἐπηρεάζει τὴν ζωή του, ὥστε νὰ περιπατῇ ἐν Χριστῷ, κι αὐτὸς ἐξ ἴσου εἶναι αἱρετικός. Ποτὲ ἡ χριστιανική μας πίστη δὲν διαχώρισε τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ζωή. Ἀντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη ποὺ δὲν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωὴ τὴν χαρακτήριζε δαιμονική. Διότι καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι. Ὅπως θὰ τὸ πεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος: Δεῖξον μοι τὴν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι. Καὶ πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθὴ πίστη ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ ἔχει μικρὴ διάρκεια ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τὴν προτεραιότητα στὴν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικὰ πιστὸς σύντομα θὰ παύσει νὰ εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στὴν πράξη, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀπόκλιση πίστεως – ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιὰ αἱρετικὸ – σύντομα θὰ δεῖ τὴν καθοδήγησή του ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.
2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπὸν ἀπέναντι στὸν αἱρετικό; Μὲ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σὲ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σὲ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπὸ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Νὰ τοῦ ἐπισημάνουμε τὴν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καὶ ἴσως τῆς ζωῆς του. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλὰ καὶ δεύτερη. Τυχὸν ἀδιαφορία θὰ σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καὶ ἀπομειωμένη χριστιανικὴ πίστη, ἀφοῦ θὰ φανερώνουμε ὅτι δὲν τὸν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικὰ καὶ μὲ ἐμᾶς. Πῶς τὸ ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; Νὰ τοῦ βάζουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία.
. Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στὴν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδὴ ἐπακριβῶς τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζουμε τὰ ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στὸ ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καὶ δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καὶ στὴ ζωή μας ἀπὸ πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶναι δυνατόν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Κι αὐτὸ σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θὰ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ μὲ σεβασμὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας νὰ μισοῦμε τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση κι ὄχι τὸν αἱρετικό, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανε. Ἂν δὲν στεκόμαστε ἔτσι, ἂν ἡ νουθεσία μας παίρνει τὴν μορφὴ τῆς καταγγελίας μὲ τεντωμένο δάκτυλο, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στὴν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγῳ τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας μας, ποὺ μᾶς κινεῖ σὲ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό μας. Τὸ ἀποτέλεσμα βεβαίως στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀφ᾽ ἑνὸς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ γινόμαστε θεομάχοι, ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ δεχόμενοι τὴν ἐπίπληξή μας νὰ ὁδηγοῦνται σὲ μεγαλύτερη ἀντίδραση.
3. Ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, λέει. Ἡ διάθεσή μας δηλαδὴ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἄλλον μὲ τὸν λόγο μας πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Τὸ εἴπαμε μία φορά, τὸ εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ΄Ἂν ἐπιμείνουμε, ἂν θελήσουμε ἀδιάκοπα νὰ τοῦ ὑπενθυμίζουμε τὴν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θὰ σημαίνει τὴν δική μας ἀπόκλιση: θὰ μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δὲν θὰ ἀνέχεται τὴν διαφορετικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἄλλου. Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τὴν νουθεσία, φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἔχει ἀποφασίσει τὸν χαμό του. Ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. Καὶ πρέπει κι αὐτὸ ἀκόμα νὰ τὸ σεβαστοῦμε. Σὰν τὸν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά του. Σὰν τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἐκβίαζε τοὺς ἄλλους νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν ἢ νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν.
4. Προσοχὴ ὅμως! Ἡ σιωπή μας μετὰ τὸ ἐνεργὸ ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τῆς αἵρεσης δὲν θὰ σημαίνει καὶ ἀδιαφορία καὶ ἐχθρότητά μας. Ποτὲ ὁ χριστιανὸς δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σὰν νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Σταματᾶμε νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ νουθετοῦμε, γιατί μὲ ἀγάπη παραδίδουμε τὸν αἱρετικὸ ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό, ἐλπίζοντας πιὰ στὴ δύναμη ἐλέους Ἐκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καὶ ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τὴν μορφὴ τῆς ἔμπονης προσευχῆς καὶ τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης ποὺ κάνουμε, πρὸς χάρη πιὰ καὶ τοῦ αἱρετικοῦ.
γ. Καὶ σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καὶ ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δὲν βλέπουν καὶ τὴν ὀρθὴ μαρτυρία πίστεως καὶ ἀπὸ πλευρᾶς δικῆς μας. Τὸ ζητούμενο πάρ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐμεῖς νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν ὀρθὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νὰ στρέφεται πρωτίστως πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. ΄Ἂν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τὴν αἵρεση τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νὰ κινητοποιηθοῦν καὶ οἱ ὄντως αἱρετικοὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θὰ τοὺς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»
τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη
. α. Ἡ ἑορτὴ τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καὶ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχθηκε τὸ ἀνάγνωσμα στὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξὺ ἄλλων μιλάει γιὰ τὴν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπισήμως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου μ.Χ. αἰ. καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς θεώρησαν ὡς ἐκτὸς πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), αἱρετικοί. Κι αὐτὸ διότι οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων – ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι - σημαίνει στὸ βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφὴ τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν νεστοριανισμό. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως γιὰ χριστολογικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τὴν πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ καταπολεμηθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν της κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τὴν ὀρθὴ στάση ἔναντι αὐτῶν: αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ.
β. 1. Ποιὸς θεωρεῖται αἱρετικὸς ὅμως γιὰ τὴν Ἐκκλησία;
(1) Αὐτὸς ποῦ, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τὴν ὀρθὴ πίστη της, τὴν πίστη δηλαδὴ ποὺ ἔφερε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γι᾽ αὐτὸ προσφέρει ἕναν Χριστὸ ὄχι ἀληθινό, ὄχι τὴν εἰκόνα ποὺ Ἐκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλὰ ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο ποὺ ἁπλῶς τὸ ντύνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα αἱροῦμαι ποὺ σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικὸς κάνει ἐπιλογή: ἀπὸ τὸ ὅλο τῆς ἀληθείας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τὸ ὁποῖο κομμάτι τὸ ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας τὸ ὡς τὸ ὅλο. Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι τελικῶς τὴν ἀλήθεια τὴν διαστρεβλώνει. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικὸς μπορεῖ νὰ τὸν παρουσιάζει μόνον Θεὸ ἢ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιὰ ἕναν αἱρετικό; Ὄχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ κρίση ἡ δική του. Τὴν δική του λογικὴ ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτὴν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καὶ μὲ βάση αὐτὴν κρίνει καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καὶ πρέπει ὅλοι νὰ ὑποταχθοῦν σὲ αὐτόν. Κατὰ συνέπεια δὲν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπὸ τὴν αἵρεση.
(2) Ἀλλὰ αἱρετικὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι καὶ κάποιος ἄλλος: ἐκεῖνος ποὺ ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστη της, ἀλλὰ καὶ τὸ ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μένει μόνον στὸ ἐπίπεδο μιᾶς θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρὶς ἡ πίστη αὐτὴ νὰ ἐπηρεάζει τὴν ζωή του, ὥστε νὰ περιπατῇ ἐν Χριστῷ, κι αὐτὸς ἐξ ἴσου εἶναι αἱρετικός. Ποτὲ ἡ χριστιανική μας πίστη δὲν διαχώρισε τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ζωή. Ἀντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη ποὺ δὲν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωὴ τὴν χαρακτήριζε δαιμονική. Διότι καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι. Ὅπως θὰ τὸ πεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος: Δεῖξον μοι τὴν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι. Καὶ πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθὴ πίστη ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ ἔχει μικρὴ διάρκεια ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τὴν προτεραιότητα στὴν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικὰ πιστὸς σύντομα θὰ παύσει νὰ εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στὴν πράξη, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀπόκλιση πίστεως – ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιὰ αἱρετικὸ – σύντομα θὰ δεῖ τὴν καθοδήγησή του ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.
2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπὸν ἀπέναντι στὸν αἱρετικό; Μὲ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σὲ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σὲ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπὸ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Νὰ τοῦ ἐπισημάνουμε τὴν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καὶ ἴσως τῆς ζωῆς του. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλὰ καὶ δεύτερη. Τυχὸν ἀδιαφορία θὰ σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καὶ ἀπομειωμένη χριστιανικὴ πίστη, ἀφοῦ θὰ φανερώνουμε ὅτι δὲν τὸν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικὰ καὶ μὲ ἐμᾶς. Πῶς τὸ ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; Νὰ τοῦ βάζουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία.
. Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στὴν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδὴ ἐπακριβῶς τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζουμε τὰ ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στὸ ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καὶ δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καὶ στὴ ζωή μας ἀπὸ πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶναι δυνατόν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Κι αὐτὸ σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θὰ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ μὲ σεβασμὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας νὰ μισοῦμε τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση κι ὄχι τὸν αἱρετικό, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανε. Ἂν δὲν στεκόμαστε ἔτσι, ἂν ἡ νουθεσία μας παίρνει τὴν μορφὴ τῆς καταγγελίας μὲ τεντωμένο δάκτυλο, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στὴν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγῳ τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας μας, ποὺ μᾶς κινεῖ σὲ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό μας. Τὸ ἀποτέλεσμα βεβαίως στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀφ᾽ ἑνὸς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ γινόμαστε θεομάχοι, ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ δεχόμενοι τὴν ἐπίπληξή μας νὰ ὁδηγοῦνται σὲ μεγαλύτερη ἀντίδραση.
3. Ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, λέει. Ἡ διάθεσή μας δηλαδὴ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἄλλον μὲ τὸν λόγο μας πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Τὸ εἴπαμε μία φορά, τὸ εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ΄Ἂν ἐπιμείνουμε, ἂν θελήσουμε ἀδιάκοπα νὰ τοῦ ὑπενθυμίζουμε τὴν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θὰ σημαίνει τὴν δική μας ἀπόκλιση: θὰ μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δὲν θὰ ἀνέχεται τὴν διαφορετικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἄλλου. Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τὴν νουθεσία, φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἔχει ἀποφασίσει τὸν χαμό του. Ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. Καὶ πρέπει κι αὐτὸ ἀκόμα νὰ τὸ σεβαστοῦμε. Σὰν τὸν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά του. Σὰν τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἐκβίαζε τοὺς ἄλλους νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν ἢ νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν.
4. Προσοχὴ ὅμως! Ἡ σιωπή μας μετὰ τὸ ἐνεργὸ ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τῆς αἵρεσης δὲν θὰ σημαίνει καὶ ἀδιαφορία καὶ ἐχθρότητά μας. Ποτὲ ὁ χριστιανὸς δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σὰν νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Σταματᾶμε νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ νουθετοῦμε, γιατί μὲ ἀγάπη παραδίδουμε τὸν αἱρετικὸ ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό, ἐλπίζοντας πιὰ στὴ δύναμη ἐλέους Ἐκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καὶ ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τὴν μορφὴ τῆς ἔμπονης προσευχῆς καὶ τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης ποὺ κάνουμε, πρὸς χάρη πιὰ καὶ τοῦ αἱρετικοῦ.
γ. Καὶ σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καὶ ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δὲν βλέπουν καὶ τὴν ὀρθὴ μαρτυρία πίστεως καὶ ἀπὸ πλευρᾶς δικῆς μας. Τὸ ζητούμενο πάρ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐμεῖς νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν ὀρθὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νὰ στρέφεται πρωτίστως πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. ΄Ἂν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τὴν αἵρεση τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νὰ κινητοποιηθοῦν καὶ οἱ ὄντως αἱρετικοὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θὰ τοὺς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου