Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ἀπὸ τὸν πατέρα Παναγιώτη Γκέζο
«Ὅσοι ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»
Πολλοὶ εἶναι, ἀδελφοί μου, αὐτοὶ ποὺ ρωτᾶνε· μὲ ποιὰ κριτήρια θὰ κρίνη ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους; Θὰ κριθοῦν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο; Τί θὰ γίνουν ὅσοι ἔζησαν πρὶν ἀκόμα ἔρθη στὸν κόσμο ὁ Χριστός; Μὲ ποιὸ νόμο θὰ τοὺς κρίνη, θὰ τοὺς δικάση; Σὲ αὐτὴ τὴν ἀπορία ἀπαντᾶ ὁ θεῖος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του. Ὅσοι, λέει, δὲν εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, θὰ καταδικαστοῦν χωρὶς νὰ ἔχουν γιὰ κατήγορο τὸν νόμο, δηλαδὴ μὲ ἐπιείκεια. Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν ἔχοντας στὴν διάθεσή τους νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο τοῦτο, δηλαδὴ αὐστηρότερα. Θὰ ἔχουν δύο μάρτυρες κατηγορίας, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ ἔχουν μονάχα ἕνα. Ποιοὶ ὅμως εἶναι οἱ δύο αὐτοὶ νόμοι;
Ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν πάνσοφο Νομοθέτη, τὸν Θεό, ἦταν ἄγραφος. Ἦταν χαραγμένος στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων & εἶναι ὁ νόμος ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν πανίσχυρη φωνὴ τῆς συνείδησης. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἠθικὸ ἀλφάβητο τῶν ἀνθρώπων. «Ὅταν γάρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσὶ νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Ρωμ. 2-15-15)· γιατί, ὅταν ἔθνη ποὺ δὲν ἔχουν πάρει νόμο ἐκ φύσεως, τηροῦν ὅ,τι λέει ὁ νόμος, ἄρα αὐτοὶ εἶναι οἱ ἴδιοι νόμος γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος τὰ ἔχουν γραμμένα μέσα στὴν καρδιά τους. Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἄγραφου νόμου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἀβίαστη βούληση καὶ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἔργο εἶναι διπλὸ τοῦ πανανθρώπινου τούτου νόμου. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ὑπῆρχε νόμος. Θὰ βασίλευε ἡ ἀνομία καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἡ παρανομία. Ὁ ἔμφυτος νόμος τῆς συνείδησης μοιάζει μὲ τὶς ρίζες τοῦ δέντρου, ποὺ ὅσοι ἄνεμοι καὶ ἂν χτυπᾶνε τοὺς κλώνους καὶ τὰ φύλλα καὶ ὅσες βαρυχειμωνιὲς καὶ ἄν ἔλθουν, αὐτὲς παραμένουν ἀπείραχτες καὶ ἀνέγγιχτες.
Ὁ Θεὸς ὅμως, ἀδελφοί μου, δὲν μᾶς ἄφησε μόνο μὲ τὸν ἄγραφο νόμο, ἀλλὰ μᾶς χάρισε καὶ τὸν γραπτὸ νόμο, τὸν τελειότερο καὶ καθαρότερο. Εἶναι καὶ λέγεται «ἀποκεκαλυμμένος», γιατὶ τὸν ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θείου νόμου ἔγινε σὲ δύο στάδια. Τὴν πρώτη φορὰ δόθηκε στὸν Ἰσραὴλ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ τὴν δεύτερη μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὸ πρῶτο στάδιο ἦταν ἡ Μωσαϊκὴ νομοθεσία. Τὸ δεύτερο ἦταν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ὁ πρόδρομος καὶ ἡ προτύπωση τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα, ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (Γάλ. 3, 23-24).
Καὶ ὁ ἄγραφος καὶ ὁ γραπτὸς νόμος καταγράφουν καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει καὶ λυτρώνει. Ἂν ὅμως τοὺς συγκρίνουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς ὁ ἕνας μοιάζει μὲ νήπιο, ὁ ἄλλος μὲ ὥριμο ἄνθρωπο. Γιὰ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαίτερα ὁ Δεκάλογος ἦταν ὁ πιὸ ἄρτιος ἠθικὸς κώδικας μὲ ἀνάγλυφη τοῦ Θεοῦ τὴν Σοφία. Τὰ θεόφραστα λόγια τοῦ Νόμου ἦταν γιὰ αὐτοὺς «ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον». Ἰδιαιτέρως ὁ Δεκάλογος. Ἀδελφοί μου, ὁ Εὐαγγελικὸς νόμος ποὺ δόθηκε μὲ τὸν Χριστό μας εἶναι ἡ τέλεια ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος. Εἶναι «νόμος ἀγάπης» καὶ «νόμος χάριτος», «Νόμος Πνεύματος». Τώρα «οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον ἀλλὰ ὑπὸ χάριν», γιατὶ γνωρίσαμε τὴν «καινὴν ἐντολὴν» τῆς ἀγάπης καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ «νόμος οὐ κεῖται». Τέλος, ἀδελφοί, οἱ εἰδωλολάτρες (ὄχι οἱ νεοειδωλολάτρες, οἱ ἀρνητὲς) θὰ κριθοῦν μὲ συγκατάβαση. Οἱ Ἰσραηλῖτες αὐστηρότερα, οἱ χριστιανοὶ παραβάτες τοῦ θείου Νόμου (ἄγραφου καὶ γραπτοῦ) αὐστηρότατα. «Στῶμεν», λοιπόν, «καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Ἀμήν.
Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως τώρα μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ δικό μας καθῆκον. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ μόνο τὸν νόμο τῆς συνειδήσεως, οὔτε σὰν τοὺς Ἰουδαίους μὲ μόνο τὸν ἀτελὴ καὶ περιορισμένο Μωσαϊκὸ νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ ἔχουμε πάρει ἀπὸ αὐτὸν τὸν τέλειο ἠθικὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἐξαιρετικὴ ἡ τιμὴ καὶ τὸ προνόμιο αὐτὸ, ἀλλὰ καὶ πιὸ αὐστηρὴ ἡ τιμωρία, ἐὰν τυχόν – Θεὸς φυλάξοι – δὲν ἐφαρμόσουμε τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ὁδηγὸ λοιπὸν τὸν θεόσδοτο νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀκολουθώντας πιστὰ τὶς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεώς μας καὶ μὲ τὴ χάρι τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ μᾶς ἐνισχύει, ἄς προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε ὅσα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ διατάζει, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ σ’ ἐμᾶς οἱ λόγοι τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῶ ἐργαζομένω τὸ ἀγαθόν».
Πηγή: Ἀρχιμ. Νικηφόρου Α.Κυπριανοῦ καὶ ἀρχιμ. Χριστοφοροῦ Ν.Παπουτσοπουλοῦ
«Ὅσοι ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»
Πολλοὶ εἶναι, ἀδελφοί μου, αὐτοὶ ποὺ ρωτᾶνε· μὲ ποιὰ κριτήρια θὰ κρίνη ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους; Θὰ κριθοῦν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο; Τί θὰ γίνουν ὅσοι ἔζησαν πρὶν ἀκόμα ἔρθη στὸν κόσμο ὁ Χριστός; Μὲ ποιὸ νόμο θὰ τοὺς κρίνη, θὰ τοὺς δικάση; Σὲ αὐτὴ τὴν ἀπορία ἀπαντᾶ ὁ θεῖος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του. Ὅσοι, λέει, δὲν εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, θὰ καταδικαστοῦν χωρὶς νὰ ἔχουν γιὰ κατήγορο τὸν νόμο, δηλαδὴ μὲ ἐπιείκεια. Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν ἔχοντας στὴν διάθεσή τους νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο τοῦτο, δηλαδὴ αὐστηρότερα. Θὰ ἔχουν δύο μάρτυρες κατηγορίας, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ ἔχουν μονάχα ἕνα. Ποιοὶ ὅμως εἶναι οἱ δύο αὐτοὶ νόμοι;
Ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν πάνσοφο Νομοθέτη, τὸν Θεό, ἦταν ἄγραφος. Ἦταν χαραγμένος στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων & εἶναι ὁ νόμος ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν πανίσχυρη φωνὴ τῆς συνείδησης. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἠθικὸ ἀλφάβητο τῶν ἀνθρώπων. «Ὅταν γάρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσὶ νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Ρωμ. 2-15-15)· γιατί, ὅταν ἔθνη ποὺ δὲν ἔχουν πάρει νόμο ἐκ φύσεως, τηροῦν ὅ,τι λέει ὁ νόμος, ἄρα αὐτοὶ εἶναι οἱ ἴδιοι νόμος γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος τὰ ἔχουν γραμμένα μέσα στὴν καρδιά τους. Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἄγραφου νόμου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἀβίαστη βούληση καὶ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἔργο εἶναι διπλὸ τοῦ πανανθρώπινου τούτου νόμου. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ὑπῆρχε νόμος. Θὰ βασίλευε ἡ ἀνομία καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἡ παρανομία. Ὁ ἔμφυτος νόμος τῆς συνείδησης μοιάζει μὲ τὶς ρίζες τοῦ δέντρου, ποὺ ὅσοι ἄνεμοι καὶ ἂν χτυπᾶνε τοὺς κλώνους καὶ τὰ φύλλα καὶ ὅσες βαρυχειμωνιὲς καὶ ἄν ἔλθουν, αὐτὲς παραμένουν ἀπείραχτες καὶ ἀνέγγιχτες.
Ὁ Θεὸς ὅμως, ἀδελφοί μου, δὲν μᾶς ἄφησε μόνο μὲ τὸν ἄγραφο νόμο, ἀλλὰ μᾶς χάρισε καὶ τὸν γραπτὸ νόμο, τὸν τελειότερο καὶ καθαρότερο. Εἶναι καὶ λέγεται «ἀποκεκαλυμμένος», γιατὶ τὸν ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θείου νόμου ἔγινε σὲ δύο στάδια. Τὴν πρώτη φορὰ δόθηκε στὸν Ἰσραὴλ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ τὴν δεύτερη μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὸ πρῶτο στάδιο ἦταν ἡ Μωσαϊκὴ νομοθεσία. Τὸ δεύτερο ἦταν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ὁ πρόδρομος καὶ ἡ προτύπωση τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα, ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (Γάλ. 3, 23-24).
Καὶ ὁ ἄγραφος καὶ ὁ γραπτὸς νόμος καταγράφουν καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει καὶ λυτρώνει. Ἂν ὅμως τοὺς συγκρίνουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς ὁ ἕνας μοιάζει μὲ νήπιο, ὁ ἄλλος μὲ ὥριμο ἄνθρωπο. Γιὰ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαίτερα ὁ Δεκάλογος ἦταν ὁ πιὸ ἄρτιος ἠθικὸς κώδικας μὲ ἀνάγλυφη τοῦ Θεοῦ τὴν Σοφία. Τὰ θεόφραστα λόγια τοῦ Νόμου ἦταν γιὰ αὐτοὺς «ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον». Ἰδιαιτέρως ὁ Δεκάλογος. Ἀδελφοί μου, ὁ Εὐαγγελικὸς νόμος ποὺ δόθηκε μὲ τὸν Χριστό μας εἶναι ἡ τέλεια ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος. Εἶναι «νόμος ἀγάπης» καὶ «νόμος χάριτος», «Νόμος Πνεύματος». Τώρα «οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον ἀλλὰ ὑπὸ χάριν», γιατὶ γνωρίσαμε τὴν «καινὴν ἐντολὴν» τῆς ἀγάπης καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ «νόμος οὐ κεῖται». Τέλος, ἀδελφοί, οἱ εἰδωλολάτρες (ὄχι οἱ νεοειδωλολάτρες, οἱ ἀρνητὲς) θὰ κριθοῦν μὲ συγκατάβαση. Οἱ Ἰσραηλῖτες αὐστηρότερα, οἱ χριστιανοὶ παραβάτες τοῦ θείου Νόμου (ἄγραφου καὶ γραπτοῦ) αὐστηρότατα. «Στῶμεν», λοιπόν, «καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Ἀμήν.
Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως τώρα μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ δικό μας καθῆκον. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ μόνο τὸν νόμο τῆς συνειδήσεως, οὔτε σὰν τοὺς Ἰουδαίους μὲ μόνο τὸν ἀτελὴ καὶ περιορισμένο Μωσαϊκὸ νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ ἔχουμε πάρει ἀπὸ αὐτὸν τὸν τέλειο ἠθικὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἐξαιρετικὴ ἡ τιμὴ καὶ τὸ προνόμιο αὐτὸ, ἀλλὰ καὶ πιὸ αὐστηρὴ ἡ τιμωρία, ἐὰν τυχόν – Θεὸς φυλάξοι – δὲν ἐφαρμόσουμε τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ὁδηγὸ λοιπὸν τὸν θεόσδοτο νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀκολουθώντας πιστὰ τὶς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεώς μας καὶ μὲ τὴ χάρι τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ μᾶς ἐνισχύει, ἄς προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε ὅσα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ διατάζει, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ σ’ ἐμᾶς οἱ λόγοι τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῶ ἐργαζομένω τὸ ἀγαθόν».
Πηγή: Ἀρχιμ. Νικηφόρου Α.Κυπριανοῦ καὶ ἀρχιμ. Χριστοφοροῦ Ν.Παπουτσοπουλοῦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου