Κυριακή Β Ματθαίου «Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ» Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Στην κλήση των τεσσάρων Αποστόλων: Πέτρου, Ανδρέου, Ιακώβου και Ιωάννου, αναφέρεται το σημερινό Ευαγγέλιο. Περπατώντας ο Ιησούς στη θάλασσα της Γαλιλαίας τους συνάντησε να ασχολούνται με την ψαρική τέχνη. Ο Πέτρος κι ο Ανδρέας έριχναν τα δίχτυα στη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν να τα ανασύρουν κι έπεσαν πρώτοι αυτοί στα δίκτυα της αγάπης του Θεού. «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» τους είπε ο Διδάσκαλος. Χωρίς δεύτερο λόγο εκείνοι, την ίδια στιγμή, άφησαν τα δίκτυα «και ηκολούθησαν αυτώ».
Οι άλλοι δυο, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο ήταν μέσα στο πλοίο τους και μπάλωναν τα δίκτυα. Κι αυτούς κάλεσε ο Ιησούς. «Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ».
Για το Χριστό εγκατέλειψαν πατέρα, οικογένεια, περιουσία, πατρίδα, επάγγελμα. Ενθουσιάστηκαν από την παρουσία του Διδασκάλου και μια ζωηρή και αμετάκλητη επιθυμία τους έκανε να τον ακολουθήσουν «αφέντες» κάθε συναισθηματικό και υλικό φρόνημα. Δηλαδή δεν υπολόγισαν συγγενικούς δεσμούς και τις περιουσίες τους, προσφέροντας όλο το είναι και την ύπαρξή τους στον Διδάσκαλο και Τον ακολούθησαν. Κάτω από συνθήκες σκληρές, περιόδευσαν γη και θάλασσα, για να διαδώσουν το φως της αλήθειας και της αγάπης. Παρά το γεγονός ότι η συμπόρευση μαζί Του δεν ήταν ανώδυνη και ξεκούραστη, ουδέποτε σκέφθηκε κανείς τους να απομακρυνθεί από κοντά Του. Πέρασαν πολλές δοκιμασίες, κακουχίες, θλίψεις και στεναχώριες, κόπους και μόχθους, κακοπάθειες και ναυάγια, αλλά άντεξαν, γιατί είχαν την προστασία, όχι ενός κοινού ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Θεανθρώπου, ο οποίος τους μετέβαλε από αλιείς ιχθύων, σε αλιείς ανθρώπων, καθώς ρητά και κατηγορηματικά τους διαβεβαίωσε, ότι «υμείς οι ακολουθήσαντες μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς, ή πατέρα ή μητέρα, ή γυναίκα ή τέκνα, ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ΄ 28-29).
Η ανταπόκριση των Αποστόλων στο κάλεσμα του Ιησού υπήρξε άμεση και χρήζει όντως θαυμασμού, αφού αυτή έγινε «ευθέως», χωρίς να κάνουν υπολογισμούς και συγκρίσεις. Χωρίς να σταθμίσουν τα θετικά και τα αρνητικά, χωρίς να ρυθμίσουν τις όποιες εκκρεμότητες, που ως άνθρωποι ασφαλώς θα είχαν. Εγκατέλειψαν τα πάντα και προτίμησαν «αντί των επιγείων, τα ουράνια», «αντί των φθαρτών, τα άφθαρτα», διότι η φωνή του Ιησού δεν ήταν η λαλιά ενός ανθρώπου, ήταν η λαλιά του Θεού, ο οποίος τους «εσκήνωσε» εν αυτοίς. Θα μπορούσε κανείς να κατατάξει αυτήν την άμεση ανταπόκριση στο κάλεσμα του Ιησού, σαν το πρώτο βάπτισμα, όπου συμπορεύτηκαν και συνετάχθησαν «τω Χριστώ». Ο Άγιος Βασίλειος Σελευκείας, σημειώνει: «…τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη, που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας».
Καλεί, λοιπόν, τους πρώτους μαθητές Του που μέχρι τώρα ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Τους καλεί με την προτροπή να τον ακολουθήσουν και να τους κάνει ψαράδες ανθρώπων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι καλεί πρώτα τον Πέτρο και τον Ανδρέα. Τα Ιερά Ευαγγέλια μας παρέχουν πληροφορίες για τα σημαντικά γεγονότα σε σχέση με τον απόστολο Πέτρο και το επί γης έργο του Ιησού Χριστού. Η συμπόρευση μαζί Του, όλες οι εμπειρίες που έζησε με τον Χριστό, η τριπλή άρνηση του Διδασκάλου του, αλλά και η ειλικρινής μετάνοια που έδειξε με την τριπλή ομολογία του στο Χριστό, όπως και η αποκατάστασή του στη θέση του αποστολικού αξιώματος. Έτσι γίνεται πρωτοκορυφαίος και λαμβάνει «τας κλεις της Βασιλείας». Εξίσου σημαντική είναι η πορεία και η σχέση των άλλων αποστόλων με τον Χριστό και την Εκκλησία.
Απόστολος σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν όσοι κλήθηκαν από τον Κύριο να γίνουν μαθητές Του για να συνεχίσουν το σωτηριώδες έργο Του και μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του να θεμελιώσουν την Εκκλησία Του σε όλη την οικουμένη.
Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων έγινε αμέσως με την αρχή του επί γης έργου του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Μετά τη Βάπτισή Του πήγε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ, όπου απηύθυνε την κλήση στους πρώτους μαθητές Του:«δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4:20). Αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. 4:21). Άλλοι «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ. 1:20).
Οι μαθητές χωρίζονται σε τρεις ομάδες: το στενό κύκλο των δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα και τον ευρύτατο κύκλο των πολυπληθών ακόλουθων του Ιησού Χριστού. Μεγαλύτερη σημασία για το σωτήριο έργο του Χριστού και για την αποστολή της Εκκλησίας είχε ο κύκλος των δώδεκα. Αυτοί βρίσκονταν πλησίον Του και σ' αυτούς αποκάλυψε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Ένεκα του αποστολικού τους αξιώματος είχαν την εξουσία να διδάσκουν το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, να επιτελούν τις αγιαστικές και λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας και να μεταδίδουν την εξουσία αυτή και στους διαδόχους τους. Όντως ο Χριστός τους είπε: «Εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγετε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη» (Ιω. 15:16).
Εξ’ άλλου, μετά την Ανάσταση, τους ανέθεσε το έργο και την αποστολή αυτή με τους λόγους της Διαθήκης: «καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς˙ λάβετε Πνεύμα Άγιον˙ αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20:21). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι έντεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη, τους είπε:«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. 28:19-20).
Ο Ιησούς Χριστός δεν επέλεξε τους Αποστόλους Του ούτε από τους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ, ούτε από την αριστοκρατία, ούτε από τις τάξεις των πολιτικά ισχυρών, των οικονομικά δυνατών, ούτε από τους κατά κόσμο σοφούς. Έτσι ευχαριστεί τον Θεό Πατέρα: «Εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναι, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου» (Ματθ. 11:25-27).
Αντίθετα, τους επέλεξε από τους άσημους και απλούς κατά κόσμον, αλλά σοφούς κατά Θεόν ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν ... τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού.»(Α˙Κορ. 1:21-29).
Το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ. 2:1-13) μεταμόρφωσε τους φοβισμένους μαθητές σε διαπρύσιους κήρυκες του Ευαγγελίου. Η συγκλονιστική εμπειρία της Ανάστασης του Κυρίου και η επέλευση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος έδωσαν σε αυτούς τη δύναμη και δυνατότητα να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Το αποστολικό έργο και η δύναμη του Ευαγγελίου του Χριστού έγιναν η αιτία της ανακαινίσεως και μεταμορφώσεως του κόσμου και της ιστορίας. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην αποκάλυψη για τους δώδεκα αποστόλους ότι είναι οι θεμελιωτές της Εκκλησίας στη γη και στο ουρανό «και το τείχος της πόλεως είχε θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου» (Απ. 21:14). Διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο για να διαλαλήσουν το νέο, ελπιδοφόρο και σωτήριο μήνυμα της εν Χριστώ απολύτρωσης του ανθρωπίνου γένους.
Το έργο των αποστόλων δεν ήταν εύκολο. Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ παραστατικά τις δυσκολίες της αποστολής τους ως εξής: «Ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγεννήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις. Ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς δέ φρόνιμοι εν Χριστώ, ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί˙ υμείς ένδοξοι, ημείς δέ άτιμοι. Άχρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί˙ λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν˙ ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α˙Κορ. 4:9-13).
Το έργο των αγίων Αποστόλων συνεχίστηκε και συνεχίζεται από τους διαδόχους τους. Σε κάθε μέρος, όπου ίδρυαν τοπικές εκκλησίες, χειροτονούσαν επισκόπους και πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων:«Χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξ. 14:23).
Ο κλήρος της Εκκλησίας είναι διάκονοι και οικονόμοι των μυστηρίων τού μόνου Αρχιερέως (Α˙ Κορ. 3: 5-9,4:1, Α˙ Τίτ. 7, Α˙ Πέ. 4:10). Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης και μέσω Αυτού επιτυγχάνεται η συμφιλίωση με τον Θεό (Α' Τιμ. 2:5). Η Εκκλησία συνεχίζει την αποστολική παράδοση. Η ιεροσύνη διακρίνεται τρεις βαθμούς: τον διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο.
Βέβαια η Καινή Διαθήκη ταυτίζει κατ' αρχήν τούς όρους «επίσκοπος» και«πρεσβύτερος» (Πραξ. 20:17-28), όμως αυτό δεν σημαίνει πώς στην αποστολική Εκκλησία δεν υπήρχε τρίτος βαθμός της ιεροσύνης. Ο Τίτος επί παραδείγματι ήταν επίσκοπος Κρήτης και ο Τιμόθεος εκτελούσε επισκοπική διακονία στην Εκκλησία της Εφέσου. Σ' αυτή τη διακονία περιλαμβανόταν και η εγκατάσταση πρεσβυτέρων και διακόνων, και μάλιστα με χειροτονία (Τίτ. 1:5), με την οποία μεταδιδόταν το «χάρισμα» της ιεροσύνης (Β' Τιμ. 1:6, Πρβλ Α' Τιμ. 5: 22, Πράξ. 20:28).
Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης (96μ.χ.), κάνει λόγο για «ιερείς» και«αρχιερείς» «τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι διακονίαι επίκεινται. Ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Έκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω Θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον τοις λειτουργίας αυτού κανόνα...» (Α'Κλημ. 40:3–41:4),συνδέει την πραγματικότητα της Εκκλησίας με την πραγματικότητα της αγίας Γραφής«Και δώσω τούς αρχοντάς σου εν ειρήνη και τούς επισκόπους σου εν δικαιοσύνη» λέγει ο προφήτης (Ήσ. 60:17 κατά τους Ο').
Ο άγιος Iγvάτιoς ο θεοφόρος που έζησε αμέσως μετά τους αποστολικούς χρόνους (107μ.χ.), διακρίνει τούς τρεις βαθμούς της ιεροσύνης και υπογραμμίζει: «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς Xριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις απoστόλoις τούς δε διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν... εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, ή υπό τον Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη» «Ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω δουλεύει» (Iγν., Σμυρν. VIII, 1:9). Ο άγιος Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνος (258μ.χ.) αναφέρει, ότι οι επίσκοποι είναι «εκπρόσωποι και διάδοχοι των απoστόλων» και σ' αυτούς αναφέρεται τώρα το «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λκ. 10:16), (Εγχειρίδιο αιρέσεων & παραχριστιανικών ομάδων π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου). Κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, ο Θεός εμπιστεύθηκε στους ιερείς «τα μυστήρια, τα οποία μας ανυψώνουν προς τον ουρανό και αποτελούν το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο πράγμα από όλα όσα διαθέτομε» (Λόγ. 2:4, Απολογία περί της φυγής).
Ο Χριστός συνεχίζει και σήμερα, δια της Αγίας Εκκλησίας Του και των διαδόχων των πεφωτισμένων Αγίων Ενδόξων Μαθητών και Αποστόλων, να μας καλεί με αγάπη με στοργικότητα κοντά Του. Μας διδάσκει με ποιο τρόπο να αποφεύγουμε κάθε αδυναμία και κάθε πάθος, φθόνο ή ζήλο, ώστε να φθάσουμε κοντά Του. Οι προσκλήσεις είναι πολλές και ποικίλουν. Δυστυχώς κάποιοι δεν γίνονται παραλήπτες αυτών των προσκλήσεων ή και αν τις παραλάβουν, αναβάλλουν να τις ενεργοποιήσουν «ευθέως», αναβάλλοντας, επ’ αόριστο την εκτέλεσή τους, ενώ συγχρόνως γνωρίζουν τα λάθη τους και τις αστοχίες τους. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Μη αναβάλλου επιστρέψαι προς Κύριον» «μηδέ ανάμενε ημέραν εξ’ ημέρας, μήποτε, ως μέλλεις, εκτριβής». Και ο Γρηγόριος Θεολόγος συνιστά: «Ου δει καιρόν αναμένειν επί τη εαυτού διορθώσει δια το ασφαλές μη έχειν περί την αύριον».
Στην Εκκλησία του Χριστού από την εποχή των αποστόλων μέχρι σήμερα συνεχίζεται αυτή η αλυσίδα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστης και γι' αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική. Όλοι λοιπόν όσοι εργάζονται στην Εκκλησία του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί, συνεχίζουν κατ' ουσίαν το έργο των αγίων Αποστόλων.
Στην κλήση των τεσσάρων Αποστόλων: Πέτρου, Ανδρέου, Ιακώβου και Ιωάννου, αναφέρεται το σημερινό Ευαγγέλιο. Περπατώντας ο Ιησούς στη θάλασσα της Γαλιλαίας τους συνάντησε να ασχολούνται με την ψαρική τέχνη. Ο Πέτρος κι ο Ανδρέας έριχναν τα δίχτυα στη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν να τα ανασύρουν κι έπεσαν πρώτοι αυτοί στα δίκτυα της αγάπης του Θεού. «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» τους είπε ο Διδάσκαλος. Χωρίς δεύτερο λόγο εκείνοι, την ίδια στιγμή, άφησαν τα δίκτυα «και ηκολούθησαν αυτώ».
Οι άλλοι δυο, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο ήταν μέσα στο πλοίο τους και μπάλωναν τα δίκτυα. Κι αυτούς κάλεσε ο Ιησούς. «Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ».
Για το Χριστό εγκατέλειψαν πατέρα, οικογένεια, περιουσία, πατρίδα, επάγγελμα. Ενθουσιάστηκαν από την παρουσία του Διδασκάλου και μια ζωηρή και αμετάκλητη επιθυμία τους έκανε να τον ακολουθήσουν «αφέντες» κάθε συναισθηματικό και υλικό φρόνημα. Δηλαδή δεν υπολόγισαν συγγενικούς δεσμούς και τις περιουσίες τους, προσφέροντας όλο το είναι και την ύπαρξή τους στον Διδάσκαλο και Τον ακολούθησαν. Κάτω από συνθήκες σκληρές, περιόδευσαν γη και θάλασσα, για να διαδώσουν το φως της αλήθειας και της αγάπης. Παρά το γεγονός ότι η συμπόρευση μαζί Του δεν ήταν ανώδυνη και ξεκούραστη, ουδέποτε σκέφθηκε κανείς τους να απομακρυνθεί από κοντά Του. Πέρασαν πολλές δοκιμασίες, κακουχίες, θλίψεις και στεναχώριες, κόπους και μόχθους, κακοπάθειες και ναυάγια, αλλά άντεξαν, γιατί είχαν την προστασία, όχι ενός κοινού ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Θεανθρώπου, ο οποίος τους μετέβαλε από αλιείς ιχθύων, σε αλιείς ανθρώπων, καθώς ρητά και κατηγορηματικά τους διαβεβαίωσε, ότι «υμείς οι ακολουθήσαντες μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς, ή πατέρα ή μητέρα, ή γυναίκα ή τέκνα, ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ΄ 28-29).
Η ανταπόκριση των Αποστόλων στο κάλεσμα του Ιησού υπήρξε άμεση και χρήζει όντως θαυμασμού, αφού αυτή έγινε «ευθέως», χωρίς να κάνουν υπολογισμούς και συγκρίσεις. Χωρίς να σταθμίσουν τα θετικά και τα αρνητικά, χωρίς να ρυθμίσουν τις όποιες εκκρεμότητες, που ως άνθρωποι ασφαλώς θα είχαν. Εγκατέλειψαν τα πάντα και προτίμησαν «αντί των επιγείων, τα ουράνια», «αντί των φθαρτών, τα άφθαρτα», διότι η φωνή του Ιησού δεν ήταν η λαλιά ενός ανθρώπου, ήταν η λαλιά του Θεού, ο οποίος τους «εσκήνωσε» εν αυτοίς. Θα μπορούσε κανείς να κατατάξει αυτήν την άμεση ανταπόκριση στο κάλεσμα του Ιησού, σαν το πρώτο βάπτισμα, όπου συμπορεύτηκαν και συνετάχθησαν «τω Χριστώ». Ο Άγιος Βασίλειος Σελευκείας, σημειώνει: «…τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη, που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας».
Καλεί, λοιπόν, τους πρώτους μαθητές Του που μέχρι τώρα ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Τους καλεί με την προτροπή να τον ακολουθήσουν και να τους κάνει ψαράδες ανθρώπων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι καλεί πρώτα τον Πέτρο και τον Ανδρέα. Τα Ιερά Ευαγγέλια μας παρέχουν πληροφορίες για τα σημαντικά γεγονότα σε σχέση με τον απόστολο Πέτρο και το επί γης έργο του Ιησού Χριστού. Η συμπόρευση μαζί Του, όλες οι εμπειρίες που έζησε με τον Χριστό, η τριπλή άρνηση του Διδασκάλου του, αλλά και η ειλικρινής μετάνοια που έδειξε με την τριπλή ομολογία του στο Χριστό, όπως και η αποκατάστασή του στη θέση του αποστολικού αξιώματος. Έτσι γίνεται πρωτοκορυφαίος και λαμβάνει «τας κλεις της Βασιλείας». Εξίσου σημαντική είναι η πορεία και η σχέση των άλλων αποστόλων με τον Χριστό και την Εκκλησία.
Απόστολος σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν όσοι κλήθηκαν από τον Κύριο να γίνουν μαθητές Του για να συνεχίσουν το σωτηριώδες έργο Του και μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του να θεμελιώσουν την Εκκλησία Του σε όλη την οικουμένη.
Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων έγινε αμέσως με την αρχή του επί γης έργου του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Μετά τη Βάπτισή Του πήγε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ, όπου απηύθυνε την κλήση στους πρώτους μαθητές Του:«δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4:20). Αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. 4:21). Άλλοι «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ. 1:20).
Οι μαθητές χωρίζονται σε τρεις ομάδες: το στενό κύκλο των δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα και τον ευρύτατο κύκλο των πολυπληθών ακόλουθων του Ιησού Χριστού. Μεγαλύτερη σημασία για το σωτήριο έργο του Χριστού και για την αποστολή της Εκκλησίας είχε ο κύκλος των δώδεκα. Αυτοί βρίσκονταν πλησίον Του και σ' αυτούς αποκάλυψε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Ένεκα του αποστολικού τους αξιώματος είχαν την εξουσία να διδάσκουν το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, να επιτελούν τις αγιαστικές και λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας και να μεταδίδουν την εξουσία αυτή και στους διαδόχους τους. Όντως ο Χριστός τους είπε: «Εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγετε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη» (Ιω. 15:16).
Εξ’ άλλου, μετά την Ανάσταση, τους ανέθεσε το έργο και την αποστολή αυτή με τους λόγους της Διαθήκης: «καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς˙ λάβετε Πνεύμα Άγιον˙ αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20:21). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι έντεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη, τους είπε:«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. 28:19-20).
Ο Ιησούς Χριστός δεν επέλεξε τους Αποστόλους Του ούτε από τους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ, ούτε από την αριστοκρατία, ούτε από τις τάξεις των πολιτικά ισχυρών, των οικονομικά δυνατών, ούτε από τους κατά κόσμο σοφούς. Έτσι ευχαριστεί τον Θεό Πατέρα: «Εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναι, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου» (Ματθ. 11:25-27).
Αντίθετα, τους επέλεξε από τους άσημους και απλούς κατά κόσμον, αλλά σοφούς κατά Θεόν ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν ... τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού.»(Α˙Κορ. 1:21-29).
Το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ. 2:1-13) μεταμόρφωσε τους φοβισμένους μαθητές σε διαπρύσιους κήρυκες του Ευαγγελίου. Η συγκλονιστική εμπειρία της Ανάστασης του Κυρίου και η επέλευση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος έδωσαν σε αυτούς τη δύναμη και δυνατότητα να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Το αποστολικό έργο και η δύναμη του Ευαγγελίου του Χριστού έγιναν η αιτία της ανακαινίσεως και μεταμορφώσεως του κόσμου και της ιστορίας. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην αποκάλυψη για τους δώδεκα αποστόλους ότι είναι οι θεμελιωτές της Εκκλησίας στη γη και στο ουρανό «και το τείχος της πόλεως είχε θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου» (Απ. 21:14). Διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο για να διαλαλήσουν το νέο, ελπιδοφόρο και σωτήριο μήνυμα της εν Χριστώ απολύτρωσης του ανθρωπίνου γένους.
Το έργο των αποστόλων δεν ήταν εύκολο. Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ παραστατικά τις δυσκολίες της αποστολής τους ως εξής: «Ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγεννήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις. Ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς δέ φρόνιμοι εν Χριστώ, ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί˙ υμείς ένδοξοι, ημείς δέ άτιμοι. Άχρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί˙ λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν˙ ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α˙Κορ. 4:9-13).
Το έργο των αγίων Αποστόλων συνεχίστηκε και συνεχίζεται από τους διαδόχους τους. Σε κάθε μέρος, όπου ίδρυαν τοπικές εκκλησίες, χειροτονούσαν επισκόπους και πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων:«Χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξ. 14:23).
Ο κλήρος της Εκκλησίας είναι διάκονοι και οικονόμοι των μυστηρίων τού μόνου Αρχιερέως (Α˙ Κορ. 3: 5-9,4:1, Α˙ Τίτ. 7, Α˙ Πέ. 4:10). Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης και μέσω Αυτού επιτυγχάνεται η συμφιλίωση με τον Θεό (Α' Τιμ. 2:5). Η Εκκλησία συνεχίζει την αποστολική παράδοση. Η ιεροσύνη διακρίνεται τρεις βαθμούς: τον διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο.
Βέβαια η Καινή Διαθήκη ταυτίζει κατ' αρχήν τούς όρους «επίσκοπος» και«πρεσβύτερος» (Πραξ. 20:17-28), όμως αυτό δεν σημαίνει πώς στην αποστολική Εκκλησία δεν υπήρχε τρίτος βαθμός της ιεροσύνης. Ο Τίτος επί παραδείγματι ήταν επίσκοπος Κρήτης και ο Τιμόθεος εκτελούσε επισκοπική διακονία στην Εκκλησία της Εφέσου. Σ' αυτή τη διακονία περιλαμβανόταν και η εγκατάσταση πρεσβυτέρων και διακόνων, και μάλιστα με χειροτονία (Τίτ. 1:5), με την οποία μεταδιδόταν το «χάρισμα» της ιεροσύνης (Β' Τιμ. 1:6, Πρβλ Α' Τιμ. 5: 22, Πράξ. 20:28).
Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης (96μ.χ.), κάνει λόγο για «ιερείς» και«αρχιερείς» «τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι διακονίαι επίκεινται. Ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Έκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω Θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον τοις λειτουργίας αυτού κανόνα...» (Α'Κλημ. 40:3–41:4),συνδέει την πραγματικότητα της Εκκλησίας με την πραγματικότητα της αγίας Γραφής«Και δώσω τούς αρχοντάς σου εν ειρήνη και τούς επισκόπους σου εν δικαιοσύνη» λέγει ο προφήτης (Ήσ. 60:17 κατά τους Ο').
Ο άγιος Iγvάτιoς ο θεοφόρος που έζησε αμέσως μετά τους αποστολικούς χρόνους (107μ.χ.), διακρίνει τούς τρεις βαθμούς της ιεροσύνης και υπογραμμίζει: «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς Xριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις απoστόλoις τούς δε διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν... εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, ή υπό τον Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη» «Ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω δουλεύει» (Iγν., Σμυρν. VIII, 1:9). Ο άγιος Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνος (258μ.χ.) αναφέρει, ότι οι επίσκοποι είναι «εκπρόσωποι και διάδοχοι των απoστόλων» και σ' αυτούς αναφέρεται τώρα το «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λκ. 10:16), (Εγχειρίδιο αιρέσεων & παραχριστιανικών ομάδων π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου). Κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, ο Θεός εμπιστεύθηκε στους ιερείς «τα μυστήρια, τα οποία μας ανυψώνουν προς τον ουρανό και αποτελούν το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο πράγμα από όλα όσα διαθέτομε» (Λόγ. 2:4, Απολογία περί της φυγής).
Ο Χριστός συνεχίζει και σήμερα, δια της Αγίας Εκκλησίας Του και των διαδόχων των πεφωτισμένων Αγίων Ενδόξων Μαθητών και Αποστόλων, να μας καλεί με αγάπη με στοργικότητα κοντά Του. Μας διδάσκει με ποιο τρόπο να αποφεύγουμε κάθε αδυναμία και κάθε πάθος, φθόνο ή ζήλο, ώστε να φθάσουμε κοντά Του. Οι προσκλήσεις είναι πολλές και ποικίλουν. Δυστυχώς κάποιοι δεν γίνονται παραλήπτες αυτών των προσκλήσεων ή και αν τις παραλάβουν, αναβάλλουν να τις ενεργοποιήσουν «ευθέως», αναβάλλοντας, επ’ αόριστο την εκτέλεσή τους, ενώ συγχρόνως γνωρίζουν τα λάθη τους και τις αστοχίες τους. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Μη αναβάλλου επιστρέψαι προς Κύριον» «μηδέ ανάμενε ημέραν εξ’ ημέρας, μήποτε, ως μέλλεις, εκτριβής». Και ο Γρηγόριος Θεολόγος συνιστά: «Ου δει καιρόν αναμένειν επί τη εαυτού διορθώσει δια το ασφαλές μη έχειν περί την αύριον».
Στην Εκκλησία του Χριστού από την εποχή των αποστόλων μέχρι σήμερα συνεχίζεται αυτή η αλυσίδα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστης και γι' αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική. Όλοι λοιπόν όσοι εργάζονται στην Εκκλησία του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί, συνεχίζουν κατ' ουσίαν το έργο των αγίων Αποστόλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου